Μαρλέν μον αμούρ
Πολλές απραγματοποίητες επιθυμίες μου χάρισαν αξέχαστες στιγμές: Ταξίδεψα στα άστρα, διέσχισα τη Σαχάρα, πήδηξα από τους καταρράκτες του Νιαγάρα, διέλυσα τον Τζόκοβιτς στο τάϊμ μπρέικ, είδα την μπασκετική μου φανέλα κρεμασμένη στην οροφή του AT&T Center, έπαιξα με τον Τζον Κολτρέιν στη Βομβάη και (ω του θαύματος!) συνάντησα την Μαρλέν Ζομπέρ.
Η Γαλλίδα ηθοποιός εμφανίστηκε στη ζωή μου Χριστούγεννα, όταν τα ξαδέρφια μου, που ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερα από μένα, μου έφεραν δώρο ένα περιοδικό για ενήλικες με τη Μαρλέν Ζομπέρ σε όχι και τόσο καθώς πρέπει φωτογραφίες. Μου άρεσε τόσο πολύ η Μαρλέν που το γαλλικό φώλιασε μέσα μου, μον αμούρ, ζετεμ, βουαλα εν ταξι και στο τραπέζι των Χριστουγέννων όταν με ρωτούσε η μάνα μου αν θέλω λίγη ακόμη γαλοπούλα απαντούσα ζε νε βε πα και όταν εύχονταν οι άλλοι καλά Χριστούγεννα εγώ απαντούσα ζουαγιου νοελ. Η θεία μου, που ήταν καθηγήτρια γαλλικών, διόρθωνε την προφορά μου και ο πατέρας, εκνευρισμένος που δεν καταλάβαινε τι είχα πάθει και ξεπηδούσε το γαλλικό ασυγκράτητο από μέσα μου, με κοιτούσε ύποπτα και κουνούσε αποδοκιμαστικά το κεφάλι: «Τα γαλλικά σε μάραναν».
Ναι, τα γαλλικά με μάραιναν, γιατί αν τα ήξερα τα γαλλικά θα επικοινωνούσα πιο καλά μαζί της, με άνεση θα της εξομολογούμουν τον βαθύ έρωτά μου και με άνεση θα της μιλούσα για τα γαλανά της μάτια και τις 4.513 φακίδες που λάτρευα, μετρημένες μια -μια, στο πρόσωπό της. Εκείνα τα Χριστούγεννα δεν ξεκόλλησα στιγμή από την Μαρλέν. Κάθε βράδυ τα δυο μας αγκαλίτσα κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο και, καθώς τα φωτάκια αναβόσβηναν, χάζευα το τέλειο κορμί της που χαλαρά ξαπλωμένο δίπλα μου απολάμβανε με γαλλική φινέτσα τη θαλπωρή του σπιτιού μου. Το επόμενο πρωί ζητούσα επίμονα από τη μάνα, που με κοιτούσε απορημένη, να φτιάξει κροκ μεσιέ και κροκ μαντάμ, αντί για πατσάδες και γαλοτύρια, αλλά που να καταλάβει εκείνη πόσο ερωτευμένος ήμουν. Καθαίρεσα τους αγαπημένους μου ποδοσφαιριστές από το δωμάτιό μου και στους τοίχους, σφυρίζοντας τη Μασσαλιώτιδα, ύψωσα τις φωτογραφίες της Μαρλέν Ζομπέρ. Της άρεσε αυτή μου η κίνηση και τα βράδια που ακολούθησαν στριφογύριζε στο κρεβάτι μου και σε σπασμένα ελληνικά με ρωτούσε κατευχαριστημένη: «Τι άλλο θα κάνεις για μένα Ζαν;».
Και αργότερα, στα φοιτητικά μου, ανάμεσα από τον Τσε Γκεβαρα και τον Λένιν, η Μαρλέν ήταν οπωσδήποτε παρούσα, χαμογελώντας με νόημα σαν να μου έλεγε: «Μην παρασύρεσαι, μόνο εγώ είμαι για σένα». Μπορεί να παρασύρθηκα αλλά ποτέ δεν την ξέχασα, ποτέ. Ακόμη και τώρα, που παίζω με τον εγγονό μου κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο με αυτοκινητάκια και πυροσβεστικές, η φωτιά της επιθυμίας μου παραμένει άσβεστη: Η Μαρλέν με κοντό φορεματάκι κι εκείνα τα θεϊκά της πόδια στη φόρα, απλωμένη στον καναπέ δίπλα μου, διακριτικά, λόγω της παρουσίας του μικρού, με κοιτά στα μάτια σαν να με ρωτά: «Πότε θα πάει επιτέλους για ύπνο ο εγγονός σου;»