της Κατερίνας Σχινά
Πολλά χρόνια πριν πάρει το Νόμπελ ο Μπομπ Ντύλαν, ήδη από τη δεκαετία του 1980, o επιφανής κριτικός λογοτεχνίας Κρίστοφερ Ρικς είχε παραλληλίσει τους στίχους του με την ποίηση του Τζων Κητς* ένας άλλος κριτικός, πολύ νεότερος του Ρικς, ο Έρικ Γκρίφιθς, σε μια σειρά από διαλέξεις του στο Καίμπριτζ στα τέλη της ίδιας δεκαετίας, είχε συγκρίνει τον Ντέιβιντ Μπερν των Talking Heads με τον Γουίλιαμ Έμπσον, ενώ ακόμα και ο διαβόητος κάποτε Έμινεμ είχε συστοιχιστεί χάρη στους «δραματικούς μονολόγους του» πλάι στους μεγαλύτερους ποιητές της αγγλοσαξωνικής παράδοσης, όπως ο Ρόμπερτ Μπράουνινγκ. Κι εμείς, εδώ, είχαμε τον Διονύση Σαββόπουλο. Θυμάμαι τις αντίστοιχες συζητήσεις, τις δημοσιογραφικές έρευνες, ακόμα και την πρόταση του Γιάννη Μπασκόζου να τον τιμήσει ο «Αναγνώστης» με το μεγάλο βραβείο για το σύνολο του έργου του.
Είχα διαφωνήσει τότε. Όχι γιατί αμφισβητούσα την ποιητική διάσταση του έργου του Διονύση Σαββόπουλου, κάθε άλλο. Η εικονοποιία, η μετωνυμική ευρηματικότητα, η λεκτική τόλμη, το βάθος του στοχασμού του, η γενναιοδωρία με την οποία ανοίγεται στην ετερότητα, το σατιρικό του μαστίγιο, ο «ελληνικός» του τρόπος που υπερβαίνει ιστορικά ή γεωγραφικά όρια για να ακροαστεί και να εκφράσει «ό,τι πιο πολύτιμο και ανώνυμο υπάρχει μέσα του», η συνεχής αναζήτηση του κοινού ήθους την ίδια στιγμή που δυναμιτίζει τις παραδοχές μας για τον κόσμο και τη θέση μας μέσα σ’ αυτόν, βάζουν άκοπα τα γυαλιά σε πάμπολλους νεότερους ποιητές. Πίστευα, όμως, ότι οι στίχοι του είχαν γραφτεί για να τραγουδηθούν και θα’ μεναν ανάπηροι αν αποσπώνταν από τη μουσική τους. Πώς να ακούσεις την «ποίησή» του ξεκομμένη από τη φωνή του, που γίνεται όργανο μετατροπίας, μεταλλαγής, μετατονισμού με τέτοιο σφρίγος, με τέτοια ελευθερία; Πώς να ξεθηλυκώσεις τον στίχο από τη μουσική χωρίς να χαθεί η δύναμη της σύζευξής τους, το υπέροχο παράδοξο της αυτόνομης ομοφωνίας τους;
Έκανα και δεν έκανα λάθος. Ο Σαββόπουλος χρησιμοποιεί το τραγούδι σαν «μικρή αποθηκούλα», όπως είχε πει σε μια παλιά του συνέντευξη στο περιοδικό ‘Διαβάζω’, ένα βαλιτσάκι που βοηθάει την ποίηση «να τα βγάλει πέρα στις θαλασσοπορίες της και στις εξερευνήσεις νέων χωρών». Και να φτάσει στον προορισμό της, που είναι η καρδιά, η συνείδηση, το σώμα αυτών για τους οποίους προορίζεται. Να κατοικηθεί, δηλαδή, από τον άνθρωπο και ν’ ανέβει «στα χείλη ολονών». Στην μακρά παράδοση των poetes-chansoniers στους οποίους ανήκε, στιχουργεί και μουσουργεί για να στεριώσει έναν αγαπητικό δεσμό με τον άλλον, να μοιραστεί ένα βίωμα μέσα στο οποίο ο καθένας αναγνωρίζεται και αναγνωριζόμενος μπορεί να προβάλλει εκεί τη δική του αλήθεια. Κι έτσι, μεταπλάθει τη χαϊντεγγεριανή ρήση ότι η ποίηση πλησιάζει τον μαγικό εκείνο τόπο όπου το τραγούδι ενώνεται με τη σκέψη, για να προτείνει όχι μια ακόμα ρήση, αλλά μια πράξη: σ’ ολόκληρο το έργο του, η σκέψη οργώνει το χωράφι όπου η ποίηση αποθέτει τον σπόρο της για να βλαστήσει το τραγούδι, άνθος που εκρήγνυται στο φως της μέρας για να το χαρεί ή να το κόψει όποιος πραγματικά μπορεί να δει την ομορφιά του.


























