Γλυκύ μου Έαρ (δυο ποιήματα της Σοφίας Κολοτούρου)

0
490
John Everett Millais , «Άνθη μηλιάς – Άνοιξη» (1856-59)

 

της Σοφίας Κολοτούρου

 

ΓΛΥΚΥ ΜΟΥ ΕΑΡ

 

Εκείνος, καρφωμένος στο σταυρό Του.

Κοιτούσαν από κάτω οι μαθητές –

στο πλάι μετανιωμένοι δυο ληστές,

τρυπούσαν οι Ρωμαίοι το πλευρό Του.

 

Μας τα ’πανε συχνά σαν ιστορία –

πως ψήφισε το πλήθος στα βουβά

διαλέγοντας  Ιησούν ή Βαραβά

κι αν ήτανε η νύχτα εκείνη κρύα.

 

Μετρήθηκε το μήκος και το πλάτος,

που λέγεται ακριβώς Γεθσημανή,

ο λόφος, όπου ανοίχθηκε η πληγή.

Τα χέρια πως τα ένιψ’ ο Πιλάτος.

 

Μας είπαν για τ’ αγκάθινα στεφάνια,

και για το “Ηλί λαμά σαβαχθανί”,

πως άξαφνα σκοτείνιασε όλ’ η  Γη,

σαν να ’νιωσε κι εκείνη την ορφάνια.

 

Πως έψαξαν μετά οι μυροφόρες,

τον τάφο – εκεί να κλάψουν- να Τον βρουν,

“Θαύμα έγινε, Ανάληψη” να πουν –

πως φτάσαν της Ανάστασης  οι ώρες.

 

—————————

 

 

Χιλιάδες χρόνια. Άνοιξη ωραία –

μ’ άνθη Επιταφίου μοσχοβολούν

οι νύχτες κι όλοι γύρω υμνωδούν:

Γλυκύ μου Έαρ” – αντηχούν παρέα.

 

Και τώρα, καρφωμένοι στο σταυρό μας,

μιαν άνοιξη προσμένουμε να ’ρθει –

μια υπόσχεση για μέλλουσα ζωή,

έν’ άπιαστο και μακρινό όνειρό μας.

 

 

 

 

 

 

 

ΤΥΧΑΡΠΑΣΤΟΙ

 

Στον Ευριπίδη Γαραντούδη

 

Σε όποιον τόπο και να βρισκόμαστε θα είναι μονίμως τόπος ξένος για την ψυχή μας,

όπου άγνωστοι πορευόμαστε πάντοτε μεταξύ αγνώστων, χαμένοι βαθιά μέσα στο πλήθος,

όπου όλοι οι δρόμοι που πήραμε ήταν ένα μονότονο λάθος για τη ζωή μας,

όπου μια μαύρη σκιά μας ακολουθεί και μας πλακώνει αιώνια το στήθος.

 

Όπου και να εμφανιζόμαστε θα ’μαστε αποσυνάγωγοι ποιητές, μουσικοί και ζωγράφοι,

μακριά από τον κόσμο που δεν καταλαβαίνουμε και δεν μας καταλαβαίνει.

Γυρεύουν οι άλλοι μαλάματα και κοσμήματα, όμως σε μας αρκεί των στίχων το χρυσάφι

και μια επίμονη ρίμα που σφυρίζει ολοένα στο μυαλό μας κι επιμένει.

 

Δεν ξέρουμε καν γιατί γράφουμε και στριφογυρίζουμε στ’ άδειο μας σπίτι

και δεν μπορούμε να χαλαρώσουμε στον καναπέ μας όπως τόσοι και τόσοι,

γιατί είμαστε πάντοτε ανήσυχοι κι η κάθε μέρα μοιάζει άδεια και μας πλήττει

και γυρεύουμε επίμονα μέσα στην τρέλα και τη φαντασία μας για κάποιον που θα ενδώσει.

 

Τεντώνουμε  για χρόνια και χρόνια το στίχο, απαγγέλλοντας διαρκώς από στήθους,

τον φτάνουμε ως τα όρια της αναπνοής μας κι αρχίζουμε πάλι

κι όλο παλεύουμε για να γκρεμίζουμε και να χτίζουμε μύθους,

να κυνηγάμε φαντάσματα κι ανεμόμυλους στου χρόνου την ανεμοζάλη.

 

 

Προηγούμενο άρθροΔυο φίλοι του “Α” υποψήφιοι για το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρ.Ένωσης
Επόμενο άρθροΗ γλώσσα των δέντρων (μεγαλοσαββατιάτικο διήγημα του Ευάγγελου Αυδίκου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ