της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη
Η πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση που ξεκίνησε με την οξυδερκή ανάλυση του Ν. Μάντη και συνεχίστηκε με τους εύστοχους προβληματισμούς της Λ. Κονομάρα και τις ευθύβολες παρατηρήσεις του Κ. Καλφόπουλου με θέμα «Γιατί δε μας διαβάζουν στο εξωτερικό», δε θα μπορούσε φυσικά να ξεφύγει από τον ημιμαθή και κομπλεξικό σχολιασμό μου.
Θα ήθελα λοιπόν να αναλύσουμε παρέα τους λόγους που δε μας διαβάζουν στο εξωτερικό- είναι άπειροι, ο εξής ένας: επειδή δε μας διαβάζουν ούτε στο εσωτερικό.
- Αρχικά ίσως αξίζει να κάνουμε αυτό που πάντα μου έλεγε η κυρία Αμαλία, η δασκάλα μου στη Β’ Δημοτικού, πως είναι μια καλή αρχή: να αναρωτηθούμε ποιο είναι το υποκείμενο. Ποιοί δε μας διαβάζουν στο εξωτερικό; Οι ίδιοι που τρελαίνονται για ελληνικά, γαστρονομικά προϊόντα; Για τα πρακτικά να τονίσω ότι ευπαθή προϊόντα, όπως γιαούρτια ΦΑΓΕ και ΚΡΙΚΡΙ, κατεψυγμένες φέτες Π.Ο.Π, τζατζίκια, ντολμαδάκια και γίγαντες γιαχνί διακινούνται ακόμη και κατόπιν Brexit χωρίς κανένα πρόβλημα στα αγγλικά σούπερ μάρκετ και τα καταφέρνουν στην ευρωπαϊκή αγορά πολύ καλύτερα από ένα νεοελληνικό μυθιστόρημα. Ίσως ένα μυθιστόρημα της Ζατέλη να χάνει στη μετάφραση- δε μπορεί να είναι όμως αντεπιχείρημα πως τα φαγητά δεν χάνουν- όλοι ξέρουν πως μια ταραμοσαλάτα σερβιρισμένη στο Αιγαίο είναι πιο νόστιμη από μια ταραμοσαλάτα από τα tesco του Manchester. Επίσης, τα ποιήματα του Καβάφη, πχ. κάνουν διεθνή καριέρα που θα ζήλευε και ο Τσιτσιπάς- με καλύτερο παράδειγμα το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιο» που έχει διασκευαστεί και τραγουδηθεί από τον τρισμέγιστο Λέονταρντ Κοέν (Alexnadra leaving) και που υποψιάζομαι πως γράφτηκε για εμένα (Ευχαριστώ Κωνσταντίνε και Λέοναρντ, ειλικρινά δεν ηταν ανάγκη). Σε αυτό να προσθέσουμε πως οι ίδιοι ακριβώς ξένοι πληρώνουν αδρά ποσά για να εκτεθούν για μια εβδομάδα στην ελληνική ηλιακή ακτινοβολία και αλμύρα- πείτε μου εσείς δεν είναι τα βιβλία της Καρυστιανη σα να μασάς καταλάθος άμμοτη στιγμή που το βρεγμένο από τη θάλασσα χέρι σου φευγαλέα ακουμπάει τα χείλη σου; Μόνο ένας βλάκας δεν θα έπαιρνε μαζί του αν μπορούσε αυτό που ήρθε στην Ελλάδα για να βρει. Τα μαγνητάκια με τα κυκλαδίτικα σπιτάκα γιατί είναι καλύτερο (και συχνά ακριβότερο) σουβενίρ από ένα βιβλίο; Σε ποιο βαθμό δεν είναι θέμα προϊόντος αλλά μάρκετινγκ; Για πόσο θα κλαψουρίζουμε για την ελλιπή, κρατική στήριξη; Φαντάζεστε πόσο γελοίος θα φαινόταν ο Εσκομπάρ αν έλεγε κάτι παρόμοιο; Φυσικά η σύγκριση είναι άστοχη καθώς τα βιβλία είναι καλύτερα από ναρκωτικά και ορισμένοι αστυνομικοί όντως στηρίζουν τη διακίνηση τους (καλέ όχι των βιβλίων, των ναρκωτικών), αλλά πείτε μου εσείς- ποιος θα καταδεχόταν να τριπάρει με LSD αν ήξερε πως μπορεί να τριπάρει καλύτερα με Σκαμπαρδώνη; Ποιος θα έκανε ηρωίνη αν μπορούσε αν ήξερε πως ακριβώς το ίδιο αποτέλεσμα μπορεί να το απολαύσει με ένα στίχο της Μαρίας Λαϊνά;
Το ότι δε μας διαβάζουν στο εξωτερικό δεν είναι χειρότερο πρόβλημα από το ότι δε μας διαβάζουν ούτε στο εσωτερικό. Μας έχουν αντικαταστήσει με νετφλιξ, τράπερ που το παίζουν αντισυστημικοί ενώ ορέγονται και υμνούν τα φάουλ του καπιταλισμού (εύκολος πλουτισμός, μισογυνισμός, υποκρισία), ινφλουένσερ πιο μονοδιάστατους και από τα σέλφι τους και την στιγμιαία επιβεβαίωση ενός like στα μέσα μαζικής δικτύωσης.
- Πάμε τώρα και στο αντικείμενο. Ποιους δε διαβάζουν; Τους συγγραφείς μας. Εδώ θα μπορούσα να κάνω τόσα πολλά αστεία μέχρι το τέλος του κόσμου- μόνο που δεν είναι και πολύ αστείο. Θέλετε την πηγή του κακού; Ορίστε: https://bookpress.gr/stiles/protaseis/10379-100-kalitera-vivlia-apotelesmata
Όχι δεν είναι η Bookpress αν και θα μπορούσε! Είναι πως σε σχετικά πρόσφατη έρευνα της, όπου Έλληνες συγγραφείς ψήφισαν τα 100 καλύτερα νεοελληνικά βιβλία- έχει μόνο 4 εν ζωή γυναίκες (7 συνολικά). Ο μέσος όρος ηλικίας είναι η Ιουράσια περίοδος. Το μόνο που με χαροποίησε σε αυτή την έρευνα ήταν πως ο Άρης Αλεξάνδρου ήταν πρώτο όνομα- μέχρι που είδα πως ήταν αλφαβητική λίστα- αυτό φυσικά δεν αρκούσε για να με παρηγορήσει που ο Χάκκας ήταν στον πάτο.
Μου αρέσει ο Βενέζης αλλά ούτε αυτός νομίζω πως ήταν αρκετά προχωρημένος για να γράφει το 1930 για τους αναγνώστες του 2030. 100 νεοέλληνες συγγραφείς απάντησαν εκτός θέματος. Ρωτήθηκαν για τα καλύτερα βιβλία και απάντησαν για τα πιο καθιερωμένα.
Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα- είμαστε εκτός θέματος. Σίγουρα τα κλασσικά πρέπει να διαβαστούν, δεν πρέπει όμως να γράφονται βιβλία που αφορούν τον σύγχρονο αναγνώστη; Όχι επίκαιρα- διορατικά. Με με πάρετε με τις πέτρες- το ξέρω πως ο Σοφοκλής πέφτει με δύο στίχους του πιο μέσα από τον Παντελή Παντελίδη- πριν με πείτε ιερόσυλη θα έπρεπε να έχουν και οι δύο την ίδια απήχηση (εννοώ να κυκλοφορεί παραπάνω ο Σοφοκλής, όχι να διδάσκεται ο Παντελίδης στα Λύκεια). Δε μπορεί ο κουλτουριάρης να απορρίπτει έναν ωραίο στίχο ως σκυλάδικο, χρειαζόμαστε επειγόντως ενέσιμη ευρύτητα πνεύματος. Δε μπορούμε να κατηγορούμε για αυτό ούτε την πολιτεία, ούτε την εκπαίδευση. Όσο παραμένουμε «συνάφι», «κύμβαλα αλαλάζοντα» που θίγουν επί χάρτου κάποια «ζητήματα» αλλά κάνουν τουμπεκί ψιλοκομμένη την ώρα της ευθύνης (όπως παρατηρήσαμε στην πανδημία), ή ακόμη χειρότερα, ζουν με τρόπο που καθιστά το έργο τους υποκριτικό, πολύ φοβάμαι πως δε θα μας διαβάζουν ούτε στο εσωτερικό, ούτε στο εξωτερικό, ούτε στον πλανήτη Άρη.
Μπορώ να επαναδιατυπώσω το πρόβλημα αλλιώς: « Για πόσο θα καθόμαστε στον εστέτ Όλυμπο ρουφώντας το νέκταρ της πνευματικής χαράς και κοιτώντας υποτιμητικά τους θνητούς που δε μπορούν να το απολαύσουν;»
Ο Τ.Σ Έλιοτ κοπτόταν για τέχνη που έχει απήχηση στις κατώτερες τάξεις και παρασύρει το μυαλό τους. Τον διάβαζαν οι κατώτερες τάξεις; Φυσικά και όχι. Αλλά στη λογοτεχνία ιδίως, δεν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος.
Ο Tery Eagleton, μαρξιστής κριτικός λογοτεχνίας σε πρόσφατη συνέντευξη του μού δήλωσε ορθά κοφτά: «Έχουμε υποχρέωση να είμαστε δημοφιλείς.»
Πρέπει να ωριμάσουμε και να σταματήσουμε να ζητιανεύουμε επιβεβαίωση από το εξωτερικό, ταυτόχρονα εθελοτυφλώντας μπροστά στα σημάδια που είναι ενδεικτικά των ελαττωμάτων μας- δέσμιοι ενός συλλογικού κόμπλεξ ανωτερότητας/κατωτερότητας. Το ότι το Μπαρόκ της Μιχαλοπούλου δεν έχει πάρει διεθνές Booker στην πραγματικότητα δεν είναι πρόβλημα του Μπαρόκ αλλά του Booker. Και το ότι η Νίκη του Χωμενίδη απέσπασε Ευρωπαϊκό Βραβείο Μυθιστορήματος θα έπρεπε να χαροποιεί όλους μας (και τον Χωμενίδη) λιγότερο από το αν είχε καταφέρει να αποσπάσει έναν αναγνώστη από την τηλεόραση.
Αν δούμε πρόσφατους Νομπελίστες- το έργο τους εκπροσωπεί κάτι πέραν του εαυτού τους: Ο Gurnah τους εκτοπισμένους, τους μαύρους, τους μετανάστες η Tokarzuk το περιθώριο.
Δε μιλάω για μόδες πολιτικής ορθότητας. Αλλά για συγγραφείς που πολεμάνε για κάτι παραπάνω από τον εαυτό τους και καταφέρνουν να κάνουν τον αναγνώστη να μετέχει στην εμπειρία του να είσαι ο άλλος.
Πώς μπορούμε λοιπόν να φτάσουμε στον αναγνώστη μας ή ακόμη καλύτερα να τον κλέψουμε από κάποια άλλη μορφή ψυχαγωγίας και να τον ξανακάνουμε αναγνώστη;
Προφανώς και δεν έχω ιδέα- η μόνη συμβουλή που έχω να δώσω είναι πως πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τα πάντα ως εμπόδια ανάμεσα σε εμάς και αυτόν και να αφαιρούμε όσα μπορούμε- όπως κάποιος αφαιρεί τις στρώσεις ενός κρεμμυδιού.
Φυσικά και είναι μια χαμένη μάχη- αλλά οι κερδισμένες μάχες είναι για τους πολιτικούς. Οι διανοούμενοι πρέπει να γίνουν πιο πλατωνικοί (όχι σεξουαλικώς- εκεί μου φαίνονται ήδη αρκετά πλατωνικοί αν κρίνω από τα νωθρά βλέμματα ορισμένων) αλλά με την έννοια ότι πρέπει να νοιάζονται για την πόλη, το κοινωνικό σύνολο. Και όχι να κάνουν ασκήσεις λυρισμού σαν κακομαθημένα πλουσιόπαιδα που μαθαίνουν καλλιγραφία.
Οι διανοούμενοι μας πρέπει να αναλάβουν αυτή την χαμένη από χέρι μάχη- και να την κερδίσουν.
Η χώρα μας μοιάζει συνολικά να δυσκολεύεται σε ό,τι έχει να κάνει με την πρωτότυπη δημιουργία. Είτε μιλάμε για αφήγηση (λογοτεχνία, σινεμά, τηλεόραση) είτε για πατέντες στη βιομηχανική παραγωγή ή την τεχνολογία. Ναι, σίγουρα, είμαστε ‘χωριό’, είναι πιο εύκολο να είσαι μεταπράτης σ΄ ένα χωριό (εισαγωγέας, έμπορος, διανομέας ταινιών, κλπ) απ’ ό,τι να στίψεις το μυαλό σου να εφεύρεις κάτι πρωτότυπο και ταυτόχρονα οικουμενικό. Ωστόσο υπάρχουν και άλλα ‘χωριά’ πληθυσμιακά (Δανία, Ιρλανδία, Ολλανδία, Ισραήλ) που διαπρέπουν σε τομείς, ή και σε όλα τα ανωτέρω, αφήνουν δική τους σφραγίδα. Εμείς γιατί όχι;
Ίσως γιατί ανέκαθεν θεωρούσαμε ότι στο ‘οικόπεδο’ που μας έλαχε, το στοίχημα της αιωνιότητας έχει κερδηθεί απ’ τους αρχαίους ημών, και εμείς… απλά προεδρεύουμε. Ίσως γιατί ο στρεβλός τρόπος σύστασης του νεοελληνικού κρατιδίου μάς έκανε όλους περίπου εξαρτημένους από το ‘κρατικό βυζί’. Ίσως γιατί στον γεωγραφικό παράδεισο της υποτροπικής μας χώρας, ανθεί η λογική της ήσσονος προσπάθειας. Ίσως, τέλος, επειδή μονίμως βαδίζουμε ‘στα κουτουρού’, δίχως κανένα σχέδιο ή οργανωμένο πλάνο. Η Κορέα, ας πούμε, που σήμερα ηγείται παγκοσμίως στην ποπ (και όχι μόνο) κουλτούρα, εφαρμόζει εδώ και μία 30ετία εξωστρεφές κρατικό επενδυτικό πλάνο σε όλες τις εκφάνσεις της τέχνης, από το τραγούδι έως το σινεμά και την τηλεόραση (κάτι που επίσης κάνει και η Τουρκία). Εμείς, απ’ την άλλη, παλεύουμε να εξασφαλίσουμε μερικά ευρώ για κρατικά επιδοτούμενες μεταφράσεις…