H Ημέρα Ανεξαρτησίας του Ρίτσαρντ Φορντ (της Δήμητρας Ρουμπούλα)

0
1162

Της Δήμητρας Ρουμπούλα.

 

«Σκεφτόμουν πάντα την 4η Ιουλίου σαν τη μέρα που θα έπρεπε να είχα ολοκληρώσει ή αποφασίσει κάτι».  Θα αποβεί σημαδιακή άραγε για τον κεντρικό ήρωα τούτη η κοσμική γιορτή της Εθνικής Ανεξαρτησίας, αγαπημένη έτσι κι αλλιώς από όλους του Αμερικανούς; Και καθώς διάγει την «υπαρξιακή περίοδο» της ζωής του θα βρει απάντηση σε καίρια υπαρξιακά του προβλήματα ο σαραντατετράχρονος Φρανκ Μπάσκομπ, περνώντας έτσι σε μια άλλη φάση, αυτή της «μεγαλύτερης σταθερότητας» που υπόσχεται η «μόνιμη περίοδος», όπως την ονομάζει;

Όχι τυχαία, στο γιορταστικό τριήμερο της  4ης Ιουλίου, μέρα της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας, ο  Ρίτσαρντ Φορντ τοποθετεί την πλοκή του μυθιστορήματός του «Ημέρα Ανεξαρτησίας» (εκδόσεις Πατάκη), για να αναδείξει το αίτημα της προσωπικής ελευθερίας, να μιλήσει για πολλά και διάφορα, παρασύροντάς μας με ένα θαυμαστό τρόπο σε ζωτικής σημασίας προβληματισμούς, αλλά πάνω απ΄όλα για να ξεδιπλώσει για μια ακόμη φορά τις αφηγηματικές του αρετές φτάνοντάς τις σε κορυφαία επίπεδα. Το πόσο μεγάλος μάστορας της περιγραφής και της αφήγησης είναι ο 72χρονος σήμερα Αμερικανός συγγραφέας φαίνεται από το γεγονός ότι ενώ η πλοκή του μπορεί να θεωρηθεί στοιχειώδης, χωρίς περίτρανες κορυφώσεις, κατορθώνει να φτάνει στα βαθύτερα στρώματα της ανθρώπινης ψυχής και να ξεδιαλύνει περίπλοκες πτυχές του εαυτού.

«Το πνεύμα σου θα διαμορφωθεί ανάλογα με τις σκέψεις σου, γιατί η ψυχή χρωματίζεται από αυτές». Το απόφθεγμα του Μάρκου Αυρήλιου μάς υπενθυμίζει κάπου προς το τέλος του βιβλίου ο Φορντ, έχοντας μέχρι τότε προβάλει αθόρυβα εκείνη τη δύναμη που κινητοποιεί τις υπαρξιακές συνειδήσεις. Ο ήρωάς του έχει διανύσει μέσα σε ένα τριήμερο μια μεγάλη απόσταση εξέλιξης του συναισθηματικού του κόσμου, από την (ίσως επίπλαστη) αποστασιοποίηση στα πράγματα μέχρι την υπερευαισθητοποίηση. Ο Φρανκ Μπάσκομπ, ένας πολύ οικείος χαρακτήρας που θα θυμόμαστε καθώς έχει κερδίσει επάξια μια θέση στο λογοτεχνικό τοπίο, έχει παρελθόν και μέλλον στην τριλογία που ξεκίνησε ο Ρίτσαρντ Φορντ το 1986: φέρελπις συγγραφέας που κατέληξε αθλητικογράφος στο πρώτο βιβλίο «Ο αθλητικογράφος» (Ωκεανίδα  1997), μεσίτης ακινήτων στην «Ημέρα Ανεξαρτησίας», που έχει τιμηθεί ταυτόχρονα το 1996 με δύο βραβεία (Πούλιντζερ και Φώκνερ), επάγγελμα που συνεχίζει και στο τρίτο βιβλίο «Χώρα, όπως είναι» (Πατάκης 2010).

Ο Φρανκ είναι ένας καθημερινός άνθρωπος, ο μέσος Αμερικανός που ζει και εργάζεται στα προάστια. Έχει περάσει μια φάση «βιώσιμης ψυχικής αποσύνθεσης», όπως λέει, μετά το πένθος από τον χαμό του πρωτότοκου εννιάχρονου γιού του και το φευγιό της γυναίκας του Ανν για να παντρευτεί έναν άλλο, πλούσιο κύριο, γεγονός που δεν έχει ξεπεράσει εντελώς. Βεβαίως συναντά τακτικά τα δύο παιδιά του, Πολ και Κλαρίσσα , ως «γονιός μερικής απασχόλησης». Τα πράγματα με τον γιό του είναι ζόρικα, καθώς ο δεκαπεντάχρονος περνά μια προβληματική εφηβεία, με έντονα ψυχολογικά προβλήματα και ενίοτε παραβατική συμπεριφορά. Μέσα σ΄ όλα αυτά προβάλλουν περιστασιακές ερωμένες, όπως η Σάλλυ, που δεν γεμίζουν όμως το υπαρξιακό του κενό ή δεν συνάδουν ακριβώς με την «υπαρξιακή περίοδο» την οποία διάγει. ΄Αλλωστε, υποστηρίζει, «μια θεμελιώδης ανακούφιση που σου προσφέρει η υπαρξιακή περίοδος είναι ότι δεν σου επιτρέπει να ανησυχείς για το αν η ζωή οδηγεί ή δεν οδηγεί κάπου – όσο τρελό κι αν είναι αυτό».

Δεινός εξερευνητής της ανθρώπινης ψυχής, ο συγγραφέας εστιάζει στη ζωή του Φρανκ σε ένα τριήμερο διακοπών, όταν ως συνήθως οι ενδόμυχες σκέψεις βγαίνουν στην επιφάνεια και συχνά τα πράγματα πάνε στραβά εκεί που δεν το περιμένεις. Μέσα σε μια ογκώδη επτακοσίων σελίδων πρωτοπρόσωπη αφήγηση συγκροτείται η πλοκή από γεγονότα τα οποία χαλαρά αλλά άρτια συνδέονται μεταξύ τους. Μέχρι να συναντήσει το γιό του για να περάσουν μαζί το τριήμερο, ο Φρανκ πρέπει να διευθετήσει κάποιες δουλειές, μα η κακή μέρα από το πρωί φαίνεται: να δείξει ως μεσίτης ακινήτων σε ένα εκνευριστικό ζευγάρι το σπίτι που ονειρεύονται να αγοράσουν στο Νιου Τζέρζι, αλλά η υπόθεση στραβώνει, να περάσει από ένα ιδιόκτητο σπίτι του για να λάβει τα χρήματα του ενοικίου, αλλά οι ενοικιαστές είναι συνειδητά ασυνεπείς και κακότροποι, να συναντήσει τη σύντροφό του Σάλλυ, η οποία του δηλώνει «μπουκωμένη» από τη σχέση τους.  Και έρχεται η στιγμή που φτάνει στην ωραία μονοκατοικία της πρώην συζύγου του στο Κοννέκτικατ για να παραλάβει το γιό του και να περάσει μαζί του, όπως έχει προγραμματίσει, το υπόλοιπο του τριημέρου, αλλά κι αυτό δεν εξελίσσεται ομαλά, καθώς πέφτουν στην «πριονοκορδέλα της κακοτυχίας»: Μια μπάλα του μπέιζμπολ από αυτόματη μηχανή τραυματίζει σοβαρά τον Πολ στο μάτι, με κίνδυνο να χάσει την όρασή του. Τότε αφυπνίζονται για τον Φρανκ όλες οι αισθήσεις. Από την αρχή είχε ένα ένστικτο: «Υπάρχει όντως μια παράξενη αίσθηση τέλους σε τούτη την εκδρομή, λες και κάποια σημαδιακή περίοδος της ζωής – της δικής μου και της δικής του – φτάνει αν όχι στο τέρμα της, πάντως  σε κάποια στενωπό, κάποια αλλαγή εικόνας στο καλειδοσκόπιο».

Κάπως έτσι περνά το πολυπόθητο τριήμερο ο Φρανκ ως ένας πρώην πολλών ιδιοτήτων (συγγραφέας, αθλητικογράφος, σύζυγος), ως  νυν πατέρας και σύντροφος, και συνάμα ένας άνθρωπος κυνικός, λίγο ρεαλιστής και λίγο ρομαντικός, ευφυής, μορφωμένος και στοχαστικός, κριτικός στον αμερικανικό τρόπο ζωής που είναι «να σπαταλάς λεφτά κερδισμένα με κόπο», σχετικά αδιάφορος γιατί «ένα από τα αξιώματα της υπαρξιακής περιόδου είναι το να αναμειγνύονται αρμονικά το ενδιαφέρον με την αδιαφορία, η οικειότητα με την παροδικότητα…». Επίσης, ορκισμένος δημοκρατικός με ένα αυτοκόλλητο στον προφυλακτήρα του αυτοκινήτου του να δηλώνει τις επιλογές του για τις επικείμενες εκλογές. Βρισκόμαστε στα 1988, επί προεδρίας Ρήγκαν, και εκλογικοί αντίπαλοι είναι ο Μάικλ Δουκάκης για τους Δημοκρατικούς και ο Τζορτζ Μπους (ο πρεσβύτερος) για τους Ρεπουμπλικανούς. Ο Φρανκ Μάσκομπ ζει κάπως σαστισμένα τη ζωή ενός μεσήλικα, που περνά την σχετική κρίση. Υπερασπίζεται τον εαυτό του απέναντι σε μια ζωή «που πνίγεται στην ειρωνεία και την απογοήτευση».  Υποστηρίζει όλους τους ρόλους του, ακόμη κι όταν επιχειρεί να «πουλήσει» λύση στα όνειρα των πελατών του, υποψήφιων αγοραστών ακινήτων – «Τουλάχιστον ένα τμήμα της σημαντικής ζωής των περισσότερων Αμερικανών θα εκτυλιχτεί αναπόφευκτα παρουσία κάποιου κτηματομεσίτη ή ενεργώντας ανάλογα με το τι έχει πει ή έχει κάνει ένας μεσίτης». Η  μεγάλη φούσκα των ακινήτων αργεί ακόμη, αλλά έχει προηγηθεί η χρηματιστηριακή κρίση της λεγόμενης «Μαύρης Δευτέρας».

Αν και περίπλοκος ο κεντρικός ήρωας είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους πιο στιβαρά πλασμένους και ολοκληρωμένους χαρακτήρες της σύγχρονης λογοτεχνίας. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο Ρίτσαρντ Φορντ έχει παραμελήσει τους δευτερεύοντες χαρακτήρες – ήρωες πολλών μικρών ιστοριών που ενσωματώνονται στην αφήγηση και στις μακροσκελείς, πλην όμως καθηλωτικές περιγραφές καταστάσεων και τοπίων.

Φτάνοντας στο τέλος, όταν ο Μπάσκομπ δείχνει να ολοκληρώνει μια μεταβατική διαδικασία του υπαρξιακού του μαραθώνιου, δηλαδή να αφήνει πίσω την «υπαρξιακή περίοδο», η οποία ήταν στην ουσία μια «προσομοίωση ζωής,  και να αγκυροβολεί «στον βράχο της μονιμότητας», απαλλαγμένος δήθεν από ανησυχίες και φόβους, όπως τον συναντάμε στο τρίτο βιβλίο της τριλογίας, «Η χώρα, όπως είναι» που παραδόξως στην Ελλάδα κυκλοφόρησε πριν από την «Ημέρα Ανεξαρτησίας», ο αναγνώστης είναι πλήρης. Με την βοήθεια του Θωμά Σκάσση, σε μια άψογη μετάφραση, έχει πραγματικά απολαύσει, συχνά διασκεδάσει, γιατί το χιούμορ δεν λείπει, ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα από ένα συγγραφέα μεγάλου διαμετρήματος, ξεχωριστό κεφάλαιο στη σύγχρονη αμερικανική λογοτεχνία.

 

info:«Ημέρα Ανεξαρτησίας» Ρίτσαρντ Φορντ, εκδόσεις «Πατάκη», μετάφραση Θωμά Σκάσση, σελ.698

Προηγούμενο άρθροΟ ανθρωπισμός της νέας συνείδησης (για τον Δ. Δημητριάδη)
Επόμενο άρθροΜάριος Χάκκας, ένας έλληνας beat (του Γ.Ν.Μπασκόζου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ