Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Τι είναι και τι δεν είναι κόλαση  (του Γιάννη Ν. Μπασκόζου)

0
493

 

του Γιάννη Ν. Μπασκόζου

 

Ο εξέχων (για πολλούς ο καλύτερος σήμερα) διηγηματογράφος Γιώργος Σκαμπαρδώνης με τα τελευταία του μυθιστορήματα πλέκει τον δικό του μύθο ως εξαίρετος αφηγητής μεγάλων ιστοριών. Με τα μυθιστορήματα Casa Μπιάφρα, Ο Υπουργός της νύχτας και τον Ήλιο με ξιφολόγχες στήνει ιστορίες γύρω από αυτό που αγαπάει πιο πολύ: την πόλη του, τη Θεσσαλονίκη. Θυμίζει τον Μέγα Χαν που στις Αόρατες πόλεις του Ίταλο Καλβίνο κάποια στιγμή ξεφυλλίζοντας χάρτες με διάφορες πόλεις αναρωτιέται : ”Όλα είναι ανώφελα, αν ο τόπος της τελικής άφιξης δεν μπορεί παρά να είναι η κολασμένη πόλη κι είναι εκεί που μας τραβάει το ρεύμα, με κύκλους που όλο και στενεύουν”. Για να του απαντήσει ο Μάρκο Πόλο : « ψάξε και μάθε ν’ αναγνωρίζεις ποιος και τι στην μέση της κόλασης, δεν είναι κόλαση κι αυτά κάνε να διαρκέσουν, δώσε τους χώρο». Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης αφηγείται στο διάβα του χρόνου τις ιστορίες που διαμορφώνουν την «κόλαση» της Θεσσαλονίκης, αυτής της πολύ-πολιτισμικής, πολυδυναμικής, αταξινόμητης εθνικά πόλης και σταυροδρόμι ιστορικών διεργασιών με αβέβαιες καταλήξεις,  αναζητώντας τελικά “τι δεν είναι κόλαση μέσα σε όλα αυτά”.

Ο αφηγηματικός χρόνος  στο μυθιστόρημα Ήλιος με ξιφολόγχες είναι σχεδόν μόνον μία χρονιά, το 1931. Στην πόλη δρουν φυγόκεντρες δυνάμεις σαν τις ξιφολόγχες που εξακτινώνονται στο στρατιωτικό έμβλημα που δεσπόζει στο αρχηγείο του στρατού. Κομμουνιστές ορθόδοξοι, αρχειομαρξιστές, εθνικιστές πολλών μορφών, αυτονομιστές, εβραίοι συντηρητικοί, επήλυδες πρόσφυγες- χωρισμένοι και αυτοί πολιτικά, φιλοβασιλικοί, βενιζελικοί, αριστεροί, κοσμοπολίτες επιχειρηματίες, ιταλοί φασίστες, βούλγαροι φασίστες, υπόκοσμος που τα έχει καλά με όλους αλλά διάγουν έναν εσωτερικό εμφύλιο και φυσικά υπάρχει το βενιζελικό κράτος και η προσπάθεια του να κρατά ισορροπίες ανάμεσα σε όλους αυτούς, συναλλασσόμενο πότε με τους μεν και αλλού με τους δε και κάποτε με όλους μαζί. Καθοριστικό ρόλο στην ιστορία θα παίξει η Τρία Ε (Εθνική Ένωσις «Ελλάς»), αντι- σιωνιστική, αντικομουνιστική  οργάνωση που θα συνδιαλλαγεί και με τους βενιζελικούς.

Την παρακολούθηση όλων αυτών έχει αναλάβει ο Γόρδιος Κλήμεντος, επικεφαλής της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας του 2ου Επιτελικού Γραφείου Πληροφοριών του Τρίτου Σώματος Στρατού. Κινούμενος στο παρασκήνιο θα διεξάγει μυστικές συνήθως συνομιλίες με όλα τους ενδιαφερόμενους σε μια προσπάθεια επίτευξης ισορροπιών που θυμίζουν σχοινοβάτη χωρίς σύρμα ασφαλείας.

Σημείο ένα : Το μυθιστόρημα αυτό έχει μια από τις  πιο πρωτότυπες αρχές που έχω διαβάσει:  Μια γριά βάζει φωτιά σε έναν ποντικό και αυτός καιόμενος με τη σειρά βάζει φωτιά στο διπλανό σπίτι ενός εβραίου, συνεργάτη του Κλήμεντου, όπου εκεί μαζί με το πτώμα θα βρεθούν φυλλάδια κομμουνιστικών οργανώσεων, προκηρύξεις και χρυσές λίρες. (Σημείωση: μέχρι τέλος του βιβλίου μόνον ο αναγνώστης γνωρίζει πώς μπήκε η πυρκαγιά στο σπίτι του εβραίου, θα κλείσει το βιβλίο και οι ήρωες του δεν θα το μάθουν ποτέ).

Σημείο δύο : Ο χώρος είναι η πόλη της Θεσσαλονίκης αλλά για να κυριολεκτώ είναι η κουλτούρα της: φτωχικές παράγκες και κοσμοπολίτικες δεξιώσεις, θρησκευόμενος φανατισμός και τα πρώτα μπάνια γυμνιστών, χοντρά ντρίλινα ρούχα και η τελευταία μόδα της ωτ κουτυρ, ρεμπέτικα και γαλλικά σανσόν, Μάρκος και Μάλερ, ποδήλατα και οι πρώτες μηχανές. Η παρουσίαση της πολιτισμικής βεντάλιας είναι εξίσου δυνατή με το πολιτικό μπακγκράουντ της ιστορίας, καθώς έρχεται να συμπληρώσει τις χαρακτηριολογίες των ηρώων.

Σημείο τρία : Ο έρωτας τέλος είναι το κινούν στοιχείο της ιστορίας που αφηγείται ο συγγραφέας. Ο Γόρδιος Κλήμεντος ερωτεύεται την Ντανιέλ Μελισσηνού. Μια ελευθεριακή της εποχής κοπέλα, κόρη μεγαλοβιομήχανου. Όμορφη, σχεδόν εξωτική, οδηγεί μια μοτοσυκλέτα Χάρλεϊ Ντάβινσον και μένει στη λεωφόρο των Εξοχών, το καλύτερο σημείο της πόλης.  Ο έρωτας τους κινείται μυστικά, στα σοκάκια και στα μικρά ταξίδια εκτός της πόλης. Οι συνευρέσεις τους γίνονται στο σπίτι του Γόρδιου, έμπλεες πάθους.

Ειδικά:  Οι ερωτικές σκηνές γνωρίζουμε όλοι ότι είναι οι πιο δύσκολες να περιγραφούν (ίσως γιατί σημασία έχει να τις ζεις). Ο Σκαμπαρδώνης αναδεικνύει εδώ ένα πολύπλευρο ταλέντο, να περιγράφει χωρίς τα γνωστά κλισέ ερωτικές σκηνές γεμάτες αισθησιασμό. Ξεχωρίζω το φετίχ του Κλήμεντου που είναι τα πέλματα της ερωμένης του, μια από τις καλύτερες σκηνές του μυθιστορήματος. Θα κόψει τα νύχια της Ντανιέλ και θα φυλάξει τις «μικρές ημισέληνους» σε ένα κουτάκι αλαβάστρινο με γυάλινη επιστίλβωση.

Σημείο τέσσερα : Ξεχωριστό κομμάτι της αφήγησης καταλαμβάνει η ιστορία του υπόκοσμου. Είναι συλλεκτική, καθαρά κινηματογραφική (τύπου Σκορτσέζε),  η σκηνή που ο Κλήμεντος επισκέπτεται τον πιο επιβλητικό αρχηγό του υποκόσμου, τον  Άλκη Πέτσα. Το σουλτανικό σαλόνι, η φωτογραφία του Βενιζέλου πάνω από το κεφάλι του Πέτσα με την επιγραφή «Ο Σωτήρ της φυλής», τα εδέσμστα στο τραπεζάκι, μπακλαβάδες, τουλούμπες, ρακί και πλάι τους το πιστόλι Colt.  Στη συζήτηση τους πέρα από το αλισβερίσι θα κάνουν και μία συζήτηση για γυναίκες, ενδεικτική του ποια ήταν η θέση της γυναίκας εκείνη την εποχή από τη μεριά των αρσενικών της πιάτσας.  Κινηματογραφικά επίσης παρουσιάζει τα λαδάδικα, τις ανθρώπινες (;) υπάρξεις που τις κατοικούν : «μυρεψοί, αργυραμοιβοί, τυροκόμοι, ψιλικατζήδες, αλλαντοπώληδες, στραγαλατζήδες, χαρτοπώληδες έχουνε φύγει εδώ και καμιά ώρα για τα σπίτια τους. Τώρα στα στενοδρόμια κυκλοφορούν μούτρα, αιμοσταγείς φάτσες, μαχαιροβγάλτες που περπατούν σύρριζα στους τοίχους και κοιτάζουν μοχθηρά, μικροαπατεώνες που αναζητούν επαρχιακά κορόιδα. Και δράκοι, ύαινες, φουκαράδες και τσακάλια της νύχτας […] Μεσόκοπες γυναίκες, στημένες στις γωνιές, τσακισμένες, κρατώντας μισοεξαρθρωμένες ομπρέλες ψάχνουν για πελάτες. Ηλικιωμένοι σκυφτοί ομοφυλόφιλοι σταμπάρουν λοξοπατώντας φαντάρους και ναύτες».

Σημείο πέντε: Η μόδα. Νομίζω χωρίς τις αναλυτικές περιγραφές της μόδας το μυθιστόρημα θα ήταν λειψό. Ο Σκαμπαρδώνης σε συνέντευξη του στην Σώτη Τριανταφύλλου είχε επικαλεστεί τη ρήση της Κοκο Σανέλ «Μια γυναίκα χωρίς άρωμα, είναι μια γυναίκα χωρίς μέλλον». Στην ίδια συνέντευξη περιγράφει τη μόδα του μεσοπολέμου : “Ειδικά η μόδα του μεσοπολέμου, ανδρική και γυναικεία, το μακιγιάζ, το μέικ απ, οι πρώτες ψεύτικες βλεφαρίδες, τα κορσάζ, οι ζαρτιέρες, τα καλσόν από μετάξι, τα βαθυκόκκινα κραγιόν, το φρύδι-γραμμή φτιαγμένο με μολύβι άνθρακα, τα καπέλα και το βέλο με πουά, έδιναν μιαν άλλη διάσταση στην libido και στην ερωτική διαθεσιμότητα (disponibilité érotique). Δεν είχαν γίνει, ακόμα, όλα νοβοπάν. Το μυστήριο και η διακριτική, ευγενής, εκλεκτή ευωδία του σώματος, τα αρώματα, προσκαλούσαν σε φλερτ, επέτειναν την επιθυμία, το πάθος, την μαγγανεία, το ερωτικό παίγνιο”.

Σημείο έξη: Η ποίηση. Ο Σκαμπαρδώνης πάντα είχε στη γραφή του μια ποιητική φλέβα που αρδευόταν από τους μυστικούς της Θεσσαλονίκης (Πεντζίκης, Βαφόπουλος, Καρέλλη, Χριστιανόπουλος) και την βυζαντινή παράδοση. Η ποιητική του γραφή είναι έντονη αλλά χωρίς να δεσπόζει, ακολουθεί σαν άρωμα την αφήγηση και παρεμβαίνει με μεταφορές και παρομοιώσεις εκείνες τις στιγμές που δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Π.χ. «Ταγματάρχα, έχω δυσφορία έμπνευσης», «πικρές σκιές», «ο ουρανός είναι γκρίζος, σεντόνι γηροκομείου», «ο ουρανός είναι ακόμα στενοχωρημένος».

**

Το μυθιστόρημα θα κλείσει με τα γεγονότα στο Κάμπελ. Τη  νύχτα μεταξύ 29 και 30 Ιουνίου 1931, μικρασιάτες πρόσφυγες, έφεδροι του στρατού και εθνικιστές επιτέθηκαν σε εβραϊκούς συνοικισμούς, με κυριότερη την επίθεση στο «Κάμπελ», συνοικισμός των φτωχών εβραίων στην Καλαμαριά. Τα επεισόδια είχαν ως αποτέλεσμα την  έξοδο χιλιάδων Εβραίων από την Θεσσαλονίκη προς τη Παλαιστίνη. Οι όποιες προσπάθειες των βενιζελικών, με τις αυταπάτες τους απέτυχαν να τους προστατέψουν.

Αντί επιλόγου

Δεινός αναγνώστης του κλασικού γαλλικού μυθιστορήματος ο Σκαμπαρδώνης απλώνει το μυθιστόρημά του σαν διάφανο σεντόνι πάνω από την αγαπημένη του πόλη, μέσα από το οποίο διακρίνουμε τους αγαπημένους του ήρωες και σαν άλλος Μάρκο Πόλο ψάχνει να ανακαλύψει «ποιος και τι στην μέση της κόλασης, δεν είναι κόλαση» για «να τους δώσει χώρο».  Ένα ολιστικό, φαντασμαγορικό μυθιστόρημα.

 

 

 

Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Ήλιος με ξιφολόγχες, Πατάκης

Προηγούμενο άρθροΕνδύοντας τη μνήμη με τα έργα των χεριών  (της Μαρίζας Ντεκάστρο) 
Επόμενο άρθροΟδηγός Αποκρυπτογράφησης Βιβλιοπροτάσεων (της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ