της Βούλας Κοκολάκη (*)
Σε κάποια ποιήματα του Καρυωτάκη μπορούμε να εντοπίσουμε στοιχεία από το ομηρικό περιβάλλον και φραστικό υλικό. Για να προλάβουμε κάποιες αντιρρήσεις, ας φέρουμε κάποια παραδείγματα. Ας δούμε κάποιες ‘αντιστοιχίες’.
Αρχικά, στο ποίημα «Κριτική»:
Δεν είναι πια τραγούδι αυτό, δεν είναι αχός
ανθρώπινος. Ακούγεται να φτάνει
σαν τελευταία κραυγή, στα βάθη της νυχτός,
κάποιου πὄχει πεθάνει.
Ο Καρυωτάκης προσπαθώντας να προσδιορίσει –να κρίνει- την ποίηση του (θα μπορούσε να αναγνωσθεί και με αυτόν τον τρόπο αυτό το ποίημα) γράφει ότι «δεν είναι αχός ανθρώπινος», αλλά «κραυγή… κάποιου ποχει πεθάνει». Στην Νεκυια, ραψωδία λ, ο Οδυσσέας αφηγείται ότι οι ψυχές στην κάθοδό του στον Άδη τον περιέζωσαν «κατατεθνηώτων θεσπεσίη ιαχή», δηλαδή ο ήχος των νεκρών που είναι «κάτι πλέον από θνητός ή ανθρώπινος» (Σταματάκος).
Έπειτα στο ποίημα «Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ»:
Τί νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
του κόσμου, δώθε απ’ τ’ όνειρο και κείθε από τη γη!
Όταν απομακρύνθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιωνία πληγή.
Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νιώθουμε τ’ άρρωστο κορμί, που εβάρυνε, σαν ξένο,
υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.
Η ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο και χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
του ήλιου και οι αύρες πνέουνε. Κι είμαστε νέοι, πολύ
νέοι, και μας άφησεν εδώ, μια νύχτα, σ’ ένα βράχο,
το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τί να ’χουμε, τί να ’χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ’ έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!
Σε αυτό το ποίημα ο Καρυωτάκης ανακατασκευάζει μέρη της ραψωδίας μ του έπους σε λυρικό ποίημα, ενώ το λυρικό υποκείμενο δίνει την εντύπωση ότι μιλάει εξ ονόματος του πληρώματος του Οδυσσέα. Δεν είναι ο κεντρικός ήρωας της Οδύσσειας, αλλά ένας ρόλος που πλαισιώνει, μια συλλογική φωνή. Ο τελευταίος φίλος που απομακρύνθηκε στον 3ο στίχο στην πρώτη στροφή είναι ο Ελπήνορας. Στην ακριβώς προηγούμενη ραψωδία, τη λ, τη Νέκυια, ο Οδυσσέας συναντάει τον Ελπήνορα στον Άδη, ο οποίος του ζητάει να τον θάψει στο νησί της Κίρκης, όπου σκοτώθηκε κατεβαίνοντας μεθυσμένος μια σκάλα. Η ραψωδία μ, με την οποία συνδιαλέγεται αυτό το ποίημα του Καρυωτάκη, ξεκινάει με την ταφή του πτώματός του (…νεκρὸν Ἐλπήνορα τεθνηῶτα…θάπτομεν ἀχνύμενοι, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες, μ 10-12). Στη γ΄ στροφή συναντάμε αντιστοιχίες με το ομηρικό επεισόδιο των Σειρήνων στην ίδια ραψωδία. Παραλληλίζεται η ζωή με τα μυθικά αυτά πλάσματα («Η ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα»), τα οποία προσέλκυαν τους ταξιδιώτες με την ελκυστική φωνή τους και κατόπιν τους κατασπάραζαν. Επίσης, όπως οι θετικές συνθήκες του περιβάλλοντος, που δημιουργήθηκαν στο συγκεκριμένο σημείο της Οδύσσειας, του τραγουδιού των Σειρήνων, ανατρέπονται με την έκρηξη της περιπέτειας, την εμφάνιση της Σκύλλας και της Χάρυβδης, έτσι και στο ποίημα η τελική έκβαση, ο θάνατος δεν θα αποτραπεί με την παροδική αντίθεση του ευνοϊκού φυσικού τοπίου («άνεμος μεν επαύσατο η δε γαλήνη έπλετο νηνεμίη», « όσο αν γελάει η ακτίνα του ήλιου και οι αύρες πνέουνε», «θάνατο, καθημερνό θάνατο και χολή»).
Η επιλογή αυτού του τμήματος της ομηρικής ιστορίας οφείλεται στην επιλογή του ποιητή να εστιάσει στην ειρωνική αντιπαράθεση ανάμεσα στο ακίνδυνο περιβάλλον και την αναπάντεχη απειλή, στην παροδική ηρεμία που τον υπονομεύει, αφού καταλήγει σε μια κατάσταση κίνδυνου. Στην Οδύσσεια τις Σειρήνες ακολουθεί το επεισόδιο της Σκύλλας και της Χάρυβδης, που η Σκύλλα θα κατασπαράξει έξι ναύτες του πληρώματος. Όμοια και η ζωή στις «Ελεγείες» θα φέρει « θάνατο, καθημερνό θάνατο και χολή», αν και ρητά δεν αναφέρεται καθόλου, ούτε περιγράφεται, ούτε γίνεται άμεση νύξη σε αυτό το επεισόδιο.
Στη συνέχεια στο ποίημα των «Σκιών των ωρών»:
Μὲ ἀδιάφορο τὸ μέτωπο καὶ πρᾶο,
τὰ δείλια, τὶς αὐγὲς θὰ χαιρετάω.
Δέντρο θὰ στέκομαι, ὅμοια νὰ κοιτάζω
τὴ θύελλαν ἢ τὸν οὐρανὸ γαλάζο.
Εἶναι ζωή, θὰ λέω, τὸ φέρετρο ὅπου
λύπη, χαρὰ τελειώνουνε τοῦ ἀνθρώπου.
διαμορφώνεται ένας τύπος με χαρακτηριστικά («αδιάφορο το μέτωπο και πράο») που ο Όμηρος αποδίδει στον Όλυμπο την κατοικία των θεών. («αλλά μαλ’ αίθρη πέπταται ανέφελος, λευκή δ’ επιδέδρομεν αίγλη»). Η σχέση αυτή επισημάνθηκε από τον Elio Benedetti. Δεν αναφερόταν όμως στον Καρυωτάκη, αλλά στον Σεφέρη, στο Δ του Μυθιστορήματος. Με βάση αυτή την παρατήρηση μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Καρυωτάκης αξιοποιεί αυτό το κομμάτι του έπους, για να ανατρέψει την παράδοση και να την προσγειώσει, με μια χροιά διακειμενικής ειρωνείας (;), δίνοντας τα χαρακτηριστικά του Ολύμπου στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Τέλος, ο Σπύρος Βρεττός αναγνωρίζει τη Νέκυια ως πηγή του ποιήματος «Όταν κατέβουμε»:
Ὅταν κατέβουμε τὴ σκάλα τί θὰ ποῦμε
στοὺς ἴσκιους ποὺ θὰ μᾶς ὑποδεχτοῦνε,
αὐστηροί, γνώριμοι, ἀόριστοι φίλοι,
μ᾿ ἕνα χαμόγελο στ᾿ ἀνύπαρκτά τους χείλη;
Τουλάχιστον δωπέρα εἴμαστε μόνοι.
Περνάει ἡ μέρα μας, ἡ ἄλλη ξημερώνει,
καὶ μὲς στὰ μάτια μας διατηροῦμε ἀκόμα
κάτι ποὺ δίνει στὸ πρᾶγμα χρῶμα.
Ἀλλὰ ἐκεῖ κάτου τί νὰ ποῦμε, ποῦ νὰ πᾶμε;
Ἀναγκαστικὰ ἕνας τὸν ἄλλον θὰ κοιτᾶμε,
μὲ κομμένα τὰ χέρια στοὺς ἀγκῶνες,
ἀσάλευτοι σὰν πρόσωπα σὲ εἰκόνες.
Ἂν ἔρθη κανεὶς τὴν πλάκα μας νὰ χτυπήση,
θὰ φαντάζεται πὼς ἔχουμε ζήσει.
Ἂν πάρη ἕνα τριαντάφυλλο ἢ ἀφίση χάμου,
τὸ τριαντάφυλλο θά ῾ναι τῆς ἄμμου.
Κι ἂν ποτὲ στὰ νύχια μας ἀνασηκωθοῦμε,
τὶς βίλλες τοῦ Posillipo θὰ ἰδοῦμε,
Κύριε, Κύριε, καὶ τὸ τερραὶν τοῦ Παραδείσου
ὅπου θὰ παίζουν cricket οἱ ὀπαδοί σου.—
Ο ήρωας είναι ο Ελπήνορας (ή ίσως και ο Οδυσσέας στη Νέκυια;, θα προσθέταμε), ο οποίος μας φανερώνει την ταυτότητά του από τον πρώτο στίχο: «Όταν κατέβουμε τη σκάλα». Στη Νέκυια ο Ελπήνωρ αφηγείται στον Οδυσσέα: «ουκ ενόησα καταβήναι ες κλίμακα». Στις δύο επόμενες στροφές γίνεται ένας διαχωρισμός ανάμεσα σε δύο αόριστους χώρους «δωπέρα», όπου βρίσκεται ο ήρωας και «εκεί κάτου», όπου βρίσκεται ο κόσμος του Άδη και αναπαράγει τις καταστάσεις και την ατμόσφαιρα που διαμορφώνονται στη Νέκυια. Το λυρικό υποκείμενο στο ποίημα του Καρυωτάκη αναρωτιέται «τι θα πούμε στους ίσκιους», καθώς στον κάτω κόσμο η ύπαρξη αλλοιώνεται σε σκιά. Και ο Οδυσσέας περιγράφει τη μορφή της μητέρας του ως «σκιή είκελον». Το κοινό του κάτω κόσμου αποτελείται από φίλους («γνώριμοι, αυστηροί φίλοι »), που κατά τον Βρεττό ανάμεσά τους είναι ο Δ. Παπαρρηγόπουλος, Σπ. Βασιλειάδης, Μ. Μητσάκης και ο Γ. Βυζηινός. Και ο Οδυσσέας συνάντησε τον Αγαμέμνονα, τον Αχιλλέα, τον Πάτροκλο, τον Αντίλοχο και τον Αίαντα. Η φράση «με κομμένα τα χέρια στους αγκώνες» θυμίζει, αν και δεν υπάρχει απόλυτη αντιστοιχία, τους νεκρούς που περιγράφει ο Οδυσσέας («χαλκήρεσιν εγχείησιν»), σαν θύματα πολέμου. Μοιάζει ακόμα ο τρόπος της διαμονής στον Άδη («ασάλευτοι») με αυτόν που δίνει ο Αχιλλέας («αφραδέες ναίουσι») αλλά και η μορφή των πεθαμένων δεν απέχει: «πρόσωπα σε εικόνες» στο ποίημα του Καρυωτάκη, «είδωλα» στη Νέκυια.
Οι ‘αντιστοιχίες’ αυτές είναι αρκετά επισφαλείς. Κάποιες φορές, από την άλλη, διαβάζοντας ένα κείμενο, με την τεχνική του συνειρμού, κάνουμε παραπομπές σε κάποιο άλλο. Δε γνωρίζω αν πρόκειται απλά για ένα μέρος της καθόλου παιδείας του ή αν έχει κάνει μια προσεκτική ανάγνωση ή αν ακόμα η σχέση Οδύσσειας –Καρυωτάκη είναι διαμεσολαβημένη από τα γαλλικά του πρότυπα. Πήρα απλά το ρίσκο να εκφράσω κάποιες παρατηρήσεις, που δεν πιστεύω να οφείλονται στην τυχαιότητα.
(*) Η Βούλα Κοκολάκη είναι απόφοιτος φιλολογίας του πανεπιστημίου Κρήτης, φοιτήτρια στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα νεοελληνικών σπουδών του Βερολίνου, ενδιαφέροντα συγκριτική λογοτεχνία, θεωρία λογοτεχνίας και κοινωνικές σπουδές.
ΒΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κ .Γ. Καρυωτάκης, Τα Ποιήματα (1913-1928), επιμ. Γ. Σαββίδης, Νεφέλη, Αθήνα, 1992
- Κ. Καρυωτάκης. Το εγκώμιο της φυγής, Σπ. Βρεττός, Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2006
- Homeri Opera, Odysseae libros 1-7, Thomas W. Allen, Kαρδαμιτσας, Αθήνα, 1976
- Omaggio a Seferis, Liviana editrice, Padova, 1997