Της Έλενας Χουζούρη.
«Στη χώρα μου λατρεύουμε τον Λεωνίδα Καβάκο. Τον θεωρούμε τον καλύτερο ερμηνευτή των έργων του Σιμπέλιους». Δεν έχει πολλή ώρα που ολοκληρώθηκε ένα από τα μείζονα ευρωπαικά πολιτιστικά γεγονότα, το πρωτομαγιάτικο «Ευρωπαικό Κονσέρτο» της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Βερολίνου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, με σολίστ τον δικό μας Λεωνίδα Καβάκο κυριολεκτικά να αποθεώνεται και να μπιζάρεται. Ενθουσιασμένος ο Πρέσβης της Φινλανδίας μου μεταφέρει την αγάπη των Φιλανδών στον Λεωνίδα Καβάκο που από παιδί θαύμα πριν τριάντα χρόνια – πώς πέρασαν αλήθεια- στα 47 του πια έφτασε να είναι ένας από τους πιο καταξιωμένους, φημισμένους και πολυβραβευμένους βιρτουόζους του βιολιού. Δεν ήταν όμως μόνον τα λόγια του Φιλανδού πρέσβη που με έκαναν να νοιώσω μια ψυχική ανάταση και μια υπερηφάνεια που έχω ξεχάσει τα τελευταία χρόνια, δεν ήταν η ίδια η παρουσία και η υπέροχη μοναδική, στην αισθαντικότητά της, υψηλής αρτιότητας, ερμηνεία του Καβάκου, ήταν και η ενθουσιώδης παρουσία τόσων χιλιάδων ανθρώπων που επέλεξαν – κάποιοι είχαν πάει από τις 6 το πρωί περιμένοντας να ανοίξουν τα ταμεία για να εξασφαλίσουν εισιτήριο- να δηλώσουν όχι μόνον την αγάπη τους για την υψηλή μουσική, όχι μόνον την επιθυμία τους να ακούσουν μια εξαιρετική ορχήστρα – σπάνιας δύναμης, συγχρονισμού και αρμονίας- όχι μόνον να δουν από κοντά έναν φημισμένο μαέστρο όπως είναι ο Σάιμον Ρατλ, όχι μόνον να αποθεώσουν το δικό τους λαμπρό τέκνο, τον Λεωνίδα Καβάκο, αλλά και να δείξουν ότι συμμετέχουν σ’ αυτό το μεγάλο ευρωπαικό πολιτιστικό γεγονός που τιμά την χώρα τους, την πρωτεύουσά τους, το Μέγαρο Μουσικής τους, ως αναπόσπαστα τμήματα της Ευρώπης του 21ου αιώνα. Όλος αυτός ο κόσμος, όλων των ηλικιών και των κοινωνικών διαβαθμίσεων –κι ας μην ισχυριστεί πλέον κανείς ότι στο Μέγαρο Μουσικής πηγαίνουν μόνον οι έχοντες – συγκεντρώθηκαν εκεί για να δείξουν με τον πιο πολιτισμένο τρόπο ότι θέλουν να είναι Έλληνες Ευρωπαίοι οι οποίοι δικαιούνται να απολαμβάνουν τον υψηλής ποιότητας πολιτισμό όπως όλοι οι λαοί της Ευρώπης. Να δείξουν επίσης έμπρακτα – με το θερμότατο χειροκρότημα τους για την εξαιρετική βερολινέζικη ορχήστρα- ότι ο πολιτισμός υπερβαίνει τις όποιες διαφορές και μπορεί να λειτουργήσει πολύ πιο δραστικά από την πολιτική ως μέσον ειλικρινούς διαλόγου, συμφιλίωσης και σύσφιγξης σχέσεων. Να θυμίσω την Ορχήστρα που είχαν ιδρύσει από κοινού, ο Ισραηλινός αρχιμουσικός Ντάνιελ Μπαρενμπόιμ και ο Παλαιστίνιος στοχαστής Έντουαρντ Σαίντ, με Ισραηλινούς και Άραβες μουσικούς και τις συναυλίες που έδωσε, σε καιρούς άγριας αντιπαράθεσης Ισραηλινών και Αράβων, ακριβώς για να φωνάξουν ότι η μουσική, η δημιουργία, η τέχνη, ο πολιτισμός δρουν καταλυτικά και διαλύουν τις όποιες έχθρες ανάμεσα στους λαούς, πραγματικές ή τεχνητές. Αυτό ακριβώς τόνισε και ο Σάιμον Ρατλ ο οποίος μαζί με αρκετούς μουσικούς της φημισμένης βερολινέζικης Ορχήστρας βγήκε στον Κήπο του Μεγάρου όπου είχαν συγκεντρωθεί δύο χιλιάδες άνθρωποι για να παρακολουθήσουν από μεγάλη οθόνη την συναυλία. Ο Ρατλ εξέφρασε την συμπαράστασή του στην Ελλάδα και στις προσπάθειες που κάνει να ξεπεράσει την κρίση. «Είμαστε μαζί σας» είπε ο διάσημος Βρετανός μαέστρος για να χειροκροτηθεί θερμά.
Στην δική μας περίπτωση η επιλογή της Αθήνας και του Μεγάρου Μουσικής εκ μέρους της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Βερολίνου δεν ήταν τυχαία. Οι επιλογές των πόλεων, όπου δίνεται το πρωτομαγιάτικο «Κονσέρτο της Ευρώπης» από το 1991 έως σήμερα, γίνονται με βάση την ιστορική και πολιτιστική σημασία τους διαχρονικά στον ευρωπαικό και παγκόσμιο πολιτισμό και των συναυλιακών χώρων με κριτήριο την υψηλή τους τεχνική αρτιότητα, την αξιοπιστία τους και την εν γένει σημαίνουσα πολιτιστική παρουσία τους. Έχουμε λοιπόν αρκετούς λόγους να αισθανόμαστε περήφανοι και κάθε άλλο παρά ταπεινωμένοι όπως προσπαθούν να μας πείσουν κάποιοι. Αυτός που αισθάνεται ταπεινωμένος συνήθως δεν μπορεί να λειτουργήσει με σύνεση και λογική. Το σπουδαιότερο βλέπει παντού εχθρούς που τον απειλούν, τους οποίους με τη σειρά του πρέπει να καταστρέψει. Φαύλος κύκλος δηλαδή.
Το εν Αθήνησι «Κονσέρτο της Ευρώπης» το οποίο –να μην το ξεχνάμε- προβλήθηκε την ίδια στιγμή διακαναλικά σε πολλές χώρες του κόσμου, το είδαν και το απόλαυσαν περίπου ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι- και διαδικτυακά επίσης, είχε ως ακριβό σύμμαχό του την υψηλής ποιότητας ακουστική της Αίθουσας «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Έναν συναυλιακό χώρο διεθνούς φήμης και καταξίωσης πλέον που οφείλουμε να διαφυλάξουμε ως έχει, με τις υψηλότατες δηλαδή προδιαγραφές του. Και σε κάποιους αδαείς έως κακόβουλους – με κραυγαλέα απουσία κατά τη διάρκεια των 24 χρόνων λειτουργίας του Μεγάρου Μουσικής- που το θεωρούν ως έργο «μεγαλομανούς» , θα μπορούσε να υπενθυμίσει κανείς ότι χάρη σ’ αυτόν τον «μεγαλομανή» και τις υπερβολές του ακόμα, δημιουργήθηκε ένας πολιτιστικός θεσμός που άλλαξε τα μίζερα και ελάσσονα μουσικά και γενικότερα, έως τότε, πολιτιστικά πράγματα της χώρας μας, που έφερε στο προσκήνιο απαιτητικές πολιτιστικές αξίες με τις οποίες διαμορφώθηκαν και συνεχίζουν να διαμορφώνονται οι παλαιότερες αλλά προπαντός οι νεώτερες γενιές. Δυστυχώς δεν είδαμε στο σπουδαιότατο αυτό πολιτιστικό γεγονός που πρόβαλε την Ελλάδα, την Αθήνα, σε πρώτο πλάνο παγκοσμίως, τον Υπουργό Πολιτισμού. Οι υπουργικές του ιεραρχήσεις τον έκαναν να προτιμήσει να μεταβεί στο Ρέθυμνο, όπως μάθαμε. Κρίμα, εκείνος έχασε! Και μιας και ο λόγος. Αλήθεια τι απέγινε εκείνο το νομοσχέδιο που θα έλυνε τα σοβαρά ζητήματα άμεσης πια λειτουργίας του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών; Ένα νομοσχέδιο το οποίο αφού λίμνασε στα συρτάρια των προηγούμενων κυβερνήσεων έφτασε έως και τη σημερινή. Ερωτηθείς, απ’ ότι θυμάμαι, ο κ. Ξυδάκης περί της τύχης του νομοσχεδίου στην πρώτη, εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη τύπου που είχε παραχωρήσει, είχε απαντήσει πως δεν είχε προλάβει ακόμα να το δει. Τρεις μήνες μετά, μήπως έχει προλάβει να του ρίξει μια ματιά;