του Νίκου Ξυδάκη
Πάει καιρός πού σ’έναν παράδρομο τών Εξαρχείων πάνω σέ σωρό σκουπιδιών, ανάμεσα σε πεταμένα χαρτιά ,ντοσιέ και διάφορα βιβλία ,πρόσεξα και κάποια, δύο ,τρία, πού ξεχώριζαν. Πλησίασα από περιέργεια καί όταν τά πήρα στα χέρια μου, δεν θά έλεγα πώς η έκπληξη ήταν μικρή. Επρόκειτο για μιά τρίτομη, παλιά έκδοση, εκδόσεις Σιδέρη, με διηγήματα τού Αλέξανδρου Μωραϊτίδη. Ταλαιπωρημένα εξώφυλλα, κιτρινισμένα φύλλα, αλλά σέ κατάσταση πού δέν θά έκαναν τήν ανάγνωση αδύνατη.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΪΤΙΔΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, ΕΚΔΟΣΙΣ ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΕΠΙ ΤΗ ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΕΤΗΡΙΔΗ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ ΜΕΤΑ ΠΡΟΛΟΓΟΥ Β.ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΟΥ, ΑΘΗΝΑΙ – ΕΚΔΟΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. ΣΙΔΕΡΗΣ – 1921
”Πρέπει να αναγνωρισθή οιονεί επισήμως σήμερον, ό αθόρυβος ,ο αόρατος, ο μετριόφρων, ο σιωπηλός, ο ακοινώνητος, ο ιδιότροπος, οιδιόβιος, συγγραφεύς..έν πνεύμα καταπληκτικής γονιμότητος και πραξιτελείου κάλλους” γράφει τότε, εν Αθήναις 1 Ιανουαρίου 1892 (!) ο Γαβριηλίδης στόν πρόλογό του. Αλλά να που ακόμα, σήμερα, φαντάζει παραπεταμένος, καί τόν βρίσκουμε μάλιστα σε έναν σκουπιδότοπο! Ποιός ενοχλείται; Έτσι,εν πρώτοις, μου δημιουργήθηκε η ανάγκη να φροντίσω αυτό το ταλαιπωρημένο μου εύρημα. Καί όπως κάνομε για κάποιο βιβλίο που αγαπάμε, και περισσότερο πού η σύμπτωσις τό έφερε μπροστά μας τήν στιγμή πού το χρειαζόμασταν, θα τού προσφέρω την θαλπωρή ενός ωραιότατου δερματόδετου τόμου, σε απόχρωση υπόχρυσου φύλλου φθινοπωρινού ..Κι’ έκτοτε θα τόν διαβάζω. Έστω καί μιά σελίδα, η δυνατόν τήν ημέρα, καί μάλιστα εκείνες τίς ώρες πού πέφτει το φώς καί αυξάνονται οί θλίψεις. Μέ προεξάρχοντα τα ”Βακούφικα” και το ταξιδιωτικό ”Με τά πανιά”
Τόν λένε η σκιά του Παπαδιαμάντη ή στην σκιά του Παπαδιάμάντη. Όσο τόν διαβάζεις όμως προσεκτικά, μπορεί να διαπιστώσεις μιά πρώτη γεύση Παπαδιαμαντική, αλλά η επίγευση δεν είναι. Η πτητική ουσία είναι καταδική του. Καί ο τρόπος που αναπνέει. Καί τό φώς .Ασφαλώς άλλοι αρμοδιότεροι θά πούν περισσότερα. Εγώ θα περιοριστώ σε έναν απλό αναγνώστη που του κάνει καλό, καί τέρπεται από την ανάγνωση. Καί λίγο σαν μουσικός, που ωφελείται καθώς ανιχνεύει, καί μαζεύει τούς ήχους ,τίς συγκινήσεις που ακούγονται στίς διηγήσεις του, καί στην γλώσσα. Συχνά θά θελήσω κάτω από φράσεις του, από λέξεις του, αυτή την κυματιστή γραφή του, να την ακολουθήσω, να τήν υπογραμμίσω, να την σχεδιάσω, να τήν μελοποιήσω η καί να την υποσκάψω με τα καλλιγραφικά, ελικοειδή, σημάδια της βυζαντινής μουσικής σημειογραφίας. Ν’αρμενίσω μαζί της υπό την συνοδεία αδελφικών ήχων μιάς ρευστής, ανάμικτης μεσογειακής, και βυζαντινίζουσας μουσικής που ακούγεται ..”..Ό γλαυκός Ελλήσποντος ποικιλοτρόπως αντήχει από τούς διαφόρους γλωσσικούς ιδιωματισμούς τών ναυτικών ελληνικών πόλεων, συγχεομένους όλους είς μίαν δροσερωτάτην αρμονίαν”.
Ασφαλώς εδώ καί έχει θέση η ψαλτική τέχνη. Γνωστό ότι την ασκούσε στό εκκλησάκι τού Αγίου Ελισσαίου στήν Πλάκα. Αριστερός ψάλτης.”Έψαλλεν ηρέμα, μόλις ακουόμενος”, μάς λένε. Ένας ήχος πλάγιος ,μέ μετρημένες νότες, μιάς μουσικής όχι και τόσο ανώδυνης γιατί έχει τούς γόους της, τους θρήνους της, καί τα ναυάγια της, παλιά καί σύγχρονα. Όχι όμως μόνο ζόφος αλλά και κόσμος ευρύς, και κόσμος φωτός. Ένας κόσμος τής Πίστης βέβαια. Αλλά δεν νιώθεις εγκλωβισμένος, ανελεύθερος.Εδώ τό φως είναι πιό γλυκό. Καί όχι μιά ”νέα τυραννία” .
Σώζω μερικές σκηνές,ανάμεσα σέ τόσες άξιες. Με τήν γλώσσα τους. Γλώσσα που μοιάζει να σου ξαναθυμίζει να μιλάς εγκάρδια δίχως ν’ ανησυχείς μήπως χάσεις τήν στοχαστικότητα σου. Συνήθως στήν Σκιάθο βρισκόμαστε αλλά η ζωή μεγεθύνεται. Λές κι ακούμε τήν Ψαλμωδία τών Αναβαθμών.
”Θέαμα ευρύ. Θέαμα ποικίλον,θέαμα απεριόριστον, θέαμα,απερίγραπτον, ασύλληπτον θέαμα. Σκηνογραφία έξοχος εξόχου γραφέως, τήν οποίαν διά μαγικού ελλατηρίου ανύψωσεν επί του αιθρίου ορίζοντος η πολυέραστος πρωϊνη νύμφη φωτίσασα αίφνης διά μαλακού, καθηδύνοντος φωτός, τό Αιγαίον.
….Ο σεμνότατος Άθως,τριγωνικός ώς πυραμίς Αιγυπτιακή, είς το βάθος….δεξιά τα ρημονήσια..ιδού η Ψαθούρα, ηπλωμένη επί τών κυμάτων, ώς Αλεξανδρινή ψίαθος…Ιδού τα αγριόμορφα ,τα χοιρώδη Γιούρα, σιωπηλά καί ακατοίκητα, η Αλόνησος με τόν απόκρυφον λιμένα της, καταφύγιον τών ναυαγών και τών πειρατών…..
-…καί έρχεται καί η ταραγμένη , η κακιά νύχτα ”νυχτερινόν μελτέμι ”
”και ιδού θρήνοι αντηχούσιν ..θρήνοι άρπας καί λύρας. Οδυρμοί καί γόοι
αυλού φρυγικού..
΄Αθέατα τελώνια,κρεμάμενα από τών πολυσχίδών σχοινίων τών αρμένων, αρχίζουν να παίζουν τραγούδια τρελλά,τραγούδια μέθης,αποκρηάς τραγούδια, τραγούδια, χορού ζωής τραγούδια, θανάτου τραγούδια .Ανακατωμένα,σκοτεινά τραγούδια.
****
Έπειτα στα Βακούφικα, στεριανό διήγημα, προσγειωμένο, με τόν ανθρώπινο κόπο, τήν αθυμία, αλλά καί μέ θορυβώδη χαράν καί γέλωτας ”και πρωτομαγιάς ημέρες.’ ‘Πόσον ό άνθρωπος γίνεται παιδί έξω είς τήν χλόην ” Χωρίς νά λείπει καί ή παλιανθρωπιά.” – Τώχ’ τό αίμα μας πλειό! Αποφαίνεται, η αβάρετη γραία, η θεία Ζωίτσα.Τήν θαύμαζαν και την ζήλευαν..που ”σχεδόν επετούσε είς τό περπάτημά της”
”.. Όπου εκίνει τον φθόνον τών άλλων γραιών”.. αλλά Έχει καί βιβλία θά λένε περιφρονητικά… γιά ΄’την προοδευτική καί πολιτισμένη παπαδοπούλα” που θά φροντίσει νά οξυνθεί ο νούς τών θυγατέρων της.Οί ”ωραίαι και περικαλλείς”θυγατέρες. Με τα ”εύπλαστα κ’ εύγραμμα μέλη”, καί τούς ”μαύρους περιπαθείς οφθαλμούς”…που ”εν τώ σχολείω ανεπτύχθη το ενυπάρχον εν τη απαλή καρδία τάλαντον”
Οί κακές γλώσσες εν κινήσει.”Τό αίμα μας τόχει” θά επαναλαμβάνει η γραία. Σάμπως νά είχε ανακαλύψει την πηγή της κακεντρέχειας.
Αυτή η τετραπέρατος, η ”ποιητικοτάτη την καρδίαν γραία”, με τήν αγάπη της γής…”φύσει αγαπώσαν τήν γεωργίαν” θά την καλλιεργεί θα περισυλλέγει τά ωραία προϊόντα της ..θα επιστρέφει φορτωμένη στήν οικία της, και ως άλλη εικαστικός θα τοποθετή μόνη της αυτά τά προϊοντα τού περιβολιού της ”εντός απλωτού ταψίου μετά προσοχής, ..εδώ τα πλατοκούκια, εκεί τά μάραθα, αλλού τά κρόμμυα, εκεί τάς αγγινάρας. Καί αφού επί ώραν εθαύμαζεν η φιλόπονος γραία τά έργα τών χειρών της, εξηπλωμένη είς τάς γυμνάς σανίδας τού πατώματος έως ού ξεκουρασθή ,εμοίραζεν είτα είς τούς συγγενείς καί φίλους της τήν λίαν αφιλαργύρως”
Και τέλος για να ξανάρθω στή θάλασσα καί στο ονειρεμένο ταξίδι του ”Μέ τα πανιά”, όταν θα χύνει μαύρα δάκρυα που θα αποχωριστεί την αγαπημένη του σκούνα. Πού θα παραπονιέται πού δεν έχει μιά δική του να ταξιδεύει, να ταξιδεύει..Πάντα να ταξιδεύει! Κάνοντας όνειρα ”πλέοντα, λοξοδρομούντα, καραβίζοντα όνειρα. Γαλήνης και τρικυμίας όνειρα. Εκείνη η καταπράσινη σκούνα. Μέ τίς ονειρώδεις στρογγυλότητες,τά λεία χυτά πλευρά της, τήν κομψήν τήν εύγραμμον λαγόνα της, Νηρηϊδος λαγόνα.”Στιλάδο σκαρί” φορτωμένη ”Διά Κωσταντινούπολη” που γλύτωσε από τράκο μέσα στήν θάλασσα του Μαρμαρά.Πού δεν είναι πράσινη πλέον ούτε μεγάλη. Είναι μικρή και ασημένια όλη, πιστό, περίτεχνο ομοίωμα της μεγάλης, Τάξιμο του πλοιάρχου του στό ναό του αγίου Νικολάου τής νήσου. Κι αυτός πού αφυπνίσθη ένα πρωϊ με ”υπολευκάζοντα τόν βαθύν πώγωνα”.Πού κουράστηκε καί δεν έχει ο λογισμός του πόθους πλωτούς πλέον..και βλέπει τώρα την θάλασσα από μακρυά καί έρχεται ο καιρός πού θα βλέπει καί τόν κόσμο από μακρυά. Μόνη του ευχαρίστηση όταν θα εκκλησιάζεται στόν ναό, νά βλέπει κρεμασμένη την ασημένια σκουνίτσα και ”..όταν θά σείεται ο μέγας πολυέλαιος καί σείεται κι αυτή μαζί της πέρα-δώ θαρρώ πως είμαι μέσα κι εγώ,καί ταξιδεύει ,ο νούς μου ακόμη μέ τά πανιά…”
Αλήθεια αναρωτιέμαι τί θά ήταν τό εκκλησάκι του Αγίου Ελισαίου και κάθε Άγιος Ελισαίος δίχως τόν αριστερό του ψάλτη. Να ψάλλει ηρέμα μόλις ακουόμενος…
( 10-5-2022)