Γιώργος Μπλάνας

0
420

 

 

 

Η μεγαλόψυχη μικροψυχία των Χριστουγέννων

 

 

Παραμονή Χριστουγέννων -ημέρα Δευτέρα- του έτους 1962, μου συνέβησαν πράγματα των οποίων τις συνέπειες υπέστην τα αμέσως επόμενα χρόνια, δίχως να γνωρίζω -ούτε να μπορώ να αναζητήσω- την σημασία τους, αφού ήμουν μόλις τεσσάρων ετών, παραζαλισμένος ακόμη από την πτώση μου στον κόσμο και ελάχιστα ενημερωμένος για τα τεκταινόμενα στην επικράτειά του. Εξάλλου δεν με ενδιέφερε καθόλου το πώς ήταν φτιαγμένος, αν ήταν αυτό που φαινόταν· ήταν εκεί γύρω μου, γεμάτος κρυφά μέρη και λεπτομέρειες, που έπρεπε να εξερευνήσω. Πολύ περισσότερο από μια υπέροχη ροδιά με γοήτευε μια πασχαλίτσα, που ανέβαινε τον κορμό της και πολύ περισσότερο από τον γαλανό ουρανό, μια ροδιά που έδειχνε να νιώθει βαθυπράσινα ασφαλής κάτω από την σκέπη του.

Μέχρι τότε τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά ήταν γιορτές των μεγάλων. Τα δώρα που μου έκαναν δήλωναν την αγάπη τους για μένα. Εγώ τα δεχόμουν – απλά, τα δεχόμουν. Δεν τα περίμενα, δεν τα είχα ζητήσει – ούτε ελπίσει.

Εκείνη η παραμονή των Χριστουγέννων, όμως, ήταν διαφορετική. Το πρωινό σκεπασμένο με βαριά, μολυβένια σύννεφα, έδινε στα πράγματα το ακριβοδίκαιο περίγραμμά τους. Μικρές, κατάλευκες τούφες χιόνι στόλιζαν τα δένδρα, τα λουλούδια και τα σύνεργα περιποίησης του περιβολιού.  Και ήταν τόση η ακρίβεια με την οποία το έκαναν, που έλεγες πως αποβραδίς ένας καινούργιος, μαγικά λευκός κόσμος, προσπαθούσε να αναπαραστήσει με την μέγιστη ακρίβεια τον γνωστό πραγματικό πράσινο κόσμο. Θυμάμαι πως στάθηκα μπροστά σ’ έναν θάμνο και με πλημμύρισε ένα αίσθημα ηδονικό – τόσο ηδονικό που καταντούσε οδυνηρό. Εκείνος ο κόσμος ήταν τέλειος, μαγικός, μεθυστικός, αλλά με ταπείνωνε με την στάση του. Στεκόταν απέναντί μου και γύρω μου. Κι εγώ στεκόμουν σε μια γωνιά του: ένα ασήμαντο πλάσμα, που μόνο να κοιτάζει μπορούσε και να σπαράζεται από αισθήματα φθόνου και ταπείνωσης. Γιατί αυτό το μεγαλειώδες θέαμα, που στεκόταν απέναντί μου ήταν ολοκληρωμένο και αυτόνομο μέσα στην αδιαφορία του για μένα, τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου. Δεν ήμουν κομμάτι, στοιχείο, πλευρά, τμήμα, μέρος του. Ήμουν ένα μοναχικό πλάσμα, ξένο στον κόσμο. Δεν είχα το δικαίωμα της συμμετοχής στα υπέροχα πεπραγμένα του.

Ωστόσο θα μπορούσα να δοκιμάσω, να προσπαθήσω τουλάχιστον να αφήσω το σημάδι μου σ’ αυτό το μεγαλείο. Άπλωσα το χέρι στο κοντινότερο φύλλο. Άρπαξα την αφράτη φλούδα χιονιού, που το σκέπαζε και την ένοιωσα να λιγοστεύει στην παλάμη μου, ώσπου χάθηκε. Απόλαυσα τη συμμετοχή μου στο δρώμενο του χιονισμένου κόσμου, αλλά κοιτάζοντας το φύλλο από το οποίο είχα αποσπάσει το δροσερό στολίδι, κατάλαβα πως με την ενέργειά μου μπορεί να είχα νοιώσει κι εγώ σαν χιονισμένο φύλλο, πλην όμως είχα καταστρέψει ένα μέρος της πολυπόθητης εικόνας. Είχα γκρεμίσει την τέλεια γεωμετρική τάξη και την ασύλληπτη αισθητική αταξία της. Δεν ήμουν αρκετά μεγάλος για να συλλάβω με αυτούς τους όρους την παράβασή μου.  Η επιτυχημένη προσπάθεια να ικανοποιήσω την επιθυμία μου να γίνω μέρος του χιονισμένου κόσμου ήταν ύβρις και τιμωρήθηκε με την οδύνη του ανικανοποίητου και της αποτυχίας. Επέστρεψα στην ζεστασιά του σπιτιού και το ίδιο βράδυ, πέφτοντας για ύπνο με πλημμύρισε είναι αίσθημα ενοχής. Τώρα ο χιονισμένος κόσμος  ήταν μια ανάμνησή μου, έρημος, χωρίς μάτια να τον δουν και ψυχή να τον επιθυμήσει. Ευχήθηκα, λοιπόν, να ξυπνήσω ένα δέντρο χιονισμένο. Το ευχήθηκα με τόση λαχτάρα, με τόση αδημονία, ώστε προσπάθησα να κοιμηθώ αμέσως, να μην νιώσω τον χρόνο που με χώριζε από το μέγα δώρο. Ωστόσο, η ίδια η προσπάθειά μου να κοιμηθώ, με κρατούσε ξύπνιο, κάνοντας σχεδόν άπιαστη την ικανοποίηση της ευχής μου. Τότε, δεν είχα υπόψη μου την χρονική σύσταση του Είναι, που κατέδειξε ο Heidegger. Ο χρόνος διασπούσε βασανιστικά την ύπαρξή μου.

Στο τέλος -κάποια στιγμή, άγνωστη σ’ εμένα, σαν να μην βρισκόμουν εκεί, σαν να μην υπήρξε ποτέ συμβάν της ζωής μου- κοιμήθηκα και ξύπνησα ένα αγόρι, εξόριστο από τον κόσμο και τα δέντρα και τους θάμνους και τα λουλούδια και τα σύνεργα περιποίησης του περιβολιού. Η ευχή μου δεν είχε πραγματοποιηθεί και θα έπρεπε έκτοτε να ζήσω με την απογοήτευσή μου.

Ωστόσο το πρωινό ήταν απίστευτα φωτεινό. Το χιόνι είχε λιώσει, αφήνοντας από τον χθεσινό κόσμο μερικά επίμονα κατάλευκα ίχνη, σε σκιερές γωνιές. Θα μπορούσα να ακολουθήσω αυτά τα ίχνη, να εξερευνήσω τις σκιερές γωνιές, όπου είχαν καταφύγει. Κι αυτό ήταν κάποια παρηγοριά. Έπρεπε να μπω στην έκτη δεκαετία της ζωής μου, για να ανακαλύψω πως έκανα κατά κάποιον τρόπο αυτό που έκανε ο πρωτόγονος σαμάνος: ζωγράφιζε τα τοιχώματα του σπηλαίου με σκοπό να περάσει μέσα από την πέτρα σε έναν άλλο κόσμο: πραγματικό! Η σπηλαιογραφία ήταν αναπαράσταση του εδωνά κόσμου, αλλά μίμηση του επέκεινα. Κι αυτό το επέκεινα, η απουσία του σε κάθε ηδονική επαφή με τον κόσμο των τεσσάρων εποχών, άφηνε μέσα μου ένα οδυνηρό κενό.

Τα Χριστούγεννα είχαν δειχθεί μικρόψυχα απέναντί μου. Κι εγώ, λοιπόν, θα δειχνόμουν μικρόψυχος απέναντί τους. Στο εξής δεν θα με αφορούσαν. Θα υπέμενα το κενό της ύπαρξής μου, αφού δεν μπορούσα να είμαι ένα δέντρο, κάτι ολόκληρο, γαλήνιο, ευδαίμον μέσα στην σιωπή του, ευλογημένο με την αδυναμία να σκεφτεί απουσίες και παρουσίες κενά και πληρότητες.

Από κάπου θα έπρεπε να πιαστώ όμως, για να μην με αφανίσει η ακύρωση της επιθυμίας μου, η καταδρομή του κενού, η απουσία νοήματος. Τα μόνα πράγματα που είχα ήταν το σώμα και η γλώσσα. Και ξαφνικά, σ’ ένα βιβλίο (προορισμένο να με διδάξει την γλώσσα που ήξερα!):

Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε

της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι…

Αυτός ο άνθρωπος είχε αναπαραστήσει τον εδωνά κόσμο, αλλά είχε μιμηθεί το επέκεινα. Μπορούσα να έχω -εγώ και κάθε αναγνώστης- την εμπειρία που αναπαριστούσε. Όμως: «δροσάτο» αστέρι, μόνο στο επέκεινα μπορεί να  υπάρχει. Στον εδωνά κόσμο, το πολύ ένα «δροσερό» αστέρι: μια μεταφορά, που βιώνεται σαν μεταφορά. Αλλά το επέκεινα που μιμείτο ο Σολωμός ήταν ήδη ένας τόπος του εδωνά κόσμου.

Τότε κατάλαβα πως τα μικρόψυχα εκείνα Χριστούγεννα μου είχαν δωρίσει μια απογοήτευση της οποίας πηγή ήταν το δώρο της ποίησης: να μιμείσαι με την γλώσσα το επέκεινα και να το ενθέτεις στον εδωνά κόσμο, αναπαριστώντας τα «πραγματικά» όντα. Η μικροψυχία με την οποία με είχαν καταδικάσει στο μαρτύριο της απουσίας νοήματος, με είχε χρίσει ποιητή.

Προηγούμενο άρθροO Αναγνώστης σας εύχεται Καλές Γιορτές
Επόμενο άρθροΓιάννης Πάσχος

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ