του Χρήστου Δανιήλ(*).
Η έκδοση του νέου μυθιστορήματος του Γιάννη Καλπούζου Σέρρα, η ψυχή του Πόντου αποτελεί, αδιαμφισβήτητα, ένα από το εκδοτικά γεγονότα της τρέχουσας εκδοτικής περιόδου. Σε αυτό προφανώς αποσκοπούσε και ο εκδοτικός οίκος Ψυχογιός με την επιλογή του να τυπωθεί σε 50.000 αντίτυπα (αλλά και να δηλωθεί στο εξώφυλλό του ο αριθμός των αντιτύπων της πρώτης έκδοσης)· αριθμός απαγορευτικός για τα περισσότερα ελληνικά βιβλία, αριθμός που από μόνος του ασκεί επιρροή στον αναγνώστη για το πώς πρέπει να εκληφθεί το συγκεκριμένο έργο: ως ένα βιβλίο προορισμένο να αγοραστεί και να διαβαστεί από πολλούς. Κι αν το όνομα του χορού Σέρρα είναι σχετικά άγνωστο στους μη σχετιζόμενους με τον Πόντο, η αναφορά στον Πόντο στον υπότιτλο του βιβλίου, καθώς και η φωτογραφία των Ποντίων χορευτών και της ποντιακής λύρας στο εικαστικό μέρος του εξωφύλλου δεν αφήνει αμφιβολία για το περιεχόμενο του βιβλίου αλλά και για το αγοραστικό κοινό στο οποίο πρωτίστως στοχεύει. Παράλληλα, το διάστημα από την έκδοση του έργου έως και σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί δεκάδες εκδηλώσεις παρουσίασής του σε μικρές και μεγάλες πόλεις της Ελλάδας, στην διοργάνωση των οποίων, τις περισσότερες φορές, συμμετέχουν τοπικοί σύλλογοι Ποντίων με μουσικοχορευτικές εκδηλώσεις. Στην άνυδρη από πολιτιστικές εκδηλώσεις ελληνική επαρχία, οι παρουσιάσεις αυτές, με τη συμμετοχή τοπικών συλλόγων που πλαισιώνουν το λόγο ενός καταξιωμένου συγγραφέα, είναι λογικό να λαμβάνουν διαστάσεις αξιοσημείωτου πολιτιστικού γεγονότος. Οι ενέργειες για την προώθηση του βιβλίου φαίνεται πως αποδίδουν καρπούς. Από την πρώτη στιγμή της έκδοσής του στις αρχές Απριλίου και έκτοτε, εδώ και εβδομάδες, το βιβλίο βρίσκεται σε όλες τις λίστες με τα ευπώλητα των ελληνικών βιβλιοπωλείων.
Οποιοδήποτε όμως προϊόν, όποιες κι αν είναι οι εκστρατείες προώθησής του, δεν μπορεί να διατηρήσει τα υψηλά επίπεδα πώλησης εάν το ίδιο δεν καλύπτει (κάποιες από) τις ανάγκες των αγοραστών-καταναλωτών του. Και το Σέρρα, η ψυχή του Πόντου, είναι ένα βιβλίο που διαθέτει πλοκή, αφήγηση και ιστορία που κεντρίζουν το ενδιαφέρον και θέλγουν τους αναγνώστες. Το βιβλίο παρακολουθεί τη ζωή Γαληνού Φιλονίδη, ενός νεαρού φιλολόγου στην Τραπεζούντα των αρχών του 20ου αιώνα, και παράλληλα παρουσιάζει την ιστορία του τόπου του, του Πόντου. Παράλληλα, δηλαδή με την μικροϊστορία του κεντρικού του ήρωα παρουσιάζεται η Ιστορία, την οποία οι περισσότεροι σημερινοί αναγνώστες είτε αγνοούν είτε γνωρίζουν με αποσπασματικό και στρεβλό τρόπο. Προκειμένου να κινήσει το ενδιαφέρον των αναγνωστών σε επίπεδο μικροϊστορίας ο Καλπούζος επιλέγει ως κεντρικό το, σχεδόν σίγουρο, μοτίβο του ερωτικού τριγώνου: ένας άνδρας διχασμένος ανάμεσα σε δύο γυναίκες, ανάμεσα στα θέλω και τα πρέπει. Γύρω από αυτό το μοτίβο, στις εξακόσιες τόσες σελίδες του βιβλίου, χτίζεται ένας ζωντανός μικρόκοσμος γεμάτος από ανομολόγητα και ομολογημένα πάθη, απλές καθημερινές χαρές και στιγμές έντασης, φιλίες και άσβεστα μίση, συζητήσεις, προβληματισμούς και συγκρούσεις, πλεκτάνες και πολιτικές ίντριγκες, περιπέτειες, οδύνες και καταστροφές, αγώνες και αγωνίες, διώξεις, μετατοπίσεις και φυλακίσεις, αναζητήσεις και αναγνωρίσεις κ.ο.κ. Σε επίπεδο Ιστορίας δεν χρειάζεται να εφευρεθεί κάτι εξ αρχής. Η Ιστορία του Πόντου και των Ποντίων, είναι τόσο έντονη, τόσο γεμάτη με γεγονότα που από μόνη της αρκεί για να κεντρίσει τον ενδιαφέρον και τη συγκίνηση των αναγνωστών της. Ο Καλπούζος απλά τοποθετεί τον κεντρικό του ήρωα στους χώρους δράσης και διώξεων του ποντιακού ελληνισμού: Τραπεζούντα, βουνά του Πόντου, Αμπχαζία, Καζακστάν.
Η διασύνδεση μικροϊστορίας και Ιστορίας αποτελεί προνομιακό πεδίο στη λογοτεχνία του Καλπούζου. Σε όλα του σχεδόν τα μυθιστορήματα, στο Ιμαρέτ για παράδειγμα, το Άγιοι και δαίμονες και την Ουρανόπετρα, παρακολουθούμε τη ζωή των ηρώων του όπως αυτή καθορίζεται μέσα από τα κελεύσματα της μεγάλης ιστορίας, το πώς οι τύχες των ανθρώπων και των ηρώων του διαμορφώνονται από δυνάμεις που οι ίδιοι δεν ελέγχουν και δεν ορίζουν, από την ανάγκη, δηλαδή, της Ιστορίας. Αν όμως στα προηγούμενα έργα του η έμφαση δινόταν στις ιστορίες των ηρώων του, πάντοτε σε ένα έντονα φορτισμένο ιστορικό πλαίσιο, στο Σέρρα, διαπιστώνεται μια μετατόπιση, καθώς δίνεται η εντύπωση πως η ιστορία του ήρωά του, του Φιλονίδη, είναι προσχηματική προκειμένου να παρουσιαστεί η μεγάλη, άγνωστη Ιστορία: η Ιστορία του ελληνισμού του Πόντου. Και ακόμη περισσότερο, στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου δίνεται η εντύπωση πως στόχος του βιβλίου είναι η δικαίωση στη συνείδηση των σημερινών αναγνωστών της Ιστορίας του ελληνισμού του Πόντου με την προβολή του επίκαιρου για τους σημερινούς αναγνώστες αιτήματος της αναγνώρισης της γενοκτονίας των Ποντίων. Η μετατόπιση αυτή δεν είναι απλά θεματικής φύσης, αλλά αφορά την ίδια τη φύση της λογοτεχνίας και επομένως μπορεί να εκληφθεί ως υποχώρηση. Τούτο γιατί, όπως γνωρίζουμε καλά από τους Wellek-Warren, η λογοτεχνία δεν είναι, ή δεν θα έπρεπε να είναι, υποκατάστατο ούτε της Ιστορίας ούτε της πολιτικής, καθώς έχει δικό της λόγο ύπαρξης και δικό της σκοπό. Το ζήτημα στη λογοτεχνία είναι το πώς η Ιστορία, η πολιτική, οι ιδέες ή ό,τι άλλο μπαίνουν στη λογοτεχνία, το πώς παύουν να είναι πρώτη ύλη και τρέπονται σε οργανικά μέρη της. Με άλλα λόγια το πώς μετασχηματίζονται σε λογοτεχνία.
στο Σέρρα, διαπιστώνεται μια μετατόπιση, καθώς δίνεται η εντύπωση πως η ιστορία του ήρωά του, του Φιλονίδη, είναι προσχηματική προκειμένου να παρουσιαστεί η μεγάλη, άγνωστη Ιστορία: η Ιστορία του ελληνισμού του Πόντου.
Μια δεύτερη μετατόπιση που παρατηρείται στο Σέρρα, συγκριτικά με τα πρώτα έργα του Καλπούζου, αφορά την οπτική παρουσίασης των γεγονότων. Ένα από τα βασικά γνωρίσματα που συνέβαλαν στην αναγνώριση του καλλιτεχνικού επιτεύγματος του Ιμαρέτ ήταν η επιλογή του συγγραφέα του να παρουσιάσει την ιστορία του έργου από δύο (αλληλο)συμπληρωματικές οπτικές, μέσα δηλαδή από τους δυο συνομήλικους αλλοεθνείς φίλους. Τα ίδια ιστορικά γεγονότα παρουσιαζόταν και από την πλευρά των Τούρκων και από την πλευρά των Ελλήνων. Αλλά και στο Άγιοι και δαίμονες, μολονότι ο λόγος δινόταν μόνο σε Ρωμιούς, σε κάθε ευκαιρία παρουσιαζόταν και οι οπτικές των άλλων εθνοτήτων μέσω των αλλοεθνών φίλων των ηρώων του έργου. Η πολυπρισματική, η πολυφωνική αφήγηση στο Σέρρα εγκαταλείπεται. Ο λόγος δίνεται αποκλειστικά στον Πόντιο ήρωα (και στον μυστηριώδη αφηγητή – ένα μάλλον ατυχές και καθόλου πειστικό εύρημα του συγγραφέα) και πληροφορούμαστε τα γεγονότα μέσα από τη δική του μοναδική οπτική. Έτσι, για παράδειγμα, η κυρίαρχη στο βιβλίο άποψη πως «Στον Πόντο κατοικούν μουσουλμάνου Λαζοί, Κιρκάσιοι, Κούρδοι, Κηζηλμπάσηδες, Γεωργιανοί, Πέρσες, Αθίγγανοι, Τουρκμάνοι, Τάταροι, Τσιαπνήδες, Ούζοι, κι ακόμη πόσες φυλές, και φυσικά πλήθος εξισλαμισμένων Ελλήνων. Οι Τούρκοι δεν ξεπερνούν το πέντε τοις εκατό (σελ. 306)» παρουσιάζεται χωρίς κάποιο, έστω και υποτυπώδη αντίλογο).
Μια τρίτη μετατόπιση που παρατηρείται στον τρόπο γραφής Καλπούζου αφορά το γλωσσικό όργανο της αφήγησης. Στο Άγιοι και δαίμονες ο Καλπούζος είχε επιλέξει να χρησιμοποιήσει ως γλώσσα γραφής το πολίτικο ιδίωμα· στην Ουρανόπετρα το κυπριακό. Τα ιδιώματα αυτά, όσο κι αν στην αρχή ξένιζαν ή δυσκόλευαν τον μέσο σημερινό αναγνώστη, με την πάροδο της ανάγνωσης τρέπονταν σε προτέρημα καθώς συνέβαλαν στη δημιουργία κλίματος και αληθοφάνειας. Η χρήση ντοπιολαλιάς στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, ακόμη και χωρίς την χρήση κάποιου γλωσσαρίου, έχει να επιδείξει πληθώρα καλλιτεχνικών επιτευγμάτων και έχει δικαιωθεί στη συνείδηση των (απαιτητικών) αναγνωστών. Στο Σέρρα δεν διαπιστώνεται κάποια ανάλογη επιλογή. Ο συγγραφέας υποχωρεί στην αναγνωστική ευκολία και επιλέγει να χρησιμοποιήσει μια στρογγυλεμένη δημοτική, κατανοητή από όλους τους πιθανούς αναγνώστες, διατηρώντας μόνο, στους διαλόγους κυρίως, όπως ο ίδιος αναφέρει στη σημείωση του τέλους του βιβλίου, «το άρωμα» της ποντιακής διαλέκτου.
Στα περισσότερα έργα του ο Καλπούζος υπηρετεί το απαιτητικό είδος του ιστορικού μυθιστορήματος. Από τα γραπτά του συνάγεται πως πραγματοποιεί επισταμένη έρευνα ώστε να είναι σε θέση να αποδώσει το κλίμα και τα γεγονότα της εποχής που περιγράφει. Αξιοποιεί ιστορικά ντοκουμέντα, μαρτυρίες και οποιοδήποτε άλλο υλικό του συμβάλει στην επίτευξη των στόχων του. Στα προηγούμενα ιστορικά του μυθιστορήματα, τις περισσότερες φορές το υλικό αυτό ενσωματωνόταν μέσα στο έργο του με με τρόπο λειτουργικό, αποφεύγοντας δηλαδή τον σκόπελο της μετατροπής της μυθοπλασίας του σε πραγματεία. Αντιθέτως, στο Σέρρα παρατηρείται μια ακόμη μετατόπιση σε σχέση με την παραπάνω πρακτική. Είναι πολλά τα σημεία του έργου στα οποία ο Καλπούζος υποχωρεί σε έναν άγονο λαογραφισμό, σε μια παράθεση ντοκουμέντων και μη λειτουργικά ενταγμένων πληροφοριών ωσάν η παράθεση αυτών των στοιχείων (και επομένως η προβολή της έρευνας που προηγήθηκε της συγγραφής του βιβλίου) να αποτελεί αυτοσκοπό, ωσάν να χρειάζεται η παράθεση όλων αυτών των στοιχείων προκειμένου να γίνει πειστική η αναπαράσταση της εποχής ή ωσάν να επιδιώκει ο συγγραφέας να απευθυνθεί στο θυμικό των ποντίων αναγνωστών του ανακαλώντας μνήμες και ακούσματα από τα χρόνια εκείνα. Το απόσπασμα όπου οι ήρωες παρακολουθούν την αναστάσιμη ακολουθία και ο αφηγητής παραθέτει όλα τα είδη των βεγγαλικών που χρησιμοποιούσαν εκείνη την εποχή στην Τραπεζούντα είναι ενδεικτικό (σελ. 270).
Αναφορικά με την ανάπτυξη της ιστορίας του μυθιστορήματος αρκετές είναι οι ενστάσεις που μπορούν να διατυπωθούν. Προσωπικά βρήκα ατυχές το εύρημα του παιχνιδιού του ήρωα με τον μικρό του γιο κατά τη διάρκεια της περιδιάβασής τους στα βουνά του Πόντου (ένα παιχνίδι που επιχειρεί να συνδέσει τη δική τους περιπέτεια με αυτή των συμπολεμιστών του Ξενοφώντα, ένα παιχνίδι που θυμίζει έντονα το αντίστοιχο που είχε εφεύρει ο έγκλειστος πατέρας σε στρατόπεδο συγκέντρωσης για τον γιο του στην ταινία La vita e bella του Ρομπέρτο Μπενίνι), απόρησα για την επιλογή του αφηγητή, και γιου του βασικού ήρωα, να μην εστιάσει καθόλου στην τύχη της μητέρας του, εξεπλάγην αρνητικά από την επιλογή του αφηγητή να προσπεράσει εν συντομία τη συνάντηση του κεντρικού ήρωα με τον θεωρούμενο από χρόνια ως νεκρό πατέρα του, βρήκα φλύαρα, γενικόλογα και κοινότοπα τα λυρικότροπα εισαγωγικά σχόλια του αφηγητή στην έναρξη κάθε κεφαλαίου, θεώρησα την αρμένικη καταγωγή της βασικής ηρωίδας του έργου αρκετά προσχηματική προκειμένου να γίνει αναφορά στην γενοκτονία των Αρμενίων κ.ά.
Ο Καλπούζος με το Σέρρα, Η ψυχή του Πόντου, συνέθεσε ένα φιλόδοξο ιστορικό μυθιστόρημα στο οποίο προσπάθησε να συμπεριλάβει μια σειρά από ζητήματα και προβληματισμούς. Ο ίδιος σχολιάζοντας το βιβλίο του παραθέτει έναν κατάλογο από πενήντα «ζητήματα που πραγματεύεται ή αγγίζει λιγότερο ή περισσότερο το βιβλίο» του (http://www.athensvoice.gr/the-paper/article/567/ποια-ζητήματα-πραγματεύεται-το-βιβλίο-«σέρρα-η-ψυχή-του-πόντου»). Η δικαίωση της προσπάθειας σε καλλιτεχνικό επίπεδο εναπόκειται στους κριτικούς και κυρίως στο αναγνωστικό κοινό. Γνώμη μου είναι πως για την επίτευξη των ποικίλλων στοχεύσεων (εμπορικών, καλλιτεχνικών, ιδεολογικών, πολιτικών κ.ά.) που ο συγγραφέας έθεσε με το έργο του εμφάνισε ορισμένες υποχωρήσεις σε λογοτεχνικό επίπεδο, οι οποίες λειτούργησαν υπονομευτικά στην προσπάθειά του. Η προηγούμενη λογοτεχνική παραγωγή του Καλπούζου, αναφέρομαι κυρίως στο Ιμαρέτ και στο Άγιοι και δαίμονες, έχει αποδείξει πως οι υποχωρήσεις αυτές δεν ήταν ούτε αναγκαίες ούτε και απαραίτητες.
(*)Ο Χρήστος Δανιήλ διδάσκει νεοελληνική λογοτεχνία στο ΕΑΠ και στο ΑΠΚΥ
INFO
Γιάννης Καλπούζος
Σέρρα, Η ψυχή του Πόντου
εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2016, σελ. 640.