του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
Ο Πέδρο Λεμεμπέλ γεννήθηκε στο Σαντιάγο στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και πέθανε τον Ιανουάριο του 2015. Έζησε τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια σε φτωχικές και άκρως περιθωριοποιημένες συνοικίες. Παρακολούθησε Τεχνικό Λύκειο και σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία του Πανεπιστημίου της Χιλής, για να απολυθεί εν συνεχεία από δύο σχολεία όπου εργαζόταν ως καθηγητής, κατά πάσα πιθανότητα λόγω του ασυμβίβαστου χαρακτήρα και της εμφάνισής του. Ο Λεμεμπέλ ήταν εξεγερμένος χρονικογράφος, ακτιβιστής με ζωντανή καλλιτεχνική συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα της χώρας του, κομμουνιστής, όσο το επέτρεπε (αν το επέτρεπε) ο πουριτανισμός της Αριστεράς της εποχής του, καθώς και παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών με παρεμβατικό χαρακτήρα, έχοντας γράψει ένα και μοναδικό μυθιστόρημα, το Φοβάμαι, ταυρομάχε.
Βρισκόμαστε στη Χιλή του 1986. Ο Αουγούστο Πινοτσέτ βλέπει τη δικτατορία του να πνέει τα λοίσθια ενώ το Πατριωτικό Μέτωπο Μανουέλ Ροδρίγκες προετοιμάζει απόπειρα εναντίον του. Μέσα σε ατμόσφαιρα απόλυτης τρομοκρατίας στις φτωχογειτονιές της πρωτεύουσας, που παίρνει φωτιά από τις κινητοποιήσεις και τις διαμαρτυρίες, οι αντικαθεστωτικοί αντάρτες προσπαθούν να κρύψουν τον οπλισμό τους σε ασφαλείς χώρους. Σε έναν αντίστοιχο χώρο ζει η Τρελή, ένας μεσόκοπος ομοφυλόφιλος, που περνά τις μέρες του κεντώντας τραπεζομάντιλα και ακούγοντας παθιασμένα μπολέρο. Κάποια στιγμή ο ίδιος θα δεχτεί να φυλάξει στο σπίτι του ορισμένα μυστηριώδη κιβώτια τα οποία μεταφέρει εκεί ο Κάρλος, ένας γοητευτικός φοιτητής – κι έτσι ξεκινάει η διαπλοκή έρωτα και πολιτικής σε μιαν αφήγηση που δεν ξεχωρίζει ποτέ το ένα από το άλλο ενόσω δεν εννοεί να καπελώσει πολιτικά τον έρωτα και να ερωτοτροπήσει πιασάρικα (μέσω εύκολων σχημάτων ή ιδεολογικών κομπασμών) με την πολιτική. Αυτό είναι το ιστορικό και το μυθοπλαστικό πλαίσιο του μυθιστορήματος. Για την πολιτικοκοινωνική και την ταξική του διάσταση ή για τη θέση του στην queer και όχι στην απλώς ομοφυλοφιλική λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής (για όλα δηλαδή τα θεμελιώδη ζητήματα του Λεμεμπέλ στο μοναδικό μυθιστορηματικό του έργο) αρκούν όσα διεισδυτικά, και άκρως διαφωτιστικά, έχει γράψει η Κωνσταντίνα Κορρυβάντη στον Αναγνώστη, πριν από ένα εξάμηνο. Επανερχόμενος τώρα στο βιβλίο, με αφορμή το Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης ΛΕΑ (Λογοτεχνία εν Αθήναις), που απονεμήθηκε στα τέλη Σεπτεμβρίου στον μεταφραστή του Κώστα Αθανασίου (Φοβάμαι, ταυρομάχε, εκδόσεις Καστανιώτη, 2021), θα προσπαθήσω να μιλήσω για το γλωσσικό και το αφηγηματικό πανηγύρι το οποίο στήνει στις σελίδες του ο Λεμεμπέλ – και το οποίο φτάνει με όλη την επινοητικότητα της τεχνικής του και την εκφραστική του φόρα μέχρι εμάς χάρη στη βραβευμένη μετάφραση.
Τι ακριβώς είναι η γλώσσα με την οποία εκφράζεται ο Λεμεμπέλ; Μα, ισπανικά της Χιλής με επιρροές από την ινδιάνικη φυλή Μαπούτσε, από την οποία προερχόταν ο ίδιος, αλλά από τις κοινωνικές ιδιολέκτους του περιθωρίου, των ταξικά παρεμποδισμένων, των φτωχών των λαϊκών συνοικιών του Σαντιάγο, των ομοφυλόφιλων και των τραβεστί. Και επίσης ισπανικά τροφοδοτημένα από τους γλωσσικούς κώδικες της πολιτικής αντίστασης στη δικτατορία του Πινοτσέτ και στο άκαμπτο κοινωνικό καθεστώς το οποίο επικράτησε στη Χιλή μετά τη δολοφονία (κατ’ επανάληψη αμφισβητηθείσα) του προέδρου Σαλβαδόρ Αλιέντε το 1972. Και τι ακριβώς κάνει με αυτή τη γλώσσα ο Λεμεμπέλ; Πρωτίστως, θα έλεγα, ποίηση – όχι με την έννοια πως έχει ποιητικό ύφος ή πως ποιητικίζει, αλλά με την έννοια ότι χτίζει το απέραντο σύμπαν της ερωτικής επιθυμίας ή ότι σκιαγραφεί το πολυάνθρωπο κλίμα και τον μητροπολιτικό αέρα που φυσάει στους δρόμους του Σαντιάγο μέσω μιας έντονα υποβλητικής ατμόσφαιρας. Είναι μια ατμόσφαιρα που τρέφεται από το σώμα και από τον χρωματισμό των αισθημάτων, μια μέθοδος υποβολής η οποία εδράζεται σε όσα ακούει να λέγονται καθημερινά τριγύρω του ο συγγραφέας, αλλά και στα κενά ή στις σιωπές των μυστικών τα οποία φωλιάζουν σε κάθε δραματικά ερωτευμένη καρδιά.
Δραματικά ερωτευμένη καρδιά; Ναι, η Τρελή παθιάζεται για τα μπολέρο, λατρεύει τον αργό ρυθμό και τη γλύκα τους γιατί τρελαίνεται για τον χορό και τη θεατρική σκηνή, γιατί της αρέσει να οργανώνει όπερες ερωτικής έξαψης και οργής με υπερτονισμένη πάντοτε εκφορά λόγου, δηλαδή μελοδραματικές. Το μελό έχει στιλ, είναι ένα μέσο, το πιο αποτελεσματικό ίσως, προκειμένου να διεκδικήσει τον έρωτά της. Η Τρελή, όμως, καθώς μπερδεύεται στα πολιτικά πόδια του εραστή της (ή καθώς τα πολιτικά πόδια του Κάρλος μπουρδουκλώνουν τα δικά της), αποκτά και πολιτική γλώσσα: είναι η γλώσσα των αποκηρυγμένων, των πάμφτωχων ομοφυλόφιλων, εκείνων που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, που καταλαβαίνουν πως οι πολιτικές, οι οικονομικές και οι σεξουαλικές εξουσίες τούς έχουν αποκλείσει από παντού – κι όταν παριστάνει πως δεν έχει ιδέα για την πολιτική δράση του αγαπημένου της, δεν ξεκόβει από την πολιτική, τη βάζει στην άκρη γιατί εκείνο που προέχει είναι η γλώσσα την οποία μιλούν το κορμί και η ψυχή της για τον Κάρλος. Η Τρελή είναι όντως queer, «αδελφή», αλλά και παράξενη, ασύμβατη προσωπικότητα σε ιλιγγιώδη απόκλιση από το οιοδήποτε κοινό μέτρο. Και κανένα συντεταγμένο πολιτικό κίνημα, όπως και κανένα οργανωμένο ομοφυλοφιλικό κίνημα, δεν μπορεί να συναισθανθεί τη γλώσσα της.
Η Τρελή προσφωνεί τον εαυτό άλλοτε με αρσενικό και άλλοτε με θηλυκό προσδιορισμό, έχοντας την υποστήριξη ενός όχι ενός τριτοπρόσωπου, αντικειμενικού αφηγητή, αλλά του ελεύθερου πλάγιου λόγου του Λεμεμπέλ, που επιδιώκει –και το πετυχαίνει από την πρώτη μέχρι και την τελευταία αράδα- να απελευθερώσει εκρηκτικά την υποκειμενικότητά της. Ο Λεμεμπέλ τη θέλει θηλυκό και αρσενικό μαζί, επιτρέποντάς της να μονολογεί με τις ώρες, ακόμα κι αν απευθύνεται στις φίλες της και στον εραστή της, οι οποίοι σπεύδουν να πιαστούν από μιαν άκρη του υφαδιού το οποίο υφαίνει ακούραστα για να προχωρήσουν την κουβέντα μαζί της. Το ανάλογο συμβαίνει με τη γυναίκα του Πινοτσέτ, σε μια μνημειώδη λογοδιάρροια προς τον σύζυγό της, που πάντως παραμένει, από απέχθεια, πεισματικά σιωπηλός, ενόσω τρέχουν οι διαφορετικοί χώροι του σιδηρόφρακτου περιβάλλοντος της δικτατορίας και του άστατου περίγυρου του Πατριωτικού Μετώπου Μανουέλ Ροδρίγκες και του Κάρλος μέχρι να συναντηθούν και να αγκαλιαστούν αντιθετικά στην επιχείρηση εξόντωσης του κορυφαίου της στρατοκρατίας. Να προσθέσω πως τα όρια μεταξύ διαλόγου και αφήγησης καταρρέουν εσκεμμένα σε όλο το μήκος του Φοβάμαι, ταυρομάχε, και πως το ποιος μιλάει εκάστοτε σε ένα τόσο περίτεχνο πλεκτό αποτελεί ένα σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες. Αυτός, όμως, είναι ο Λεμεμπέλ, και η γλώσσα του, και ο κόσμος του, αυτά είναι τα αφηγηματικά, τα γλωσσικά και τα γλωσσοπλαστικά του τεχνάσματα. Το επίμετρο, άλλωστε, του Αθανασίου τα λέει όλα – απείρως περισσότερα απ’ όσα πρόλαβα να σημειώσω εδώ. Το ίδιο και τα κοπιώδη έργα -τώρα μπορούμε να το αντιληφθούμε εις βάθος- που ανέλαβε η μετάφρασή του.
Πέδρο Λεμεμπέλ, Φοβάμαι, ταυρομάχε, μτφρ. Κ. Αθανασίου, Καστανιώτης