Γιάννης Βαρβέρης: ένα μάθημα για την κριτική

0
1137

                             

 

 

Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.

Πέντε χρόνια συμπληρώθηκαν αυτές τις ημέρες από τον θάνατο του Γιάννη Βαρβέρη κι είναι σαν να μην έχει μεσολαβήσει ούτε μία εβδομάδα: οι αναρτήσεις ποιημάτων και αναφορών στο διαδίκτυο πυκνώνουν καθημερινώς, τα μελετήματα για τη δουλειά του και τη θέση του στο μεταπολεμικό λογοτεχνικό corpus αυξάνουν σταθερά και τα μεταθανάτια βιβλία του (ποιητικές συλλογές, συγκεντρωτικές εκδόσεις, θεατρικές κριτικές) είναι ακόμη πολύ πρόσφατα. Δεν θέλω, όμως, σήμερα να μιλήσω γι’ αυτά ούτε να αποτιμήσω κριτικά την ποίησή του: το έκανα πολλές φορές στο παρελθόν, κι ελπίζω πως θα το ξανακάνω στο μέλλον, αλλά αν είναι να γίνει κάτι τέτοιο, ας γίνει με μιαν άλλη αφορμή – με μιαν αφορμή όχι επετειακή. Προτιμώ στο σημερινό μου σημείωμα να ανακαλέσω κάτι από τα νεανικά μας χρόνια, από την εποχή που όλος ο κόσμος και όλος ο χρόνος ανοίγονταν μπροστά μας κι ο ίδιος ένιωθα δίπλα του παιδί παρά τη μικρή ηλικιακή διαφορά που μας χώριζε (ήταν μόνο τέσσερα χρόνια μεγαλύτερός μου).

Ανατρέχω στις αρχές ή στα μέσα της δεκαετίας του 1980: στο πρωινό που γνωριστήκαμε στα γραφεία του περιοδικού Τομές του Δημήτρη Δούκαρη, στα μεσημέρια που τον συναντούσα στο εντευκτήριο του υπουργείου Εξωτερικών απέναντι από τη Βουλή (εκεί γνώρισα και τον Ερρίκο Μπελιέ  ο οποίος χάθηκε μόλις τον περασμένο Απρίλιο), στα απογεύματα στο πατρικό του, όπου δεν κουραζόταν να μιλάει για τον θείο του Δήμο Σταρένιο, αλλά και στις χειμωνιάτικες ή τις καλοκαιρινές νύχτες της Αθήνας, όταν περιφερόμασταν σε μπαρ και εστιατόρια, οι δυο μας ή με παρέες, συζητώντας επί ατελείωτες ώρες.

Κι ενώ ο καιρός είχε κάπως περάσει (βαδίζαμε πια προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980), κι εγώ είχα πάρει τη στήλη της λογοτεχνικής κριτικής στην Αυγή, δημοσιεύοντας κριτικά κείμενα και σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, ο Γιάννης ζήτησε να μου μιλήσει – ήταν πάλι απόγευμα στο πατρικό του. Εκεί, λοιπόν, αφού επαίνεσε τα κομμάτια μου, τα κριτήρια και την κριτική μου, και είπε και άλλα θεάρεστα περί το άτομό μου, έθεσε αίφνης επί τάπητος το ζήτημα: οι κριτικές μου μπορεί να έμοιαζαν καλές και σπουδαίες, να έθεταν και να συζητούσαν διάφορα πράγματα, αλλά ήταν άτολμες: άτολμες όχι ως προς το αναλυτικό τους βάθος ή τις ερμηνευτικές τους προτάσεις, αλλά ως προς τη διατύπωση της αρνητικής τους κρίσης. Και κριτική χωρίς έλεγχο δεν γίνεται – ο ίδιος το ήξερε καλά από τη θητεία του στη θεατρική κριτική, όπως ήξερε και το ψυχολογικό ή το κοινωνικό κόστος της επίκρισης.

Δεν είπα τότε πολλά κι ο Γιάννης δεν επανήλθε στο θέμα μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν, προφανώς γιατί δεν χρειάστηκε – είχα πλέον μάθει το μάθημά μου, σωρεύοντας μαζί με αυτό και τα δικά μου παθήματα από την αρνητική κριτική. Όμως το σπάσιμο της σιωπής, την καταπολέμηση του δισταγμού και το ρίσκο της έκθεσης του τα οφείλω. Και τώρα, πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, σκέφτομαι ξανά εκείνο το απόγευμα της μαθητείας που οι νεανικοί μου φόβοι φούντωναν, όσο τον άκουγα να μιλάει, ανακατεμένοι με την καταπιεσμένη ορμή μου να γράψω χωρίς προστατευτικό κλοιό και δίχτυ. Αλλά, όπως θα έλεγε ο ίδιος, θέματα τόσο σοβαρά καλύτερα να τα ρυθμίζει η θάλασσα.

Προηγούμενο άρθρο  Εκτός δομής (για τη διακειμενικότητα)
Επόμενο άρθροΜικρά κριτικά – παιδικά (από την Μαρίζα Ντεκάστρο)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ