Της Λίλας Κονομάρα.
Το Παρίσι και ο νότος της Γαλλίας ενέπνευσαν πολλούς συγγραφείς όπως ο Χέμινγουέι και ο Φιτζέραλντ, οι οποίοι πέρασαν εκεί μεγάλες περιόδους της ζωής τους. Ο Χένρι Τζέιμς διέμενε συχνά στην Ιταλία. Ο Τρούμαν Καπότε, ο Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ, ο Τέννεσι Ουίλλιαμς, ο Πωλ Μπόουλς, ο Μπάροουζ, η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ έζησαν μεγάλα διαστήματα στην Ταγγέρη. Ο Σαιντ Εξυπερύ είχε την αίσθηση ότι σ’ αυτήν την παράξενη πόλη, όλα μπορούσαν να συμβούν. «Όπως το αεροπορικό ταξίδι», έλεγε, «ορισμένες πόλεις μπορούν να σου προκαλούν υπέροχους ιλίγγους». Στο μυθικό ξενοδοχείο El Minzah ο Μπέκετ και ο Τ. Ούλιαμς είχαν μονίμως κλεισμένο δωμάτιο. Εκεί ο Μπέκετ εμπνεύστηκε το Τέλος του παιχνιδιού. Όπως έλεγε στον Ζαν Βιλάρ, υπάρχουν καταστάσεις στα βιβλία του παρόμοιες μ’ αυτές που έζησε εκεί και άνθρωποι που επηρέασαν τους χαρακτήρες των έργων του. Στο λιγότερο πολυτελές El Muniria, ο Μπάροουζ έγραψε κάποιες από τις διάσημες σελίδες του Γυμνό γεύμα.
«Το να γράφεις δεν είναι εύκολο πράγμα, έλεγε ο Μπέκετ, και σίγουρα δεν μπορείς να γράφεις παντού». Τι είναι λοιπόν εκείνο που έκανε πολλούς συγγραφείς, αλλά και εν γένει οι καλλιτέχνες να επιλέξουν ως κατοικία – προσωρινή ή και μόνιμη – αλλά και ως χώρο δουλειάς το ξενοδοχείο; Ποια είναι τα στοιχεία που το καθιστούν πρόσφορο έδαφος για τη δημιουργία;
Θέατρο κάθε είδους περιπετειών, μυστηρίων και ανομολόγητων παθών, οι χώροι του ξενοδοχείου είναι διαποτισμένοι από τις ζωές αμέτρητων ανθρώπων. Εραστές, επιχειρηματίες, οικογένειες, κλέφτες, δολοφόνοι, πόρνες και ζιγκολό, ζωές που διασταυρώνονται για λίγο παίρνοντας η μια λίγο από το άρωμα της άλλης: μια σύντομη συνάντηση στο ασανσέρ, μια φευγαλέα συζήτηση την ώρα του πρωινού, μια αινιγματική φιγούρα στο διπλανό μπαλκόνι, ένας καυγάς αργά τη νύχτα. Πόσες σκέψεις και εικασίες μπορεί να γεννήσει ένα σημείωμα ξεχασμένο σε κάποιο συρτάρι, ένα σημάδι από τσιγάρο επιμελώς κρυμμένο στην άκρη του κομοδίνου, μια μακριά τρίχα κολλημένη στην κουρτίνα του μπάνιου. Ένα μυστήριο καλύπτει πάντα όλους εκείνους τους αγνώστους που περνούν από δίπλα μας ή αφήνουν τα ίχνη τους χωρίς ποτέ να μαθαίνουμε πολλά γι’ αυτούς.
Όταν ο Ναμπόκοφ ρωτήθηκε γιατί προτιμούσε να μένει σε ξενοδοχεία, απάντησε: «Απλοποιούνται οι ταχυδρομικές αποστολές, απαλείφονται όλες οι ενοχλήσεις που σχετίζονται με την ιδιωτική ιδιοκτησία και επικυρώνεται η αγαπημένη μου συνήθεια, η συνήθεια της ελευθερίας». Το ξενοδοχείο είναι πράγματι το αντίθετο του σπιτιού. Μόνος αλλά και μέσα σε κόσμο, ο συγγραφέας κινείται σε ένα χώρο στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής όπου όλες οι πιθανότητες είναι ανοικτές. Ένα χώρο συνώνυμο με το εφήμερο και το παροδικό και που γι’ αυτό προξενεί το αίσθημα της απελευθέρωσης. Ίσως γι’ αυτό οι περισσότεροι άνθρωποι επισκέπτονται συχνά τα μπαρ ή τα εστιατόρια των ξενοδοχείων αναζητώντας αυτή την ατμόσφαιρα κοσμοπολιτισμού και ελαφρότητας, τη διακοπή από την κανονική τους ζωή. «Το μεγάλο πλεονέκτημα του ξενοδοχείου είναι ότι αποτελεί άριστο καταφύγιο από τη ζωή στο σπίτι», έλεγε ο Μπέρναρντ Σω.
Σ’ ένα ξενοδοχείο, ο συγγραφέας έρχεται διαρκώς αντιμέτωπος με το απρόβλεπτο. Δεν εφησυχάζει ούτε και επαναπαύεται. Είναι ελεύθερος να φύγει ανά πάσα στιγμή, μπορεί μάλιστα να περάσει όλη του τη ζωή σαν πλάνητας, πηγαίνοντας από τόπο σε τόπο. Το μόνιμο αυτό dépaysement, δηλαδή η αίσθηση του ανοίκειου που απορρέει από την αλλαγή περιβάλλοντος και παραστάσεων, συνδέεται για πολλούς συγγραφείς με την περιπέτεια της δημιουργίας η οποία προϋποθέτει ένα άνοιγμα, ένα ταξίδι, μια περιπλάνηση στο άγνωστο και στο διαφορετικό. Μια τέτοια στάση ζωής, προσιδιάζει επίσης στη νεότητα, την ορμή της, την άρνησή της να επιλέξει την ασφάλεια και τη σταθερότητα μιας συνηθισμένης ζωής.
Στους απρόσωπους χώρους των ξενοδοχείων, τίποτα δεν αποσπά τον συγγραφέα ούτε και τον βαραίνει. Δεν δένεται με τα αντικείμενα, δεν τον καταπιέζουν, δεν κουβαλούν αναμνήσεις. Δεν σκέφτεται πώς θα τα αφήσει πίσω του. Ακόμα και τα προσωπικά του είδη είναι σχετικά περιορισμένα. Απολαμβάνει πολυτέλεια, ανέσεις, υπηρεσίες όπως η καθαριότητα ή η σίτιση, απαραίτητες μεν αλλά στις οποίες δεν θα ήθελε να αφιερώσει χρόνο.
Ορισμένοι συγγραφείς αναζητούν στα ξενοδοχεία την ανωνυμία. Ο Ζαν Ζενέ προτιμούσε τα μικρά, χωρίς χαρακτήρα ξενοδοχεία σε απόκεντρες συνοικίες του Παρισιού όπου δεν τον αναγνώριζε κανείς. Αποτελούσαν μέρος της ζωής του γιατί ο Ζενέ υπήρξε παιδί της κοινωνικής πρόνοιας. Μεγάλωσε σε ανάδοχες οικογένειες από τις οποίες το έσκαγε συχνά. Συνελήφθη πολλές φορές, κλείστηκε σε αναμορφωτήριο, και όταν τελικά μετά από πολλές περιπλανήσεις επέστρεψε στο Παρίσι σε ηλικία 26-27 χρονών, δεν έζησε παρά μόνο σε ξενοδοχεία όπου και άφησε την τελευταία του πνοή. Το σπίτι είναι ο χώρος της πιθανής επιστροφής και ο Ζενέ υπήρξε πάντα ανέστιος.
Η εβραϊκή καταγωγή του, η ταραχώδης ιστορική περίοδος κατά την οποία έζησε – κατάρρευση της αυτοκρατορίας των Αψβούργων, αλλαγή του χάρτη της Ευρώπης, μετέπειτα επέλαση του ναζισμού – αλλά και μια βαθύτερη επιθυμία να βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση έκαναν και τον Γιόζεφ Ροτ να επιλέξει τα ξενοδοχεία ως μόνιμο ενδιαίτημα. Γράφει χαρακτηριστικά ο Τσβάιχ γι’ αυτόν: «Μετά από τρία ή τέσσερα χρόνια, ο Γιόζεφ Ροτ είχε πια όλα όσα στον αστικό κόσμο ονομάζονται επιτυχία. Ζούσε με μια νέα γυναίκα, που την αγαπούσε. Οι εφημερίδες ζητούσαν και πλήρωναν ακριβά τα κείμενά του. Οι αναγνώστες, ολοένα και περισσότεροι, τον ακολουθούσαν και τον τιμούσαν. Η δουλειά του του απέφερε χρήματα, πολλά χρήματα. Η επιτυχία, ωστόσο, δεν τον έκανε αλαζονικό, το χρήμα δεν τον υποδούλωσε. Δεν αγόρασε σπίτι, δεν νοίκιαζε καν σπίτι. Ζούσε σαν νομάδας, από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο, από πόλη σε πόλη, με τη βαλιτσούλα του, μια ντουζίνα καλοξυσμένα μολύβια και τριάντα-σαράντα φύλλα χαρτί στις τσέπες του γκρίζου πάντα πανωφοριού του. Ζωή μποέμικη, φοιτητική. Λες και κάποια βαθύτερη γνώση τού απαγόρευε να στεριώσει κάπου. Καχύποπτα αρνιόταν να δεθεί με την άνεση και τη βολή της αστικής ευτυχίας» (Στέφαν Τσβάιχ ‘Αποχαιρετισμός στον Γιόζεφ Ροτ’, Επίμετρο στο μυθιστόρημα Η κρύπτη των Καπουτσίνων, μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Άγρα).
Άλλοι πάλι επιζητούσαν τις τυχαίες γνωριμίες των ξενοδοχείων. Στο περιβόητο Chelsea, στη Νέα Υόρκη, ένα ξενοδοχείο λίγο shabby όπως έλεγαν αλλά γεμάτο γοητεία, οι άνθρωποι γνωρίζονταν μεταξύ τους, σου χτυπούσαν την πόρτα, έρχονταν για ένα ποτό. Από το 1905 που άνοιξε τις πόρτες του, τα δωμάτιά του αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για πολλούς συγγραφείς όπως ο Μαρκ Τουαίην, ο Σαρτρ και η Σιμόν ντε Μποβουάρ, ο Μπουκόφσκι. Ο Κέρουακ έγραψε εκεί ένα μέρος του μυθιστορήματός του Στο δρόμο και ο Άρθουρ Κλαρκ αποσπάσματα του 2001 Οδύσσεια του διαστήματος. Ο Άρθουρ Μίλλερ κατέφυγε εκεί το 1962 για να ξεφύγει από τον καταστροφικό του γάμο με τη Μονρόε και άρχισε να γράφει το ιδιαίτερα αυτοβιογραφικό θεατρικό έργο Μετά την πτώση που έμελλε να σκηνοθετήσει το 1964 ο Καζάν. Το ξενοδοχείο Chelsea έγινε ταινία από τον Άντι Γουόρχολ, τραγούδι από τον Λ. Κοέν (‘Chelsea hotel’) και τον Ντίλαν (‘Sara’) – ο οποίος επίσης πέρασε εκεί ένα διάστημα με την Τζόαν Μπαέζ – και υπήρξε τόπος φιλοσοφικών και καλλιτεχνικών συζητήσεων για πολλούς.
Σε ξενοδοχεία επίσης κάποιοι συγγραφείς έζησαν παθιασμένους έρωτες, όπως για παράδειγμα ο Απολλινέρ και η Λου στο Hôtel du Midi στη Νιμ ή ο Αλφρέντ ντε Μυσσέ και η Γεωργία Σάνδη που κατέλυσαν στο δωμάτιο 13 του διάσημου Hôtel Danielli, στη Βενετία στις 31 Δεκεμβρίου του 1833 και παρέμειναν εκεί μέχρι την άνοιξη του 1834.
Tα ξενοδοχεία και η θέα γύρω τους αποτέλεσαν το σκηνικό έργων. Το 1911, ο Τόμας Μαν έμεινε στο Le Grand Hôtel des Bains όπου σύχναζαν πλούσιοι και διάσημοι και εμπνεύστηκε το Θάνατο στη Βενετία. 60 χρόνια αργότερα, ο Βισκόντι, συνεπαρμένος από το μυθιστόρημα του Μαν, θα γυρίσει εκεί την ομώνυμη ταινία. Ο Προυστ πέρασε πολλά καλοκαίρια με τη γιαγιά του σε διάφορα ξενοδοχεία στην Καμπούρ, στη Νορμανδία – και κυρίως στο Grand Hôtel – που λειτούργησαν ως πηγή έμπνευσης για το θέρετρο του Μπαλμπέκ στο έργο του.
Το μυστήριο που πλανάται πάντα στους χώρους των ξενοδοχείων λόγω της ετερόκλητης πελατείας τους, της ανωνυμίας, των πολλαπλών δυνατοτήτων διαφυγής τα καθιστά ιδεώδες σκηνικό για αστυνομικά μυθιστορήματα ή ιστορίες τρόμου. Η Αγκάθα Κρίστι ήταν παθιασμένη με τα ταξίδια στην Ανατολή. Με τον άντρα της, τον αρχαιολόγο Max Mallowan, επισκέφτηκε και διέμεινε για αρκετά μεγάλα διαστήματα στην Τουρκία, στη Συρία και στο Ιράκ. Εκεί εμπνεύστηκε το Έγκλημα στο Όριαν Εξπρές μεγάλο μέρος του οποίου έγραψε στο ξενοδοχείο Baron στο Χαλέπι και στο Πέρα Παλάς στην Κωνσταντινούπολη, και το Έγκλημα στη Μεσοποταμία. Το 1933 διέμεινε σε μία από τις σουίτες του Old Cataract στο Ασουάν και εμπνεύστηκε μία από τις διάσημες περιπέτειες του Ηρακλή Πουαρό, το Θάνατος στο Νείλο. «Το ποτάμι», γράφει, «είχε άγρια όψη. Και στις δύο όχθες, βραχώδεις όγκοι, γυμνοί, κατηφόριζαν μέχρι το νερό. Εδώ κι εκεί, κάποια ερείπια εγκαταλελειμμένων σπιτιών, φαγωμένων από τις πλημμύρες. Αυτή η χώρα, ψιθύρισε η Ρόζαλι, έχει το ταλέντο να με εξοργίζει και να με κάνει κακιά. Φέρνει στην επιφάνεια όλα τα βίαια ένστικτα που βράζουν μέσα μας». Στο ξενοδοχείο, το οποίο ανακαινίστηκε το 2011, υπάρχει μία σουίτα που φέρει το όνομα της συγγραφέως με το γραφείο της, ένα σημειωματάριο και μια μαυρόασπρη φωτογραφία. Κάποιες από τις περιπέτειες του επιθεωρητή Μαιγκρέ επίσης εκτυλίσσονται σε ξενοδοχεία, όπως το Ο Μαιγκρέ και το ξενοδοχείο Ματζέστικ.
Τέλος τα ξενοδοχεία αποτέλεσαν όχι μόνο πηγή έμπνευσης ή το σκηνικό διαφόρων βιβλίων αλλά και διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο σε ορισμένες περιπτώσεις. Ένα από τα γνωστότερα μυθιστορήματα του είδους λόγω της κινηματογραφικής του μεταφοράς από τον Κιούμπρικ είναι η Λάμψη του Στ. Κινγκ, στο οποίο πηγή έμπνευσης είναι το Stanley hotel, στο Κολοράντο. Ένας συγγραφέας δέχεται να γίνει ο φύλακας ενός μεγάλου ξενοδοχείου απομονωμένου στα βουνά του Κολοράντο. Το χειμώνα το χιόνι το καθιστά απροσπέλαστο γι’ αυτό και κλείνει. Φαντάσματα παλιών ενοίκων και άλλες οπτασίες στοιχειώνουν τους διαδρόμους του. Ο ίδιος ο Κινγκ, όταν διέμεινε στο ξενοδοχείο για κάποιο διάστημα, είχε μια ανάλογη εμπειρία. Αργότερα έμαθε ότι κυκλοφορούσαν ήδη παράξενες ιστορίες γι’ αυτό το μέρος. Πολλοί άνθρωποι ορκίζονταν ότι άκουγαν συχνά φωνές και γέλια από τις αίθουσες χορού του ξενοδοχείου. Διάσημη επίσης από την κινηματογραφική της μεταφορά από τον Χίτσκοκ είναι και η νουβέλα Ψυχώ του Ρόμπερτ Μπλοχ.
Στο μυθιστόρημα του Γιόζεφ Ροτ Hôtel Savoy, το οποίο αποτελεί μια αλληγορία της Ευρώπης μετά τον όλεθρο του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, η εξωτερική χλιδή των χώρων του ξενοδοχείου έρχεται σε αντιπαράθεση με τη μιζέρια και τη δυστυχία των πελατών που ονειρεύονται μιαν άλλη ζωή και περιμένουν κάποιον άγνωστο σωτήρα από την Αμερική. «Το Hôtel Savoy, με τα εφτά του πατώματα, τον χρυσό του θυρεό και τον πορτιέρη με τη στολή, φαντάζει στα μάτια μου πιο ευρωπαϊκό απ’ όλα τ’ άλλα ξενοδοχεία της Ανατολής. […] Σαν τον κόσμο ήταν αυτό το Hôtel Savoy: απ’ έξω έλαμπε, άστραφτε μεγαλόπρεπο με τα εφτά του πατώματα, αλλά στα ψηλά του κρυβόταν η φτώχεια, αυτοί που ζούσαν στους πάνω ορόφους ήταν στην πραγματικότητα χαμηλά, πολύ χαμηλά, θαμμένοι σε αέρινους τάφους· κι οι τάφοι ήταν σε στρώματα πάνω από τα άνετα δωμάτια των καλοφαγωμένων ενοίκων, που κάθονταν κάτω, ήσυχοι και βολεμένοι, δίχως να ενοχλούνται από τα φέρετρα τα στοιβαγμένα στα τελευταία πατώματα» (Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Άγρα). Ο Γιαΐρ Μόζες, ο ήρωας του μυθιστορήματος του Γεοσούα Ρετροσπεκτίβα, είναι ένας γνωστός σκηνοθέτης ο οποίος μεταβαίνει στο Σαντιάγκο ντε Κομποστέλα προκειμένου να παραστεί σε ένα αναδρομικό αφιέρωμα στο έργο του. Πάνω από το κρεβάτι του στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, στο οποίο διαδραματίζονται αρκετές σκηνές του βιβλίου, ανακαλύπτει το αντίγραφο ενός πίνακα που σχετίζεται με μία σκηνή από τις πρώτες του ταινίες. Ο πίνακας αυτός θα αποτελέσει το έναυσμα για να ξεκινήσει μια αναδρομή στο χρόνο και να στοχαστεί πάνω στη σχέση ζωής και τέχνης.
Γνωστό είναι επίσης το μυθιστόρημα του Π. Ασουλίν, Ξενοδοχείο Lutecia, το οποίο αποτελεί, όπως έχει ειπωθεί, μια αυτοβιογραφία ενός ξενοδοχείου για την περίοδο 1936-1945. Όλα τα γεγονότα της εποχής εκείνης, καθώς και οι συνέπειές του στις ζωές των θαμώνων του ξενοδοχείου αλλά και όλων όσων κατέλυσαν σ’ αυτό περιγράφονται από τον ιδιωτικό ντεντέκτιβ ο οποίος είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια του ξενοδοχείου και διατηρεί αρχεία και σημειώσεις για κάθε τι που συμβαίνει στους χώρους του. Στο Ocean sea του Αλεσσάντρο Μπαρρίκο παρακολουθούμε επίσης τις ζωές κάποιων ανθρώπων που παραθερίζουν σε ένα απομονωμένο, παραθαλάσσιο ξενοδοχείο.
Άμεσα συνυφασμένο με την προσωρινότητα, στο περιθώριο της πραγματικής ζωής, το ξενοδοχείο μπορεί, ίσως γι’ αυτό, να συμπυκνώνει την ουσία της ζωής ενός ανθρώπου και να τον φέρνει αντιμέτωπο με τα πιο κρυφά του αισθήματα, όνειρα και επιθυμίες. Η μοναδικότητα των στιγμών που περνάει εκεί τον κάνει να είναι πιο αληθινός. Στο διήγημα του Τσέχοφ Η κυρία με το σκυλάκι, η Άννα Σεργκέεβνα έρχεται κάθε τόσο στη Μόσχα να συναντήσει τον εραστή της Γκούρωφ, ο οποίος καθώς πηγαίνει να τη βρει στο ξενοδοχείο ‘Σλαβιάνσκυ Μπαζάρ’ σκέφτεται: «Είχε δυο ζωές: μια φανερή, που την έβλεπαν και την ήξεραν όλοι όσοι ενδιαφέρονταν να ξέρουν, γεμάτη από σχετικές αλήθειες και σχετικά ψέματα, ακριβώς όπως οι ζωές των φίλων και των γνωστών του’ και μια άλλη ζωή που κυλούσε κρυφά. Και από μία περίεργη, τυχαία ίσως συγκυρία, όλα όσα ήταν γι’ αυτόν ουσιαστικά, ενδιαφέροντα, απαραίτητα, όλα αυτά στα οποία ήταν ειλικρινής και δεν έλεγε ψέματα στον εαυτό του, ό,τι ήταν ο πυρήνας της ζωής του, συνέβαιναν κρυφά από τους άλλους ανθρώπους’ και όλα όσα ήταν ψεύτικα, όσα ήταν το περίβλημα μέσα στο οποίο κρυβόταν για να συγκαλύπτει την αλήθεια – όπως για παράδειγμα, η δουλειά του στην τράπεζα, οι συζητήσεις στη λέσχη, η ‘κατώτερη ράτσα’ του, η παρουσία του μαζί με τη γυναίκα του σε επετείους – όλα αυτά ήταν φανερά. Και κρίνοντας τους άλλους από τον εαυτό του, δεν πίστευε ό,τι έβλεπε, παρά πίστευε πάντα ότι κάθε άνθρωπος έκανε την πραγματική και πιο ενδιαφέρουσα ζωή του κάτω από το πέπλο του μυστηρίου και κάτω από το πέπλο της νύχτας. Κάθε προσωπική ζωή καλύπτεται από μυστικότητα και ίσως αυτός να είναι ως ένα βαθμό ο λόγος που κάθε πολιτισμένος άνθρωπος θέλει εναγωνίως να σέβονται οι άλλοι το μυστικό του» (μτφρ. Έφη Κορομηλά, εκδ. Μελάνι).
ΥΠΕΡΟΧΟ!!!!!!