Ανέκδοτα ποιήματα της Βίκυς Κατσαρού
ΓΟΡΓΩ
Μπαμπά, τον καθρέφτη σου ζήτησα να σπάσεις.
Μου είπες ψέματα, δεν είμαι καλό κορίτσι.
Η Μέδουσα με τρυπά στα μάτια.
Της Γοργώς η άγρια ματιά.
Εσύ με βλέπεις όμορφη, μπαμπά.
Κι εκείνος.
Μα ένα τέρας στον καθρέφτη με κοιτάζει,
μ’ οχιές αντί μαλλιά, πέτρινους σπινθήρες.
Δεν είμαι καλό κορίτσι.
Είμαι κακό παιδί, επτά χρονών, κι η Μέδουσα τριάντα.
Μπαμπά, ζηλεύω το χάος που το πρόσωπό της διαμελίζει,
τα κοφτερά της νύχια
και τους γοφούς γεμάτους, τη λεπτή της μέση,
την κραυγή μέσα από τα δόντια της.
Μα πιο πολύ,
ζηλεύω τα φίδια που πλέκουν οργασμό αγίας
πάνω από το ανόσιο μυαλό της,
τόσο γλυκιά και θελκτική,
μέχρι να πιαστείς στο απαγορευμένο βλέμμα της.
Τον καθρέφτη σου ζήτησα να σπάσεις,
ζηλεύω που τον θάνατο έχει υποχείριό της,
εραστή υποτακτικό, μπαμπά,
από τα χέρια του ξεφεύγει και στα χέρια του τους άντρες ρίχνει.
Άφεση της έχει δώσει, στη σκιά του ανασαίνει αλλά τον φτύνει.
Τον καθρέφτη σου είπα να τον σπάσεις.
Πίσω μου στέκεται και από εκείνη κρύβεται,
το κεφάλι μου κρατά στα χέρια του, επτά χρονών,
τα φίδια ούρλιαξαν και με δάγκωσαν τριάντα φορές στα μάτια.
ΓΑΤΕΣ
Κάθε βράδυ με ντύνεις με το ίδιο λευκό που σου αρέσει,
με τους λεκέδες από ξίδι κι αίμα στις ραφές,
και με πετάς τροφή για τα σκυλιά
στις φλέβες των χεριών σου.
Το δόντια μου μοιράζεις στα ποντίκια,
τα μαλλιά μου στις γάτες σου ταΐζεις.
Φαγωμένη, μισοζώντανη,
στους δρόμους κοντά στο σπίτι σου γυρίζω.
Με καλούν
η μυρωδιά σου, τα μαύρα ρούχα σου,
το χέρι σου
όπως ισιώνει τα μαλλιά πίσω από το αυτί μου,
τα χείλη σου στα δάχτυλα
κι ανάμεσά τους το τσιγάρο.
Μισοζώντανη, κοντά στο σπίτι σου γυρίζω,
τους τοίχους σου στοιχειώνω,
τις λυσσασμένες γάτες σου ξεσκίζω
και το αίμα τους στην πόρτα σου κατάρα ρίχνω,
αν τα βράδια το κορμί μου στις κατσαρίδες
που τρέχουν
στο κρεβάτι σου
ξεχάσεις να ταΐσεις.
ΜΑΧΑΙΡΙ
Ποτέ δεν έπρεπε.
Στην καρέκλα απέναντι να σε δω ευάλωτο. Ποτέ.
Στο στόμα μου φύτρωσε μαχαίρι.
Χθες το βράδυ αυτοκτόνησα.
Το κεφάλι μου σε μια σακούλα έκλεισα,
απ’ την κολόνια σου να απαλλαγώ.
Ποτέ δεν έπρεπε,
στην καρέκλα απέναντι να σε δω ευάλωτο. Ποτέ.
Εσύ κι εγώ ποτέ δεν είμαστε και πάντα μην.
Χθες το βράδυ αυτοκτόνησα.
Το φιλί σου τρεις φορές αρνήθηκα.
Στο στόμα μου φύτρωσε μαχαίρι,
τα πνευμόνια μου άνοιξα, τη γλώσσα μου έκοψα.
Η ομορφιά που αγάπησες έγινε Θανάτου Οστό,
έγινε δέντρο, φύλλα και σκουλήκια στο χώμα απάνω.
Χθες το βράδυ αυτοκτόνησα και αναστήθηκα ξανά.
Εσύ κι εγώ. Είμαστε. Ποτέ. Για πάντα.
ΜΑΥΣΩΛΕΙΟ
Κάθε μέρα επαναλαμβάνω την ίδια ιστορία.
Κάνω απόπειρες ζωής,
γελοίο θέαμα να συναντά κανείς στον δρόμο.
Τάφος ζωντανός, μαυσωλείο επιθυμίας,
τους ανθρώπους προσπερνώ,
σέρνω απροστάτευτα ψοφίμια.
Τις Κυριακές προσεύχομαι φως να μου δοθεί,
να με συγχωρέσει ο θεός,
να κρύψει από τους άντρες τις θανατωμένες αμαρτίες μου:
αθόρυβα τους κυνηγώ,
από το κρέας τους τρέφομαι,
καταβροχθίζω πεθαμένους.
Γυναίκα ετών τριάντα,
άτσαλο κόκκινο σε πορσελάνη.
O διάβολος παίζει μέσα μου, τρίβει φτερά αγγέλων,
τα κόκαλά τους σπάει, ασελγεί στο αίμα τους,
το πνεύμα τους μολύνει,
με γεμίζει στρατιές δαιμόνων
την προδοσία του αγγέλου μου μη δω,
κι απ’ το φως του κρεμαστώ.
Σε τρομάζω, με φοβάσαι.
Στον καθρέφτη σου με στήνεις, με πρόκες
τα μάτια μου, το στόμα μου καρφώνεις,
το πρόσωπό μου βουτώ στη μάχη των χειλιών σου,
φτάνω σε οργασμό.
Ξημερώνει.
Τάφος ζωντανός, καταπίνω και εσένα.
Τυλιγμένος στο σάβανο της νύχτας,
τοσο καθαρό ποτέ δεν σε θυμόμουν.
ΡΑΓΕΣ
Τεμαχισμένη στέκω μπροστά στις ράγες,
στο χέρι μου κρατώ τη μήτρα και τα εξαρτήματά της,
τη φύση μου αποχαιρέτησα για πάντα.
Μητέρα και σύζυγος δεν θέλησα να γίνω,
μονάχα γυναίκα κι ερωμένη.
Τεμαχισμένη, στέκω εδώ,
από το χέρι μου κρέμονται μήτρα κι ωοθήκες,
στο βαγόνι επιβιβάζονται ένα ένα τα οργανά μου.
Άδεια επιτέλους,
ένα σακί από δέρμα – μάτια, νεφρά, κύστη, έντερα,
στομάχι στα βαγόνια έκλεισα.
Άδεια επιτέλους, τεμαχισμένη,
μπροστά στις ράγες των χεριών σου, δηλητήριο στις φλέβες σου.
ΣΑΟΥΛ
Σαούλ, Σαούλ, ίνα τι με διώκεις;
Αγαπητέ Σ.
ξημερώματα Κυριακής
έχασα το φως μου στο κρεβάτι πλάι σου.
Δύο κόκκινες τρύπες έβλεπα την όρασή μου να λερώνουν,
το χέρι σου τεράστιο, επτά μέτρα κάθε δάχτυλό του,
τους αστραγάλους μου έσφιγγε.
Με φιλούσες στο μέτωπο
και στο κρεβάτι ξάπλωνα ξανά.
Μαζί κι η αλυσίδα.
Σαούλ, Σαούλ, ίνα τι με διώκεις;
Αγαπητέ Σ.
πλάι σου στο κεφάλι μου κάρφωσα μαχαίρι για ν’ αντέξω.
Ζήτησες υποταγή και κυριαρχία.
Συγχώνευση σωμάτων, απώλεια ψυχών.
Σαούλ, Σαούλ, μη μου άπτου.
Έφυγα.
Σήμερα απ’ τον Άδη το ’σκασα,
διάτρητη, ξυπόλυτη, άκαυστη μάγισσα,
τον δράκο ελευθέρωσα κι έκαψα τα πάντα.
Τη μάχη της ελευθερίας δεν έχασα ποτέ.
ΣΑΟΥΛ
Σαούλ, Σαούλ, δεν σε θέλω Παύλο.
Εγώ σε λέω Σαούλ.
Εκείνος που με ζέση σκότωνε όσους υπηρετούσαν την αγάπη.
Στο πλήθος μίλησες για τη μετά θάνατον ανάσταση
κι εγώ ελεύθερη έζησα μες στη φυλακή σου.
Στο δωμάτιό μας στον καθρέφτη στάθηκα μπροστά,
όσο εσύ στο άμαθο πλήθος κήρυττες για την ελπίδα,
τη δικαίωση δίκαιων και αδίκων.
Γυμνή τον εαυτό μου είδα,
τη γυναίκα σου κοιτάς να σχεδιάζει αποστασία.
Τα μαλλιά μου κόβω,
τόσο που ο λαιμός μου αναπνέει ελεύθερος, λεπτός,
φύλλο τρυφερό της άνοιξης στα δάχτυλά σου,
μια λάθος κίνηση
κι ο δροσερός του ανθός θα μαραθεί.
Στα δάχτυλά σου οι ώμοι μου σε στοχεύουν μυτεροί,
κι εσύ λογιέσαι τυχερός για τη γυναίκα που ’χεις,
έναν σάκο με οστά, το αυστηρό της πρόσωπο,
δυο μαύρες τρύπες έτοιμες τη Δημιουργία να σπαράξουν,
κομμένα κομμάτια σάρκας.
Κι εσύ νιώθεις τυχερός, Σαούλ, ο κυνηγός των κεφαλών.
Μα εγώ την κεφαλή μου επί πίνακι σπό έρωτα προσφέρω,
με τα επτά πέπλα σκεπασμένη.
Παύλος φωνάζεις λέγεσαι, Παύλος,
στα γόνατα γερμένος,
μπροστά στην απονενοημένη αμαρτία.