H μοναξιά του εκτελεστή ( Ο Γρ.Αζαριάδης για τον Malcolm Mackay)

0
536

Του Γρηγόρη Αζαριάδη (*).

Κάτω από τον μουντό ουρανό της Σκωτίας απλώνεται η τεράστια σκιά του Ίαν Ράνκιν.  Ο δημιουργός του μοναδικού Ρέμπους απολαμβάνει την κυριαρχική παρουσία στο  αστυνομικό μυθιστόρημα της χώρας, έχοντας αποδώσει με τον αυθεντικότερο τρόπο το ζοφερό κλίμα της αντιπαράθεσης εκπροσώπων του νόμου και κυκλωμάτων παρανόμων στο μουντό Εδιμβούργο.  Δειλά δειλά όμως κάνουν την εμφάνιση τους και μερικοί νεότεροι αστυνομικοί συγγραφείς, που διαγκωνίζονται να βρουν τον προσωπικό τους χώρο. Χαρακτηριστική περίπτωση ο γεννημένος το 1982 Malcolm Mackay, που έγραψε την «Τριλογία της Γλασκώβης», με βασικό θέμα τον υπόκοσμο της πόλης, και απέσπασε με αυτό το πρώτο έργο του το βραβείο Bloody Scotland Crime book of the year.

To δεύτερο βιβλίο της Τριλογίας, είναι το «Πως ένας εκτελεστής λέει αντίο» (Εκδόσεις Πόλις 2016, σε μετάφραση της Άλκηστις Τριμπέρη, σελίδες 352).

Θέμα του η απόσυρση από το επάγγελμα του μεσήλικα εκτελεστή Φρανκ, η αποχώρηση του από την σκηνή του δράματος του καθώς το αφεντικό του υπόκοσμου της πόλης δεν μπορεί να του συγχωρήσει την ανεπάρκεια του στην τελευταία δολοφονία που του αναθέτει. Και ποιός είναι ο πλέον κατάλληλος να αναλάβει αυτή την κρίσιμη και ιδιαιτέρως λεπτή αποστολή ; Φυσικά, ο εκπρόσωπος της νέας ανερχόμενης γενιά εκτελεστών. Ο νεαρός Κάλουμ Μακ Λην. Ο Κάλουμ έχει ανατραφεί επαγγελματικά, έχοντας πρότυπο τον σκληρό, ανελέητο εκτελεστή Φρανκ. Τον εκτιμάει βαθύτατα, τον σέβεται απεριόριστα και τον θεωρεί τον καλύτερο επαγγελματία, που έχει εμπνεύσει και την δική του καριέρα.

Τώρα όμως, τα πράγματα είναι αμετάκλητα διαφορετικά. Πρέπει να εξοστρακίσει στο πίσω μέρος του εγκεφάλου όλα όσα νοιώθει γιά τον βετεράνο εκτελεστή, τον πιό επιτυχημένο στο είδος του τα τελευταία τριάντα χρόνια. Να αποστασιοποιηθεί. Να εκμηδενίσει κάθε ιδέα ενσυναίσθησης. Και να φέρει σε πέρας την αποστολή του. Να τον εξοντώσει.

Παρά το γεγονός ότι η πλοκή έχει συγκεκριμένη κατεύθυνση και το τέλος είναι μάλλον εύκολα προβλέψιμο, ο Mac Kay κατορθώνει να διατηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Όσο κι αν μαντεύεις την τελική έκβαση της μονομαχίας των εκπροσώπων της παλιάς και νέας γενιάς, ο μοναδικός τρόπος γραφής, το εξαιρετικό προσωπικό ύφος του συγγραφέα αιχμαλωτίζει την προσοχή σου και σε κρατάει δέσμιο του μυθιστορήματος μέχρι το τέλος.

Η ελεγειακή περιγραφή του εκτελεστή, που βαδίζει στο τέλος του με δύναμη νομοτέλειας,  περιγράφεται σε θαυμαστή αντίστιξη με την στάση του νεότερου συνάδελφου του, που συνδυάζει τον απόλυτο επαγγελματισμό με  την συναισθηματική φόρτιση γιά τον υποψήφιο στόχο του.

Ο Mackay έχει ένα πολύ προσωπικό και ιδιόρρυθμο στυλ γραφής. Το στακάτο ύφος είναι ακριβώς και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του. Μικρές κοφτές φράσεις, που σπάνια ξεπερνούν τις δυό τρεις γραμμές. Αποφεύγει σαν το διάολο το λιβάνι να χρησιμοποιήσει επιτηδευμένες περιγραφές, ωραία επίθετα και εξυπνακίστικες μεταφορές. Το κείμενο του φλερτάρει με μιά δωρική λιτότητα και ισορροπεί αριστοτεχνικά στο σκοινί του απόλυτου ρεαλισμού. Θυμίζει Αγγλικό free cinema …ωμή πραγματικότητα, που αγγίζει τα όρια του κυνισμού.

Περιγράφει την αθλιότητα της βίας, τον κοινωνικό ντετερμινισμό, πρόσωπα μπλεγμένα στο έγκλημα από τη νεανική τους ηλικία, όχι από επιλογή, παρά μόνο για να επιβιώσουν. Παρατηρεί με μεγάλη οξυδέρκεια τις συμμορίες και τις συγκρούσεις τους, τους επικεφαλής και τους εκτελεστές, τη σχέση υποκόσμου και αστυνομίας, χωρίς καμία διάθεση συνενοχής και εξωραϊσμού. Ο Mac Kay αποηρωοποιεί το νουάρ μυθιστόρημα, χρησιμοποιώντας τους κώδικες του ντοκιμαντέρ. Η καθημερινότητα του επαγγελματία δολοφόνου, η προπαρασκευή και η τέλεση του εγκλήματος περιγράφονται λεπτομερειακά, με μοναδική δύναμη, απέριττο ύφος και εντυπωσιακή μαεστρία.

Ο συγγραφέας δημιουργεί μιά εξαιρετική ατμόσφαιρα κλασικού νουάρ, όπου κυρίαρχες παράμετροι είναι οι χαμηλοί φωτισμοί κι οι άνθρωποι που λειτουργούν στα σύνορα του νόμου και της παρανομίας. Καταπληκτική απεικόνιση της πόλης τη νύχτα, σκληροί άντρες του υπόκοσμου, που κινούνται μέσα σε μισοφωτισμένους δρόμους και πίνουν σε γκλαμουράτα μπαρ με τη συνοδεία μοιραίων γυναικών, που τους αρέσουν τα δυνατά ποτά και το εύκολο σεξ. Και παραδίπλα, διεφθαρμένοι αστυνομικοί που παρέχουν κάθε είδους προστασία στα αφεντικά των παράνομων δραστηριοτήτων της Γλασκώβης. Ο Mac Kay μάς δείχνει τη μοναξιά των εκτελεστών, την παράνοια τους, την τσακισμένη μοίρα τους. Μας παραπέμπει στον Σαμουράϊ του Ζαν-Πιερ Μελβίλ με τον Ντελόν.

Οι περιγραφές των ντετέκτιβς και των μικρών και μεγάλων κακοποιών, που λυμαίνονται την πόλη είναι υψηλού επιπέδου. Ο τρόπος που σκέπτονται κι οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν υπονοούν τον χρόνο που αφιέρωσε ο συγγραφέας στην μελέτη αυτών των στοιχείων. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην αναπαράσταση του κυκλώματος των πληρωμένων εκτελεστών. Η μοναχική ζωή τους ξεδιπλώνεται με τον πιό ρεαλιστικό τρόπο. Οι συνήθειες, η καθημερινή πρακτική, η προσήλωση να μείνουν μακρυά από κάθε ενέργεια που θα μπορούσε να δημιουργήσει υποψίες σε βάρος τους. Η απαγόρευση δημιουργίας οποιασδήποτε σοβαρής σχέσης με γυναίκες, η απόσταση που πρέπει να κρατήσουν από οικογένεια και τους φίλους, ακόμη και ο τρόπος που θα πρέπει να μιλήσουν στον τοπικό νονό κατά την ανάθεση του συμβολαίου ώστε να μην προκαλέσουν το παραμικρό ερωτηματικό.

Ένα επίσης πολύ ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί και η τακτική που επιλέγει ο συγγραφέας να προσεγγίσει τους κεντρικούς χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Σχεδόν Μπρεχτική αποστασιοποίηση. Η κάμερα είναι στημένη μακρυά…παρατηρεί και καταγράφει από κάποια απόσταση. Δεν υπάρχουν κοντινά πλάνα, έχουν θυσιαστεί στον βωμό μιάς όσο το δυνατό μεγαλύτερης αντικειμενικότητας θεώρησης των ηρώων. Από ένα σημείο και πέρα,τα πρόσωπα του μυθιστορήματος έχουν αυτονομηθεί, έχουν την δική τους αυτοτέλεια και θαρρείς ότι ο δημιουργός έχει αποτραβηχτεί στο παρασκήνιο κι απλώς καταγράφει τον τρόπο που ενεργούν.

Συμπερασματικά, πρόκειται γιά ένα πολύ ενδιαφέρον αστυνομικό μυθιστόρημα, γραμμένο σε χαμηλούς υπόκωφους τόνους, με περιεκτική πλοκή, που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη και τον ταξιδεύει, στους ύποπτους δρόμους της Γλασκώβης με τα χαμηλωμένα φώτα και τους ίσκιους του υπόκοσμου της πόλης να χορεύουν τον δικό τους γοητευτικά επικίνδυνο χορό.

 

(*) Ο Γρηγόρης Αζαριάδης είναι συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων και μέλος της ΕΛΣΑΛ (Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας). Έργα του οι «Παλιοί λογαριασμοί» 2013, «Η τελευταία παράσταση της Μαρίνας Φιλίππου» 2014 και «Το μοτίβο του δολοφόνου» 2015 (και τα τρία από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη).

 

Προηγούμενο άρθροΣχέσεις (στ)οργής και πένθη που ενώνουν ( για τον Κολμ Τομπίν από τη Νίκη Κώτσιου)
Επόμενο άρθροΈνα διαρκές βάδην της ψυχής: Η Ταφή του Κόμητος Οργκάθ της Κλ.Λυμπέρη (Γράφει η Λίλλυ Εξαρχοπούλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ