της Δήμητρας Ρουμπούλα
«Υπάρχουν τόσοι κανόνες, που μερικές φορές κάποιους τους παραμελούμε. Είναι η ανθρώπινη φύση…»
Ο Βρετανός συγγραφέας Γκράχαμ Γκρην έχει προσφέρει αρκετά μυθιστορήματα με πολιτικό χαρακτήρα και ένα στυλ που καθορίζει τη διττότητα της αισθητικής του, σαν δημιουργός των γρήγορων κατασκοπικών θρίλερ και συγγραφέας που συνδυάζει την υψηλή λογοτεχνία με τη λαϊκή, εφαρμόζοντας νεωτεριστικές τεχνικές και εστιάζοντας στα μεγάλα γεγονότα του 20ού αιώνα. Πάντα μέσα από μια σύγχρονη οπτική ηθικής που χαλάει τη συνταγή της ρομαντικής αντίληψης για τον μυστικό πράκτορα τύπου Τζέιμς Μποντ. Ο πρωταγωνιστής του Γκράχαμ Γκρην, Κάσελ, σατιρίζει την «αδιάφορη» εξωτερική πολιτική κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και την κεντρική εξουσία που επιβραβεύεται από ένα συλλογικό εγωϊσμό. Όπως και ο Ντέιντρι, ένας άλλος ξεχωριστός χαρακτήρας στον Ανθρώπινο παράγοντα, έχει εκπαιδευτεί ώστε να είναι εξαρτημένος από αυτό που λέμε «κάνω το καθήκον μου», τις επαγγελματικές υποχρεώσεις που του έχει επιβάλει το κράτος, άρα καλείται να μην έχει ανεξάρτητη σκέψη ή να λαμβάνει αποφάσεις σύμφωνα με την προσωπική ηθική του.
Ο ανθρώπινος παράγοντας, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πόλις», ισορροπεί ανάμεσα στο δίλημμα του κεντρικού ήρωα για πίστη στο εθνικό συμφέρον ή στον άνθρωπο και την αξιοπρέπεια. Σε αντίθεση με τον Ίαν Φλέμινγκ, δημιουργό των κατασκοπικών μυθιστορημάτων με ήρωα τον Τζέιμς Μποντ, που έχει δημιουργήσει ένα λογοτεχνικό σύμπαν για να βοηθήσει τους ανθρώπους να ξεφύγουν από την πραγματικότητα, ο Γκρην χρησιμοποιεί πραγματικό ιστορικό χώρο και λογοτεχνική φαντασία για να δημιουργήσει ένα «παγκόσμιο χωριό» το οποίο αφορά τους πάντες. Διαδραματίζεται στην καρδιά της ψυχροπολεμικής περιόδου (εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1978), εξελίσσεται κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία, στη Νότια Αφρική της αποικιοκρατίας και του απαρχάιντ, αλλά και στη Μόσχα, ενώ στην πλοκή του εμπλέκονται οι ΗΠΑ και η Κίνα.
Με αυτό το μυθιστόρημά του ο Γκρην από τη μια επικρίνει την παράλογη και απάνθρωπη πολιτική λογική στον κόσμο της κατασκοπείας και από την άλλη εκφράζει τη συμπάθειά του στον Κάσελ που αγωνίζεται να παραμείνει ανθρώπινος μέσα σε ένα πανίσχυρο σύστημα. Δεν παραλείπει βέβαια να επισημάνει την αφέλεια του πρωταγωνιστή του ο οποίος προσπαθεί να απομονώσει την προσωπική του ζωή από τα γρανάζια της πολιτικής και τους αυστηρούς κανόνες του επαγγέλματός του ως μυστικός πράκτορας.
Ο κεντρικός ήρωας Μορίς Κάσελ δεν είναι ένα αθώο άτομο. Φαινομενικά ήσυχος πράκτορας, ανήκει για πολλά χρόνια στη ΜΙ6 με πεδίο δράσης στην Αφρική, συγκεκριμένα στην Πρετόρια. Όταν επιστρέφει στα κεντρικά γραφεία του Λονδίνου «προδίδει». Προδίδει εν γνώσει του. Σχεδιάζει μεθοδικά τη διαφυγή του, μέχρι οι Σοβιετικοί να τον βοηθήσουν να φτάσει στη Μόσχα. Υπόσχεται στη σύζυγό του Σάρα ότι δεν θα αυτοκτονήσει, αφού θα συναντηθούν ξανά.
Γιατί «προδίδει»; Γιατί γίνεται διπλός πράκτορας, θυμίζοντας τον πολυσυζητημένο Κιμ Φίλμπι, προϊστάμενο του Γκράχαμ Γκρην όταν υπηρετούσε τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου – εμπειρίες που τροφοδότησαν πολλά βιβλία του; Από πολιτική πεποίθηση; Ποτέ δεν ήθελε να καταλήξει στη Μόσχα, ούτε είναι μαχητής κομμουνιστής. Έκανε πολλά για να βοηθήσει τους κομμουνιστές στην Αφρική, αλλά μόνο στην Αφρική. Και για να σώσει τη Σάρα που είχε ερωτευθεί, και αργότερα παντρεύτηκε, μια έγχρωμη γυναίκα από τη φυλή Μπαντού, και τον γιό της Σιν, που κινδύνευαν από την BOSS (κρατική ασφάλεια των Αφρικάνερς μεταξύ 1969 και 1980). Το «ανθρώπινο πρόσωπο του κομμουνισμού», όπως ομολογεί, το είδε μόνο μια φορά, στο πρόσωπο του κομμουνιστή δικηγόρου Κάρσον, ο οποίος ως σύνδεσμος των μυστικών σοβιετικών υπηρεσιών στη Νότια Αφρική οργάνωσε τη φυγάδευσή τους στην Αγγλία μέσω Μοζαμβίκης και Σουαζιλάνδης. «Ένα είδος κομμουνισμού – ή κομμουνιστή – έσωσε κι εσένα με τον Σάμ. Δεν πιστεύω ούτε στον Μαρξ, ούτε στον Λένιν, αλλά δεν πιστεύω ούτε στον Άγιο Παύλο», λέει κάποια στιγμή στη Σάρα. Σε άλλο σημείο παραδέχεται ότι για ένα κατάσκοπο τόσο ο έρωτας όσο και το μίσος αποτελούν «ελαττώματα».
Στα κεντρικά γραφεία πλέον στο Λονδίνο και υπεύθυνος του τμήματος για την Αφρική, ο Κάσελ έρχεται αντιμέτωπος με τον έλεγχο της υπηρεσίας για μια διαρροή άκρως απόρρητων πληροφοριών, σχετική με μια μυστική οικονομική επιχείρηση πάντα στη Νότια Αφρική, με την ονομασία Uncle Remus, που θα προκαλέσει τον θάνατο χιλιάδων ανθρώπων, στην οποία συνεργάζονται η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ. «Καμιά φορά, η είδηση ότι υπήρξε διαρροή είναι πιο ζημιογόνα απ΄ την ίδια τη διαρροή». Η καχυποψία και η ανασφάλεια σκιάζουν το εργασιακό περιβάλλον του φιλήσυχου Κάσελ, ο οποίος ονειρεύεται τη στιγμή που θα ζει κανονικά, μακριά από την πίεση του απόρρητου και της μυστικότητας, από «τον τρομακτικό κόσμο με τις μεγάλες σιωπές». ‘Έχει ήδη συμπληρώσει τριάντα χρόνια στην υπηρεσία, ενώ τα τελευταία επτά ζει μαζί με τη Σάρα και τον Σαμ στο ασφαλές Μπέρκαμστεντ (γενέτειρα του συγγραφέα) και πηγαινοέρχεται στο γραφείο του στο Λονδίνο.
Στον καμβά της αφήγησης βασικά πρόσωπα εμφανίζονται σταδιακά και πλάθονται με μαεστρία, στοιχειοθετώντας εκτός των άλλων ένα μυθιστόρημα χαρακτήρων με έντονες ψυχολογικές διακυμάνσεις για τον καθένα: Ο πιο συμπαθής, ο Ντέιβις, βοηθός του Κάσελ, εργένης, με πάθη και αποτυχημένους έρωτες, αριστερές απόψεις και αμυντικό χιούμορ, εθισμό στο αλκοόλ και τον τζόγο, προσωποποίηση της αθωότητας, με μοναδικό παράπτωμα ότι παίρνει έγγραφα στο σπίτι για να μελετήσει και γι΄ αυτό στοχοποιείται. Ο μοναχικός ύστερα από τη διάλυση του γάμου του συνταγματάρχης Ντέιντρι, με υψηλό αίσθημα του καθήκοντος που συγκρούεται με τον επίσης υψηλό κανόνα συνείδησης. Ως πράκτορας «σκούπα» αναλαμβάνει να διαλευκάνει την υπόθεση, να ανακαλύψει τον διπλό πράκτορα που διαρρέει πληροφορίες στους Ρώσους. Ο αδίστακτος και κυνικός γιατρός Πέρσιβαλ, συνεργάτης των μυστικών υπηρεσιών και μάστορας στις βρώμικες δουλειές. Ο επικεφαλής ολόκληρης της υπηρεσίας, αρχικατάσκοπος C, διχασμένος ανάμεσα στην Αφρική που κάποτε αγάπησε ως αποικιοκράτης και τον άκρατο συντηρητισμό του, που λαμβάνει τις αποφάσεις σύμφωνα με τη διαίσθησή του. Τέλος, ο αντιπαθητικός Μίλερ, ένας από τους επικεφαλής της BOSS, παλιός γνώριμος και εχθρός του Κάσελ, καθώς τον εκβίαζε επειδή παραβίασε «τους ρατσιστικούς κανόνες» και παντρεύτηκε μια Μπαντού.
Όταν, μετά από ίντριγκες και δολοπλοκίες, που αριστοτεχνικά υφαίνει ο συγγραφέας, ο Κάσελ με τη βοήθεια των συνδέσμων του διαφεύγει στη Μόσχα, συνειδητοποιεί ότι οι διαρροές του εξυπηρετούσαν μόνο τον έλεγχο ταυτότητας ενός άλλου πράκτορα, σημαντικότερου από τον ίδιο. Μια «ωραιότατη εξαπάτηση» προς τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες εκ μέρους των Σοβιετικών. Δεν έχει παρά να ελπίζει ότι οι τελευταίοι θα πραγματοποιήσουν την υπόσχεσή τους να φέρουν κοντά του τα αγαπημένα του πρόσωπα.
Όσοι έχουν διαβάσει τον Ανθρώπινο παράγοντα θα καταλάβουν αυτό το απερίγραπτο συναίσθημα της βασανιστικής ελπίδας, ασχέτως αν στο επάγγελμα του μυστικού πράκτορα δεν χωράει ούτε η ελπίδα ούτε η απελπισία. «Η ελπίδα δεν είχε καμία θέση εδώ – ούτε η απελπισία. Και τα δύο είναι συναισθήματα που μπορούν ν΄ αποσυντονίσουν τη σκέψη». Η τελική έκβαση του μυθιστορήματος, με τον Κάσελ σε ένα μοσχοβίτικο διαμέρισμα, διαβάζοντας τον «Ροβινσώνα Κρούσο», να περιμένει τηλεφώνημα από τη Σάρα και όταν αυτό συμβαίνει εκείνη να του λέει, πριν η γραμμή νεκρώσει, «Μορίς, σε παρακαλώ, μη σταματάς να ελπίζεις», δίνει την εντύπωση ότι μπορεί κανείς να ξεφύγει από τα γρανάζια, ότι τελικά η λογική μπορεί να γεφυρώσει την πράξη με τις συνέπειές της, ότι έχει κανείς τη δυνατότητα να επιλέξει. Είναι όμως έτσι;
Πίσω από τις λεπτές αποχρώσεις στη γραφή του Γκράχαμ Γκρην, πέρα από τις αποστροφές του που δηλώνουν τη σύγκρουση ανάμεσα στην προσωπική ηθική και το εθνικό συμφέρον, ανάμεσα στα συναισθήματα και τη λογική, ή τα σχόλιά του για τον ρατσισμό και τη σκοτεινή ιστορία της αποικιοκρατίας στην αφρικανική ήπειρο, υπάρχει ο ανθρώπινος παράγοντας, η ανθρώπινη κατάσταση που επιβάλει καμιά φορά να προδώσεις από ευγνωμοσύνη. Ο Κάσελ έφτασε στη διαρροή σαν αντάλλαγμα στη βοήθεια που του παρείχαν για να σωθεί η Σάρα. Οι άνθρωποι για τον Γκρην οφείλουν να αντιμετωπίζουν τα ανθρώπινα ελαττώματα και να διαμορφώνουν εκείνους τους ανθρώπινους παράγοντες που εξυπηρετούν το καλό.
Και από αυτό το μυθιστόρημα δεν λείπει το θέμα του καθολικισμού, όπως και η αμφιθυμία του συγγραφέα ως προς την αλήθεια του δόγματος. Είναι χαρακτηριστικός ένας διάλογος ανάμεσα στον Κάσελ και έναν ιερέα, όταν ο πρώτος νιώθει την (θεραπευτική) ανάγκη να μιλήσει: «Είσθε εδώ για να μιλήσετε στον Θεό». «Όχι. Είμαι εδώ μόνο για να μιλήσω» … «Γονατίστε, άνθρωπέ μου! Τι σόι Καθολικός νομίζετε πως είστε;» «Δεν είμαι Καθολικός». «Τότε τι δουλειά έχετε εδώ;» «Θέλω να μιλήσω. Αυτό μόνο»… «Σπαταλάτε το χρόνο μου», είπε ο ιερέας. «Δεν ισχύει το απόρρητο της εξομολόγησης και για όσους δεν είναι Καθολικοί;» «Να πάτε σε ιερέα της δικής σας Εκκλησίας». «Δεν έχω Εκκλησία». «Τότε νομίζω πως χρειάζεστε γιατρό», είπε ο ιερέας κλείνοντας το πορτάκι, κι ο Κάσελ βγήκε από το εξομολογητήριο.
Δεν λείπει επίσης η «ροπή του προς τη συμπόνια, από έναν ιδεατό κομμουνισμό, περισσότερο χριστιανικό παρά κομμουνιστικό», όπως έχει γράψει ο Τζον Άπνταϊκ. «Μονάδα του είναι το άτομο, όχι η οποιαδήποτε κοινωνική τάξη». Με αριστερές πεποιθήσεις αλλά με έντονες αμφιβολίες, ο ίδιος ο Γκράχαμ Γκρην έχει πει: «Νομίζω ότι ένας κομμουνιστής οφείλει να έχει αμφιβολίες, όπως και εμείς οι καθολικοί έχουμε τις δικές μας. Και πιστεύω πως μπορούμε να προσεγγίσουμε ο έναν τον άλλο μέσα από τις αμφιβολίες μας. Έργο του αφηγητή ιστοριών είναι να λειτουργεί ως δικηγόρος του διαβόλου. Να προκαλεί συμπάθεια και κατανόηση για όσους βρίσκονται πέραν της επιδοκιμασίας του κατεστημένου».
Ο Ανθρώπινος παράγοντας διατηρεί τη στιβαρή χωρίς στολίδια γνωστή πρόζα του συγγραφέα, καθώς και τις καθαρές σκηνές, δεξιοτεχνικά φωτισμένες όπως στον καλό κινηματογράφο, χαρακτηριστικά που αποδίδονται θαυμάσια στη μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη.
info: Γκράχαμ Γκρην,Ο ανθρώπινος παράγοντας, εκδ. «Πόλις», μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, σελ. 370