Επιλογή – πρόλογος – επιμέλεια – μτφρ. της Αννίτας Π. Παναρέτου (*)
Η καινοφανής περίσταση στην οποία έχουμε εμπλακεί, μάς έδωσε την (εντελώς αχρείαστη) ευκαιρία να διαπιστώσουμε την καταλυτική ισχύ της λέξης «λοιμός»· δυσοίωνη μέχρι πριν μερικές εβδομάδες και, πλέον, εφιαλτική, παρακινεί σε ποικίλες σχετικές αναδρομές, όπως (οι αναφορές είναι εντελώς ενδεικτικές): Η αναδρομή σε επιδημίες, από τον λοιμό της Αθήνας (το 430 π.Χ.), τη μαύρη πανώλη στην Ευρώπη το 1348, τις πανδημίες χολέρας του 19ου αιώνα, ως την πανδημία ισπανικής γρίπης του 1918 και τον Ebola στην Αφρική το 2014.
Η αναδρομή σε ανάλογης θεματολογίας κείμενα, λογοτεχνικά και μη, από τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Θουκυδίδη, τον Παυσανία, ως τον Βοκάκιο, τον Ντε Φόε, τον Πόε, τον Μάρκες. Η αναδρομή σε περιπτώσεις ηθελημένης μετάδοσης ασθενειών με βιολογικά ή -από τον εικοστό αιώνα- χημικά όπλα για την εξόντωση του αντιπάλου (από τα δηλητηριασμένα σκυθικά βέλη, τη ρίψη, με καταπέλτες, μολυσμένων πτωμάτων σε πολιορκούμενες μεσαιωνικές πόλεις, τη χρήση δηλητηριωδών αερίων κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και, -από τους Ναζί και τους Ιάπωνες- κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ως το 1980 στον πόλεμο Ιράν-Ιράκ και το 2013 στον πόλεμο στη Συρία).
Η αναδρομή στους λόγους ή τα αίτια εμφάνισης του λοιμού, όπως καταγράφηκαν στη συλλογική συνείδηση, από την εκδικητικότητα των θεών απέναντι στους θνητούς (ένα παράδειγμα αποτελεί η «Ιλιάδα»), ως την τιμωρία του Θεού «διά το πλήθος των αμαρτιών» των πιστών (υπάρχουν πολλές σχετικές αναφορές στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη, καθώς και σε δεήσεις και παρακλητικούς κανόνες στις ακολουθίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας) και ως τα λιγότερο μεταφυσικά σενάρια συνωμοσιολογίας. αναδρομή σε προβλέψεις ή «προφητείες» για επιδημίες ή πανδημίες καθώς αποδεικνύονται ιδιαίτερα επίκαιρες (όπως μια ομιλία του Bill Gates το 2015, το αμφιλεγόμενο μυθιστόρημα του Dean Koontz The Eyes of Darkness, το 1981 ή κινηματογραφικές ταινίες, όπως το «Contagion», το 2011).
Ως σενάριο επιστημονικής φαντασίας, οι -ηθελημένες και μη- επιδημίες απασχόλησαν τους πατέρες του είδους, Ιούλιο Βερν και H.G.Wells. Το 1872 ο Βερν είχε δημοσιεύσει το αφήγημα «Une fantaisie du docteur Ox» (στα αγγλικά μεταφράστηκε ως «Dr Ox’s experiment»). Στις 21 Ιουνίου του 1894 δημοσίευσε στο Pall Mall Budget το διήγημά του «The stolen bacillus» ο H.G.Wells, γνωστός στην Ελλάδα κυρίως από τα έργα του The Time Machine και The Invisible Man, που έχουν πολλές φορές μεταφραστεί (το δεύτερο μάλιστα μεταφράστηκε και από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη: με τίτλο «Ο αόρατος» δημοσιεύτηκε ανωνύμως σε συνέχειες στη εφημερίδα «Το Άστυ», το 1901).
Τα δυο κείμενα έχουν σχεδόν συναφές θέμα: την ανακάλυψη, από μεμονωμένα άτομα, επιστημονικών μεθόδων με εκτεταμένες παρενέργειες σε μεγάλες πληθυσμιακές μάζες (εντυπωσιακά εναρμονισμένη είναι η σχετική αναφορά του Ησίοδου, κάπου 2700 χρόνια νωρίτερα: «Πολλές φορές από έναν άνθρωπο κακό μια πόλη στο σύνολό της υποφέρει, αν αμαρτάνει αυτός και μηχανεύεται ανόσια έργα». Έργα και ημέραι, στ. 240-241).
Όμως, τα δυο κείμενα έχουν και απολύτως συναφές πνεύμα, το οποίο συνοψίζεται στη λέξη «παρωδία»: και στις δύο περιπτώσεις η απειλή αποδεικνύεται ή εξελίσσεται σε φάρσα. Οι συγγραφείς επιστρατεύουν το χιούμορ, ίσως για να εξορκίσουν, με την απομυθοποίηση, την επανάληψη ενός μεγάλου κακού γνωστού από το παρελθόν ή για να υποψιάσουν ανώδυνα τους αναγνώστες ως προς την πιθανότητα δεινά εκ πρώτης όψεως απίθανα, να προκύψουν κάποια στιγμή στο μέλλον.
«Ο κλεμμένος βάκιλος» ξεκινά με μια νύξη μυστηρίου, αναπτύσσεται γύρω από ένα κυνηγητό αποτροπής επικείμενου βιολογικού ολέθρου και καταλήγει σε μια κωμική, καθαρτήρια έκβαση. Οι ιδιότητες των πρωταγωνιστών γίνονται ταυτόχρονα το επώνυμο και η ταυτότητά τους: ο Βακτηριολόγος, φλεγματικός Άγγλος που μάλλον δεν διακατέχεται από ιδιαίτερο πάθος για οτιδήποτε άλλο πέρα από την επιστήμη του και ο Αναρχικός, με ασαφή εθνικότητα και γενικώς ανερμάτιστος με ανικανοποίητο ναρκισσισμό, κινούν τα νήματα -υποτίθεται δραματικά-, ως την φαιδρή επαναφορά στην πρακτική καθημερινότητα, με πρωταγωνίστρια τη σύζυγο του επιστήμονα, την απλή, γειωμένη Μίννι.
Η μετάφραση είναι ελεύθερη, ιδίως σε μερικά σημεία του κειμένου όπου υπάρχουν ιδιωματικές εκφράσεις της βικτωριανής Αγγλίας.
Ο ΚΛΕΜΜΕΝΟΣ ΒΑΚΙΛΟΣ του H.G. Wells
«Λοιπόν», είπε ο Βακτηριολόγος, γλιστρώντας ένα γυάλινο πλακίδιο κάτω από το μικροσκόπιο, «αυτή είναι η παρασκευή του περίφημου Βάκιλου της χολέρας -το μικρόβιο της χολέρας».
Ο χλωμός άντρας έσκυψε πάνω από το μικροσκόπιο. Ήταν φανερό πως δεν ήταν εξοικειωμένος με τη λειτουργία του και με το άσπρο αδύναμο χέρι του σκίασε το αμέτοχο μάτι του. «Ελάχιστα διακρίνω», είπε.
«Αγγίξτε αυτή τη βίδα», είπε ο Βακτηριολόγος· «μάλλον το μικροσκόπιο δεν είναι σωστά εστιασμένο για την όρασή σας. Τα μάτια διαφέρουν τόσο πολύ. Ένα κλάσμα της στροφής δεξιά ή αριστερά».
«Α! Τώρα βλέπω», είπε ο επισκέπτης. «Δεν είναι τίποτα σπουδαίο, τελικά. Μερικές ραβδώσεις και κάτι ρόδινες νησίδες. Κι όμως, αυτά τα σωματίδια, αυτά τα απλά ελάχιστα μόρια μπορούν να πολλαπλασιαστούν και να καταστρέψουν μια πόλη! Καταπληκτικό!».
Σηκώθηκε και αφαιρώντας το γυάλινο πλακίδιο από το μικροσκόπιο, το κράτησε μπροστά στο παράθυρο. «Σχεδόν αόρατα» είπε, εξετάζοντας προσεχτικά την παρασκευή. Δίστασε. «Είναι ζωντανά; Είναι επικίνδυνα αυτή τη στιγμή;»
«Σ΄ αυτά εδώ έχει προστεθεί χρωστική κι έχουν σκοτωθεί», είπε ο Βακτηριολόγος. «Σε ό,τι με αφορά, θα ευχόμουν να μπορούσαμε να τα εξουδετερώσουμε και να τα εξοντώσουμε μέχρις ενός, σε όλη την υφήλιο».
«Υποθέτω», είπε ο χλωμός άντρας χαμογελώντας ελαφρά «ότι μάλλον δεν θα θέλετε να έχετε τέτοια πράγματα γύρω σας σε ζώσα -σε ενεργή κατάσταση;»
«Αντίθετα, είμαστε υποχρεωμένοι να τα έχουμε», είπε ο Βακτηριολόγος. «Για παράδειγμα, εδώ…» (διέσχισε το δωμάτιο και πήρε έναν από ένα σωρό σφραγισμένους δοκιμαστικούς σωλήνες) «…εδώ είναι τα ζώντα. Αυτή είναι μια καλλιέργεια όντως ζωντανών βακτηρίων της ασθένειας». Δίστασε. «Ας πούμε, χολέρα εμφιαλωμένη».
Μια μικρή λάμψη ικανοποίησης φάνηκε στιγμιαία στο πρόσωπο του χλωμού άντρα. «Δεν πρέπει να έχετε στην κατοχή σας κάτι τόσο θανατερό», είπε, καταβροχθίζοντας το σωληνάριο με τα μάτια του. Ο Βακτηριολόγος παρατήρησε την αρρωστημένη ευχαρίστηση στην έκφραση του επισκέπτη του. Αυτός ο άνθρωπος, που τον επισκέφθηκε το απόγευμα με ένα σημείωμα γνωριμίας από κάποιον παλιό φίλο, του κίνησε το ενδιαφέρον με την όλη παρουσία του και συμπεριφορά. Τα αραιά μαύρα μαλλιά και τα βαθιά γκρίζα μάτια, η ταλαιπωρημένη έκφραση και οι νευρικοί τρόποι, το σπασμωδικό αλλά έντονο ενδιαφέρον του επισκέπτη έρχονταν σε πρωτόγνωρα χτυπητή αντίθεση με τις ψύχραιμες συζητήσεις των κοινών, συνηθισμένων επιστημόνων, τους οποίους κυρίως συναναστρεφόταν ο Βακτηριολόγος. Ίσως λοιπόν και να ήταν φυσιολογικό, προκειμένου για έναν ακροατή τόσο ευαίσθητο μπροστά στη θανατηφόρα φύση του αντικειμένου του, να παρουσιάσει το ζήτημα στην πιο δραματοποιημένη εκδοχή του.
Κράτησε το σωληνάριο στο χέρι του σκεφτικός. «Ιδού, λοιπόν, o λοιμός -φυλακισμένος. Σπάζουμε ένα τόσο δα σωλήνα σαν κι αυτόν μέσα σε μια ποσότητα πόσιμου νερού, λέμε σ΄ αυτά τα απειροελάχιστα μόρια ζωής -που για να τα δούμε χρειάζονται χρωστική ουσία και τη μεγαλύτερη δυνατή απόδοση του μικροσκοπίου και που δεν είναι αισθητά ούτε με την όσφρηση ούτε με τη γεύση- τους λέμε, λοιπόν, “εμπρός, αυξάνεσθε και πληθύνεστε και κατακυριεύσετε τις δεξαμενές” και ο θάνατος -ο μυστηριώδης, ανεξιχνίαστος θάνατος, ένας θάνατος ταχύς και φοβερός, γεμάτος πόνο και αναξιοπρέπεια- απελευθερώνεται πάνω απ΄ αυτή την πόλη και προχωρά πέρα και πιο πέρα, αναζητώντας τα θύματά του. Θα χωρίσει τον άντρα από τη γυναίκα του, το παιδί απ΄ τη μητέρα, τον πολιτικό από τα καθήκοντά του, και τον βασανισμένο από τούς μπελάδες του. Θα ακολουθήσει τα δίκτυα της υδροδότησης, θα συρθεί στους δρόμους, διαλέγοντας και τιμωρώντας ένα σπίτι εδώ κι ένα σπίτι εκεί -εκεί που δεν θα έχουν βράσει το νερό πριν το πιούν-, θα τρυπώσει στις δεξαμενές των κατασκευαστών μεταλλικού νερού, θα ξεπλυθεί μαζί με τη σαλάτα και θα παραμείνει σε ύπνωση μέσα στον πάγο. Έτοιμος, θα περιμένει να τον πιουν τα άλογα στις ποτίστρες και τα ανύποπτα παιδιά στις δημόσιες κρήνες. Θα εισδύσει στο χώμα, για να εμφανιστεί ξανά σε πηγές και πηγάδια, σε χίλια αναπάντεχα μέρη. Από τη στιγμή που θα μπει στην προμήθεια νερού και προτού μπορέσουμε να τον περιορίσουμε και να τον φυλακίσουμε ξανά, θα μπορούσε να αποδεκατίσει την πρωτεύουσα.»
Σταμάτησε απότομα. Του είχαν πει ότι η ρητορική ήταν το αδύνατο σημείο του.
«Εδώ όμως είναι ασφαλής, ξέρετε· ασφαλής».
Ο χλωμός άντρας ένευσε με το κεφάλι. Τα μάτια του έλαμπαν. Καθάρισε το λαιμό του. «Αυτοί οι αχρείοι οι Αναρχικοί» είπε, «είναι ηλίθιοι, τυφλοί ηλίθιοι· να χρησιμοποιούν βόμβες, όταν μπορούν να προμηθευτούν κάτι τέτοιο. Νομίζω…»
Ένα διακριτικό χτύπημα, σαν ανάλαφρο άγγιγμα νυχιών, ακούστηκε στην πόρτα. Ο Βακτηριολόγος άνοιξε. «Μισό λεπτό, καλέ μου», ψιθύρισε η γυναίκα του.
Όταν ξαναμπήκε στο εργαστήριο, ο επισκέπτης κοιτούσε το ρολόι του. «Ούτε που κατάλαβα ότι σπατάλησα μια ώρα από τον χρόνο σας», είπε. «Τέσσερις παρά δώδεκα λεπτά. Θα έπρεπε να έχω φύγει από τις τρεισήμισι. Αλλά είναι, αλήθεια, τόσο ενδιαφέροντα όλα αυτά. Όχι, σίγουρα δεν μπορώ να μείνω ούτε λεπτό περισσότερο. Έχω μια υποχρέωση στις τέσσερις».
Βγήκε από το δωμάτιο επαναλαμβάνοντας τις ευχαριστίες του και ο Βακτηριολόγος τον συνόδεψε ως την πόρτα κι έπειτα διέσχισε σκεφτικός τον διάδρομο ως το εργαστήριό του. Αναρωτιόταν για την εθνικότητα του επισκέπτη του. Προφανώς ο άνθρωπος δεν ήταν ο τύπος του Τεύτονα ούτε και ο τυπικός Λατίνος. «Νοσηρό είδος, σε κάθε περίπτωση», μονολόγησε. «Τόση αρρωστημένη τέρψη μπροστά σ΄ αυτά τα μικρόβια της αρρώστιας!». Μια ανησυχητική σκέψη τον αιφνιδίασε. Στράφηκε στον πάγκο δίπλα στο ατμόλουτρο και ύστερα με ταχύτητα στο γραφείο του. Μετά έψαξε βιαστικά τις τσέπες του και μετά όρμησε στην πόρτα. «Ίσως τον άφησα στο τραπέζι του χολ.»
Στο χολ φώναξε βραχνά: «Μίννι!»
«Ναι, καλέ μου;» ακούστηκε μια φωνή από μακριά.
«Κρατούσα, καλή μου, κάτι στο χέρι μου, όσο σου μιλούσα, τώρα δα;»
Παύση.
«Όχι, καλέ μου, γιατί θυμάμαι πως …»
«Καταστροφή!» ούρλιαξε ο Βακτηριολόγος, έτρεξε στην εξώπορτα και κατέβηκε ακράτητος τα σκαλοπάτια του σπιτιού ως τον δρόμο.
Η Μίννι, ακούγοντας την πόρτα να βροντά βίαια, έσπευσε θορυβημένη στο παράθυρο. Κάτω, στο δρόμο, ένας αδύνατος άντρας έμπαινε σε μια άμαξα. Ο Βακτηριολόγος, με τις παντόφλες και χωρίς καπέλο, έτρεχε προς την κατεύθυνσή τους χειρονομώντας έξαλλος. Η μια παντόφλα τού έφυγε, αλλά δεν στάθηκε να τη μαζέψει. «Τρελάθηκε!» είπε η Μίννι· «Αυτή η απαίσια επιστήμη του φταίει»· και ανοίγοντας το παράθυρο ετοιμάστηκε να τον φωνάξει. Ο αδύνατος άντρας κοίταξε ξαφνικά τριγύρω και φάνηκε σα να σκέφτηκε κι εκείνος το ίδιο -ως προς τη διανοητική διαταραχή. Έδειξε βιαστικά τον Βακτηριολόγο, είπε κάτι στον αμαξά, το παραπέτο της άμαξας έκλεισε με πάταγο, το μαστίγιο έσκισε τον αέρα, οι οπλές του αλόγου κρότησαν και μέσα σ΄ ένα λεπτό η άμαξα, και ο Βακτηριολόγος σε απηνή καταδίωξη, είχαν εξαφανιστεί εκτός οπτικού πεδίου, στρίβοντας στη γωνία.
Για μια στιγμή, η Μίννι έμεινε τεντωμένη έξω από το παράθυρο. Μετά τραβήχτηκε πάλι μέσα. Τα είχε χαμένα. «Εντάξει, είναι ιδιόρρυθμος», αναλογίστηκε. «Αλλά να τρέχει με τις κάλτσες ανά το Λονδίνο -και μάλιστα τέτοια εποχή!» Της ήρθε μια φαεινή ιδέα. Φόρεσε βιαστικά το μπονέ της, άρπαξε τα παπούτσια του, πήγε στο χολ, κατέβασε το καπέλο και το ελαφρύ παλτό του από την κρεμάστρα, βγήκε στο κατώφλι και σταμάτησε μια άμαξα που περνούσε αργά -πάνω στη ώρα.
«Πηγαίνετε ευθεία στον δρόμο, στρίψτε στο Havelock Crescent και κοιτάξτε αν μπορούμε να βρούμε έναν κύριο που τρέχει με ένα βελουτέ πανωφόρι και χωρίς καπέλο».
«Βελουτέ πανωφόρι, μαντάμ, και χωρίς καπέλο. Πολύ καλά, μαντάμ». Κι ευθύς ο αμαξάς ανταποκρίθηκε ενθουσιωδώς και με τον τρόπο του επαγγελματία που έκανε το συγκεκριμένο δρομολόγιο κάθε μέρα, όλη του τη ζωή.
Λίγα λεπτά αργότερα, η μικρή ομάδα των αμαξάδων και των αργόσχολων που μαζεύονταν στο στέκι των αμαξάδων στο Havestock Hill ξαφνιάστηκε από μια άμαξα με κανελί άλογο που πλησίαζε αφηνιασμένη.
Στην αρχή έμειναν άναυδοι· ύστερα, όταν η άμαξα πέρασε: «Αυτός είναι ο Χάρρυ Ικς. Τι τον έπιασε;» αναρωτήθηκε ο εύσωμος κύριος γνωστός ως μπάρμπα Τουτλς.
«Τινάζει το μαστίγιο στα δεξιά, να τος», είπε ένας νεαρός βοηθός σταβλίτη.
«Ωπ!», είπε ο φουκαράς ο γερο Τόμι Μπάιλς· «να κι άλλος θεόμουρλος. Αν δεν είναι αυτοί τρελοί, να μου τρυπήσεις εμένα τη μύτη».
«Ο μπαρμπα Τζορτζ είναι!» είπε ο μπάρμπα Τουτλς «και, σωστά λες, οδηγεί σαν τρελός. Γέρνει έξω από την άμαξα; Λες να κυνηγάει τον Χάρρυ Ικς;»
Η ομάδα στο στέκι των αμαξάδων άρχισε, εν χορώ, να εμψυχώνει: «Απάνω τους, Τζορτζ!» «Αυτό θα πει αγώνας δρόμου!» «Θα τους προφτάσεις!» «Όρμα!».
«Μια χαρά τα πάει», είπε ο νεαρός.
«Θα μου στρίψει», φώναξε ο μπαρμπα Τουτλς. «Ναι, ναι, όπου να ΄ναι… Κι άλλο έρχεται. Λες και παλάβωσαν σήμερα όλα τα αμάξια στο Hampstead!…»
«Τούτη τη φορά είναι γυναίκα», είπε ο νεαρός.
«Αυτή να κυνηγά αυτόν», είπε ο μπαρμπα Τουτλς. «Συνήθως γίνεται το αντίθετο».
«Τι έχει στο χέρι της;»
«Σαν ψηλό καπέλο μοιάζει».
«Γλέντι! Τρία προς ένα ότι θα νικήσει ο μπαρμπα Τζορτζ», είπε ο νεαρός βοηθός σταβλίτη. «Ο επόμενος».
Η Μίννι πέρασε από μπροστά τους μέσα σε θύελλα χειροκροτημάτων. Δεν της άρεσε, αλλά ένιωθε πως έκανε το καθήκον της και πήρε γρήγορα τη στροφή για το Havenstock Hill και την High Street της Camden Town, με τη ματιά σταθερά προσηλωμένη στην κινούμενη εικόνα του μπαρμπα Τζορτζ, που τόσο ακατανόητα έπαιρνε μακριά της τον πλάνητα σύζυγο.

O άντρας στην πρώτη άμαξα καθόταν ζαρωμένος στη γωνιά με τα χέρια σταυρωμένα και με τον μικρό σωλήνα που περιείχε τόσο απέραντες δυνατότητες καταστροφής σφιγμένο στη χούφτα του. Βρισκόταν σε μια κατάσταση φόβου και αγαλλίασης. Περισσότερο φοβόταν μήπως τον έπιαναν προτού καταφέρει να εκπληρώσει τον σκοπό του, πίσω όμως από αυτό κρυβόταν ένας άλλος, αόριστος μα μεγαλύτερος φόβος μπροστά στη φρίκη του εγκλήματός του. Αλλά η αγαλλίαση υπερίσχυε του φόβου κατά πολύ. Κανένας Αναρχικός δεν είχε ποτέ συλλάβει ένα τέτοιο σχέδιο. Ο Ravachol, ο Vaillant, όλα εκείνα τα εξέχοντα πρόσωπα, τη φήμη των οποίων είχε ζηλέψει, τώρα, δίπλα του, συρρικνώνονταν στην ασημαντότητα. Έπρεπε μονάχα να βεβαιωθεί για την ποσότητα του νερού και να σπάσει τον μικρό σωλήνα μέσα σε μια δεξαμενή. Πόσο έξυπνα τα είχε μεθοδεύσει -την πλαστογράφηση της επιστολής γνωριμίας, την επίσκεψη στο εργαστήριο- και πόσο έξυπνα άρπαξε την ευκαιρία! Επιτέλους, θα γινόταν γνωστός στον κόσμο. Όλοι αυτοί που τον χλεύασαν, που τον παραμέλησαν, που προτίμησαν άλλους αντί γι΄αυτόν, που η συντροφιά του τους ήταν ανεπιθύμητη, επιτέλους θα τον υπολόγιζαν. Θάνατος, θάνατος, θάνατος! Πάντα του συμπεριφέρονταν σαν να ήταν ένα τίποτα. Όλος ο κόσμος είχε συνωμοτήσει για να τον κρατά υπό έλεγχο. Αυτός όμως θα τους μάθαινε τι θα πει να παραγκωνίζεις έναν άνθρωπο. Ποιος είναι αυτός ο γνώριμος δρόμος; Μα βέβαια, η Great Saint Andrews! Πόσο στοίχισε το κυνηγητό; Έσκυψε έξω από την άμαξα. Ο Βακτηριολόγος ήταν λιγότερο από 50 γυάρδες πίσω του. Άσχημο αυτό. Θα τον έπιαναν και θα τον σταματούσαν. Ψαχούλεψε την τσέπη του και βρήκε μισή λίρα. Άνοιξε τη θυρίδα της οροφής και την έτεινε προς τα πάνω, στο πρόσωπο του αμαξά. «Θα πάρεις περισσότερα, αρκεί να ξεφύγουμε».
Tο νόμισμα έκανε φτερά μέσα από το χέρι του. «Έγινε!», είπε ο αμαξάς. Η θυρίδα έκλεισε απότομα και το μαστίγιο ξεδιπλώθηκε στα γυαλιστερά πλευρά του αλόγου. Η άμαξα ταλαντεύτηκε και ο Αναρχικός, σχεδόν όρθιος κάτω απ΄τη θυρίδα, ακούμπησε στο παραπέτο το χέρι που κρατούσε τον μικρό γυάλινο σωλήνα, για να μη χάσει την ισορροπία του. Ένιωσε το εύθραυστο πραγματάκι να ραγίζει. Το ένα του μισό έπεσε στο πάτωμα της άμαξας κουδουνίζοντας. Σωριάστηκε πίσω στο κάθισμα εκστομίζοντας μια κατάρα και κοίταξε με απόγνωση δυο τρεις σταγόνες υγρασίας πάνω στο παραπέτο.
Ρίγησε.
«Ωραία, λοιπόν! Υποθέτω ότι θα είμαι ο πρώτος. Πφφφ! Όπως και να ΄χει, θα γίνω Μάρτυρας. Κάτι είναι κι αυτό. Παρ΄ όλα αυτά είναι ένας αηδής θάνατος. Αναρωτιέμαι αν πονάει τόσο όσο λένε».
Μια σκέψη ήρθε στο νου του και πασπάτεψε το δάπεδο ανάμεσα στα πόδια του. Μια μικρή σταγόνα βρισκόταν ακόμα στη σπασμένη άκρη του σωλήνα και την ήπιε για να είναι σίγουρος. Καλύτερα να είναι σίγουρος. Σε κάθε περίπτωση, δεν θα είχε αποτύχει.
Ύστερα συνειδητοποίησε ότι δεν χρειαζόταν πια να ξεφύγει από τον Βακτηριολόγο. Στην οδό Wellington είπε στον αμαξά να σταματήσει και βγήκε απ΄ την άμαξα. Στο σκαλοπάτι γλίστρησε, ενώ ένιωθε περίεργα και το κεφάλι του. Ήταν γρήγορο, αυτό το δηλητήριο της χολέρας. Χαιρετούσε τον αμαξά μέχρι που τον έχασε από τα μάτια του κι έμεινε στο πεζοδρόμιο με το χέρι στο στήθος, περιμένοντας τον Βακτηριολόγο να φτάσει. Υπήρχε κάτι τραγικό στη στάση του. Η αίσθηση του επικείμενου θανάτου του προσέδιδε μια αναμφισβήτητη αξιοπρέπεια. Χαιρέτησε τον διώκτη του μ΄ ένα περιφρονητικό χαμόγελο.
«Ζήτω η Αναρχία! Αργήσατε πολύ, φίλε μου. Το ήπια. Η χολέρα είναι ελεύθερη!»
Από τη δική του άμαξα ο Βακτηριολόγος τον κοίταζε μέσα από τα γυαλιά του με περιέργεια.
«Το ήπιατε! Αναρχικός! Τώρα καταλαβαίνω». Πήγε να πει κάτι ακόμα, αλλά κρατήθηκε. Ένα χαμόγελο έπαιξε στις άκρες των χειλιών του. Παραμέρισε το παραπέτο σαν να ετοιμαζόταν να κατεβεί, οπότε ο Αναρχικός τού έγνεψε ένα δραματικό αποχαιρετισμό και προχώρησε στη Waterloo Bridge, τρίβοντας προσεχτικά, μέσα στο στρίμωγμα, το μολυσμένο του σώμα πάνω σε όσο περισσότερο κόσμο μπορούσε. Ο Βακτηριολόγος τον παρακολουθούσε τόσο απορροφημένος, ώστε δεν έδειξε σχεδόν καμιά έκπληξη όταν στο πεζοδρόμιο εμφανίστηκε η Μίννι με το καπέλο, τα παπούτσια και το πανωφόρι του. «Πολύ καλά έκανες και μου έφερες τα πράγματά μου» είπε, κι απόμεινε να κοιτάζει σαν χαμένος τη φιγούρα του Αναρχικού που απομακρυνόταν.
«Μπες μέσα καλύτερα», της είπε, εξακολουθώντας να κοιτάζει. Η Μίννι πείστηκε πια για τα καλά ότι ήταν τρελός και ανέλαβε να δώσει ή ίδια στον αμαξά οδηγίες επιστροφής στο σπίτι. «Να φορέσω τα παπούτσια μου; Μα βέβαια, καλή μου», συμφώνησε, καθώς η άμαξα έκανε στροφή και έκρυψε από τα μάτια του τη μαύρη φιγούρα, μικροσκοπική πια, στο βάθος του δρόμου. Ύστερα σκέφτηκε κάτι κωμικοτραγικό κι έβαλε τα γέλια. Και ύστερα παρατήρησε: «Πάντως είναι πραγματικά σοβαρό».
«Βλέπεις, αυτός ο άνθρωπος ήρθε σπίτι να με δει και είναι Αναρχικός -όχι, μη λιποθυμήσεις, γιατί έτσι μάλλον δεν θα μπορέσω να σου πω τα υπόλοιπα. Κι εγώ ήθελα να τον εκπλήξω, μη γνωρίζοντας ότι ήταν Αναρχικός και πήρα μια καλλιέργεια από εκείνο το νέο είδος Βακτηρίου που σου έλεγα, που μολύνει και που, νομίζω, έχει δημιουργήσει γαλάζιες κηλίδες πάνω σε κάμποσους πιθήκους· και σαν ανόητος του είπα ότι ήταν Ασιατική χολέρα. Και πήρε την καλλιέργεια και το ΄σκασε, για να δηλητηριάσει το νερό του Λονδίνου και σίγουρα θα μπορούσε να χρωματίσει γαλάζια αυτή την πολιτισμένη πόλη. Και τώρα κατάπιε την καλλιέργεια. Δεν μπορώ, φυσικά, να πω τι θα συμβεί, αλλά όπως ξέρεις εκείνο το γατάκι έγινε κυανό και τα τρία κουτάβια -και, τόπους τόπους, το σπουργίτι- πήραν χρώμα φωτεινό μπλε. Αλλά ο μπελάς είναι ότι θα πρέπει να μπω στον κόπο και στα έξοδα να ετοιμάσω κι άλλη καλλιέργεια.
«Πανωφόρι με τέτοια ζέστη! Γιατί; Επειδή μπορεί να συναντήσουμε την κυρία Τζάμπερ. Αγαπητή μου, η κυρία Τζάμπερ δεν είναι ρεύμα ψυχρού αέρα. Μα γιατί να φορέσω πανωφόρι μια τέτοια ζεστή μέρα, εξαιτίας της κυρίας …; Καλά, καλά, εντάξει!»
Υστερόγραφο1 :
«Ο κλεμμένος βάκιλος» περιλήφθηκε σε μια συλλογή 15 διηγημάτων του Wells, που εκδόθηκε το 1895 με τον τίτλο The stolen bacillus and other incidents. Ένα αντίτυπο της επόμενης έκδοσης που έγινε το 1925, έχει τη δική του τραγική ιστορία, άμεσου ελληνικού ενδιαφέροντος:
Την Πρωταπριλιά του 1942 συνελήφθησαν, στην προσπάθεια να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή και σε απόσταση μερικών μιλίων από τη φαληρική ακτή, οι επιβάτες (μαζί και οι κυβερνήτες και το πλήρωμα) δύο καϊκιών. Μεταφέρθηκαν στις φυλακές Αβέρωφ και ύστερα στις φυλακές Παραπηγμάτων της οδού Βουλιαγμένης, όπου στις 29 Μαΐου τους ανακοινώθηκε ότι, ως εχθροί του Άξονα, θεωρούνται όμηροι και ότι θα εκτελεστούν σε αντίποινα στην περίπτωση δολιοφθοράς.
Η δολιοφθορά, που δεν άργησε να πραγματοποιηθεί, προκάλεσε μονάχα μερικές ζημιές σε ένα τμήμα των γραμμών των Σ.Ε.Κ., κοντά στο Μενίδι.
Και στις 5 Ιουνίου 1942, έξι από τους συλληφθέντες των καϊκιών και δύο φοιτητές εκτελέστηκαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Επρόκειτο για την πρώτη εκτέλεση ομήρων από τους Ναζί στην Αθήνα.
Ο υποπλοίαρχος του Λιμενικού Γεώργιος Κωτούλας ήταν ένας από τους οκτώ. Tο βιβλίο The stolen bacillus and other incidents συντρόφεψε τις τελευταίες μέρες της ζωής του.
Ο Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος, γνώστης του περιστατικού, το περιγράφει γλαφυρά στο διήγημά του «Η δάφνη» (Στη συλλογή διηγημάτων Φλαμίνγκος, 1963, σ. 204-5):
«Τρέμουν τα χέρια μου καθώς ξεφυλλίζω ένα βιβλίο. Ποτέ δεν ξεφύλλισα ένα βιβλίο με τέτια αγωνία, με τέτια λαχτάρα. Είναι το βιβλίο της φυλακής. Τα πρώτα φύλλα σκισμένα. Ένα μυθιστόρημα εγγλέζικο, του Wells: “The stolen bacillus”. Ο άνθρωπος που το διάβαζε στη φυλακή δε βρίσκεται πια. Κέρδισε τη λευτεριά του; Α, όχι, χωρίς άλλο κέρδισε το θάνατο. Και το βιβλίο απόμεινε κει δα χάμου, στο κελί, και το βρήκε ο Κωτούλας και περνούσε τις μαύρες του ώρες προσπαθώντας να το διαβάσει, αυτό το μυθιστόρημα που δεν τόχε ποθήσει, που δεν τόχε αγαπήσει, αυτό το κείμενο το τυχαίο, το γραμμένο σε μια γλώσσα που δεν την καλοκάτεχε, αυτόν τον σύντροφο τον αναγκαστικό, που έγινε το ημερολόγιο του απελπισμού του, η ιστορία ενός ανθρώπου. Στην τρίτη σελίδα, με μεγάλα ονόματα κεφαλαία, κάποια ονόματα: KETTY JORAM, POLLY VARDA, ATHENS-GREECE, JACK, KRASNIANSKY, TEL-AVIV, PALESTINE, PRISON AVEROF. Από τούτο το βιβλίο περάσανε τόσοι άνθρωποι. Μάτια, γεμάτα θλίψη, περπατήσανε στις γραμμές του, τα χέρια της αγωνίας τα ξεφυλλίσανε. Στη μοναξιά. Στη σιωπή. Στη νύχτα την αξημέρωτη. […]
Ο Κωτούλας σημειώνει στη σελίδα 21 απάνου απάνου στο περιθώριο: “Με αυτό το βιβλιαράκι περνούσα τις δύσκολες ώρες της φυλακής. Παρακαλώ οιονδήποτε να το δώση στην οικογένειά μου. Είναι [η] τελευταία μου θέλησις. Μοσχονησίων 21, Αθήναι. 30.5.42”».
Ηabent sua fata libelli…
Υστερόγραφο2 :
Ο H.G. Wells (Λονδίνο, 1866-1946) έζησε μια πολυτάραχη κοινωνική και προσωπική ζωή. Σοσιαλιστής, ειρηνιστής και πανθεϊστής, πέρασε τις σχετικές ιδέες και απόψεις του στο μεγάλο συγγραφικό έργο του, που εκτείνεται σε πολλά είδη του πεζού λόγου: μυθιστόρημα, διήγημα, ιστορία, σάτιρα, βιογραφία και αυτοβιογραφία, κοινωνικό σχολιασμό.
(*) H Αννίτα Π. Παναρέτου είναι συγγραφέας, Δρ.Φ.