του Κώστα Πόταγα (*)
Προσωπική άποψη του συγγραφέα. Εγώ από την άλλη, θυμάμαι πως μικρός, κάθε φορά που γύρναγα από τις διακοπές το καλοκαίρι, το διαμέρισμα που μέναμε μου φάνταζε απελπιστικά μικρό: τα δωμάτια, οι χώροι, όλα (εκεί που ήμουν το καλοκαίρι ήταν ακόμη μικρότερα). Μετά συνήθιζα και, το επόμενο καλοκαίρι, ξανά τα ίδια. Μάλλον δηλαδή μεγάλωνα κάθε χρόνο. Η παιδική γειτονιά πάλι, τώρα που μεγάλωσα, δεν μου φαίνεται πιο μικρή. Ίσως γιατί την επισκεπτόμουν τακτικά ενδιάμεσα. Ή ίσως γιατί δεν ωρίμασα αρκετά. Έχω βέβαια μια άλλη ανάμνηση, του κήπου ενός σπιτιού που έμεινα για έναν χρόνο κάπου πριν την πρώτη δημοτικού. Όταν βράδιαζε, όταν όλα ήταν σκοτεινά, υπήρχε αυτή η άκρη του κόσμου, κάπου μακριά, στον πυκνοφυτεμένο πίσω φράχτη του σπιτιού, εκεί που θάβγαιναν όλα τα τέρατα. Φόβος βαθύς με κυριαρχούσε γι’ αυτό το χάος που βρισκόταν κάπου εκεί, μακριά, κι έντρομος έτρεχα να επιστρέψω, ν’ ανέβω τη στριφτή σκάλα και να χωθώ σπίτι. Τον ξαναείδα αυτόν τον κήπο όταν σαραντάρης πήγα με τον γιο μου. Δεν ξέρω τι εντύπωση του έκανε εκείνου μα εμένα μου ήταν αδύνατο να εξηγήσω πώς φοβόμουν αυτή την απόσταση, πώς φοβόμουν αυτόν τον φράχτη με την ψωριάρικη βλάστηση που απείχε δεν απείχε πέντε μέτρα από τη σκάλα διαφυγής μου. Πολλές εξηγήσεις μας έρχονται αυθόρμητα: το μικρό μέγεθος του αλλοτινού παιδιού σε σχέση με τον ενήλικα, ο τοτινός του φόβος, ο πλούτος της φαντασίας του σε σχέση με την πεζότητα της μεγάλης ηλικίας, «ο πλούσιος μικρός και ο φτωχός ενήλικας», όπως το λέει ο συγγραφέας Γιάννης Ευδοκιμίδης, ομότιμος τώρα Καθηγητής της Νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και πρώην Διευθυντής της Νευρολογικής Κλινικής του Αιγινητείου. Πάντα όμως νευροεπιστήμονας, από τους πιο ειδικούς στη μελέτη της αντίληψης του χώρου. Που εδώ έχω την εντύπωση πως εισάγει – ή επανεισάγει – ένα είδος ιατρικής-φυσιολογικής λογοτεχνίας που διαφέρει από τη βιωματική λογοτεχνία της παθολογίας ιατρικών περιπτώσεων όπου παρεμπιπτόντως γίνεται αναφορά στους φυσιολογικούς μηχανισμούς της νόησης.
Εδώ πρόκειται για την προσπάθεια απ’ ευθείας απάντησης ενός ερωτήματος που προέκυψε ως προσωπικό βίωμα και που ο συγγραφέας το χρησιμοποιεί ως αφορμή για να προχωρήσει σε μια περιήγηση, πλούσια και απλή, στον αχανή και ασαφή ακόμη κόσμο της αντίληψης του χώρου – και της μνήμης της αντίληψης του χώρου. Και πάλι, αυτή η περιήγηση στο ειδικό αντικείμενο της αντίληψης του χώρου, μπορεί να είναι επίσης αφορμή για να διερευνηθεί το κύριο θέμα, το μόνιμο ερώτημα – και όχι μόνο φιλοσοφικό – από τον Δημόκριτο και ακόμη πιο παλιά: ο εγκέφαλος και η σχέση του, η σχέση μας, με τον έξω κόσμο.
Μπορεί το ερώτημα να μοιάζει με αφορμή, είναι ωστόσο απολύτως ειλικρινές. Ειλικρίνεια: παράξενη λέξη για να χαρακτηρίσουμε ένα επιστημονικής πρόθεσης πόνημα. Αυτό όμως είναι – ή θα έπρεπε να είναι – το χαρακτηριστικό της επιστημονικής σκέψης, της σκέψης του ερευνητή. Το ίδιο το ερώτημα λοιπόν δεν είναι ρητορικό, ο τίτλος του βιβλίου δεν είναι «να γιατί η γειτονιά της παιδικής μας ηλικίας…», είναι ειλικρινά ερωτηματικό «γιατί η γειτονιά … ;». Και το περιεχόμενο του βιβλίου δεν αφορά τόσο τις τυχόν απαντήσεις όσο την προσπάθεια σε βάθος κατανόησης του ίδιου του ερωτήματος: τι ακριβώς ρωτά αυτό το ερώτημα; ποια επιμέρους ερωτήματα περιλαμβάνει στην πραγματικότητα; Διότι, εν τέλει, μόνο αν καταλάβουμε το ερώτημα θα μπορέσουμε ίσως κάποτε να το απαντήσουμε.
Έτσι λοιπόν, αφού προηγηθεί ένα καλό ξεκαθάρισμα του τι ακριβώς κάνει ο εγκέφαλος για τη μνήμη, σε μια πολύ διαφωτιστική εισαγωγή από τον παλιό μας συνεργάτη και εξέχοντα νευροεπιστήμονα Ανδρέα Παπανικολάου, από τους πιο ειδικούς στον τομέα της μνήμης, κλινικό και ερευνητικό, ο Γιάννης Ευδοκιμίδης περνά στην ανάλυση του ερωτήματος, τη «συστηματοποίησή» του όπως λέει. Αμέσως καταλαβαίνουμε ότι το ερώτημα δεν είναι καθόλου απλό και κινδυνεύουμε να βρεθούμε μπροστά σε μια φιλοσοφική πραγματεία. Ευτυχώς ή δυστυχώς, ο Γιάννης Ευδοκιμίδης είναι λιγόλογος και, επαναλαμβάνω, πολύ ειλικρινής, δεν επιτρέπει στον εαυτό του να φλυαρήσει υποθετικά: η συστηματοποίηση του ερωτήματος δείχνει το περιεχόμενο που θα ακολουθήσει, αλλά και το ύφος του συγγραφέα, κοφτό και συστηματικό. Χωρίς να χάσει πουθενά το νήμα, παραθέτει τις συνιστώσες του ερωτήματος και εξηγεί το γιατί της καθεμιάς:
Πώς αντιλήφθηκα τον χώρο; Μετά, πώς τον θυμάμαι; Και πώς τον συγκρίνω, αυτόν που αντιλήφθηκα τότε με αυτόν που αντιλαμβάνομαι τώρα, για μια δεύτερη ή πολλοστή φορά;
Το πώς αντιλαμβάνομαι τον χώρο έχει δύο τουλάχιστον επίπεδα, αυτό της «ψυχολογίας»: για ποιον χώρο μιλάμε; Ο Γιάννης Ευδοκιμίδης χρησιμοποιεί τρία διαφορετικά παραδείγματα: μια σκηνή παιδιών που παίζουν (στην πραγματικότητα γεμάτη δράση – μόνο που ως ανάμνηση τείνει να μεταβάλλεται σε στατικό ενσταντανέ), μια σκηνή μοιρολογιού (τόσοι άνθρωποι σε ένα τεράστιο δωμάτιο – πόσο μικρό μοιάζει τώρα) και, τέλος, μια διαδρομή σπίτι-σχολείο και πάλι πίσω (αλήθεια πότε είναι μακρύτερη;).
Για να αναρωτηθεί: πώς χρησιμοποιώ τον χώρο και πώς ζω μέσα σε αυτόν; Τι αποτελεί τον χώρο; Πώς γνωρίζω τι είναι αυτά τα αντικείμενα και τα πρόσωπα που τον αποτελούν, πώς καταλαβαίνω πού είναι αυτά τα αντικείμενα – και πώς εκτιμώ τις σχέσεις μεταξύ τους; Ως προς τι; Ως προς εμένα προφανώς αλλά και σε σχέση με ένα γενικότερο σύστημα. Πώς λοιπόν αντιλαμβάνομαι βιωματικά τον χώρο, τι ακριβώς αντιλαμβάνομαι; Τι κοιτάω ή ακούω ή μυρίζω; Και πώς τον θυμάμαι;
Παράλληλα, σε ένα άλλο επίπεδο, τι κάνει ο εγκέφαλος ενόσω «εγώ» κάνω όλα αυτά; Πώς αντιλαμβάνεται τι είναι τα αντικείμενα, πώς τα αναλύει στα συστατικά τους και πού το κάνει αυτό; Και πώς βρίσκει πού βρίσκονται; Τα κάνει όλα αυτά ταυτόχρονα ή το ένα μετά το άλλο; Ακόμη πιο πολύπλοκο: όλα αυτά που μαθαίνει ο εγκέφαλος είναι νοητικά, είναι γνώσεις και σκέψεις και κουκιά μετρημένα (αν και πολλά), μα είναι και συναισθήματα, φόβοι, χαρές, έρωτες και παιχνίδι, αυτά που επενδύουν και καθορίζουν τη σημασία των αντικειμένων και των σχέσεών τους – του χώρου με μια λέξη – καθοριζόμενα τα ίδια από την τωρινή μου κατάσταση, τις περιστάσεις, την προηγούμενη εμπειρία μου, τη συλλογική μνήμη, τις ανάγκες μου, τα αναμενόμενα να έρθουν ή τα προσδοκώμενα. Και όλα αυτά αναδιαμορφώνονται ανά πάσα στιγμή. Κι έτσι εμπλέκεται και ο χρόνος, η προσπάθεια, η κίνηση του σώματός μου, ο βιωματικός χώρος, ο χώρος της δράσης: το μακριά και το κοντά αλλάζουν ανάλογα με τη διαμόρφωση του ίδιου του περιβάλλοντος αλλά και ανάλογα με παράγοντες που αφορούν το ίδιο το άτομο, την ηλικία του, τη διάθεσή του, τους σκοπούς της κίνησής του στον χώρο (γιατί το κάνω αυτό; πάω κάπου με αδημονία ή είναι αναγκαστικό; σχολείο ή σπίτι; πεινάω; Άραγε αν η κύστη μου είναι γεμάτη και βιάζομαι, η απόσταση μου φαίνεται μακρύτερη ή κοντύτερη;), κ.λπ., κ.λπ., κ.λπ.
Και μετά είναι η μνήμη: πώς το καταγράφω, πώς το διατηρώ, πώς το ξαναβγάζω («ανακαλώ») και πόσο ακριβής είναι αυτή η διαδικασία; Αλλά θα ήθελε να είναι ακριβής; Ή θέλει να είναι «επικίνδυνα» παρεμβατική και διορθωτική; Σίγουρα η μνήμη δεν είναι παθητική αλλά ενεργητικά επιλέγει, αφαιρεί, απλοποιεί, ερμηνεύει, συμπληρώνει και ολοκληρώνει. Και πάλι ανάλογα με τον τόπο, το γεγονός, το βάρος του συναισθήματος που συνδέεται με το συγκεκριμένο γεγονός.
Από την εξαιρετικά συνοπτική αυτή παρουσίαση των πτυχών του ερωτήματος γίνεται σαφής η πολυπλοκότητά του και ταυτόχρονα η επιδεξιότητα του συγγραφέα σε αυτή την άσκηση, καθώς αξιοθαύμαστα κατορθώνει να μη χαθεί σε ενδοσκοπικές αναζητήσεις. Σπρώχνει μάλιστα την έρευνά του – και την ειλικρίνειά του – μέχρι του σημείου να αμφισβητήσει το ίδιο του το ερώτημα διασταυρώνοντας το με την εμπειρία άλλων. Τάχα και οι άλλοι ενήλικες βιώνουν αυτή την έκπληξη όταν επανέρχονται στον παιδικό τους χώρο; Ή μπας και πρόκειται για δική του ψευδαίσθηση, αποκύημα των δικών του και μόνο ιδεών για τις εμπειρίες του, πάνω στο οποίο τελικά δεν θα μπορούσε να στηρίξει μια μελέτη με γενικότερη αξία, καθιστώντας την ανώφελη; Τα ευρήματα του ερωτηματολογίου που έφτιαξε, σε παράρτημα στο τέλος του βιβλίου, είναι πολύ ενδιαφέροντα και τελικά πολλαπλασιάζουν τα ερωτήματα, δίνοντας την ευκαιρία καινούργιων πιθανών ερμηνειών και αμφισβητήσεων.
Προσωπικά μου έλειψε μια καλή γλωσσική επιμέλεια, μια σχετική προχειρότητα του εκδότη είναι προφανής στα «τυπογραφικά» λάθη. Επί της ουσίας, μου έλειψε επίσης ένας χάρτης και ένα λεξικό, ένας χάρτης του εγκεφάλου, να ήξερα πού είναι όλες αυτές οι περιοχές που αναφέρει ο συγγραφέας – που καταλαβαίνω ότι δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία, δεν έχει σημασία εν προκειμένω να ξέρεις πού και τι, αρκεί να ξέρεις ότι οι περιοχές αυτές υπάρχουν κάπου εκεί, μέσα στον εγκέφαλο. Και κάπου θα έπρεπε να γίνεται μνεία του δημιουργού αυτού του περίεργου, εξαιρετικής λεπτομέρειας σκίτσου στο εξώφυλλο, που αποκαλύπτει το πέρασμα του συγγραφέα καλύτερα απ’ ό,τι θα τόκανε μια φωτογραφία του.
Όλα αυτά λοιπόν, ερωτήματα, ανάλυση, πληροφορίες, με τον πολύ μεστό και παραθετικό λόγο του Γιάννη Ευδοκιμίδη, μας μαθαίνουν πλήθος πραγμάτων για τις παραμέτρους της αντίληψης, για τον εγκέφαλο και τον ρόλο του στην αντίληψη και τη μνήμη, αλλά και, κυρίως, πολύ ειλικρινά και διάφανα, για το πώς σκέφτεται ένας αυθεντικός ερευνητής, για τον τρόπο που βάζει τα ερωτήματά του, όχι με τον γνωστό από καθέδρας τρόπο του γνώστη που παρουσιάζει ένα ήδη λυμένο πρόβλημα αλλά με τον τρόπο του ανθρώπου που του κολλάνε ερωτήματα, απορίες, που παραμένουν απορίες, διότι οδηγούν σε άλλα ερωτήματα, παράδειγμα για το ατέλειωτο βιβλίο της γνώσης, που χαίρεσαι γιατί έχει συνέχεια και δεν τελειώνει εδώ, σαν το αστυνομικό που δεν θέλεις να φτάσει στο τέλος. Όλα αυτά λοιπόν σε ένα πολύ μικρό βιβλιαράκι, μικρού φορμά και μόλις 148 σελίδων. Ψήγματα υποψίας απαντήσεων στο βασικό ερώτημα δίνονται σε όλη την πορεία του. Ο Ευδοκιμίδης δείχνει όμως πως οι λογικές υποθέσεις και τα δεδομένα που διαθέτουμε σπάνια μπορούν να δώσουν μια πλήρη απάντηση σε κάτι τόσο βιωματικό: τα πειραματικά δεδομένα, η παθολογία, οι μελέτες, αποστειρώνουν και δίνουν απαντήσεις μισές και ελλειμματικές που δεν καλύπτουν την ολότητα του ερωτήματος και δεν είναι οριστικές. Διότι δεν ήταν αυτός ο σκοπός, σκοπός ήταν η περιδιάβαση, η γνώση που αποκτήθηκε, το ταξίδι… Καμία έπαρση, καμία δεδομένη γνώση, ελάτε μαζί να το ψάξουμε – και, με την ευκαιρία, ας μάθουμε πώς να ψάχνουμε.
(*) Ο Κώστας Πόταγας είναι αν. καθηγητής Νευρολογίας-Νευροψυχολογίας ΕΚΠΑ
info: Ιωάννης Θ. Ευδοκιμίδης, «Η ανάμνηση του χώρου. Γιατί η γειτονιά της παιδικής μας ηλικίας μας φαίνεται, τώρα που μεγαλώσαμε, εξαιρετικά μικρή;», Αθήνα, 2019, Εκδόσεις Παρισιάνου Α.Ε.