του Χρήστου Δανιήλ
- Ο κινηματογράφος και η λογοτεχνία είναι δύο διαφορετικές και ανεξάρτητες μεταξύ τους μορφές τέχνης με δικούς τους κώδικες, τεχνικές και συμβάσεις. Η λογοτεχνία έχει τροφοδοτήσει τον κινηματογράφο από τις απαρχές του ακόμη με τα έργα της. Τα κινηματογραφικά έργα που εμπνέονται από τη λογοτεχνία δεν (θα πρέπει να) κρίνονται από τον βαθμό πιστότητας στην απόδοση του λογοτεχνικού έργου αλλά από τα δικά τους κινηματογραφικά επιτεύγματα.
- Ο κινηματογραφιστής, όπως και κάθε δημιουργός που συνομιλεί με ένα προγενέστερο λογοτεχνικό έργο, είναι ελεύθερος να παρέμβει σε αυτό, να το παραλλάξει, να το προσαρμόσει προκειμένου αυτό να ανταποκριθεί από τη μια στις ιδιαιτερότητες της δικής του τέχνης (του κινηματογράφου δηλαδή), από την άλλη στις δικές του προσωπικές καλλιτεχνικές επιδιώξεις. Κάθε κινηματογραφική μεταφορά λογοτεχνικού έργου είναι και μία προσωπική ερμηνεία αυτού, όπως άλλωστε (θα έπρεπε να είναι) και κάθε ανάγνωσή του.
- Η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη έχει μεταφερθεί δύο φορές στον κινηματογράφο και τις ημέρες αυτές προβάλλεται, σε γεμάτες αίθουσες, μία ακόμη μεταφορά του. Αυτή της Εύας Νάθενα σε σενάριο της Κατερίνας Μπέη. Στην ουσία όμως δεν πρόκειται για μεταφορά του βιβλίου. Η ταινία, όπως ορθώς αναγράφεται στην αφίσα της είναι «εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα του Α. Παπαδιαμάντη». Με άλλα λόγια, η κινηματογραφική Φόνισσα της Νάθενα είναι έργο διαφορετικό και ανεξάρτητο από το ομότιτλο λογοτεχνικό έργο του Παπαδιαμάντη.
- Το κοινό που προσέρχεται στις αίθουσες για να παρακολουθήσει την ταινία χωρίζεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Από τη μια είναι οι θεατές που δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο, μπορεί να το έχουν ακούσει, να έχουν διδαχθεί στο σχολείο κάποιο απόσπασμά του, να ξέρουν περίπου την υπόθεσή του, αλλά δεν έχουν διαβάσει ολόκληρο το βιβλίο, και από την άλλη εκείνοι που έχουν έρθει σε επαφή με το παπαδιαμαντικό έργο. Γνώμη μου είναι πως οι εντυπώσεις που αφήνει η ταινία σε αυτά τα δύο κοινά είναι εντελώς διαφοροποιημένες, καθώς οι του δεύτερου, θέλοντας και μη, προχωρούν σε σύγκριση με το παπαδιαμαντικό πρότυπο. Δεν μπορώ να γνωρίζω, ούτε καν να εικάσω για το τι αισθάνεται το κοινό της πρώτης κατηγορίας καθώς ανήκω στη δεύτερη και οι συνάψεις της κινηματογραφικής εικόνας με την λογοτεχνική γλώσσα γινόταν αυτόματα στο μυαλό μου κατά τη διάρκεια παρακολούθησης της ταινίας.
- Προφανώς, και ορθώς, δεν πρόκειται για πιστή μεταφορά. Η ταινία διαφοροποιείται αρκετά από το κείμενο. Ενδεικτικά αναφέρω ορισμένες διαφοροποιήσεις τις οποίες αποδέχθηκα απολύτως ομαλά καθώς τις βρήκα λειτουργικές στην κινηματογραφική τους απόδοση: ο διαφορετικός τόπος που διαδραματίζεται η υπόθεση (δεν είναι το ήπιο σκιαθίτικο αλλά το σκληροτράχηλο της Μάνης), η απουσία αφηγητή (ο οποίος στο λογοτεχνικό έργο κατέχει πρωτεύοντα ρόλο στον σχολιασμό και την επεξήγηση των γεγονότων ενώ στην ταινία ο θεατής καλείται να έχει πιο ενεργό ρόλο και να επεξεργαστεί ο ίδιος τα γεγονότα που βλέπει μπροστά του), η σχεδόν εκμηδενισμένη αναφορά στον γιο της ηρωίδας (η οποία ίσως θα παρέκκλινε από την επικέντρωση στην βασική ιστορία). Η Νάθενα αφαιρεί το στοιχείο της αφήγησης από το παπαδιαμαντικό έργο, κρατά τους διαλόγους και τα βασικά πρόσωπα, εστιάζει στα γεγονότα και τις πράξεις τις ηρωίδας.
- Η Νάθενα όμως (ή μήπως η Μπέη;) προχωρά και σε δύο άλλες διαφοροποιήσεις που, κατά τη γνώμη μου, απομειώνουν (και αλλοιώνουν) σημαντικά τη δραματικότητα, την ένταση και τον χαρακτήρα της παπαδιαμαντικής ηρωίδας. Η πρώτη έχει να κάνει με τη σειρά των γεγονότων, με τη σειρά των φόνων. Η δεύτερη με το τέλος της ηρωίδας. Εξηγώ (στο σημείο αυτό όσοι δεν έχουν παρακολουθήσει την ταινία καλό είναι να σταματήσουν την ανάγνωση καθώς ακολουθεί spoiler):
- Η Χαδούλα στο λογοτεχνικό κείμενο διαπράττει πρώτα τον φόνο της εγγονής της. Έπειτα από αυτήν, την κορυφαία πράξη δολοφονίας του ίδιου του αίματός της, συνεχίζει και με άλλα κορίτσια του χωριού. Ο Παπαδιαμάντης αφιερώνει σχεδόν το πρώτο μισό του έργου του στο να παρουσιάσει την ηρωίδα του, το υπόστρωμά της, τα βιώματά της, τις άθλιες συνθήκες διαβίωσής της, την κούρασή της και την φόρτισή της από την ασθένεια του μωρού προκειμένου να την οδηγήσει, κάτω από την πίεση του περιβάλλοντος και της στιγμής, στη διάπραξη του φόνου της εγγονής της. Η Χαδούλα εκείνη ακριβώς τη στιγμή του φόνου «είχε παραλογίσει», «είχε ψηλώσει ο νους της». Η Νάθενα μας παρουσιάζει μία ηρωίδα που διαπράττει από την αρχή ακόμη του έργου, χωρίς επαρκή αιτιολόγηση και χωρίς κανέναν ενδοιασμό, φόνους παιδιών κατά συρροή και κατά παραγγελία, σχεδόν κατ’ επάγγελμα. Πρόκειται, πράγματι, για μια φόνισσα, όχι όμως για την φόνισσα του Παπαδιαμάντη.
- Η ηρωίδα της Νάθενα σκοτώνει την εγγονή της τελευταία, όταν ενώ την κυνηγούν οι αστυνομικοί επιστρέφει (χωρίς αυτό να αιτιολογείται, κατά τη γνώμη μου, επαρκώς από το σενάριο) στο σπίτι και λίγο πριν οδηγηθεί εκουσίως στο δικό της τέλος. Η ηρωίδα της Νάθενα επιλέγει την αυτοκτονία (σε μια σκηνή με πολλά κινηματογραφικά στερεότυπα) καθώς την καταδιώκουν οι αστυνόμοι, οι κάτοικοι του χωριού και οι τύψεις της. Αντίθετα, η ηρωίδα του Παπαδιαμάντη καταδιώκεται από τους αστυνόμους, στοχεύει και παλεύει για την επιβίωσή της, και επιζητά να βρει την σωτηρία της στον Αι-Σώστη. Στην προσπάθειά της αυτή πνίγεται μες στο θαλασσινό νερό, το στοιχείο αυτό της φύσης, «εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης».
- Επαναλαμβάνω τα όσα ανέφερα στην αρχή περί ελευθερίας του δημιουργού να αντλήσει από το λογοτεχνικό έργο όσα είναι συμβατά με τις δικές του επιδιώξεις και να παραλλάξει όσα εκείνος θεωρεί απαραίτητα. Άλλωστε, όπως επισημαίνει και ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης ανάμεσα στις υποψήφιες προς βράβευση ταινίες της φετινής χρονιάς διεθνώς, τρεις βασίζονται σε σύγχρονα αγγλόφωνα μυθιστορήματα (εδώ). Δεν νομίζω πως οι κριτικοί ή το κοινό, συνηθισμένοι στην παρακολούθηση ανάλογων εγχειρημάτων, τα εξέτασαν ως προς τον βαθμό πιστότητας της μεταφοράς των λογοτεχνικών έργων στην κινηματογραφική τους εκδοχή. Τα όσα ανέφερα προηγουμένως σχετικά με τις διαφοροποιήσεις της Φόνισσας της Νάθενα από την Φόνισσα του Παπαδιαμάντη έχουν να κάνουν κυρίως με μια υποψία που έχω πως, καθώς το ελληνικό κοινό δεν είναι συνηθισμένο στο να παρακολουθεί κινηματογραφικές εκδοχές ελληνικών λογοτεχνικών έργων, ιδίως το ελληνικό κοινό της πρώτης κατηγορίας που δεν έχει διαβάσει ολόκληρο το έργο, ίσως θεωρήσει βγαίνοντας από την αίθουσα πως η ταινία που παρακολούθησε ήταν η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη.
- Την υποψία αυτή την επιτείνει και μία επιλογή της ίδιας της σκηνοθέτριας. Η Νάθενα προτάσσει ως προμετωπίδα στο έργο της μια φράση του Ελύτη από το κείμενο που έχει γράψει για τον Παπαδιαμάντη: «Μια μέρα το παρελθόν θα μας αιφνιδιάσει με τη δύναμη της επικαιρότητάς του. Δεν θα έχει αλλάξει εκείνο, αλλά το μυαλό μας». Πράγματι, η υπόθεση της ταινίας αν και χρονικά αναφέρεται σε ένα απροσδιόριστο παρελθόν μιας απροσδιόριστης τοπικά ελληνικής επαρχίας φαντάζει στα μάτια του σύγχρονου κοινού ως εξαιρετικά επίκαιρη. Μάλιστα για να υπερτονίσει το στοιχείο της επικαιρότητας η Νάθενα (ή μήπως η Μπέη;) προσθέτει στο σενάριο γεγονότα που δεν υπάρχουν στο παπαδιαμαντικό έργο, όπως αυτό της συζυγοκτονίας, και υπερτονίζει το θέμα της γυναικείας σωματικής κακοποίησης, κλείνοντας το μάτι στο υποψιασμένο και ευαισθητοποιημένο από το κίνημα του metoo σύγχρονο κοινό. Με άλλα λόγια, αλλάζει τα γεγονότα του παπαδιαμαντικού έργου προκειμένου να τα επικαιροποιήσει (και αναρωτιέμαι πόσοι από τους θεατές αντιλαμβάνονται και αναγνωρίζουν αυτήν την διαφοροποίηση). Αίσθησή μου όμως είναι πως το παπαδιαμαντικό έργο δεν είχε ανάγκη αυτή την αλλαγή προκειμένου να μας αιφνιδιάσει με την επικαιρικότητά του. Το παπαδιαμαντικό έργο, η Φόνισσα εν προκειμένω, μας αιφνιδιάζει με την επικαιρικότητά της χωρίς να χρειάζεται αλλαγές και επικαιρικές προσθήκες. Άλλωστε όπως αναφέρει ο Ελύτης δεν έχει αλλάξει εκείνο αλλά το μυαλό μας.
Κακώς χρησιμοποιήθηκε ο τίτλος του αριστουργήματος του Αλ. Παπαδιαμάντη στην ταινία . Είναι ιεροσυλία και θάπρεπε κάποιος από τους ” σοφούς ” να παρέμβει .
Ανήκοντας σε αυτούς που έχουν διαβάσει την Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, όταν βγήκα από την κινηματογραφική αίθουσα αισθάνθηκα ότι κάτι δεν πήγε καλά στην ταινία της Νάθενα, χωρίς όμως να μπορέσω ευθύς να εντοπίσω τι ήταν αυτό. Σας ευχαριστούμε για αυτή την πραγματικά εύστοχη και σωστά τεκμηριωμένη
κριτική.
Ενώ ο κριτικός από την αρχή δηλώνει ότι δέχεται απόλυτα τις διαφορες ενός κινηματογραφικού έργου από το αντίστοιχο βιβλιο,αφήνοντας στον/στην δημιουργ@ της ταινίας,στη συνέχεια αφού μας προειδοποιεί για spoiler κάνει αρνητική κρητικη για τις αλλαγές στο σενάριο σε σχέση με το βιβλίο!!!!!
Ο απόλυτος παραλογισμός.
Είναι ένα έργο που η Νάθενα εμπνέεται από την Φόνισσα και παίρνει θέση στα διαχρονικά προβλήματα της γυναίκας στην Ελληνική κοινωνία και τα επεκτείνει ακόμα στις
γυναικοκτονίες και στην έντονη ενδοοικογενειακή βία που υπάρχει σήμερα , εξαιρετικές ερμηνείες εξαιρετικά τοπία και η Αυτοτιμωρία της Φόνισσα
νοιώθουμε τελικά οτι δεν άντεξε τα εγκλήματα της γιατί ούτε παρηγοριά βρήκε ούτε σημάδι..απο το Θεό μια ταινία τέχνης μπράβο
Αναμφισβήτητα μια εξαιρετική ταινία που η ερμηνευτική δεινότητα της Καραμπέτη αλλά και των άλλων αξιόλογων ηθοποιών την απογειώνουν αισθητικά. Πραγματεύεται μια φόνισσα με προεκτάσεις σε σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα (γυναικοκτονίες, παιδοκτονίες, ενδοοικογενειακή βία), με τα στατιστικά στοιχεία που παρατίθενται στο τέλος της ταινίας να επιβεβαιώνουν τα παραπάνω. Δεν είναι όμως η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη! Υστερεί στο μεγαλείο της γραφής του Παπαδιαμάντη που με ιδιοφυή τρόπο μας βυθίζει στα έγκατα της ανθρώπινης φύσης με την συνύπαρξη του καλού και του κακού.