Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
Τα σκοτεινά τοπία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, του Εμφυλίου και των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών αποτελούν το φόντο για τα περισσότερα από τα διηγήματα του καινούργιου βιβλίου του Θανάση Βαλτινού, υπό τον τίτλο Επείγουσα ανάγκη ελέου (Εστία), διαγράφοντας για άλλη μια φορά τον κύκλο τον οποίο διαγράφει εδώ και πολλά χρόνια η πεζογραφία του. Με τη διαφορά πως τα συλλογικά μεγέθη έχουν τώρα την τάση να αποκτήσουν μικρότερο όγκο με την αφήγηση να εστιάζει την προσοχή της στην ενδότερη επικράτεια του ατόμου και της οικογένειας. Βέβαια, ούτε κι αυτό είναι πρωτόφαντο στο έργο του Βαλτινού, που συχνά βάζει στην άκρη το βάρος της πολιτικής και της Ιστορίας προκειμένου να ανασκαλέψει τους πόθους και τα πάθη του εγώ: ενός εγώ σπαραγμένου από τις περιπέτειες του τόπου και της εποχής του, αλλά και έτοιμου ανά πάσα στιγμή να ενστερνιστεί τις χαρές του έρωτα, να παλέψει μέχρις εσχάτων για τους γονείς και τα παιδιά του ή να κυριαρχηθεί από τη ματαιότητα της φθοράς και του θανάτου.
Εκείνο το οποίο διεκδικεί τη μερίδα του λέοντος στη συλλογή του Βαλτινού είναι ο ερωτικός πόθος, που από στυγνή δύναμη του ορμέμφυτου δεν αποκλείεται αίφνης να μετακινηθεί σε μια περιοχή υψηλής αφαίρεσης. Ο έρωτας δεν είναι για τον Βαλτινό ούτε βωμός πίστης και αυτοθυσίας ούτε ιερό υπέρβασης και αγάπης. Είναι βαθιά, ανυποχώρητη ανάγκη, μια δίψα που δεν σταματά ποτέ να γδέρνει το λαρύγγι, μια επιταγή που δεν επιτρέπει σε κανέναν να την αγνοήσει. Και τίποτε σε ένα τέτοιο πλαίσιο δεν είναι δυνατόν να μείνει χωρίς συνέπειες. Μία και μόνη συνεύρεση μπορεί να οδηγήσει στην υψίστη των ποινών, η θέα ενός γυμνού γυναικείου κορμιού μπορεί να καταστρέψει μιαν ολόκληρη ζωή, μια πλούσια ερωτική εμπειρία ή μια κατεσταλμένη ερωτική επιθυμία μπορεί να σημάνει φρικτά γηρατειά. Την ίδια, όμως, ώρα που η μανία για σάρκα θα σαρώσει τα πάντα, την ίδια ώρα που το ένστικτο θα αγνοήσει κάθε περιορισμό, για να εκδηλωθεί κάτω και από τις πλέον απρόσφορες συνθήκες, ο έρωτας θα επιβάλει με τη μοιραία του επιμονή και μια ποιητική όραση του κόσμου, έναν τρόπο για να μετασχηματιστεί μέσω της απελευθερωτικής του φαντασίας η πραγματικότητα (με παρόμοιο τρόπο θα αντιδράσουν και κάποιοι από τους ήρωες του Βαλτινού όταν θα έρθουν αντιμέτωποι με το καντιανό υψηλό τέχνης: με το έλεος και τον τρόμο που αποδεσμεύει ένα νεολιθικό αγγείο ή ένα ελληνιστικό μωσαϊκό).
Και από τον έρωτα στους αγαπητικούς κύκλους της οικογένειας. Γιαγιάδες που δεν θα εγκαταλείψουν, έναντι οιουδήποτε αντιτίμου, την παράδοση του γενεαλογικού τους δέντρου, γυναίκες που θα μεγαλώσουν από το υστέρημα της ψυχής τους ξένα κορίτσια (και θα ανταμειφθούν γενναιόδωρα για την προσφορά τους), αγόρια που θα ακολουθήσουν το ναυτικό επάγγελμα του πατέρα τους και θα χαθούν στον πάτο της θάλασσας, μετανάστες που θα κυνηγήσουν σαν τρελοί το χρήμα για τη σπορά τους, κόρες που θα κατανοήσουν τα ανεκπλήρωτα των μανάδων τους, Εβραίοι που θα σωθούν από φιλέταιρα νοικοκυριά. Κι όλα αυτά με μιαν απογυμνωμένη και αντιδραματική γλώσσα, με μια γλώσσα που ξέρει πώς να παρακάμψει κάθε αισθηματολογική κακοτοπιά, υπηρετώντας το μείζον: την αφανή (κι ως εκ τούτου απολύτως δραστική) συγκίνηση.