Rob Davis: τη μισή δουλειά εγώ, ο αναγνώστης την άλλη μισή

0
533

Συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Παναγοπούλου.

Μετά τον «Δον Κιχώτη» ο Rob Davis επανέρχεται στις εκδόσεις «Χαραμάδα» με το νέο του graphic novel «Η Ώρα των Μαχαιριών», ένα ταξίδι σε έναν κόσμο όπου τα παιδιά φτιάχνουν τους γονείς τους, δεν υπάρχουν γενέθλια παρά μόνο η ημέρα του θανάτου σου, ο ουρανός βρέχει μαχαίρια και όλες οι οικοσκευές έχουν ψυχή. Μιλήσαμε μαζί του για το χρώμα και την τέχνη των graphic novels, τις αλήθειες του, τη δημιουργία, την εφηβεία και άλλα πολλά.
Γιατί επιλέξατε τον Δον Κιχώτη;

Εν μέρει για την πρόκληση, εν μέρει λόγω της αγάπης για το βιβλίο αυτό και εν μέρει επειδή είναι ένα βιβλίο που όλοι γνωρίζουν, αλλά πολύ λίγοι έχουν διαβάσει. Στην αρχή, αμφέβαλα ότι είχα κάνει την σωστή επιλογή, όταν κατέστη σαφές το μέγεθος της πρόκλησης, αλλά όσο περισσότερο δούλευα πάνω σε αυτό και όσο πιο κοντά ερχόμουν στον Θερβάντες, τον Κιχώτη και τον Σάντσο, τόσο πιο πολύ το ένιωθα μέρος του εαυτού μου. Συνειδητοποίησα πως πολλά πράγματα που ήθελα να επιτύχω στην φαντασία μου ήταν στον Δον Κιχώτη και πως πολλά από αυτά που έχω νιώσει στη ζωή μου ήταν επίσης εκεί. Ως το τέλος, δεν μπορούσα να φανταστώ να προσαρμόζω κάποιο άλλο έργο.
Θα επιχειρήσετε κάτι ανάλογο με κάποιο άλλο βιβλίο στο μέλλον; Υπάρχει κάποιο που θα θέλατε να το μετατρέψετε σε graphic novel;
Ποιο θα μπορούσε να ακολουθήσει τον Δον Κιχώτη; Κατά μία έννοια στόχευα να ξεκινήσω με ένα τόσο φιλόδοξο έργο που δεν υπάρχουν πολλά που θα μπορούσαν να το υπερβούν. Οι πρώτες τρεις διασκευές που είχα προτείνει στον εκδότη μου ήταν το 1984, το Σφαγείο Νούμερο 5 και το Κουρδιστό Πορτοκάλι, αλλά τώρα που έκανα τον Δον Κιχώτη θεωρώ πως όλες μου οι προσπάθειες πρέπει να στραφούν προς τη δικές μου επινοήσεις.
Στο «Δον Κιχώτη» χρησιμοποιείτε πολύ το χρώμα, ενώ στην «Ώρα των Μαχαιριών» βλέπουμε έναν ασπρόμαυρο κόσμο. Πώς ήταν αυτή η μετάβαση;
Στα κόμικς η τέχνη πρέπει να υπηρετεί την ιστορία. Δεν υπάρχει κανένα κέρδος για τον αναγνώστη αν ο καλλιτέχνης κάνει απλά επίδειξη. Το καλλιτεχνικό στιλ σε κάθε βιβλίο σχεδιάστηκε για να ταιριάζει με το θέμα. Στον «Δον Κιχώτη» οι χρωματικές παλέτες λένε τις δικές τους ιστορίες και βοηθούν στη γεφύρωση των διάφορων μεταμυθοπλασιών, στην «Ώρα των Μαχαιριών» το σκληρό ασπρόμαυρο αποδίδει μία ενιαία αίσθηση που αποτρέπει την τρέλα της φαντασίας στο να πάρει τον έλεγχο από την ισχυρή αίσθηση ρεαλισμού. Ήθελα να κάνω ένα βιβλίο που θα έδινε την αίσθηση μίας ταινίας σοσιαλιστικού ρεαλισμού (gritty kitchen sink film) από τη δεκαετία του ’60 ή μιας σχολικής απίθανης ιστορίας σχεδιασμένη από τον Ρόναλντ Σιρλ, αλλά κρυμμένη μέσα σε αυτή να υπάρχει μία παρανοϊκή φαινομενικότητα.

Σε κάποιο σημείο στην «Ώρα των Μαχαιριών», ο Κάστρο λέει «Οι ιστορίες δεν έχουν νόημα. Είναι ψέματα για να διατηρήσουν μέσα τους την αλήθεια. Είναι κάπως στρογγυλεμένες και καθόλου αιχμηρές». Τι είδους αλήθεια κρύβουν οι δικές σας ιστορίες;
Χα! Αυτό θα ήταν σαν να το μαρτυρούσα! Είμαι χαρούμενος με τη σύμβαση που έχω με τον αναγνώστη, στην οποία εγώ κάνω τη μισή δουλειά και αυτοί κάνουν την άλλη μισή. Βάζω όλες μου τις αλήθειες στη δουλειά μου και ελπίζω πως κάποιες καταφέρνουν να φτάσουν στην καρδιά του αναγνώστη.
Ποια θέματα που διερευνώνται στο graphic novel έχουν μεγαλύτερη απήχηση σε εσάς προσωπικά;
Υποθέτω πως η κεντρική ιδέα του βιβλίου προέρχεται από τη φράση του Γουίλιαμ Γουόρντσγουορθ «το παιδί είναι πατέρας του άνδρα». Προφανώς, την χρησιμοποίησα κυριολεκτικά, με το παιδί να δημιουργεί τον πατέρα, όμως η αρχική ιδέα ότι όλα όσα είμαστε διαμορφώνονται στην παιδική μας ηλικία είναι ακόμα εκεί. Με αυτή την πεποίθηση, με ενδιαφέρει το θέμα της φιλίας έναντι της οικογένειας: αν το ποιοι είμαστε καθορίζεται όταν είμαστε παιδιά τότε η φιλία δεν μπορεί να μας αλλάξει. Αν οι φίλοι δεν μπορούν να μας αλλάξουν, τότε είμαστε χαμένοι. Στην πραγματικότητα, διαμορφωνόμαστε μοιραζόμενοι τη ζωή μας με φίλους και αυτό με τη σειρά του ξεκινά τη διαδικασία του αποχωρισμού από τους γονείς μας, τους ανθρώπους που μας διαμόρφωσαν αρχικά. Πιστεύω πως το βιβλίο εξερευνά κάποιο από τον πόνο και τη χαρά αυτής της διαδικασίας τόσο για τους γονείς όσο και για τα παιδιά.
Ποια είναι η διαφορά του να εικονογραφείς την ιστορία κάποιου άλλου από το να εικονογραφείς την ιστορία που εσύ δημιούργησες;
Το να σχεδιάζεις τη δική σου ιστορία σου δίνει τον πλήρη έλεγχο, σου επιτρέπει να χρησιμοποιείς και τις δύο πλευρές του μέσου ταυτόχρονα για να επιτύχεις το στόχο σου. Το να σχεδιάζεις την ιστορία κάποιου άλλου συχνά σου δίνει την αίσθηση ότι είναι περισσότερο μια δουλειά. Έχω επίσης γράψει σενάρια που εικονογράφησαν άλλοι και πιθανότατα αυτό το βρήκα πιο ενδιαφέρον. Στο μέλλον, ίσως θελήσω να γράψω για άλλους καλλιτέχνες πάλι. Το να φτιάξεις ένα graphic novel είναι μια μακρά διαδικασία, όταν σχεδιάζεις και γράφεις, γράφοντας για κάποιον άλλο καλλιτέχνη  θα έχει ως αποτέλεσμα να βγουν περισσότερες ιστορίες μου.

Αν μπορούσατε να δημιουργήσετε τους δικούς σας γονείς, όπως στο σύμπαν της «Ώρας των Μαχαιριών», πώς θα ήταν;

Λοιπόν, πιστεύω πως βρίσκομαι στην λάθος πλευρά της εξίσωσης για να κάνω αυτές τις επιλογές. Αλλά με ενδιαφέρει να πιστεύω ότι η Μητέρα και ο Πατέρας μου επέλεξαν ο ένας τον άλλο, παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για δύο ασυμβίβαστους μεταξύ τους ανθρώπους, και αυτή η επιλογή δημιούργησε εμένα. Πιστεύω πως οι επιλογές που κάνουν τα παιδιά τα οποία δημιουργούν τους γονείς τους στην «Ώρα των Μαχαιριών» γίνονται με το ίδιο μείγμα αθωότητας και σύγχυσης.

Για τους περισσότερους από εμάς, τα εφηβικά χρόνια, αυτή η αίσθηση ότι είσαι διαφορετικός και δεν ανήκεις πουθενά είναι μια μακρινή ανάμνηση. Πόσο δύσκολο ή εύκολο ήταν να ανασύρετε αυτή την αίσθηση ώστε να δημιουργήσετε τους πρωταγωνιστές της «Ώρας των Μαχαιριών»;

rob_davisk
Rob Davis

Ως έφηβος βρίσκεσαι μεταξύ κόσμων, μεταξύ της παιδικής ηλικίας και της ενηλικίωσης· είσαι ταυτόχρονα ανεξάρτητος και περιορισμένος, είσαι σε θέση να υποβάλεις τις δικές σου ερωτήσεις, να αναζητάς τις δικές σου απαντήσεις αλλά ακόμα υπάρχει η αίσθηση ότι η γνώση είναι στην κατοχή της καθιερωμένης τάξης. Η δυσκολία στο να αιχμαλωτίσω αυτή την αίσθηση, ήταν στο να αποφύγω τη νοσταλγία για την εφηβική μου ηλικία ή να επιτρέψω στους αναγνώστες να το δουν απ’ έξω. Κάθε αναγνώστης, ανεξάρτητα από την ηλικία του, έπρεπε να νιώσει την ένταση του να είναι έφηβος – το να είναι σε αυτόν τον εφηβικό κόσμο. Από εκεί προήλθε ένας κόσμος στον οποίο βρέχει μαχαίρια. Αποφάσισα να κτίσω τον κόσμο από την προοπτική ενός ελαφρώς διαταραγμένου εφηβικού μυαλού, έτσι ώστε η πλήξη ενός χαρακτήρα να αντιπαραταχθεί του φανταστικού περιβάλλοντος και η αίσθησή του για το φανταστικό να μπορεί να βρεθεί στα πιο πεζά πράγματα· ένας κόσμος γεμάτος με δυνατότητες, ο οποίος σιγοβράζει με αδιαφορία.

Τι είναι για εσάς αυτό το «πράγμα που σας τραβά και σας σπρώχνει μακριά»;

Η θάλασσα; Η αγάπη; Η εμπιστοσύνη;

Το τέλος αφήνει τους αναγνώστες με την αίσθηση της αγωνίας. Θα υπάρξει σίκουελ;

Πρόκειται για ένα αυτόνομο έργο το οποίο θα αποτελέσει επίσης και το πρώτο μέρος μίας τριλογίας. Κάθε ένας από τους τρεις κεντρικούς χαρακτήρες θα έχει το δικό του βιβλίο. Αυτό είναι το βιβλίο του Σκάρπερ, το τέλος είναι σε απόλυτη αρμονία με την κοσμοθεωρία του Σκάρπερ. Το επόμενο βιβλίο είναι της Βέρα. Η περιπέτεια θα συνεχιστεί, αλλά από μια διαφορετική σκοπιά.

Όταν έχετε ανάγκη από μια καλή ιστορία, είναι τα βιβλία αυτά από τα οποία αντλείτε ιδέες και έμπνευση;

Παίρνω πολύ έμπνευση από τα βιβλία, τους στίχους των τραγουδιών, την ποίηση, τη φιλοσοφία, τους πίνακες, από τις καταστάσεις της ζωής και πάνω απ’ όλα από τους ανθρώπους. Οι καλύτερες ιστορίες προέρχονται από τους ανθρώπους. Αυτό αφορούν όλες οι ιστορίες.

Πόσο δύσκολο είναι για κάποιον να «μεταφράσει» στο χαρτί ό,τι έχει στο μυαλό του;

Μπορεί να είναι ένας εφιάλτης. Όλοι οι καλλιτέχνες περνούν τις ημέρες τους με απόγνωση και τις νύχτες τους γεμάτες με αυτό-απέχθεια. Είναι μέρος της δουλειάς.

Ποιο είναι αυτό το πράγμα που έχει αλλάξει στην δημιουργία των κόμικς περισσότερο από τότε που ξεκινήσατε την καριέρα σας;

Λοιπόν, ξεκίνησα να δημιουργώ κόμικς πριν αρχίσουμε να έχουμε υπολογιστές στα σπίτια μας, οπότε πρακτικά αυτή είναι η μεγαλύτερη αλλαγή. Η μεγαλύτερη αλλαγή στην «δουλειά» ήταν η άνοδος των μικρών εκδοτών και η προσιτή εκτύπωση που μου επέτρεψε να κάνω τα βιβλία που θέλω να κάνω αντί για τα βιβλία που θα ήθελε κάποιος άλλος να κάνω.

Motherless-Oven_FINAL-PRINT-1024x714

Η συνέντευξη παραχωρήθηλε και για το plusmag.gr

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροAlejandro Zambra: Για να κατανοήσεις το παρελθόν πρέπει να διαχειριστείς την αβεβαιότητα των αναμνήσεων
Επόμενο άρθροΟ Γρηγόριος Ξενόπουλος στην οθόνη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ