της Άννας Αφεντουλίδου
Ο Γιώργος Συμπάρδης στο πρώτο του βιβλίο με (30) κριτικά κείμενα, Σκόρπια τα ονομάζει ο ίδιος, συγκεντρώνει, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο εισαγωγικό του σημείωμα, «κείμενα ευκαιριακά και επικαιρικά που γράφτηκαν και διαβάστηκαν με ποικίλες αφορμές» (αφιερώματα, παρουσιάσεις βιβλίων, δημοσιεύσεις ή εκδόσεις κ.α.) Έτσι συγκεντρώνει 28 κείμενα για 21 συγγραφείς που είναι μεγαλύτερης και μικρότερης ηλικίας, 11 άντρες και 10 γυναίκες, 14 ζώντες και 7 τεθνεώτες. Ωστόσο όλα τα κείμενα έχουν κάτι σταθερό που τα συνδέει: πρόκειται όπως σημειώνει ο συγγραφέας τους για κείμενα σχετικά με βιβλία «που τον ενδιέφεραν» ή/και για συγγραφείς που είναι «πρόσωπα αγαπημένα». Από τα δύο εναπομείναντα το 29ο κείμενο αναφέρεται στην έκδοση του επετειακού λευκώματος για τα 40 χρόνια του θεσμού των Αισχυλείων στην Ελευσίνα και το 30ο είναι αυτοαναφορικό.
Και ενώ στην φειδωλή εισαγωγή η ταυτότητα του βιβλίου πολύ αδρομερώς σκιαγραφείται, στο τέλος του, το τριακοστό αυτοαναφορικό κείμενο, το οποίο φαινομενικά κάπως αμήχανα συναρτάται με τα υπόλοιπα, αποδεικνύεται το πλέον ταιριαστό με τις εισαγωγικές επισημάνσεις, αναδεικνύεται σε αυτό που ολοκληρώνει τις επί μέρους παρατηρήσεις, είναι αυτό που κάνει το νήμα ευδιάκριτο και τις συγγραφικές επιλογές με διαύγεια υπογραμμισμένες. Είναι εκεί που η γραφή ως διαδικασία, επιθυμία και βίωμα παρουσιάζεται σαν σε ολόγραμμα και το συγγραφικό θεώρημα αποκτά ένα ιδιαίτερο στίγμα: «Σε συγκοινωνούντα δοχεία κυκλοφορεί η τέχνη του λόγου. Ο λόγος, ο γραπτός και ο προφορικός λόγος που αφηγείται και επιδιώκει να πείσει είναι σχεδόν ίδιος στα βασικά του γνωρίσματα σε όλες τις εκδοχές του. Ο δικηγόρος, ο ρήτορας, ο δοκιμιογράφος, ο δημοσιογράφος, ακόμα και ο αιτησιογράφος που συναντούσαμε παλιά έξω από τα δημόσια καταστήματα, κι ο πεζογράφος αναμφίβολα, και γενικά όλοι εμείς οι μεροκαματιάρηδες της γραφής και του λόγου, άλλος λίγο και άλλος πολύ, επιδιώκουμε την αποδοχή. Γράφουμε και μιλάμε γιατί θέλουμε να πείσουμε κάποιον, κάποιους, τον κόσμο ολόκληρο.»
Στο βιβλίο συγκεντρώνονται 4 εκτενή κείμενα για τον Μένη Κουμανταρέα, τα οποία και συνιστούν μια μικρή και ιδιοσυγκρασιακή, κατά κάποιον τρόπο, μονογραφία, όπου αναφέρονται αρκετά από τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά του πεζογραφικού του κόσμου, λίγο παρακάτω διαβάζουμε δύο κείμενα για τον Αλέξη Πανσέληνο, όπως επίσης από δύο κείμενα για τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο, τη Μαρία Στασινοπούλου, τον Θανάση Χειμωνά και ενδιάμεσα κείμενα που αντιστοιχίζονται με βιβλία των Μάρω Δούκα, Κάρολου Τσίζεκ, Νίκου Καχτίτση, Βασίλη Βασιλικού, Γιάννη Μπεράτη, Μαρίας Παπαδημητρίου, Νίκης Αναστασέα, Κώστα Λογαρά, Δημήτρη Φύσσα, Ζέτας Κουντούρη, Γαλάτειας Ριζιώτη, Μαρίας Κουτσουνά, Χάρης Σταθάτου και Λουκίας Δέρβη. Ένα κείμενο για το ποίημα Μέρες του 1908 του Καβάφη, ένα «Αποχαιρετιστήριο» όπως ονομάζεται για τον θάνατο της ποιήτριας Ντίνας Καραβίτη και ένα κείμενο, όπως προαναφέρθηκε, αφιερωμένο στην Ελευσίνα με αφορμή τα 40 χρόνια διοργάνωσης των Αισχυλείων της.
Ο Συμπάρδης έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε με το βιβλίο αυτό ότι διατηρεί τα πεζογραφικά του χαρακτηριστικά και όταν ενεργεί ως κριτικός αναγνώστης: διαβάζει προσέχοντας κάθε λεπτομέρεια των ηρώων, της πλοκής, της γραφής και της δράσης -όπως ακριβώς επεξεργάζεται και τα δικά του γραπτά: προσέχει κάθε λεπτομέρεια της σύνδεσης, φροντίζοντας να κρατήσει τον μουσικό ρυθμό του λόγου του, προσέχει κάθε λέξη του φροντίζοντας τη σαφήνεια και την ακριβολογία αλλά χωρίς κάτι τέτοιο να διασαλεύει την ισορροπία της υποβολής, της συνδήλωσης και της μυθοπλαστικής γοητείας. Οι παρατηρήσεις που κάνει δεν είναι γενικόλογες ούτε προσχηματικές αλλά γειωμένες στα κείμενα όπως και τα αφηγηματικά στοιχεία στα βιβλία του είναι γειωμένα στις λεπτομέρειες ενός περιβάλλοντος κόσμου στον οποίο όλοι μετέχουμε, ακόμη κι αν με διαφορετικό τρόπο τον προσλαμβάνουμε ή/και τον κατανοούμε.
Στα κείμενα αυτά την απόλυτη εξουσία απολαμβάνει κυρίαρχη η γλώσσα ως εκφραστικό εργαλείο, που δύσκολα κατακτιέται, η γραφή που βασανίζει και δεν παραδίδεται και που ο κάθε συγγραφέας βρίσκεται μαζί της σε έναν συνεχή πόλεμο, έναν αγώνα που δεν τελειώνει ποτέ, όσες μάχες κι αν έχει κερδίσει. Και αυτό γιατί, σύμφωνα με τον συγγραφέα, πρόκειται για έναν αγώνα που δίνουμε όλοι μας, εκόντες άκοντες με τη γέννησή μας. Παραθέτω σχετικά: «Αν το καλοσκεφτείς, αρχίζεις να γράφεις ή είναι σαν να γράφεις όταν αρχίζεις να μιλάς. Όταν εκφράζεσαι με ένα μόνο ρήμα, το πολύ συνηθισμένο στα παιδιά ρήμα «θέλω» κι ένα αντικείμενο πρώτης ανάγκης, ένα κομμάτι ψωμί, ένα γλύκισμα, την αγάπη των δικών σου και των άλλων -όλων των άλλων.»
Τα σημεία στα οποία εστιάζει ο κριτικός φακός του Συμπάρδη είναι εκείνα που απασχολούν και τον ίδιο ως καλλιτέχνη, είναι εκείνα με τα οποία ο ίδιος έχει αναμετρηθεί και τα ζυγίζει ως σημαντικά, είναι όλα εκείνα που αξιολογώντας τα, τα θεωρεί κρίσιμα. Για παράδειγμα από τον μυθιστορηματικό κόσμο του Κουμανταρέα και από τα κείμενα που του αφιερώνει υπάρχουν κρίσιμα σημεία, όχι μόνο για τον αναφερόμενο αλλά και για τον κρίνοντα, ίσως και για την πεζογραφία γενικότερα: όπως είναι ο τρόπος που ένας συγγραφέας αναπαριστά τον κόσμο του ισορροπώντας με τον ρεαλισμό, ρισκάροντας την ηθογραφία και κερδίζοντας την υποβολή, όπως είναι η αναφορά στα εργαλεία εκείνα της μυθοπλασίας χάρη στα οποία δημιουργούνται οι χαρακτήρες και αγκιστρώνεται ο αναγνώστης στα επιλεγμένα από τον συγγραφέα αφηγηματικά μονοπάτια. Αλλά και επιμέρους θέματα όπως ο συνεχώς αναβαλλόμενος έρωτας, όχι ακριβώς ο ανεκπλήρωτος αλλά περισσότερο μία κυκλοδίωκτη μορφή του που δεν μπορεί με τους συνήθεις όρους να ολοκληρωθεί. Και όπως ακόμη το θέμα της διαχείρισης της ασθένειας, εκείνης της ασθένειας που δεν φαίνεται, για την οποία προτιμούμε την αποσιώπηση και χρειάζεται ωρίμανση και θάρρος για να βγει στο φως, όπως συχνά συμβαίνει με την ψυχική ασθένεια.
Το ίδιο όμως βλέπουμε να συμβαίνει και στα περισσότερα από τα υπόλοιπα κείμενα, τα οποία είναι γραμμένα με γλώσσα ακριβολόγα αλλά και απολαυστική, με τρόπο αποκαλυπτικό για τον ίδιο τον συγγραφέα τους και γι’ αυτό αληθινό. Για παράδειγμα από το κείμενο για την Ουράνια Μηχανική της Μάρως Δούκα παραθέτω: «Η Μάρω Δούκα, όπως και κάθε μυθιστοριογράφος υποθέτω, οσάκις κάθεται για να γράψει, πριν καν αρχίσει να γράφει, είναι υποχρεωμένη να πεισθεί ή ίδια ότι νομιμοποιείται να αφηγηθεί μια ιστορία, να βρει δηλαδή τρόπο να πείσει τον εαυτό της ότι δικαιούται να περιγράφει, να διαπλέκει τα γεγονότα και να συνδέει τα πρόσωπα του μύθου μεταξύ τους. Είναι υποχρεωμένη για άλλη μια φορά να νομιμοποιήσει τη γραφή της και να απαντήσει ικανοποιητικά στο ποιος αφηγείται, γιατί αφηγείται και τι μπορεί αυτός που αφηγείται να αφηγηθεί.»
Αναφέρω ενδεικτικά και άλλα σημεία και παρατηρήσεις που έχουν γενικότερο ενδιαφέρον, μια που διεγείρουν ευρύτερα θέματα γύρω από την ιδιοσυστασία της συγγραφής, όπως: η αυξομειούμενη εστιακή απόσταση του αυτοβιογραφικού φακού σε ένα από τα δύο κείμενά του για τη Μαρία Στασινοπούλου : «Είναι κι αυτό ένα είδος αυτοβιογραφίας. Δια της πλαγίας οδού. Αφηγείσαι συμβάντα από τις ζωές των άλλων και κατ’ ουσίαν μιλάς για τον εαυτό σου.» Η αλγοριθμική σχέση της συγγραφικής πρόθεσης με την αληθοφάνεια στο κείμενο για τον Βασιλικό και το βιβλίο του Ψαροντούφεκο: «ο συγγραφέας αναλαμβάνει δράση. […]Η μεγάλη του επιθυμία εκπληρώνεται στο χαρτί, στο επίπεδο της γραφής και της μυθοπλασίας. [Και] καταλήγει έτσι όπως ο συγγραφέας ολόψυχα επιθυμεί και εύχεται. Γιατί […] αυτός κρατάει το ψαροντούφεκο.» Η σχέση των γυναικείων προσώπων με τη βία σε εκείνο για τη Νίκη Αναστασέα: « Η σκληρότητα των γυναικών δεν είναι μικρότερη απ’ ό,τι των αντρών, το αντίθετο θα έλεγα πως συμβαίνει, παίρνει όμως άλλη, θηλυκή μορφή.»
Τέλος, αξίζει ιδιαίτερης αναφοράς η ερμηνευτική προσέγγιση που συντάσσει ο Συμπάρδης για το τελευταίο ποίημα που δημοσίευσε ο Καβάφης με τίτλο Μέρες του 1908. Ερμηνευτική προσέγγιση που χαρακτηρίζεται από φιλολογική ακρίβεια αλλά και ποιητική ευαισθησία και εκείνη την πεζογραφική ετοιμότητα που προκύπτει μέσα από το συνεχώς άγρυπνο βλέμμα του συγγραφέα. Δεν ήταν τυχαία εξάλλου η αναφορά -τίποτα δεν είναι τυχαίο στον συγγραφικό κόσμο του Συμπάρδη- στην Εισαγωγή του παρόντος βιβλίου: «διαβάζοντας εκείνα [τα βιβλία] που με ενδιέφεραν συχνά έμπαινα στον πειρασμό να αναδιηγηθώ τον καμβά αλλά και μερικές λεπτομέρειες του μύθου τους, οπότε και κρατούσα σημειώσεις στο περιθώριο των σελίδων τους».
Η κατακλείδα του κειμένου για τον Καβάφη αποτελεί ένα αναστοχαστικό σχόλιο -κάπως ειρωνικό, εν μέρει πικρό- που απευθύνεται προς κάθε ανάγνωση και ερμηνευτική προσπάθεια αλλά και προς τον ίδιο τον συγγραφέα, ένα σχόλιο που απευθύνεται εν τέλει στον καθένα από εμάς: «Παράλληλα υπάρχει βέβαια και το θαύμα της άψογης, της γυμνής ομορφιάς. Γιατί καθώς ο Καβάφης μάς αποχαιρετά, η Αλεξάνδρεια εξακολουθεί να διεκδικεί τα δικαιώματά της και η ζωή συνεχίζεται».
Γιώργος Συμπάρδης, Σκόρπια, Μεταίχμιο
Βρες το εδώ