ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ
(1860-1912)
ΛΗΘΗ
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πίκρα της ζωής. Όντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και νάναι.
Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση ˙
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει
α στάξει γι’ αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.
Κι αν πιουν θολό νερό ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι,
πόνους παλιούς που μέσα τους κοιμούνται,
Α δε μπορεί παρά να κλαις το δείλι
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν.
ΕΛΙΑ
Στην κουφάλα σου εφώλιασεν μελίσσι,
γέρικη ελιά, που γέρνεις με τη λίγη
πρασινάδα που ακόμα σε τυλίγει
σα νάθελε να σε νεκροστολίσει.
Και το κάθε πουλάκι, στο μεθύσι
της αγάπης πιπίζοντας, ανοίγει
στο κλαρί σου ερωτιάρικο κυνήγι,
στο κλαδί σου που δε θα ξανανθίσει.
Ω πόσο στη θανή θα σε γλυκάνουν
με τη μαγευτικιά βοή που κάνουν,
ολοζώντανης νιότης ομορφάδες
που σα θύμησες μέσα σου πληθαίνουν.
Ω να μπορούσαν έτσι να πεθαίνουν
και άλλες ψυχές, της ψυχής σου αδελφάδες.
ΜΑΝΤΩ ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΥ
(1926-1998)
ΓΡΑΦΗ, Γ΄
Ι
Η μνήμη ξεστράτιζε ακολουθώντας το παιχνίδι της διάθλασης.
Οι μνήμες αυτές στην αρχή δεν σημαίνουνε τίποτα.
Παιχνίδια των ήχων προκλητικά.
Ο δρόμος ομαλά κατηφόριζε, ξεχωρίζω τον ήχο νερού.
Δεν ξέρω να πω αν είναι μνήμη υδάτινη, περιμένω.
Το πράσινο του χώρου υποβάλλει την μνήμη.
Σπασμένοι ήχοι κλαδιών σε χώρο μνήμης ευέλικτης.
Μικρές οι φωνές του λαγού.
Οι ήχοι της ώρας πριν απ’ το διάστημα αέρος κενού.
Της μνήμης αυτής προηγούνται σιωπές επαλήθευσης
και ξανά σιωπές συμπαγείς.
Η μνήμη αυτή δεν είναι μνήμη πρωινού.
Είναι η μνήμη της αρχής της βραδιάς, μ’ αναλλοίωτα χρώματα
και γκρίζο ασφάλτου.
Μνήμη ανάσας στου λαιμού μου την άκρη.
Φθόγγοι που εκρήγνυνται στο σημείο πριν απ’ το λόγο.
Λόγος φυλακισμένος στον λόγο.
Μνήμη καθημαγμένη σιωπών.
Αυτή: η μνήμη παιδιού.
Την διάρκεια καθόρισε: ο χρόνος πριν απ’ το όνειρο.
Αίσθηση: Αφύπνιση και γνώση αφής.
Ήχοι επανήλθαν ελεύθεροι διυλισμένοι, από διάστημα αέρος κενού.
Ανακαλύπτω τη μνήμη των φθόγγων.
Είναι αυτά απογεύματα μνήμης ελεύθερης και οικείες
οι φωνές μακρινές. Φωνές παραινέσεως.
Διακοπές της οδύνης μου.
Το μυστήριο του αύριο αναμενόμενο.
Απογεύματα θέρους μακρά, άλλων γεωγραφικών παραλλήλων.
Οι ψίθυροι σώπασαν. Ηρεμία αναπεπταμένου πεδίου.
Και άδεια η μνήμη.
Την σιωπή διαπέρασε εκείνος που ξεχώριζε όλους τους ήχους.
Ο ίδιος που ακινήτησε το σχήμα πουλιά.
Ήταν ο κύριος των φθόγγων. Και ήταν λόγος ανδρός.
[…]
Διχασμένος ο λόγος πέρασε ατόφιος σε μένα. Πετρώματα οι ήχοι.
Και συ με το μάτι δημίου με πονάς μεσ’ τη ρίζα μου.
Ρήμαξες με τα χρόνια τη σκέψη μου και μ’ οδήγησες
μπρος σε μια ολόλευκη θάλασσα. Στο βυθό ακινήτησα.
Προδότες εταίροι προστατευμένοι από νεφελώματα και σιωπές.
Ποια μέθη κρατάει τα βλέφαρά μας μισόκλειστα;
Η μνήμη του αδιεξόδου; Ή η γνώση του ελάχιστου;
Έτσι τους μίλησα και κρατούσα τα μάτια ορθάνοιχτα μέσα στη νύχτα.
Γιατί αυτή των φθόγγων η δύναμη των αισθήσεων μαλακτικό και μαστίγιο.
Όπως άπνοια του θέρους και θρηνωδία πουλιών.
Τότε τα πράγματα με πλησίασαν ανάλγητα και αυτά περιγράφω.
Προχωράω σε βάθος.
Διαπερνώ τον χώρο του λόγου.
Αρθρώνω τους φθόγγους που βγαίνουν απρόθυμοι απ’ την καρδιά
των αντικειμένων.
Περισφίγγω ασφυκτικά το αντικείμενο.
Ενσωματώνω και ενσωματώνομαι στις μορφές του αντικειμένου.
Η γλώσσα ακόμα ανάπηρη.
Το εκεί, το εδώ, που πάντα συμπλέκεται.
Το εγώ και το συ στους δικούς του τους νόμους.
Ακούω τους κραδασμούς του ανέκφραστου,
των ανάρθρων τους ήχους,
των φθόγγων φευγαλέα την άρθρωση,
την ροή του χειμάρρου.
Μετράω σιωπή.
Αθήνα, 1964-67
(ΓΡΑΦΗ Γ΄, 1971)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ
(1943-2015)
Ο ΓΕΡΟΣ
Φοράει τα χρόνια του κατάσαρκα.
Θυμάται τις σκάλες. Στο βάθος
το γραφείο, τα σκόρπια χαρτιά.
Μετά ένας μεγάλος πόλεμος.
Ιδεολογίες, βιομηχανίες, επαναστάσεις
και τα ψάρια ανέβηκαν στα δέντρα για να σωθούν.
Γυρνάει στα προσωπικά του.
Αγάπησε μερικούς ανθρώπους,
είδε μουσικές να ξεχνιούνται.
Κάπνισε πολλά τσιγάρα. Πρόλαβε
να ακούσει λίγες φορές τον ουρανό
χωρίς αεροπλάνα, κι αυτό ήτανε.
Του ’πεσαν τα δόντια, σακούλιασε.
Φωνάζει ανύπαρκτα ονόματα
–βουβές παρενθέσεις– Με βρογχοκήλη,
με πλατυποδία, με εμφυλίους πολέμους.
Τυλιγμένο με επιδέσμους το τηλέφωνο
–ούτε ακούει, ούτε τον ακούνε –
Περιστρέφεται η ζωή δίσκος εβδομήντα οκτώ
στροφών. Η βελόνα τον σκάβει.
Το τραγούδι ακούγεται στραπατσαρισμένο.
Δεν μπορεί να βαδίσει πια. Μέχρι χθες
σερνόταν με τα τέσσερα. Τώρα είναι
στο κρεβάτι ανάσκελα και κοιτάει
τον κήπο του στο ταβάνι.
Στο κομοδίνο γυαλίζει η μασέλα του
κάτασπρη νύχτα – άγνωστο αύριο.
Καπνοί τον ζώνουν και βήχει
τα παλιά και τα καινούργια.
Τυφλοπόντικες στίχοι σκάβουν λαγούμια.
Βγάζουν για λίγο το ρύγχος έξω.
Κοιτάνε.
Τρομάζουν και ξαναχώνονται στο χώμα.
Ο γέρος όμως ζει και ξέρει
πώς γίνεται το σίδερο μπαμπάκι.
(ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ, 1977)
ΠΡΟΣΩΠΑ
Συσπάσεις μυών. Χαμόγελα συναλλαγών.
Βεντάλια γίνονται οι μορφές που έζησες.
Την κλείνεις και μένει ένα περίγραμμα –
το δικό σου.
Μιλάς αιχμηρά, μιλάς στρογγυλά,
μιλάς επίπεδα. Μιλάς στα χαμένα.
Δεν μπορείς να μιλήσεις καμιά γλώσσα.
Δαγκώνεις τις λέξεις. Γίνεται το στόμα σου
φαρμακείο. Τότε στα μουγκά βλέπεις
τα κέρδη των επιχειρήσεων να αυξάνονται
και τον εργάτη να βιδώνει βίδες.
Το Σάββατο πάνε εκδρομή την ιδεολογία τους
–και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα–
Όλοι ξέρουν σε τι κατεστραμμένες πόλεις
συναντιόμαστε, χειμώνα καιρό με τσιγάρα,
νερό και ένα ψόφιο σκυλί έξω από το ποίημα.
–Χρειάζονται απαλές κινήσεις
όταν αποφασίσεις να ξεχωρίσεις
τη ζωή σου από τους άλλους–
ΜΕ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΑΚΡΙΒΕΙΑ
Στο Γιώργο Μανιώτη
Η σκλήρυνση έρχεται σιγά-σιγά.
Στην αρχή ξεχνάς το περιβάλλον.
Παίρνεις ένα μαχαίρι και κόβεις
τον κόσμο από πάνω σου.
Φτάνεις μέχρι το κόκαλο.
Μετά περνάς παχύ στρώμα
μονωτικού στο λυρισμό σου.
Αντιδράς μόνο σε μερικά χρώματα-επιθυμίες.
Γίνεσαι πέτρα πεταμένη στο ποίημα.
Έτσι αδιάβροχος και ανοξείδωτος
παραδίνεσαι στην κατανάλωση.
Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΠΙΚΑΘΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΚΛΕΙΔΩΣΕΙΣ
Δεν ξέρω αν θα ’ναι αρχαιολόγος
ή αγρότης αυτός που θα βρει
τα κόκαλά μου άσπρα
μαζί με διάφορα πετρώματα.
Τα δόντια σου με τα τραγουδάκια
του συρμού που λέγαμε αγκαλιά
και χαμογελούσες ενώ ήξερες
τι σε περιμένει – σκορπισμένα
σε μεγάλη απόσταση λόγω των επιχωματώσεων –
Αέρας θα φυσά στη ζωή
και η άμμος των λόγων σου
μαζί με το ξερό χορτάρι
πρέπει να με θυμάται.
(ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ, 1980)
ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΤΟ ΧΕΡΙ ΖΗΤΙΑΝΕΥΕΙ
Δε με ξενύχτισες ποτέ. Μόνο τους ζωντανούς
θέλεις να παίζουμε. Πηγαίνεις στην άκρη του
ορίζοντα και απλώνεις πάνω στη γραμμή. Χα-
δια που περιέχει το αίμα σου. Γυαλιά σπασμένα
έχει, από γλέντι ή φαντασίες. Σκουριά αφήνει
η σκέψη στο μαξιλάρι. Τότε, τρέχει ο βολβός
του ματιού μου στα δάση, μαζί με τα άγρια.
Ακούγονται από τις κατεστραμμένες πόλεις
μαδριγάλια του γάμου. Με δυσκολία επιστρέφω
στο κρεβάτι. Τα χώματα της μνήμης το έχουν
σκεπάσει. Σκάβω να βρω τη θέση μου. Σκύβω
και περνάω κάτω από λέξεις.
(ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, 1985)
ΤΟ ΚΡΥΦΤΟ
– Όλο τρέχω πίσω από κηδείες αγνώστων –
Ανοίγω τα συρτάρια μου και βρίσκω ουρανό.
Ψάχνω για τις κάλτσες μου και βρίσκω
παλιές φωτογραφίες.
Χώμα σκεπάζει τους λάκκους. Είναι συνέχεια
χειμώνας. Υπάρχει σκηνοθεσία βροχής.
Βαμμένος γκρίζος ο χάρτινος ορίζοντας.
Με μαχαίρια σκίζουν το χαρτί –έτσι είναι οι αστραπές–
αλλά δεν βρέχει. Μετά γίνομαι παιδάκι.
Είμαι κρυμμένος στην ντουλάπα – από τότε
με έχει φάει το σκοτάδι –
(ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ, 1989)
ΠΡΟΣΕΧΤΕ ΤΗ ΝΟΣΤΑΛΓΊΑ, ΘΑ ΣΑΣ ΣΚΟΤΩΣΕΙ
Εισέρχεται στο δέρμα και στο αίμα
όπως η ψείρα. Έχει τα ίδια συμπτώματα.
Φαγούρα, μολύνσεις, εκτεταμένη καταστροφή
των ιστών, που τις περισσότερες φορές φτάνει
μέχρι το κόκαλο. Ο ασθενής πέφτει σε μεγάλη
λύπη. Κοιτάζει τις πλάτες των ανθρώπων
και πιστεύει ότι το περαστικό πρόσωπο
είναι το δικό του, το φευγάτο, το χαμένο.
Κάθεται σε καρέκλα με τα χέρια
στα γόνατα, σε προχωρημένη σήψη
–ο ίδιος δεν αντιλαμβάνεται τίποτα–
και προσπαθεί να μπαζώσει το κενό
με αυτές τις σκέψεις μέδουσες. Προσέχτε,
δεν είναι παρελθόν, υπάρχει ουσιαστική διαφορά.
Τον υπνωτίζει ύπουλη μουσική πνευστών
και συνομιλεί και μονολογεί με μαλλιά,
χείλη, αυτιά και χέρια
ή ολόκληρα σώματα γυναικών
που βγαίνουν από τοίχους
ή αναδύονται απότομα
από το πάτωμα και τα διάφορα έπιπλα του σπιτιού.
Αν συνεχίσει έτσι, θα καταλήξει
πεταμένη εφημερίδα μα παλιές ειδήσεις
στο δρόμο.
(ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ, 1992)
ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ
(1958)
ΜΥΘΟΙ
Χρυσό και κόκκινο
πάνω απ’ τις μαύρες κορυφές
το δειλινό που ωρίμασε.
Κρύες πνοές, δέντρα ή φάσματα
στην παγωνιά.
Ένα κοτσύφι
με έντονο ράμφος
ψάχνει στα χόρτα
καθώς το δάσος όλο και γίνεται
μια σπηλιά που βαθαίνει.
Ήρωες του παραμυθιού
ήρθαμε ως εδώ
χωμένοι σ’ αξύπνητον εφιάλτη.
Πού ’ναι το κάστρο και το θεριό;
Ένας αέρας
πέρασε, χάθηκε στα βουνά
κι ύστερα με απλότητα
έπεσε η νύχτα.
(ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΥ, 1989)
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ
Ανοίξανε μια πόρτα και διαβήκαμε
σαν άγγελοι στο σπίτι του Αβραάμ
με τις σγουρόμαλλες προβιές
τα κέρατα από τραγιά στους άσπρους τοίχους.
Πλάι σ’ ένα παλιό καμίνι, ηφαίστειο σβησμένο,
στον ίσκιο της κληματαριάς
φέραν κατάμαυρα σταφύλια ανθότυρο και τον αμνό
απόθεσαν το καρποφόρο μήνυμα στα πόδια μας
κι ύστερα χάθηκαν
λες κι ήτανε εκείνοι οι θεόσταλτοι
κι εμείς οι άγονοι και οι στεγνοί.
Ο ΧΩΡΙΚΟΣ
Όπως χυμάει ο χιονιάς στη θαλπωρή του σπιτιού
ανοίγοντας η πόρτα
ήρθε μια νύχτα του Δεκέμβρη
κι έπεσε κλαίγοντας στα πόδια του αφέντη του
λες και γονάτιζε μπροστά σε εικόνα.
Το δέρμα του στο χρώμα του πηλού
η μυρουδιά της κοπριάς στα ρούχα
τα χέρια σκαλισμένα σε ξύλο ελιάς
έκλαιγε κι έσκουζαν στη σκοτεινιά οι σκύλοι.
Ποιος ξέρει αν ζήταγε συχώρεση
για την κλεμμένη τη σοδειά ή για χυμένο αίμα
κι ήρθε σπαράζοντας ο παραγιός
μπροστά στο ξόανο το βλοσυρό
που σώπαινε σα μοίρα.
ΑΝΤΡΕΣ
Με του γαμπρού τ’ ανάστημα
την όψη του γερόντου
στο μέτωπο στα μάγουλα
(το χώμα το ψημένο)
γραμμές που χάραξε σπαθί
αντί πτυχές –ρυτίδες–
στάθηκαν γύρω βλοσυροί
σαν τα κυκλώπεια τείχη
σε ξαφνικό θανατικό
σε σκοτωμό ή γάμο
η κάμαρη σκοτείνιασε
σκορπίσαν οι γυναίκες
κι ένα μωρό κατάχαμα
πήρε κι αυτό να σκούζει.
Ο ΔΡΑΚΟΣ
Η θλίψη του ασήκωτη
μες στο κελί – το σπίτι ˙
ζεστή γυναίκα δυο παιδιά
και το φαΐ που βράζει
γύρω η μαυρίλα του χωριού
και των βουνών οι τοίχοι
ο ήλιος πέφτει να πνιγεί
βαθιά μέσα στο αίμα ˙
σαν αστραπή τότε περνάει
απ’ το μυαλό του η σκέψη
να σφάξει τη γυναίκα του
και τα παιδιά να πνίξει.
(ΒΥΣΣΙΝΙΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ, 1991)
ΨΗΦΙΔΩΤΟ
Απόψε ο κήπος δεν έχει βάθος ˙
κάθε σημείο του είναι ένα χρώμα,
κι όλα μαζί τα σημεία συνθέτουν
μια κουρτίνα βαρύτιμη, κεντημένη με πέτρες,
που τα μάτια ναρκώνει
και κανείς δεν μπορεί να τη σύρει.
ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΟ ΔΕΡΑΣ
Αστραφτερό παιχνίδισμα που κρύβει
τα βάθη του υδάτινου θηρίου
είναι από κίτρινο η μέρα
τη νύχτα είναι από λευκό χρυσάφι
– οφθαλμαπάτη θησαυρού πάνω στο κύμα.
ΠΡΩΤΟΒΡΟΧΙ
Μπήκε στο σπίτι το φθινόπωρο
σαν μια γυναίκα που κρατά
την αναμμένη λάμπα.
(Έξω αρχίζει να βρέχει.)
Απιθώνει δειλά στο τραπέζι το φως
και αθόρυβα φεύγει, χωρική
που μυρίζει θυμάρι κι αγριλιά νοτισμένη.
(ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ, 1994)
ΠΑΙΔΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Η μαμά του είναι όμορφη
Και μυρίζει ροδόσταμο
Ο πατέρας του έφηβος
Τον κοιτά με λατρεία
Του μαθαίνει να ζει.
Ζούνε στο έρημο νησί
Με τις πορτοκαλιές
Και τα χρυσά σπαρτά.
Δεν έχει αδέλφια.
Μια μέρα θα φανεί
Το σκοτεινό καράβι.
Θα ρημάξουνε το νησί
Θα του κάψουν το σπίτι
Θα σκοτώσουνε τους γονείς μου
Θα τον πιάσουν αιχμάλωτο
Θα τον πουλήσουν
Σ’ ένα ζευγάρι μάγων
Που έχουν αλλόκοτο παιδί
Θα τον πείσουν πως είναι
Δευτερότοκος γιος τους
Θα κατοικούνε σε μια χώρα
Φωτισμένη απ’ τις ακτίνες
Βρόμικου φεγγαριού.
Η μόνη του ελπίδα
Πως όλα αυτά είναι εφιάλτες
Κι ότι όπου να ’ναι θα ξυπνήσει
Σε μια πραγματικότητα
Όπου δεν θα ’χει γνωρίσει ποτέ γονείς.
(ΕΠΟΧΗ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ, 2008)