Γιώργος Μπράμος, αυτο-βιογραφία (*)
Γεννήθηκα το 1952 στην Τρίπολη αλλά πάντοτε λέω ότι έρχομαι από τη Χώρα Γορτυνίας. Είναι ένα χωριό πάνω στα βουνά, απομονωμένο, ένας τόπος περίκλειστος από βουνά, δεν έχει τίποτα άλλο παρά βουνά, βουνά, βουνά. Σκέφτομαι τώρα που μεγάλωσα ότι με έχει καθορίσει αυτός ο τόπος ο περίκλειστος, που βλέπω πάντοτε μέσα μου βουνά, βουνά, βουνά και κάποια στιγμή ελπίζω, πάντα ελπίζω να βγω στη θάλασσα.
Από την Τρίπολη φύγαμε οικογενειακά το 1967 γιαυτό και λέω ότι είμαι παιδί της χούντας και λιγότερο παιδί του Πολυτεχνείου, ενώ ανήκω στην γενιά του Πολυτεχνείου και θέλω εδώ να εξομολογηθώ για πρώτη φορά ότι είχα χαρεί τις πρώτες μέρες (της χούντας). Αυτή η χαρά κράτησε τρεις μέρες. Ο πατέρας μου ένα βράδυ, έμπαινε η Μεγάλη Εβδομάδα τότε, μου είπε ότι η δικτατορία ξεκινάει πάντα κάπως ανώδυνα, για ορισμένους επώδυνα βέβαια εκείνη την περίοδο, αλλά καταλήγει πάντοτε με μία τραγωδία.
Όταν ήρθαμε οικογενειακώς το ’67 στην Αθήνα, πήγα σε ένα γυμνάσιο στην αρχή της Βουλιαγμένης, στο 6ο Γυμνάσιο. Εκεί οι συμμαθητές μου με αντιμετώπισαν κατά κάποιο τρόπο με κάποια δυσκολία, ήμουνα κι ένα επαρχιωτόπουλο, πολύ κλειστό στον εαυτό του, πολύ αδύνατο θέλω να σημειώσω εδώ, και πολύ κοντό, οπότε ήμουνα γι αυτούς μια περίπτωση λίγο παράξενη. Τους κέρδισα όμως γιατί έγραφα καλές εκθέσεις και μάλιστα τότε ήμουνα επηρεασμένος πολύ από τον Καζαντζάκη και χρησιμοποιούσα ολόκληρες φράσεις του Καζαντζάκη, ειδικότερα από τον Καπετάν Μιχάλη και τον Αλέξη Ζορμπά.
Δεν μπορώ να πω ότι ήμουνα καλός μαθητής, μάλλον ήμουν κάτω του μέτριου. Στα θετικά μαθήματα έπαιρνα πάντα τη βάση, στα θεωρητικά όμως μαθήματα έπαιρνα εικοσάρια. Ήμουν δηλαδή ένας διχασμένος μαθητής, ένας μαθητής κομμένος στα δύο. Παρόλα αυτά η οικογένειά μου με προόριζε για γιατρό. Θέλω να πω ότι η ιατρική επιστήμη έχει γλιτώσει από εμένα διότι θα ήμουνα ένας πάρα πολύ κακός γιατρός. Δεν ξέρω τι έγινα, αν είμαι καλός σε κάτι στη ζωή μου αλλά σαν γιατρός θα ήμουνα άθλιος.
Όταν έβγαλα το γυμνάσιο έδωσα στην Ιατρική και βεβαίως απέτυχα δυο φορές. Το 1970 φεύγω για την Ιταλία, ήμουν κι εγώ ένας από τους νεαρούς που ακολούθησε το πρώτο εκπαιδευτικό μεταναστευτικό κύμα στην γειτονική χώρα. Εκεί έπαθα το δεύτερο σοκ σαν επαρχιώτης, γιατί κατάλαβα πόσο αγράμματος ήμουνα. Δεν ήξερα τι σημαίνει Medioevo (Μεσαίωνας), δεν ήξερα τι σημαίνει Αναγέννηση, δεν είχα δει Αναγέννηση, τον Μικελάντζελο, δεν είχα συνδεθεί με την Ευρώπη, ήμουν ένας άνθρωπος που ερχότανε από τη Χώρα Γορτυνίας και δεν ήξερε τι θα πει Ευρώπη.
Στη Ιταλία έπαθα, εκτός από το πολιτισμικό σοκ, που είναι το σοκ της άγνοιας, έπαθα το δεύτερο σοκ που είναι το σοκ της ελευθερίας επί της πολιτικής. Τότε συνδέθηκα με το Κομμουνιστικό Κόμμα και με τις αντιστασιακές ομάδες που υπήρχαν στην Ιταλία και νομίζω ότι ένα από τα βασικά μου στοιχεία, που με καθόρισαν αργότερα είναι αυτή η κουλτούρα που πήρα από τους Ιταλούς, και η πολιτιστική κουλτούρα και η πολιτική κουλτούρα.
Στην Ιταλία γράφτηκα στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου του Καμερίνο, αυτή ήταν και η επίσημη ιδιότητά μου, φοιτητής της Νομικής. Όμως μυστικά, χωρίς να το ξέρει σχεδόν κανένας, εκτός από μία κοπέλα που είχα τότε, παρακολουθούσα μαθήματα και πήγαινα σε μια Σχολή, δηλαδή είχα γραφτεί σε μια Σχολή Θεωρίας του Σινεμά που είχε ιδρυθεί στην Μπολόνια.
Τότε, τις πρώτες μέρες σ’ αυτή τη σχολή στη Μπολόνια που πήγαινα, μας βάλαν ένα διαγώνισμα, μια εργασία θα έλεγα καλύτερα για μια ταινία μικρού μήκους, ένα σεναριάκι για μία ταινία μικρού μήκους. Εγώ λοιπόν, επειδή είχα εντυπωσιαστεί τότε από τις διαφορετικές ντοπιολαλιές της Ιταλίας και επειδή ήτανε πρόσφατος και ο Εντουάρντο ντε Φιλίππο που τον είχα παρακολουθήσει, ειδικότερα δε τον Τοτό που μιλάει ναπολιτάνικα, τον μεγάλο κωμικό Τοτό εννοώ και είχα δει επίσης και την ταινία «Ο Ρόκο και τ’ αδέλφια του» του Βισκόντι, έγραψα ένα σενάριο όπου μέσα σ’ ένα κουπέ του τρένου, που ανέβαινε από το Μπάρι προς το Μιλάνο, μέσα λοιπόν σε αυτό το κουπέ ερχόντουσαν διάφοροι άνθρωποι που μιλάγαν διαφορετικές ντοπιολαλιές.
Ο καθηγητής μου τότε μου είπε ότι δεν είχα καμία σχέση με το σινεμά, ότι δεν μπορώ να σκεφτώ με εικόνες δηλαδή, και το μόνο που έχω να κάνω είναι να ασχοληθώ με λέξεις. Δεν πήρα και πολύ στα σοβαρά όλη αυτή την παρατήρηση αλλά νομίζω ότι είχε απόλυτα δίκιο γιατί αργότερα το κατάλαβα όταν έγραφα σενάρια, δεν μπορούσα να σκεφτώ τόσο με εικόνες, τις εικόνες τις σκεφτόντουσαν οι σκηνοθέτες με τους οποίους συνεργαζόμουνα και εγώ ήμουν απλώς ένας γραφιάς.
Επιστρέφοντας το ’75 στην Αθήνα δούλεψα στο Γραφείο Τύπου της Ενωμένης Αριστεράς. Εκεί συνάντησα τον Βασίλη Κωνσταντινίδη, έναν πολύ σπουδαίο δημοσιογράφο της Αριστεράς, ο οποίος με πήρε στην Αυγή. Στην Αυγή εγώ έκανα λάντζα. Κάθε Σάββατο γινόταν ένα κατά κάποιο τρόπο πνευματικό καφενείο στην Αυγή. Ερχόταν ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ήταν ο Τέλης Σαμαντάς, ο Γρηγόρης Γιάνναρος, ερχόταν και ο Χρήστος Βακαλόπουλος και ο Μισέλ Δημόπουλος, που τότε ήτανε επιτελικά στελέχη, ο ένας αρχισυντάκτης και ο άλλος διευθυντής σε ένα μυθικό περιοδικό του σινεμά, τον Σύγχρονο Κινηματογράφο. Αυτοί τότε με πείσανε να συνεργαστώ σε αυτό το περιοδικό. Εκεί έχω γράψει και την πρώτη μου κριτική.
Μετά από αυτό έγινα πια και επίσημα, σε εισαγωγικά το «επίσημα», κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα Αυγή και δούλεψα κατά καιρούς σε πάρα πολλά περιοδικά· στο Τέταρτο του Χατζιδάκι είχα την στήλη της κινηματογραφικής κριτικής, δούλεψα στο Αντί, δούλεψα στον Δεκαπενθήμερο Πολίτη με τον αείμνηστο, τον μεγάλο Άγγελο Ελεφάντη και από εκεί και πέρα μου πρότεινε ο Λευτέρης Ξανθόπουλος να γράψουμε ένα σενάριο για την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, που λεγότανε «Καλή πατρίδα, σύντροφε».
Έτσι ξεκίνησα να συνεργάζομαι με διάφορους σκηνοθέτες στην συγγραφή σεναρίων, ήτανε η Φρίντα η Λιάππα, ήτανε ο Κώστας Κουτσομύτης, ο Γιάννης Τυπάλδος, ο Πατρίς Βιβάνκος, η Μαρία Ηλιού, αλλά αυτό που θέλω να πω πάντοτε για το σενάριο ότι είχα στο μυαλό μου κάτι που είχε πει ο μεγάλος Τσέζαρε Ζαβατίνι, ο σεναριογράφος στον «Κλέφτη ποδηλάτων» του Ντε Σίκα. Είχε πει λοιπόν ότι ο σεναριογράφος είναι όπως ένας καφετζής, άμα του πεις να γράψει ένα βαρύ γλυκό θα κάνει ένα βαρύ γλυκό, άμα του πεις να γράψει ένα στρέτο θα κάνει ένα στρέτο καφέ εσπρέσο, αν του πεις να κάνει ένα καπουτσίνο, θα κάνει ένα καπουτσίνο. Κάπως έτσι ένοιωσα κι εγώ μέσα στο σενάριο.
Αυτό που θέλω όμως να πω και να το καταθέσω είναι ότι το τελευταίο σενάριο πριν τον χαμό της Φρίντας Λιάππα, δηλαδή είχαμε συνεργαστεί προηγουμένως στο σενάριο της προηγούμενης ταινίας της, όμως τώρα προσπαθούσαμε να στήσουμε ένα σενάριο με την Φρίντα Λιάππα, το οποίο έμεινε ανολοκλήρωτο. Από τότε δεν ασχολήθηκα άλλο με το σενάριο αλλά έγινα επιτελικό στέλεχος στην τηλεόραση, στην αρχή στην ΕΤ-2 σαν Γενικός Διευθυντής Ενημέρωσης και μετά ήμουν στο Μέγκα, πάλι επιτελικό στέλεχος στον τομέα του προγράμματος. Ήτανε μια περίοδος πάρα πολύ καλή οικονομικά για μένα, αλλά πάντοτε με βάραινε ένα υπαρξιακό άγχος ότι ήμουνα υπεύθυνος για μια κατάσταση που διαμορφωνότανε και διαμορφώθηκε από τότε πάνω στο τράς, στο τηλεοπτικό σκουπίδι.
Σε αντιστάθμισμα όλης αυτής της κατάστασης και επειδή είχα αυτό το υπαρξιακό βάρος που έλεγα, δηλαδή το συνειδησιακό περισσότερο, αρχίζω να μπαίνω στον τομέα της συγγραφής. Το ’93 βγάζω την πρώτη συλλογή διηγημάτων μου που είναι το «Βρεγμένο ρούχο». Αυτό έχει σχέση με την εθνική οδό, θέλω να πω ότι έχει σχέση με την αγάπη μου για τ’ αυτοκίνητα και τους μεγάλους, τους απέραντους δρόμους. Είμαι ένας ταξιδευτής και αυτό το βιβλίο έχει οχτώ με εννιά ιστορίες, δεν θυμάμαι καλά, οχτώ νομίζω, που έχουν σχέση με την εθνική οδό.
Το ’95 αρχίζω να γράφω το πρώτο μου μυθιστόρημα το «Οτσιτσόρνιγια» (Μαύρα μάτια), το οποίο μου παίρνει αρκετό καιρό να το γράψω, δηλαδή μου παίρνει πέντε χρόνια, βγαίνει το ’99 και είναι η ιστορία ενός έρωτα ενός Έλληνα αντιστασιακού με μια Τουρκάλα, που και οι δύο κρύβουν τις ταυτότητές τους, ειδικότερα ο Έλληνας. Η ιστορία έχει σχέση με το Βερολίνο, τη Ρώμη και την Αθήνα. Αν με ρωτήσει κανείς, αυτό είναι και το αγαπημένο μου βιβλίο.
Το 2006 εκδίδεται το τρίτο μου βιβλίο, μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Άσπρα γένια». Η θεματολογία μου εδώ έχει σχέση με την απώλεια, είμαι στις παρυφές του γήρατος, αρχίζω να ωριμάζω και να πηγαίνω προς τα γεράματα και με απασχολούν δύο θέματα, τα δύο βασικά θέματα που με απασχολούν σε όλο μου το έργο, το ένα είναι ο εμφύλιος και το δεύτερο είναι το ερωτικό ανεκπλήρωτο.
Το 2013 εκδίδεται το δεύτερο μυθιστόρημα, όπως βλέπεις εναλλάσσονται τα μυθιστορήματα με τις συλλογές διηγημάτων, που έχει τίτλο «Το ψέμα του λύκου». Σε μια πρώτη ανάγνωση θα μπορούσε να ήταν ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με πολιτική χροιά, με πολιτικές προεκτάσεις. Για μένα όμως είναι πάλι το ίδιο θέμα, το θέμα της προδοσίας και το θέμα της απώλειας Πάνω σε αυτά τα πράγματα βασανίζομαι και αυτά με απασχολούν.
Το 2017 εκδίδεται το πιο πρόσφατο βιβλίο μου, είναι πάλι μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Ανάμεσα στους τοίχους». Πολλά από τα δεκατρία διηγήματα αυτής της συλλογής είχαν δημοσιευθεί σε διάφορα περιοδικά, στη Νέα Εστία, στο περιοδικό του Φεστιβάλ Αθηνών και σε άλλα. Τα ξαναδούλεψα και διαπίστωσα ότι πάλι είχανε ένα κεντρικό θεματικό άξονα, ενώ φαίνονται λίγο αυτόνομα μεταξύ τους, πάλι είχαν έναν κεντρικό θεματικό άξονα. Όλο αυτό μαζεύεται, ενοποιείται θα έλεγα στο τελευταίο διήγημα που έχει πάρει και τον τίτλο η συλλογή, το «Ανάμεσα στους τοίχους», που οι περισσότεροι χαρακτήρες, αυτοί οι βασανισμένοι αντιήρωες μαζεύονται και εξομολογεί ο ένας το άλλον τα πάθη της ζωής σε μια φυλακή.
Τελικά είμαι ένας γραφιάς και διχοτομημένος γραφιάς, τα μεν δημοσιογραφικά κείμενα μπορώ να τα γράφω πολύ άνετα, δηλαδή αν με κρεμάσεις από το ταβάνι θα εξακολουθώ να γράφω, στα δε κινηματογραφικά έχω αρκετή δυσκολία αλλά τα διεκπεραιώνω, τα γράφω καλά, με τα βιβλία όμως και με τα δικά μου κείμενα έχω μια τρομαχτική δυσκολία, βασανίζομαι πάρα πολύ, γράφω και ξαναγράφω, πετάω, πάω προς τα πίσω, ταλαιπωρούμαι, αυτό μόνο μπορώ να σου πώ, ταλαιπωρούμαι. –
(*) Ο Γιώργος Μπράμος αυτοβιογραφείται στην εκπομπή του Μιχάλη Αναστασίου Ο Λόγος της Γραφής ΙΙ για το Κανάλι της Βουλής. Πρώτη μετάδοση 14.04.2018. Απομαγνητοφώνηση, επιμέλεια: Λευτέρης Ξανθόπουλος