της Δήμητρας Ρουμπούλα
«Όσο κι αν λατρεύουμε τη φυγή – τη μέθη της αναχώρησης, τη συγκίνηση της άφιξης -, πρέπει παρ΄ όλα αυτά και να επιστρέφουμε».
Σε μια κομβική στιγμή για την Ευρώπη, στα 1932, η παρθενική κρουαζιέρα του ολοκαίνουργου και ορεξάτου, θεόρατου και υπερπολυτελούς υπερωκεάνιου «Ζορζ Φιλιππάρ», ναυαρχίδα της εταιρείας «Θαλάσσιες Μεταφορές» και κορωνίδα της γαλλικής ναυσιπλοΐας, αποβαίνει μοιραία. Βυθίζεται στα ανοικτά του Περσικού Κόλπου, θυμίζοντας τον «Τιτανικό» κι άλλα περιλάλητα ναυάγια. Περίπου πενήντα άνθρωποι, μεταξύ αυτών και ο ρεπόρτερ Αλμπέρ Λοντρ, από τα θρυλικά ονόματα της ερευνητικής δημοσιογραφίας, δεν επιστρέφουν, όπως μας προϊδεάζει ο Πιέρ Ασουλίν από την πρώτη κιόλας φράση του τελευταίου μυθιστορήματός του «Το Υπερωκεάνιο» (εκδ. Πόλις) το οποίο αποκτά στην εξέλιξή του μια αλληγορική διάσταση.
Αναγνωρισμένος συγγραφέας σημαντικών βιογραφιών (Γκαστόν Γκαλιμάρ, Σιμενόν, Αλμπέρ Λοντρ κ.ά.) και υπέροχων μυθιστορημάτων (Ξενοδοχείο Lutetia, Οι προσκεκλημένοι, Ένας πύργος στη Γερμανία-Ζιγκμαρίνγκεν κ.ά), αλλά και μέλος της κριτικής επιτροπής του βραβείου Γκονκούρ, ο Πιέρ Ασουλίν δεν θα μπορούσε να αρκεστεί στο να περιγράψει απλώς την τραγική μοίρα του Ζορζ Φιλιππάρ. Να εξιστορήσει μόνο τις αιτίες του ναυαγίου που κρύβονταν πίσω από την πολυτέλεια, τις ηλεκτρικές βλάβες δηλαδή που επαναλαμβάνονταν συνεχώς κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και τελικά προκάλεσαν την ολέθρια πυρκαγιά. Μια κρουαζιέρα προσφέρεται για παρατήρηση, ενώ η χρονική στιγμή που συμβαίνει το ναυάγιο επιτρέπει τον παραλληλισμό με μια άλλη πιο τραγική κατάβαση στην άβυσσο, αυτή της Ευρώπης που προαναγγέλλει ο συγγραφέας και ο κεντρικός ήρωάς του, περιμένοντας τη φωτιά η οποία έρχεται με την άνοδο στην εξουσία του Χίτλερ. Εδώ ο Ασουλίν κεντάει.
«Τι είναι μια εναρκτήρια κρουαζιέρα αν όχι μια κωμωδία την οποία οι επιβάτες παίζουν εν αγνοία τους, καθένας στον ρόλο που ορίζει η κοινωνική του θέση; Στο θέατρο δεν ξέρεις ποτέ πώς θα έρθουν τα πράγματα». Με το γνωστό του πάθος για τους κλειστούς χώρους, όπως γνωρίζουμε κι από άλλα έργα του, ο Ασουλίν στήνει ένα πλωτό σκηνικό, απομονωμένο από τον κόσμο. Εκεί επικρατεί η πολυτέλεια και η φινέτσα, ενώ οι ταξικές διαφορές είναι σαφείς. Στην πρώτη θέση, η αφρόκρεμα της αριστοκρατίας και της ανώτερης αστικής τάξης, πλούσιοι επιχειρηματίες, εκπρόσωποι της αποικιακής διοίκησης και όμορφες καλοντυμένες γυναίκες. Άλλοι σοβαροί και πνευματώδεις, άλλοι υπερφίαλοι, μονόχνοτοι, σνομπ ή γελοίοι και νωθροί. Ένας κοσμοπολίτικος, καλλιεργημένος και ανέμελος κόσμος, μόνιμοι και περιστασιακοί παίχτες σε διάφορους ρόλους, όπως ο μελαγχολικός πρώην πλοίαρχος Πρεσανύ και η ανεξάρτητη εγγονή του Σαλομέ, ο κομπογιαννίτης μεγαλοασφαλιστής Ερκύλ Μαρτέν, ο αξιαγάπητος Ρώσος πιανίστας Σοκολόφσκι ή Σόκο, η «προσωποποίηση της κομψότητας εν παντί και εν πάσι» Αναϊς Μοντέ-Ντελακούρ που κλέβει την καρδιά του βασικού ήρωα Ζακ-Μαρί Μποέρ ο οποίος ταξιδεύει για έναν πολύ συγκεκριμένο διπλό σκοπό, αλλά κρατά κρυφό αποκαλύπτοντάς τον προς το τέλος του βιβλίου. Παθιασμένος βιβλιοπώλης παλιών και σπάνιων εκδόσεων, με πελάτες πλούσιους συλλέκτες, εργένης και σαγηνευτικός, ο Μποέρ συνομιλεί με τους συνοδοιπόρους του και είναι η φωνή του συγγραφέα. Το ταξίδι προμηνύεται μαγικό, τόσο λαμπερό όσο ο ουρανός και η θάλασσα-λάδι. Το φαγητό και τα κρασιά προσφέρουν γαστριμαργικές ηδονές, η ψυχαγωγία στην αίθουσα μουσικής, οι συναντήσεις στο κατάστρωμα περιπάτου (ή λεωφόρο κουτσομπολιών) και το κουβεντολόι στο καπνιστήριο καλά κρατούν, όπως και τα φλερτ στην πισίνα, ενώ οι στιγμές πλήξης ξεπερνιούνται με σκάκι.
«Στη θάλασσα, τα πάντα σε σπρώχνουν στην αδιαφορία για την πορεία του κόσμου. Εκτός κι αν ταξιδεύεις με υπερωκεάνιο, όπου η ιστορία, η επικαιρότητα, η πολιτική σχηματίζουν ένα εκρηκτικό μείγμα». Αυτό ακριβώς συμβαίνει στον πλωτό μικρόκοσμο. Οι πιο ενδιαφέρουσες σκηνές και εκείνες που αγγίζουν το μεδούλι του βιβλίου και ταρακουνούν τον αναγνώστη είναι οι συζητήσεις ανάμεσα σε ακλόνητους εθνικοσοσιαλιστές και υπερασπιστές της ελευθερίας. Με λεξιλόγιο ναζιστικής προπαγάνδας, Γερμανοί μεγαλοβιομήχανοι βλέπουν τον Χίτλερ σαν μια μαριονέτα για τα δικά τους συμφέροντα. Οπτιμιστές και πεσιμιστές σκύβουν πάνω από τη μοίρα της Ευρώπης – «αυτής της τόσο ενδιαφέρουσας αντίκας που παράγει περισσότερη ιστορία απ΄ όση μπορεί να καταναλώσει». Στις κλειστές συζητήσεις που διχάζουν τους επιβάτες στα σαλόνια της πρώτης θέσης προβάλει ο φόβος για την επικράτηση της εθνικιστικής ιδέας: «Δεν είναι ακόμη συντριπτική αλλά, λίγο λίγο, κερδίζει έδαφος, διεισδύει στις συζητήσεις, εξαπλώνεται στις πόλεις, διαβρώνει συνειδήσεις. Όταν θ΄ αρχίσει να μας προβληματίζει πραγματικά, θα είναι πολύ αργά πια, το δηλητήριο θα έχει χυθεί».
Ο συγγραφέας μάς μεταφέρει από το θέμα στο άλλο, από τη μια προσωπικότητα στην άλλη και από τη μια συνομιλία στην άλλη. Δεν είναι επιθυμητή η παρέα του καθενός από όλους. Όμως οι περισσότεροι θέλουν να έχουν στη συντροφιά τους τον απρόσιτο Αλμπέρ Λοντρ όταν εκείνος επιβιβάζεται στη Σαγκάη. Συγχρόνως, τα επαναλαμβανόμενα περιστατικά, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, με τις απλίκες ανάγνωσης στις καμπίνες που τσιτσιρίζουν και καίγονται, επαναφέρουν τα φαντάσματα προηγούμενων ναυαγίων, αλλά για τους περισσότερους αυτά δεν λειτουργούν ως προειδοποιητικά σήματα. Όπως οι δυσλειτουργίες του Ζορζ Φιλιππάρ έτσι και οι κίνδυνοι του «Mein Kampf» δεν λαμβάνονται σοβαρά υπόψη, μέχρι οι σπινθήρες να κυριεύσουν ολόκληρο το πλοίο και αργότερα την ίδια την Ευρώπη. Στην ακτή του Άντεν, κατά την επιστροφή του από την Ιαπωνία προς την Μασσαλία, μετά από 80 ημέρες διάπλου, το υπερωκεάνιο ανάβει σαν σπίρτο από βραχυκύκλωμα – «Ένας πύρινος τάφος που έγινε γρήγορα υγροτάφιο».
Εκείνη την εποχή που είχε αρχίσει ο πολιτιστικός τουρισμός χρειαζόταν ένα ορισμένο κουράγιο ή απερισκεψία για να επιβιβαστείς σε αυτές τις πλωτές πόλεις. Έχουν προηγηθεί ο Τιτανικός, το Λουιζιτάνια και το Μπριτάνικ. Οι αγνοούμενοι του Ζορζ Φιλιππάρ, με τους 767 επιβάτες, στην πλειονότητά τους προέρχονται από την πρώτη θέση, όπου ξέσπασε η φωτιά, μαζί με τέσσερα άτομα της τέταρτης θέσης του βοηθητικού προσωπικού. Τα μητρώα των επιβατών της δεύτερης και της τρίτης θέσης δεν θρήνησαν καμία απώλεια. «Οι από πάνω συναντούσαν τους από κάτω στο εσωτερικό της ίδιας ιστορίας. Μόνο που μια φορά ίσον καμία, η ανισότητα ανταπέδιδε τα χτυπήματα», σχολιάζει δεικτικά ο συγγραφέας. Στη σιωπή της θάλασσας χάνεται και ο μαχητικός δημοσιογράφος μαζί με το μυστικό εκρηκτικό ρεπορτάζ του, το περιεχόμενο του οποίου προκαλεί στη συνέχεια πολλές εικασίες συνωμοσίας. Ο βιβλιοπώλης σώζεται από τα διερχόμενα πλοία, έχοντας κολλημένη στην πλάτη του την πρώτη έκδοση των απάντων του Πλάτωνα – «Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα ερχόταν κάποτε η στιγμή που ο Γοργίας, ο Κρατύλος και ο Φαίδων θα μου χρησίμευσαν ως σωσίβιο».
Με οδηγό τον βιβλιοπώλη, παρακολουθούμε την ιστορία σαν αστυνομικό βιβλίο, με ενδιάμεσες στάσεις και κλιμακώσεις, μπαίνουνε στο κλειστό περιβάλλον του πλοίου και της κοσμικής παρέας, σαν σε μια παράσταση που διακρίνει η ένταση. Χαρακτήρες, σκηνικά, ίντριγκες και ανατροπές, ατυχήματα και αυτοκτονίες (ο πρώην πλοίαρχος δεν θα ζήσει τον εφιάλτη του ναυαγίου), όλα τα συστατικά μιας καλοστημένης δραματουργίας είναι εδώ, όπως και η μαεστρία του Ασουλίν. Μαζί και οι «καλεσμένοι» του, εκείνοι που προφανώς θαυμάζει και τον έχουν επηρεάσει. Από τον Ουγκό, τον Φλωμπέρ και τον Προυστ μέχρι τους εκπροσώπους της γερμανόφωνης κουλτούρας, με κυρίαρχο τον Τόμας Μαν. Οι συχνές αναφορές σε έργα τους συνοδεύουν εύστοχα την πορεία της περιπέτειας στην Άπω Ανατολή. Το υπερωκεάνιο παρομοιάζεται με το σανατόριο του Νταβός, πάντα κεκλεισμένων των θυρών, από το «Μαγικό βουνό» που διαβάζει ο Μποέρ.
Με το τελευταίο του βιβλίο, ο Ασουλίν παρουσιάζει μια πινακοθήκη χαρακτήρων της ευρωπαϊκής ελίτ του μεσοπολέμου, μια απεικόνιση της κοινωνίας και μιας εποχής, όχι πολύ μακρινής και καθόλου αδιάφορης για το σήμερα και το μέλλον της Ευρώπης. Η καρδιά του βρίσκεται στην άνοδο του εθνικισμού και στην αυξανόμενη ένταση μεταξύ των ελεύθερων πνευμάτων και εκείνων που υποχωρούν στη δειλία. Το εύθραυστο και επικίνδυνο πλοίο, διακοσμημένο με (εύφλεκτες) λουστραρισμένες ξύλινες επενδύσεις, είναι μια αλληγορία του τυφλού και ανέμελου κόσμου που λες και εν γνώσει του οδεύει προς την καταστροφή. «Ένα υπερωκεάνιο είναι ίσως το ιδανικό μέρος απ΄ όπου θα μπορούσες να περιμένεις το επερχόμενο ναυάγιο του κόσμου. Νιώθεις προστατευμένος εκεί, μακριά απ΄ όλα».
Παθιασμένος με την Ιστορία, ο Πιέρ Ασουλίν αποκρυπτογραφεί μια Ευρώπη λίγο προτού καταποντιστεί. Το τέλος της μεταπολεμικής περιόδου πλησιάζει, αλλά λίγοι ακούν τις σειρήνες. Λίγους μήνες μετά το ναυάγιο του Ζορζ Φιλιππάρ, οι ναζί παίρνουν στην εξουσία «δια της δημοκρατικής οδού, οδηγώντας την Ευρώπη σε ένα άλλο ναυάγιο, μια στιγμή απόλυτης βαρβαρότητας». Το «Υπερωκεάνιο», που περιέχει τόσο ιστορική πραγματικότητα όσο και ανθρώπινη αλήθεια, τόσο κοινωνική ανάλυση όσο και προσωπικά συναισθήματα, είναι το πορτρέτο μιας εποχής, διχασμένης ανάμεσα στην ορμή της ζωής και την ορμή του θανάτου.
Pierre Assouline, Tο Υπερωκεάνιο, μτφρ. Μαριάνθη Πάσχου, Πόλις