Συνέντευξη στην Χριστίνα Σανούδου
Που μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο η απεγνωσμένη ανάγκη του να απαλλαγεί από τη φθορά; Τι ρόλο δύναται να παίξει η τεχνολογία στην κατάκτηση της αθανασίας, και τι τίμημα θα ήμασταν διατεθειμένοι να καταβάλουμε για να κερδίσουμε την αιώνια ζωή στο ψηφιακό σύμπαν; Αυτά είναι μόνο μερικά από τα βαθιά ερωτήματα που θέτει το μυθιστόρημα του Γιώργου Παναγιωτίδη «Ίσος Ιησούς», ένα δυστοπικό, αλληγορικό έργο με έντονες αναφορές στη θρησκεία, τη μυθολογία και τη λογοτεχνική θεωρία. Με αφορμή την επανακυκλοφορία του βιβλίου από τις εκδόσεις Βακχικόν, ο πεζογράφος, ποιητής και διδάσκων δημιουργικής γραφής στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο και το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας μας μιλά για τους κινδύνους της τεχνολογίας, τη σοφία των μύθων και την απόφαση του να εντάξει το συγκεκριμένο μυθιστόρημα στο πλαίσιο της διδακτορικής του διατριβής.
Mε αφορμή την επανακυκλοφορία του «Ίσου Ιησού», υπάρχει κάτι στην ιστορία που θα θέλατε να προσθέσετε ή να… επικαιροποιήσετε;
Το κάθε μυθιστόρημα, πιστεύω, από τη στιγμή που εκδίδεται, από τον συγγραφέα του θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ολοκληρωμένο. Σίγουρα όταν σκέφτομαι ξανά το «Ίσος Ιησούς» έρχονται στο προσκήνιο εκφάνσεις, ποιότητες των χαρακτήρων και ανείπωτα τμήματα της δράσης και της πλοκής, τα οποία όμως δεν θα είχα ποτέ την αγωνία να τα προσθέσω στο κείμενο, αφού είμαι σίγουρος ότι θα βρουν τον δρόμο τους να εκφραστούν στο επόμενο μυθιστόρημα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Στο «Ίσος Ιησούς» υπάρχει ένας τεράστιος όμιλος τεχνολογικών εταιριών, ο οποίος γιγαντώνεται επενδύοντας στην ανάγκη του δυτικού ανθρώπου για ευζωία, για καλή ποιότητα ζωής. Αν επικαιροποιούσα κάτι, λοιπόν, ίσως θα ήταν ο τομέας δραστηριότητας κάποιας εταιρείας του ομίλου, προσθέτοντας μία φαρμακευτική εταιρεία η οποία «εκμεταλλεύεται» κάποια πανδημία για να κερδίσει οικονομική ισχύ και αναγνωσιμότητα.
Θα λέγατε ότι ολοκληρώνοντας το πρώτο διδακτορικό – μυθιστόρημα στη Δημιουργική Γραφή ανοίξατε το δρόμο για τους επόμενους υποψήφιους διδάκτορες/ συγγραφείς στην Ελλάδα;
Το διδακτορικό μου υπήρξε ένα ιδιαίτερα τολμηρό εγχείρημα για τα ελληνικά ακαδημαϊκά δεδομένα. Το μυθιστόρημά μου δεν ήταν παρά ένα μέρος αυτής της προσπάθειας. Υπήρξε όμως έρευνα και θεωρητική αναψηλάφησή του, η οποία διήρκησε περισσότερο χρόνο από όσον χρειάστηκα για τη συγγραφή του. Ποιο ήταν το ζητούμενο; Σαφώς όχι να συναγωνιστώ τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας, τους ακαδημαϊκούς δασκάλους. Σκοπός ήταν να καταδείξω ότι ένας συγγραφέας μπορεί να γράψει λαμβάνοντας υπόψη του και τη θεωρία, ότι αυτή μπορεί να τον βοηθήσει να ελευθερωθεί εκφραστικά ή να ενδυναμώσει τις τεχνικές και τους τρόπους του, ενώ από την πλευρά του το Πανεπιστήμιο έπρεπε να με θέσει υπό την ακαδημαϊκή «προστασία» του χωρίς να με καθοδηγεί ή να με περιορίζει.
Τούτη η πρακτική είναι συνήθης στον Αγγλοσαξονικό ακαδημαϊκό χώρο εδώ και δεκαετίες και στις περισσότερες περιπτώσεις οι αντίστοιχες διατριβές δεν δίνουν έμφαση στη θεωρητική υποστήριξη, αλλά στην σχεδόν εξομολογητική παράθεση, από μέρους του συγγραφέα, στοιχείων της έμπνευσής του, των επηρεασμών του, των τεχνικών του κ.λπ. Εγώ, με την αγαστή συνεργασία του επόπτη της διατριβής, του καθηγητή και ποιητή Τριαντάφυλλου Κωτόπουλου, αποφασίσαμε και διυλίσαμε το μυθιστόρημα με ενδεικτικά μέρη της θεωρίας, ακριβώς γιατί υπήρξε το πρώτο στην Ελλάδα campus novel. Έκτοτε, πολλά λογοτεχνικά κείμενα, συλλογές διηγημάτων, ποιημάτων ή και μυθιστορήματα μικρής έκτασης έχουν αποτελέσει μέρος Διπλωματικών Εργασιών των Μεταπτυχιακών Σπουδών στη Δημιουργική Γραφή. Στο επίπεδο της Διατριβής, με θετική αγωνία αναμένω τόσο τον ή την συγγραφέα, όσο και τον ή την καθηγητή/ τρια που θα το τολμήσουν.
Γιατί έχει μείνει πίσω η εκπαίδευση στη Δημιουργική Γραφή στην χώρα μας; Αλλάζουν τα πράγματα τα τελευταία χρόνια;
Η Δημιουργική Γραφή ως όρος εμπεριέχει σε αδρές γραμμές δύο εξίσου σημαντικές παραμέτρους. Πρόκειται για την προσέγγιση της γραφής μέσα από της εμπειρία του γραψίματος και αντίστοιχα μέσα από την εμπειρία της ανάγνωσης. Η επιτυχία των παραπάνω έγκειται σε ένα καλό εκπαιδευτικό πρόγραμμα, είτε αυτό αφορά στο σχολείο όλων των βαθμίδων, είτε σε ένα εργαστήριο γραφής και φιλαναγνωσίας.
Στην Ελλάδα, θεωρώ ότι υπήρξαν στερεότυπα και κατεστημένα, ίσως επιμένουν ακόμη σε έναν βαθμό, τα οποία δεν επέτρεψαν να αναπτυχθεί νωρίτερα αυτή η διαφορετική προσέγγιση της γραφής και της λογοτεχνίας. Έχουμε πολλούς λογοτέχνες, που αμφισβητούν τις μεθόδους και επιμένουν στην πρωτοκαθεδρία του ταλέντου και της μοναχικής καλλιέργειας, παρότι, στη συνέχεια, πολλοί εξ αυτών εμφανίζονται να οργανώνουν εργαστήρια Δημιουργικής Γραφής και να διδάσκουν χωρίς προηγουμένως να έχουν διδαχθεί.
Από την άλλη πλευρά, ήταν και ίσως παραμένει ιδιαίτερα σκεπτικό το ελληνικό πανεπιστήμιο απέναντι σε συγγραφείς που θα μπορούσε ή θα όφειλε να συμπεριλάβει στο δυναμικό του. Θα πρέπει να συμπληρώσω ότι η ελληνική γλώσσα περιορίζεται κυρίως στην ελληνική επικράτεια και η Ελλάδα αποτελεί μία μικρή αγορά που με δυσκολία στηρίζει τη λογοτεχνία, όσο πάθος και να έχουν οι Έλληνες για το λογοτεχνικό βιβλίο. Παρ’ όλα αυτά, η Δημιουργική Γραφή είναι εδώ από το 2008, όταν λειτούργησε για πρώτη φορά πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών από το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, στη συνέχεια και από το Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, και μετρά ήδη χιλιάδες αποφοίτους με σημαντικές επιτυχίες τόσο στην εκπαίδευση, όσο και στον εκδοτικό χώρο.
Ο νανο-υπολογιστής Ιησούς εμφυτεύεται στον εγκέφαλο του Ίσου για να γίνει το αγόρι ταυτόχρονα ξεχωριστό και «κανονικό». Εκτιμάτε πως η τεχνολογία συμβάλλει στην ανάδειξη των ξεχωριστών χαρακτηριστικών του καθενός μας ή επιβάλει την απόλυτη ομοιομορφία;
Το μυθιστόρημα «Ίσος Ιησούς» ανήκει στο λογοτεχνικό γένος της Δυστοπίας και ως τέτοιο κρούει, ας πούμε, έναν κώδωνα κινδύνου ή, καλύτερα, θέτει ερωτηματικά. Είμαστε στην απαρχή της εποχής του μετά – ανθρώπου. Ίσως έχουμε πρώιμους τέτοιους ανθρώπους ανάμεσά μας, χωρίς αυτοί να «ξεχωρίζουν» ως τέτοιοι. Εμφυτεύματα, τεχνητά έξυπνα μέλη, εξωσκελετοί, αλλά και τα ίδια τα έξυπνα τηλέφωνα που έχουν καταστεί λειτουργικό μέρος της σκέψης μας και μας συνδέουν με την πλανητική κοινότητα, δεν είναι παρά τα πρώτα δείγματα της εποχής που έρχεται.
Δεν ξέρω αν η μηχανή θα ξεπεράσει τον άνθρωπο ή θα τον αφομοιώσει με κάποιον τρόπο, αν ο άνθρωπος θα χρησιμοποιήσει τη μηχανή, τον υπολογιστή, για να συντηρήσει τη συνείδησή του ξεπερνώντας τον σκόπελο της βιολογικής θνητότητάς του. Αυτή η προβληματική δεν εμπεριέχει τον φόβο της ομοιομορφίας αλλά τον φόβο αυτού του διαφορετικού ανθρώπου, ο οποίος θα είναι ταυτόχρονα και μηχανή ή ακόμη και μόνον μηχανή στην οποία κάποτε «φορτώθηκε» η συνείδησή μας. Όπως και να έχουν τα πράγματα, πιστεύω ότι είμαστε από τους τελευταίους τους είδους μας και όποιος δεν το βλέπει μάλλον εθελοτυφλεί. Σίγουρα ένα τέτοιο μέλλον εμπεριέχει σημαντικούς κινδύνους αλλά προσωπικά, αν έχει σημασία, είμαι φύσει αισιόδοξος.
Κάποιοι πιστεύουν ότι η επιστημονική πρόοδος θα οδηγήσει στην απαγκίστρωση από τη θρησκεία και τους μύθους. Το μυθιστόρημα σας καταδεικνύει ακριβώς το αντίθετο. Τι θεωρείτε ότι θα συμβεί τελικά;
Υπέροχη ερώτηση. Θα μπορούσα να απαντήσω με ένα ολόκληρο δοκίμιο. Όμως, φυσικά θα περιοριστώ. Οι θρησκείες και οι μύθοι, όχι μόνον του δυτικού κόσμου, εμπεριέχουν το καταστάλαγμα της ανθρώπινης εμπειρίας, τη σοφία των προγόνων μας, και αποτελούν υλικό που μόνο ένας ανόητος θα αγνοούσε. Είμαι βέβαιος ότι η θρησκεία, η ανάγκη μας για κάποια θρησκεία, ήδη εντός μας προσδιορίζεται εκ νέου ή μετατοπίζεται σε μία πιο οικουμενική και συλλογική θέση για τον Θεό και τη μεταφυσική της «άλλης» ζωής, της πνευματικής ή μεταφυσικής. Ίσως χρειάζεται πολύ θάρρος ή πολλή αποκοτιά για να πριονίσουμε τα «ηθικά πόδια» μας, πριν πάρει σάρκα και οστά αυτή η νέα θεώρηση. Τουλάχιστον για τους περισσότερους από εμάς, δεν μπορεί να έχει νόημα ο υλικός κόσμος χωρίς την ύπαρξη του πνευματικού κόσμου.
Από την άλλη, αν εντρυφήσετε στη Φυσική Επιστήμη και στην Αστρονομία, πραγματικά θα νιώσετε δέος για τον κόσμο μας, για το Σύμπαν, και σαφώς μεγάλη μοναξιά για τον μικρό μας πλανήτη. Όσον αφορά στους μύθους, αυτούς δεν μπορώ να τους αντιμετωπίσω ως μυθοπλασίες της οργιώδους φαντασίας των προγόνων μας. Θεωρώ ότι εμπεριέχουν μεγάλη δόση πραγματικότητας, την οποία η επιστημονική σκέψη μας ήδη ανασκαλεύει.
Αν ένας μαθητής σας σας αποκάλυπτε ότι σχεδιάζει ένα μυθιστόρημα με αναφορές στην μυθολογία, τον χριστιανισμό, την επιστημονική φαντασία και την ψυχιατρική θα τον ενθαρρύνατε ή θα σας φαινόταν υπερβολικά φιλόδοξο; Ποια είναι η μυστική συνταγή για να πετύχει ένα τέτοιο εγχείρημα;
Ναι, μπορεί να φαίνεται φιλόδοξο αλλά δεν είναι παρά μία πρόκληση. Και οι συγγραφικές προκλήσεις δεν είναι παρά υπέροχα σχολεία, δάσκαλοι και χρήσιμες εμπειρίες για έναν συγγραφέα. Ακόμη και αν ένας μαθητής μου μου έλεγε ότι σχεδιάζει να γράψει για των έρωτα δύο νέων, το ίδιο θα πίστευα. Όλα τα ζητήματα της ανθρώπινης φύσης απαιτούν έρευνα, καλή γνώση -κατά το δυνατόν- όσων την συναπαρτίζουν, μεθοδική προσέγγιση όλων εκείνων που διαισθητικά θεωρείς ότι οφείλεις να γνωρίζεις προκειμένου να προχωρήσεις στη μυθοπλασία, στην πλοκή, στη δόμηση των χαρακτήρων της ιστορίας, εξυπηρετώντας πάντα την αληθοφάνεια. Αν γνωρίζεις λιγότερα από τον αναγνώστη σου για το θέμα σου, θα πρέπει ο δεύτερος τουλάχιστον να μην το καταλάβει. Ειδάλλως δεν θα τον γοητεύσεις αλλά θα τον απογοητεύσεις.
Ποια είναι η πρώτη συμβουλή που δίνετε στους επίδοξους συγγραφείς;
Να διαβάζουν περισσότερο από όσο γράφουν. Να σβήνουν με την ίδια τόλμη που γράφουν. Να σπαταλούν πολύ λιγότερο χρόνο στην προώθηση του εαυτούς τους από εκείνον τον χρόνο που αφιερώνουν στο διάβασμα, στο γράψιμο και στο σβήσιμο.
Γιώργος Παναγιωτίδης, Ίσος Ιησούς, εκδ. Βακχικόν