της Όλγας Σελλά
Της ΟΛΓΑΣ ΣΕΛΛΑ
Πρόλογος (αναγκαίος και εξομολογητικός): οι επαγγελματίες θεατές όλο και πιο δύσκολα, όλο και πιο σπάνια, σαγηνευόμαστε, εκπλησσόμαστε, εντυπωσιαζόμαστε από ένα θέαμα-παράσταση. Και ακόμα πιο σπάνια αφηνόμαστε και αφήνουμε το συναίσθημα να συνοδεύσει τη θέαση, αφού προσπαθούμε να είμαστε όσο το δυνατόν πιο ορθολογικοί και αντικειμενικοί σε ό,τι βλέπουμε. Κι επειδή, όπως όλοι, έχουμε ανάγκη το νέο, το διαφορετικό, το φρέσκο και το ουσιαστικό (όλα μαζί), όταν το συναντήσουμε γαντζωνόμαστε από αυτό.
Κυρίως θέμα: Τον Μάριο Μπανούσι δεν τον γνώριζα. Άλλωστε είναι νεότατος, μόλις 24 χρόνων. Γεννήθηκε το 1998 στην Αλβανία όπου και έζησε μέχρι τα 6 του χρόνια, οπότε ήρθε στην Ελλάδα και αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Μέχρι την περασμένη εβδομάδα, είχε στο βιογραφικό του μόλις μία παράσταση-performance (τη «Ragada», που παρουσιάστηκε τον Μάιο του 2022 σ’ ένα διαμέρισμα στην Ηλιούπολη) είχε θέμα τη γέννηση, τον ερχομό στη ζωή. Η δεύτερη παράστασή του, αυτή που τώρα παρουσιάζεται από την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, είναι το δεύτερο μέρος της τριλογίας που έχει σχεδιάσει και θέμα της έχει την απώλεια, τον αποχαιρετισμό, το πένθος. Τίτλος της παράστασης «Goodbye, Lindita». Και στις δύο παραστάσεις του, το έναυσμα δίνουν προσωπικά βιώματα και αγαπημένα πρόσωπα: στο πρώτο η μητέρα του, που ήταν μαία, στο δεύτερο η δεύτερη σύζυγός του πατέρα του, η Lindita, και ο θάνατός της.
Ένα φτωχικό σπίτι, με τα απολύτως απαραίτητα έπιπλα και με έντονη την παρουσία αντικειμένων θρησκευτικής λατρείας ως διάκοσμο μας υποδέχεται. Στο ένα δωμάτιο μια τηλεόραση παίζει. Η γυναίκα και ο άντρας κάνουν πώς παρακολουθούν αλλά είναι φανερό ότι απλώς την κοιτάζουν, ή κάνουν ότι την κοιτάζουν. Τα χέρια της γυναίκας ταυτόχρονα διπλώνουν ρούχα. Στο άλλο δωμάτιο (κρεβατοκάμαρα) μια νέα γυναίκα επίσης διπλώνει ρούχα και στρώνει το κρεβάτι. Ο τρόπος που διπλώνουν τα ρούχα οι δύο γυναίκες έχει τρυφερότητα και πόνο. Είναι τα ρούχα κάποιου που απουσιάζει. Στην επιφάνειά τους χαϊδεύουν και μυρίζουν εκείνον/ην που λείπει. Μια σιωπή στωικότητας επικρατεί. Και τότε, μέσα από μία συρταριέρα που ανοίγει και γίνεται νεκροκρέβατο, εμφανίζεται μια γυμνή γυναίκα. Κι έρχονται κι άλλες γυναίκες, και χωρίς να ακούγεται καμία λέξη παρακολουθούμε όλοι, μαγεμένοι, όλη την τελετουργία του αποχαιρετισμού ενός ανθρώπου. Ο Μάριο Μπανούσι κατάφερε να αποτυπώσει μ’ έναν τρόπο σωματικό, ποιητικό, χορευτικό, αλλά κυρίως γήινο, την οδύνη, αλλά και την εγγύτητα των ανθρώπων σε στιγμές οδύνης και πόνου. Και το αποτύπωσε ξεχωριστά, γιατί ήταν ένα χωνεμένο βίωμα, αλλά και ταυτόχρονα ένας τρόπος παρατήρησης αυτής της τελετουργίας και της γλώσσας της. Και δεν έμεινε σ’ αυτό. Μέσα από τη διαδικασία του αποχαιρετισμού κατάφερε να σκιτσάρει τον κύκλο της ζωής: τη βάφτιση, τον γάμο, την κηδεία. Γιατί στο «αντίο» όλες οι μνήμες ξανάρχονται. Όλες οι σημαντικές στιγμές ανακαλούνται από εκείνους που μένουν για να θυμούνται. Και κάθε ιδιαίτερη στιγμή του κύκλου της ζωής έχει το σχεδόν το ίδιο στόλισμα. Και ο Μάριο Μπανούσι έδειξε το στόλισμα της κάθε στιγμής. Την απογύμνωση και το ντύσιμο της κάθε στιγμής. Τα λουλούδια του γάμου και τα λουλούδια της κηδείας. Την ανάγκη των ανθρώπων να βάλουν χρώμα τόσο στη χαρά όσο και στον πόνο. Και την καταφυγή τους στην πίστη (που μοναδικά αποτυπώνεται στην εικόνα αλλά και στη μορφή επί σκηνής μιας μαύρης Παναγίας).
Δεν υπήρχε λόγος σ’ αυτή την παράσταση-performance, δεν υπήρχαν λόγια, αλλά ήταν το πιο πυκνό θεατρικό «κείμενο» που έχω δει. Που εμπεριείχε παράδοση, συνήθειες, ανθρώπινες συμπεριφορές, τρυφερότητα, μικρές κινήσεις αγάπης και νόστου, προσωπικές μνήμες.
Ο νεαρός Μάριο Μπανούσι κατάφερε μέσα σε 75 λεπτά να δώσει την πιο πλούσια πολιτισμική εικόνα των Βαλκανίων και του τρόπου που οι άνθρωποι αυτής της περιοχής της γης, με σχεδόν όμοιους τρόπους, χαίρονται, κλαίνε, αποχαιρετούν, χαϊδεύουν, μυρίζουν, θυμούνται, αναπολούν, παρηγορούνται, συνεχίζουν. Γιατί δεν είχε μόνο πόνο αυτός ο αποχαιρετισμός, αυτή η παράσταση. Είχε και τη διαδικασία της συνέχειας, είχε τη συνέχεια της ζωής δηλαδή, με τον τρόπο που επιλέγει ο καθένας.
Δεν ξέρω πόσο εύκολο είναι να περιγραφεί κάτι που κυρίως προσεγγίζεται κυρίως με τις αισθήσεις. Και που ταυτοχρόνως εμπεριέχει πολλή δουλειά, έμπνευση, αφοσίωση, ευαισθησία, παρατηρητικότητα, ταλέντο. Και υπήρχαν όλα αυτά σε όλους τους συντελεστές της παράστασης. Στα σκηνικά και τα κοστούμια του Σωτήρη Μελανού, που μετείχαν ισχυρότατα σ’ αυτή τη βουβή αλλά τόσο δυνατή αφήγηση. Στη μουσική του Εμμανουήλ Ροβίθη, στους φωτισμούς του Τάσου Παλαιορούτα. Και βεβαίως είχε όλους τους ηθοποιούς-performers που απέδωσαν με το σώμα τους, με το βλέμμα τους, με τις συσπάσεις του προσώπου τους, «τον οίστρο της ζωής και το φόβο του θανάτου»: Χρύσα Βιδαλάκη, Μπάμπης Γαλιατσάτος, Μανταλένα Καραβάτου, Αφροδίτη Κατσαρού, Μάριο Μπανούσι, Ευτυχία Στεφάνου, Άννα Συμεωνίδου, Αλεξάνδρα Χασάνι.
Επίλογος (σχολιογραφικός και σχεδόν μητρικός): Εύχομαι ο Μάριο Μπανούσι να συνεχίσει τον δρόμο του με τους δικούς του ρυθμούς. Να μην ενδώσει στις Σειρήνες όσων (και ημών των δημοσιογράφων συμπεριλαμβανομένων) αναζητούν απεγνωσμένα το καινούργιο και επενδύουν σ’ αυτό. Να δώσει χρόνο στον εαυτό του και στη δουλειά του να παρατηρεί, να αισθάνεται, να αναστοχάζεται ό,τι τον εμπνέει. Και θα τον συναντούμε.
Η ταυτότητα παράστασης
Σύλληψη – Σκηνοθεσία: Μάριο Μπανούσι, Σύμβουλος δραματουργίας: Σοφία Ευτυχιάδου, Σκηνικά – Κοστούμια: Σωτήρης Μελανός, Μουσική: Εμμανουήλ Ροβίθης, Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας, Δραματολόγος παράστασης: Ασπασία-Μαρία Αλεξίου, Βοηθός σκηνοθέτη: Θεοδώρα Πατητή
Διανομή (με αλφαβητική σειρά)
Χρυσή Βιδαλάκη, Μπάμπης Γαλιατσάτος, Μανταλένα Καραβάτου, Αφροδίτη Κατσαρού
Μάριο Μπανούσι, Ευτυχία Στεφάνου, Άννα Συμεωνίδου, Αλεξάνδρα Χασάνι
Μουσικός επί σκηνής : Τζέσικα Ονγιγέτσι Ανοσίκε
Σημείωση: Η παράσταση προτείνεται για θεατές άνω των 16 ετών
Φωτογραφίες παράστασης: Θεόφιλος Τσιμάς
Ημέρες και ώρες παραστάσεων
Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή στις 21:00
[ Μέχρι τις 9 Απριλίου η παράσταση παρουσιάζεται στον Χώρο Β της Πειραιώς 260, λόγω της κατάληψης στο REX. Μετά το Πάσχα και σε ημερομηνία που θα ανακοινωθεί από το Εθνικό Θέατρο, το «Goodbye, Lindita», θα μεταφερθεί στη σκηνή «Κατίνα Παξινού» του REX].