του Μάρκου Κρητικού
Ο μετρ του αστυνομικού αφηγήματος, Ζορζ Σιμενόν, με περισσότερες από διακόσιες νουβέλες και το βραβείο του Grand Master(1966) στο παλμαρέ του από την Εταιρεία Αμερικανών Συγγραφέων Μυστηρίου, έγινε διάσημος κυρίως για τα μυθιστορήματα της σειράς με πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Μαιγκρέ. Τα βιβλία του μεταφράστηκαν σε 50 περίπου γλώσσες, πούλησαν πάνω από 550 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως και απετέλεσαν τη βάση σεναρίων για τουλάχιστον 170 κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές.
Τα αποκαλούμενα «σκληρά» (roman durs) μυθιστορήματά του -χωρίς τον επιθεωρητή Μαιγκρέ- χαρακτηρίζονται για την ψυχογραφική δύναμη του ύφους τους και την έξοχη νουάρ ατμόσφαιρα, ενώ η γραφή, αν και λιτή, αποκαθαρμένη από κάθε λογοτεχνικότητα, συγκρίνεται με αυτή σπουδαίων κλασικών λογοτεχνών. Με έντονα στοιχεία ψυχολογικού θρίλερ, έμφαση στο υπαρξιακό βάθος των ηρώων και στην ανατομία της κοινωνίας, και με την πλοκή του αστυνομικού μύθου να μην καθορίζει την αφήγηση, διευρύνουν τα όρια της αστυνομικής λογοτεχνίας, συντρίβοντας κλισέ και στερεότυπα του είδους.
Τα «σκληρά» μυθιστορήματα που παρουσιάζονται παρακάτω κυκλοφορούν στην αστυνομική σειρά των εκδόσεων Άγρα σε μετάφραση της Αργυρώς Μακάρωφ που μεταφέρει έξοχα την «Σιμενόνεια ατμόσφαιρα» του πρωτότυπου.
Οι εκδόσεις Άγρα φροντίζουν να έχουμε κάθε καλοκαίρι έναν «καινούριο» Σιμενόν στις αποσκευές των διακοπών μας. Ο πάτος του μπουκαλιού είναι ένα σκοτεινό non-megrait μυθιστόρημα της αμερικάνικης περιόδου(1945-1955) του συγγραφέα, το οποίο εμπνεύστηκε κατά τη διαμονή του στην πόλη Λογκάνες της Αριζόνα, στα σύνορα με το Μεξικό, γοητευμένος απ’ την τοπογραφία της παραμεθόριας Αμερικής. Ο πετυχημένος δικηγόρος Π.Μ. (στο μυθιστόρημα αναφέρονται μόνο τα αρχικά του), και η πλούσια σύζυγός του συγκαταλέγονται στους προύχοντες της περιοχής και έχουν έντονη κοινωνική ζωή, με καθημερινά πάρτι και διασκεδάσεις. Όταν ξαφνικά τον επισκέπτεται ο μικρός αδερφός του Ντόναλντ, ο οποίος έχει μόλις δραπετεύσει απ’ τη φυλακή και απαιτεί να τον βοηθήσει να διαφύγει άμεσα στο Μεξικό, αναγκάζεται να τον φιλοξενήσει στο σπίτι του και να τον παρουσιάσει ως παλιό φίλο στον κοινωνικό του περίγυρο, γιατί το ποτάμι κατά μήκος της συνοριακής γραμμής είναι απροσπέλαστο λόγω των σφοδρών βροχοπτώσεων. Τα δυο αδέρφια που έχουν κάνει διαφορετικές επιλογές στη ζωή τους, έρχονται σε σύγκρουση «με όρους αρχαίας τραγωδίας». Ένα δυνατό ψυχολογικό θρίλερ με κλειστοφοβική νουάρ ατμόσφαιρα, όπου ο συγγραφέας φέρει αριστοτεχνικά στην επιφάνεια ένα ζοφερό κόσμο αλυσιτελών διλημμάτων, καχυποψίας και φθόνου που τροφοδοτεί με σαρωτική δύναμη το ένοχο παρελθόν των πρωταγωνιστών. Αν και ο Σιμενόν θα δηλώσει: «τα πρόσωπα και τα γεγονότα της ιστορίας είναι εντελώς φανταστικά και δεν έχουν καμία σχέση με πρόσωπα ζωντανά ή που έζησαν κάποτε» το μυθιστόρημα μοιάζει να είναι η προβολή των δικών του ενοχών για τις πράξεις του αδερφού του Κριστιάν, ο οποίος είχε καταδικαστεί ερήμην του σε θάνατο, ως συνεργάτης των Ες Ες. Ο πάτος του μπουκαλιού μεταφέρθηκε στην μεγάλη οθόνη (1956) από τον σκηνοθέτη Χένρι Χάθαγουεϊ με τους Τζόζεφ Κότεν και Βαν Τζόνσον στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Ο νεαρός Ζοζέφ Τιμάρ εγκαταλείπει την μητροπολιτική Γαλλία για να εργαστεί σε μια επιχείρηση υλοτομίας στη γαλλική αποικία Γκαμπόν της Αφρικής. Διαμένει στο μοναδικό ξενοδοχείο της πρωτεύουσας Λιμπεβίλ και ερωτεύεται παράφορα την Αντέλ, σύζυγο του ξενοδόχου. Η δολοφονία ενός μαύρου υπηρέτη κοντά στο ξενοδοχείο, στην οποία φαίνεται ότι εμπλέκεται η αισθησιακή Αντέλ, αλλάζει τα δεδομένα στην ζωή του Τιμάρ. Ένα εξαιρετικό ερωτικό θρίλερ με πολιτικές προεκτάσεις, όπου ο συγγραφέας σκιαγραφεί έξοχα την αφρικανική τοπογραφία και την αποχαυνωτική ατμόσφαιρα του τροπικού κλίματος, ενώ με τη χαρακτηριστική ψυχογραφική δύναμη του ύφους του υποδαυλίζει περίτεχνα το ερωτικό πάθος του εκούσια εξόριστου πρωταγωνιστή, οδηγώντας τον στην παράνοια. Με γραφή λιτή και δεικτική, βυθίζει τον αναγνώστη σε έναν ζοφερό κόσμο φυλετικών διακρίσεων και γενικευμένης ηθικής κατάπτωσης, με βασικό του σκοπό να αποδοκιμάσει την αποικιοκρατία. Οι γλαφυρές περιγραφές των πρωτόγονων συνθηκών στο πνιγηρό και αφιλόξενο περιβάλλον της Αφρικανικής ζούγκλας θυμίζουν έντονα το αριστούργημα του Τζόζεφ Κόνραντ, Η καρδιά του σκότους.
Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν (1938)
O Κέες Πόπιγκα, ζει στο Χρόνιγκεν της Ολλανδίας την περίοδο του μεσοπολέμου. Είναι κλασικό δείγμα ευυπόληπτου αστού, υποδειγματικού οικογενειάρχη και ευσυνείδητου υπαλλήλου σε μια εύρωστη εταιρεία στην οποία και έχει επενδύσει όλες του τις οικονομίες. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, όταν μαθαίνει ότι οι παράνομες πράξεις του αφεντικού του, έχουν οδηγήσει την εταιρεία σε χρεωκοπία, ενώ εκείνος προκειμένου να γλυτώσει έχει σκηνοθετήσει την αυτοκτονία του, ο ψυχικός του κόσμος καταρρέει. Το ίδιο βράδυ παίρνει το τραίνο για το Παρίσι, όπου χωρίς εμφανή κίνητρα διαπράττει έναν φόνο κόβοντας τον ομφάλιο λώρο με το παρελθόν του. Έτσι ξεκινάει η φρενήρης περιπλάνηση του δολοφόνου στους δρόμους και τα καφέ του Παρισιού, που αντικατοπτρίζει τη δαιδαλώδη διαδρομή των εσωτερικών του αναζητήσεων. Απαλλαγμένος από τις καταπιεστικές συνήθειες και τον καθωσπρεπισμό του πρότερου βίου του, σε πλήρη ηθική σύγχυση, αναμετράται με τα ένστικτά του και οδηγείται σταδιακά στην παράνοια. Ένα σπουδαίο νουάρ μυθιστόρημα που μέσα από την προσχηματική αστυνομική πλοκή – εξαιρετικό ενδιαφέρον με έντονα στοιχεία μαύρου χιούμορ παρουσιάζει «το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι» των αστυνομικών αρχών με τον δολοφόνο, αλλά και ο ρόλος του Τύπου στην υπόθεση- ο συγγραφέας όπως και σε άλλα «σκληρά» μυθιστορήματά του, πραγματεύεται την «φυγή» του πρωταγωνιστή από ηθικές και κοινωνικές συμβάσεις και την υπαρξιακή απόγνωση στην οποία οδηγείται.
Το χιόνι ήταν βρόμικο είναι η ιστορία ενός πολύ κακού ανθρώπου. «Δεν είμαι ούτε φανατικός ούτε ταραχοποιός ούτε πατριώτης. Είμαι ένα κάθαρμα» ομολογεί μπροστά στον ανακριτή ο δεκαεννιάχρονος Φρανκ Φριντμάιερ, Χωρίς την παρουσία πατέρα, με εφηβικές παραστάσεις μέσα απ’ το πορνείο της μητέρας του, όπου διαμένει και κακές συναναστροφές, ορμώμενος από τυφλό μίσος και πλεονεξία οδηγείται στο έγκλημα, ακολουθώντας μια απονενοημένη πορεία προς ένα προδιαγεγραμμένα τραγικό τέλος. Ίσως το πιο ζοφερό και κλειστοφοβικό μυθιστόρημα του Σιμενόν, το οποίο οι κριτικοί συγκρίνουν με το αριστούργημα Ο ξένος του Αλμπέρ Καμύ και το Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι, για το φιλοσοφικό βάθος στην απόδοση της ψυχοσύστασης του δολοφόνου, αλλά και για τη συγκλονιστική περιγραφή της απαξίωσης της ανθρώπινης ζωής στην κατεχόμενη Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το χιόνι ήταν βρόμικο μεταφέρθηκε το 1954 στην μεγάλη οθόνη, από τον Αργεντινό σκηνοθέτη Λουίς Σασλάφσκι.
Οι δαίμονες του πιλοποιού (1948)
Στην παραθαλάσσια γαλλική κωμόπολη Λα Ροσέλ, έξι γυναίκες στραγγαλίζονται μέσα σε διάστημα λίγων ημερών ενώ ο δολοφόνος στέλνει ανώνυμα σημειώματα σε νεαρό δημοσιογράφο της τοπικής εφημερίδας, στα οποία και προαναγγέλλει κάθε φορά το έγκλημά του. Πρωταγωνιστής της ιστορίας ο πέραν πάσης υποψίας Λεόν Λαμπέ, πιλοποιός στο επάγγελμα, ο οποίος διαμένει με την άρρωστη γυναίκα του πάνω απ’ το κατάστημά του και συναναστρέφεται τους ευυπόληπτους παράγοντες της μικρής επαρχιακής πόλης. Απέναντι απ’ το καπελάδικο,, ένας ράφτης παρακολουθεί στενά τις κινήσεις του. Ένα σπουδαίο ψυχολογικό θρίλερ με στοιχεία θεατρικής φόρμας, όπου ο συγγραφέας ανατέμνει το κλειστό σύμπαν της γαλλικής επαρχίας και συντηρεί με λεπτούς χειρισμούς μια ασφυκτική ατμόσφαιρα συνεχούς καχυποψίας και αμφισβήτησης της πραγματικότητας, που καθηλώνει τον αναγνώστη αν και γνωρίζει εξ αρχής τον δολοφόνο. Οι δαίμονες του πιλοποιού μεταφέρθηκαν έξοχα το 1982 στην μεγάλη οθόνη από τον σκηνοθέτη Κλοντ Σαμπρόλ με τον σπουδαίο Μισέλ Σερό στο ρόλο του πιλοποιού και τον Σαρλ Αζναβούρ να κλέβει την παράσταση στο ρόλο του ράφτη Κασουντάς.
Ο ανθρωπάκος απ’ το Αρχάγγελσκ (1956)
Ο μεσήλικας Ζονάς Μιλκ, Ρωσοεβραίος μετανάστης απ’ το μακρινό Αρχάγγελκ, διατηρεί παλαιοβιβλιοπωλείο κοντά στην αγορά μιας γαλλικής επαρχιακής πόλης και είναι μανιώδης συλλέκτης γραμματοσήμων. Έχει παντρευτεί την κατά πολύ μικρότερή του Τζίνα, που «δεν εθεωρείτο πρότυπο ηθικής». Όταν μια μέρα η Τζίνα εξαφανίζεται -και δεν είναι η πρώτη φορά- μαζί με κάποια γραμματόσημά του μεγάλης αξίας, θα αναγκαστεί να πει ένα ψέμα στους γείτονες για να την καλύψει και να περισώσει την αξιοπρέπειά του. Όταν το ψέμα του αποκαλύπτεται και όσο η Τζίνα δεν εμφανίζεται, οι υποψίες του κόσμου πέφτουν πάνω του. Ο ψυχισμός του προσηνή και ευαίσθητου Ζονάς δεν θα αντέξει τον άδικο κοινωνικό στιγματισμό. Για άλλη μια φορά ο Ζορζ Σιμενόν θα βάλει στο αφηγηματικό του στόχαστρο την μικρόκοσμο γαλλικής επαρχίας, για να αποτυπώσει περίτεχνα με τον δικό ακριβή και απέριττο τρόπο, μια κοινωνία συντηρητική και μισαλλόδοξη που φοβάται κι απορρίπτει οτιδήποτε ξένο, προσβάλλει υπολήψεις και φτάνει στο σημείο να κατασκευάζει ενόχους και να καταδικάζει υπόπτους, χωρίς καν να γνωρίζει αν έχει συντελεστεί κάποιο έγκλημα. Ο ανθρωπάκος απ’ το Αρχάγγελσκ είναι ένα διαχρονικό μυθιστόρημα, δραματικά επίκαιρο στις μέρες μας, το οποίο οι μελετητές του πολυσχιδούς έργου του συγγραφέα θεωρούν ένα από τα αριστουργήματά του.
Ο Εμίλ και η Μαργκερίτ, χήροι και οι δυο απ’ τους προηγούμενος γάμους τους, έχουν ενώσει τις τύχες τους σε προχωρημένη ηλικία για να έχουν μια συντροφιά στο υπόλοιπο της ζωής τους. Μετά όμως από οκτώ χρόνια η συμβίωσή τους έχει καταστεί αφόρητη, καταδικασμένη σ’ ένα θανάσιμο, σιωπηρό μίσος. Τα τέσσερα τελευταία χρόνια επικοινωνούν με κακόβουλα σημειώματα χωρίς να ανταλλάσσουν μεταξύ τους ούτε λέξη, ενώ ο Εμίλ στην αποκορύφωση της οργής του θα σκοτώσει τον Κοκό, τον παπαγάλο της Μαρκερίτ θεωρώντας την υπεύθυνη για τον θάνατο του αγαπημένου του γάτου Ζοζέφ. Ένα από τα καθαρά ψυχολογικά και λιγότερο αστυνομικά μυθιστορήματα του Ζορζ Σιμενόν που προσφέρεται για σπουδή στην αφηγηματική τεχνική του συγγραφέα. Είναι συγκλονιστικό το πως καταφέρνει σε μια ιστορία υποτυπώδους πλοκής, απουσίας σκηνικών εναλλαγών και ανυπαρξίας διαλόγων με μόνο «εφόδιο» την αναδρομή στα υπαρξιακά αδιέξοδα και την οδυνηρή αποξένωση των δυο πρωταγωνιστών, να εγκλωβίσει τον αναγνώστη σε μια ασφυκτικά ζοφερή ατμόσφαιρα που προοιωνίζεται ένα δραματικό τέλος που μόνο η παρέμβαση της μοίρας μπορεί να ανατρέψει. Στο μυθιστόρημα βασίστηκε η ομώνυμη κινηματογραφική ταινία (1971) του σκηνοθέτη Πιερ Γκρανιέ Ντεφέρ, με τους εξαιρετικούς Σιμόν Σινιορέ και Ζαν Γκαμπέν στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.