Στη μνήμη Λευτέρη Ξανθόπουλου (Αθήνα, 18 Φεβρουαρίου 1945 – Αθήνα, 19 Ιουνίου 2020)
της Έφης Κατσουρού (*)
Συχνά παρακολουθώντας τα αφιερώματα μνήμης σε ποιητές, σε ηθοποιούς, σε καλλιτέχνες και ανθρώπους των γραμμάτων, αναρωτιόμουν γιατί έχουμε αποφασίσει να τιμάμε τη μνήμη των ανθρώπων που φεύγουν (ιδιαίτερα στις εγγύτερες χρονικά απώλειες) την ημέρα της εκδημίας τους. Γιατί επιλέγουμε το τέλος και όχι τη αρχή, τη γέννησή τους για να πλέξουμε τα αφιερώματα; Στηλίτευα μάλιστα ενδόμυχα αυτή την ροπή προς την τεθλιμμένη ώρα. Και να που τώρα, τρία χρόνια μετά την απρόσμενη φυγή του Λευτέρη Ξανθόπουλου, νοιώθω μια ανάγκη βαθειά, τις μέρες αυτές, τις πλησίον του χαμού του, να επιτάξω τη μνήμη, να επιστρέψω στα ποιήματα και τις ταινίες του, να συναντηθώ μαζί του μέσα από τη γραφή στη μέγιστη θερμοκρασία της ποίησης. Και κατανοώ πια συναισθηματικά, ότι αυτή η επιμονή στην ημερομηνία της φυγής μπορεί να μην είναι μία ροπή προς το πένθος αλλά μία επιθυμία ανάστασης, μία ανάγκη να μεταποιήσουμε αυτή τη μέρα από τοπίο ερήμωσης σε τόπο συγκέντρωσης, από τέλος ζωής σε γενέθλια ημέρα της μνήμης. Να πληρώσουμε εκείνη τη ρωγμή του χρόνου που έσπασε τη συνέχεια με λέξεις για να μπορέσουμε να κοιτάξουμε στον ουρανό ένα λευκό περιστέρι να πετά, στη γη μία χελώνα ακόμη να βαδίζει, στη θάλασσα ένα καράβι που χρόνια ταξειδεύει και όλα σήμερα να είναι εκείνος.
Ο Λευτέρης Ξανθόπουλος (αν θέλουμε να θυμηθούμε επιγραμματικά ποιος ήταν) πρέπει να πούμε ότι υπήρξε, ποιητής και σκηνοθέτης -ο ίδιος πάντοτε διάλεγε να δηλώνει πρωτίστως το πρώτο- της ποιητικής γενιάς του 70 και του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου αντίστοιχα, παραμένοντας πάντοτε εμμονικός κάτοικος της μόνης πατρίδας, που για εκείνον αναδείχθηκε η παιδική ηλικία. Θα μπορούσα να γράψω πολλά και για τα βιβλία και για τις ταινίες του, να μιλήσω για το έργο του με όρους ανάδειξης της ποιητικής φωνής του, που υπήρξε ιδιαίτερη και απόλυτα διακριτή ανάμεσα στους ποιητές της γενιάς του, ωστόσο νομίζω ότι είναι καλύτερο αυτό το κείμενο να γίνει απλά μία αφορμή για επιστροφή στη γραφή εκείνου. Να αγγίξει στα σημεία τη θερμοκρασία του -την ασαφή αυτή έννοια με την οποία αγαπούσε να διακρίνει και να ερμηνεύει τα ποιήματα. Ο Λευτέρης Ξανθόπουλος, όσοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν και να υπάρξουν φίλοι του, γνωρίζουν καλά ότι υπήρξε ο ίδιος, ολόκληρος, η ποίησή του, ότι κάθε λέξη του υψώθηκε γραμμένη με το αίμα τσι ψυχής του, όπως ζητούσε ο αγαπημένος του Νίκος Εγγονόπουλος και η θερμοκρασία που αενάως μέσα στην ποίηση ζητούσε να τον περιθάλψει δεν ήταν άλλο από την θερμοκρασία που ο ίδιος εξέπεμπε, γινόμενος με τις λέξεις του μέταλλο υγρό, καυτό, ικανό να πυρώσει τα αισθήματα και τις αισθήσεις, να εγείρει τα όνειρα και να αναφλέξει τον ύπνο. Ας πάρουμε λοιπόν τις λέξεις του, τα λόγια, τα στρογγυλά, τα ζεστά που καίνε σαν τα ψωμάκια που μόλις βγήκαν από το φούρνο και αχνίζουνε (βλ. «Μικρός παρακλητικός κανών», Άνθρωπος μηδενικών αποχρώσεων, 2018) και ας χτίσουμε σήμερα ένα τοίχο με ένα παράθυρο που θα κοιτά στον ουρανό, ας κρατήσουμε τη λέξη χαμός, που ανατρέπει την τελεσιδικία της λέξης θάνατος, όπως έγραφε ο Ελύτης, για να παρηγορήσουμε τη σιωπή, και ας πούμε αυτή την μικρή ανθολογία εαρινή συνάντηση:
Αντίψυχα (Αθήνα 1972/ β’ Ανδρομέδα 1982 / γ’ Μετρονόμος 2017)
ΓΕΝΕΣΙΣ
Από την ετοιμόγεννη κοιλιά
του ήλιου του καλοκαιριού
σταλάζω
μιας ηλιαχτίδας έμβρυο
ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΟ
Με κάρβουνο
ζωγράφιζε στους τοίχους
καραβάκια·
μπαρκάρισε
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΠΑΣΜΕΝΟΥΣ ΑΜΦΟΡΕΙΣ
Πέτρες
άγονη ψίχα
η σκαπάνη
η σκαπάνη
ξύνει τους πόρους ανεβάζει αγγεία
ξυπνούν
θαμπώνουν στο φως
από χέρι σε χέρι
κυλάει
τόσος ύπνος
τόσος ύπνος
Περιπέτειες πλανόδιου σωματοφύλακα ονείρων (Νεφέλη 1981)
τη γυναίκα μου
την είπανε τα μάτια τους
αμάν
στο πανηγύρι της φυλής
δεκαπενταύγουστος
με βλαστάρια
τρυφερής κληματαριάς
μεταναστεύεις
στο κουκούτσι
του ονείρου
ο ύπνος
γλιστρά σαν αχιβάδα
κι αυτή η απορία
το πρωί
αν μού υπάρχεις
σαν πουλί
σα θάλασσα
ή σα λουλούδι
στην πόρτα
κάτι σπασμένες
ξενικές
φωνές
σε περιμένω
κορίτσι
Το κόκκινο δωμάτιο (Παρασκήνιο 1988)
ΤΟΠΙΟ
Το βουνό
αλλάζει
πουκάμισο
το καλοκαίρι.
ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Βγαίνει το βράδυ ένα κουνέλι με γκαζάκια
κόκκινα μάτια με τικ τακ ξυπνητήρι στο
κεφάλι ροκανίζει τον ύπνο μου με σκεπάζει.
Ένα κουνέλι περασμένης εποχής ένα πράμα
που δεν του δίνεις και μεγάλη προσοχή
τροχίζει τα νύχια του στο μαξιλάρι
τυλίγεται στα ξέφτια και πάει.
Ένα κουνέλι με τρίχωμα γράμματα και
αριθμούς ένα κάτι μελλούμενο και δειλό
μασάει ρίζες παλιές και ορυκτά το βάζει
στα πόδια στα πόδια και πάει.
Ένα ζώο μικρότερο και από το σάλτο του
ένα ζώο του κήπου κοινό μπαίνει ξάφνου στη
σόμπα παίρνει φωτιά φωτιά και πάει.
Τρέχω στην αγορά ζητάω τις μπογιές ζητάω
τις γκαζές ζητάω δανεικά σκάει στα γέλια
ρουθουνίζει φεύγει λοξά.
ΣΗΚΩΣΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΣΟΥ ΠΑΤΕΡΑ (Δελφίνι 1995)
Μεγάλο άσπρο πουλί σαν σύννεφο στον
κήπο της γιαγιά μου.
Φοβήθηκα τον Νόμο.
Ποιος εσκόρπισε αυτά τα Ιώτα αυτές τις
Κεραίες στη θέση του χάους;
Ο Θεός περνάει.
*
ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΕΙΑΣ ΙΙ
Πώς χάλασε
με τα σύμφωνα
η γλώσσα μου.
ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ
Και τώρα
ας κοιταχτούμε στα μάτια
μελαγχολικέ μου Οδυσσέα
το μυθικό σου χέρι
είναι στραμμένο
στην Ιθάκη που έκαψες.
ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ
Στο φεγγάρι
γυρεύει
τις σκιές
των προγόνων.
Η ΟΡΜΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ (Στιγμή 1998)
[ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ]
Έφερε από την Ανατολή τον λάγνο εραστή της με τα
παπούτσια την πετσέτα το κολάρο του
[…]
Απλώνει το χώμα στο δωμάτιο απλώνει αίμα στο χώμα
απλώνει τα χρώματα κομμάτια πράσινο κομμάτια γαλάζιο
μες στο σκοτάδι περπατά σιγανά για να μην πληγώσει τη νύχτα
να μην πληγώσει το μαύρο της νύχτας
[…]
Ελένη και Μόμπι Ντικ και καπετάν Απέθαντο με λένε που
ζω μια νοικοκυρεμένη ζωή ξυπνάω το πρωί στο σπίτι μου
σκαλίζω τον κήπο όπως ο πατέρας μου λέω παραμύθια στα
παιδιά μου ξαπλώνω στα πόδια σας σαν το γατί σάς
περιμένω
ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΔΕΝ ΑΓΑΠΟΥΝ ΤΗ ΒΡΟΧΗ (Κέδρος 2002)
ενότητα Ι. Το γάλα μιας αμετάκλητης νεότητας
Έσκυψε πάνω από το παιδί
σού έφερα τις Μοίρες
για να παίζεις του είπε
για να σε βλέπω να τις λες
με το μικρό τους όνομα για να
σε βλέπω να τις λες Μαριάννα
Σοφία Δέσποινα Ελένη.
ενότητα ΙΙ Τα άγρια άλογα του Ατίλιο Ντάου
Ο δρόμος δεν είναι χαλί
με παπαρούνες και ασφόδελους
να το απλώνει ο Θεός το πρωί
να το μαζεύει το βράδυ
ο δρόμος είναι
τα συμβάντα της μέρας
που οδηγούν στο μεγάλο
η ταραχή της άνοιξης
στην ησυχία του δέντρου
ο καλός μήνας Μάρτιος
που σηκώνει τα νερά του Φλεβάρη
τα ζωντανά
που τριποδίζουν ανήσυχα
μόλις μυρίσουν
από μακριά
το αίμα.
ενότητα ΙΙΙ Οι δροσεροί χειμώνες
Η θάλασσα δεν είναι
πεινασμένο παιδί να
το βάλεις στη ρόγα
να ημερέψει
η θάλασσα σύρτης
άλλοτε ανοίγει
με τον καιρό
άλλοτε κλείνει
και μανταλώνει.
Η έβδομη βροχή (Γαβριηλίδης 2010)
[Ε’]
ΚΑΙ ιδού διαβήκαμε ήσυχα χρόνια είπεν εντός της,
Φωνή ραγισμένη και φωνή χαμηλή η φωνή της;
Διαβήκαμε ήσυχα και σιωπηλά χρόνια χωρίς
θλίψη μεγάλη
Χωρίς πένθος βαθύ χωρίς φοβέρα καμιά χωρίς θανατικό.
Χρόνια δικά μας ευλογημένα. Χρόνια καλά καλά.
Ό,τι επέρασε πέρασε. Τι θέλεις; Πες μου
Τι θέλεις; Τι ζητάς;
Ήρθαμε στον απάνω κόσμο όπως την άνοιξη
μεμιάς τα φύλλα στο δάσος,
Εφέραμε παιδιά την αρχή των πάντων με ωδίνες
και πόνους,
Κατά τον λόγο και το θέλημα και τη βούληση του
πανάγαθου θεού,
Φέραμε στόματα πεινασμένα φέραμε αγγόνια,
Τα παιδιά των παιδιών μας κατά σάρκα και
κατά πνεύμα
[…]
οι εχθροί και οι φίλοι μου (Γαβριηλίδης 2014)
ΖΗΤΗΜΑ ΥΨΟΥΣ
Τον έφαγε η τσαγκαρική όλη μέρα από το χάραμα ως τα
μεσάνυχτα σκυμμένος πάνω από το σιδερένια καλαπόδι
με το σφυρί και τα ξυλόπροκα τις φόλες τη φαλτσέτα το
σουγλί καμπούριανε μαζέψανε οι ώμοι του σκοτείνιασε το
μούτρο του με άλλα λόγια δεν τον άφησε να ζήσει όπως
ήθελε τον ήπιε η τσαγκαρική αλλά και ό φόβος της
τσαγκαρικής
και όπως ήρθε η ώρα του και σώθηκε το λαδάκι
του και έγινε τόσο δα ένα ρόιδι μαραμένο ένα ρόιδι
σπασμένο ακούστηκε πως είπαν γι’ αυτόν οι τριγύρω του
πως είπαν οι γνωστοί και οι φίλοι του καλός άνθρωπος
καλό παιδί μα λιγάκι παραπάνω κουτούτσικος ο
φουκαράκος αυτά και τα γράφω απόψε στα εξήντα μου
χρόνια τη νύχτα πες που κατάπιε τον μικρό τσαγκαράκο η
τέχνη του
Μνήμη Νίκου Εγγονόπουλου
u 31 Οκτωβρίου 1985
ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΕΤΕΛΕΣΜΕΝΟ
Ένα ψάρι με μεγάλο κεφάλι ανοίγει το στόμα του
στρογγυλό σαν δαχτυλίδι βγάζει από μέσα κίτρινα
σεντόνια κίτρινους φιόγκους κίτρινες νταντέλες κίτρινους
μεταξωτούς φραμπαλάδες
Ένα ψάρι ανοίγει το στόμα του κάθε φορά με τον ίδιο
τρόπο στις δώδεκα παρά πέντε ακριβώς λίγο πριν από τα
μεσάνυχτα και βγάνει από μέσα κίτρινα υφάσματα
κίτρινες ζαχαρί κορδέλες κίτρινα φλάμπουρα κίτρινα
κορδόνια κίτρινες μπατανίες
μήπως είναι τα πανιά και οι
παντιέρες για τα κατάρτια και τα ξάρτια μας Κύριε ή
μήπως είναι σάβανα για το μεγάλο ταξίδι;
Μνήμη Μίλτου Σαχτούρη
u 29 Μαρτίου 2005
ΤΟ ΚΟΥΤΙ
Εκεί μέσα έκρυβε όλα τα τοπία της ψυχής του στο μικρό
ξύλινο κουτάκι που είχε χαραγμένες απέξω τις λέξεις σιωπή
σιωπή σιωπή σιωπή
ΚΑΤΙ ΤΡΕΧΕΙ (Γαβριηλίδης 2015)
ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ
Η γατούλα η Χαρά
με τη φουντωτή ουρά
κυνηγάει τον ποντικό
που ‘χει κόρη που ‘χει γιο.
Που ‘χει σπίτι και γυναίκα
και γελάδια πεντεδέκα
που ‘χει γάιδαρο τεμπέλη
κι εκατό καντάρι μέλι.
[…]
Μην με τρως καλέ κυρά.
Δεν αξίζω έναν παρά;
Δεν αξίζω ένα γρόσι;
Αχ, γιατί μού ‘χεις θυμώσει;
(Ό,τι γράφει δεν ξεγράφει
θα μας πνίξουνε στην σκάφη.)
Θα σε φάω ποντικέ
φοβερέ και τρομερέ
με αυτά που μού ‘χεις κάνει
θα σε ψήσω στο τηγάνι.
Ωχ, σταμάτα να χαρείς
τα φουστάνια που φορείς
τα καπέλα τις δαντέλες
τις φανταχτερές κορδέλες.
[…]
Αχ, σταμάτα να χαρείς
τα μουστάκια που φορείς
τα μικρά σου τα γατάκια
στρογγυλά σαν γιουβαρλάκια.
Η γατούλα τον κοιτά
πονηρά χαμογελά
τ’ άσπρα της δοντάκια βγάνει
κι όλον μια μπουκιά τον κάνει.
(Τρεις στο λάδι τρεις στο ξύδι
ρίξε κι άλλο πριονίδι.)
ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ
Παίρνω κρόκο από τ’ αυγό
και το μπλε απ΄ το νερό
το νερό που κολυμπάμε
και στη θάλασσα βουτάμε.
Παίρνω κίτρινο απ’ την άμμο
μα το πράσινο δεν χάνω
πράσινο από τ’ αμπέλι
με σταφύλι όλο μέλι.
Παίρνω χρώματα πολλά
και μια βάρκα με πανιά
και τα βάζω όλα μέσα
έγια μόλα έγια λέσα.
άνθρωπος μηδενικών αποχρώσεων (Γαβριηλίδης 2018)
ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΗΔΕΝΙΚΩΝ ΑΠΟΧΡΩΣΕΩΝ
Κοιμόταν συνεχώς. Επί είκοσι έτη. Όπως ο Ριπ Βαν Ουίνκλ. Ξύπνησε μόνος του σαν να μην έχει συμβεί τίποτε αν να μην έχει ακούσει τίποτα καν. Ζήτησε να του φέρουν την εφημερίδα. Την ξεκοκάλισε. Έπειτα σηκώθηκε πλύθηκε χτενίστηκε φόρεσε τα καλά του και βγήκε. Η γυναίκα και τα δύο παιδιά του αγόρι και κορίτσι που είχαν στο μεταξύ μεγαλώσει τον κοιτούσαν από το τζάμι να στρίβει στη γωνία και να χάνεται.
Μπήκε στο καφενείο κάθισε στην ακρούλα παράγγειλε ζεστό φασκόμηλο έβαλε τρεις κουταλιές ζάχαρη στο ποτήρι ανακάτεψε και ήπιε σιγανά. Δεν έμεινε πολύ. Έφερε με τα μάτια του ένα γύρω άφησε μερικές πεντα-
ροδεκάρες στο τραπέζι σηκώθηκε πήρε το ρεπούμπλι-κο από το καρφί στον τοίχο χαιρέτησε κουνώντας το κεφάλι χαμηλά και βγήκε
Στο σπίτι βούρτσισε τα παπούτσια του τα έσυρε κάτω από το σομιέ ταχτοποίησε τη φορεσιά του στο κάθισμα και χώθηκε στα ζεστά σκεπάσματα στο κρεβάτι
Έγειρα κομματάκι στο πλάι και πριν καν προλάβει να πει ετούτο το ελάχιστο όπου πάντα έλεγε κάθε βράδυ ψιθυριστά πριν του σφαλίσει τα βλέφαρα ο ύπνος πάντα κόνις πάντα τέφρα πάντα σκιά σαν να του είχε λείψει ολωσδιόλου η νύχτα και η ευεργεσία της νύχτας ακούμπησε στο προσκεφάλι δίπλωσε το κορμί του στα δύο και εκοιμήθη
ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ ΜΕΤΑ ΤΗ ΒΡΟΧΗ
ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΜΕ ΤΙΣ ΚΕΡΑΣΙΕΣ
Απ’ όλα
μόνο το ποίημα
σηκώνεται
σαν το πουλάκι
και πεταρίζει
λίγο πιο πάνω
από τ’ ανθρώπινα
για να ‘βρει εκείνο
που δεν υπάρχει
ΟΛΟ ΦΕΥΓΕΙΣ
Να χρωματίζεις
τα λόγια σου
με μαρκαδόρο
με νερομπογιές
με κηρομπογιές
Πάρε ό,τι θες
μόνο να έχουν χρώμα
να είναι ζωηρά
τα λόγια
Μνήμη Γιάννη Βαρβέρη
u 25.05.2011
ΒΟΡΕΙΝΟΣ ΤΟΜΕΑΣ 916 (Μετρονόμος 2020)
ΕΡΩΤΑΣ
Περάσαμε
τα όρια του ήχου
νικήσαμε
τα μετρικά συστήματα
και τις γραφές
πουλήσαμε
τις συντροφιές
στα σκλαβοπάζαρα
της κάτω χώρας
-το τίμημα μετρήθηκε
σε προσμονή και ζεστασιά-
φωνάξαμε
Κομμάτι μου
Αρχίσαμε
να κλαίμε
κάθε μέρα
33 ΚΑΤ’ ΟΝΑΡ
Κυδώνι του λείπει ένα κομματάκι κυδώνι κομμένο στη μέση κυδώνι ανοίγει στα δύο στυφό κυδώνι φέτες κυδωνόπαστο κυδωνάτο
ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ
Στον Γιώργο Κακουλίδη
Κοιμήσου και παράγγειλα
δραγάτη το φεγγάρι
γέρνει σαν υπνοφαντασιά
λάμπει σαν παλληκάρι
που νίφτηκε στολίστηκε
πέρασε φυλαχτάρι
της άνοιξης το κάλεσμα
στα στήθια κεχριμπάρι
στη μέση ζώστηκε σπαθί
στο χέρι το κοντάρι
σα χτυπηθεί με το θεριό
του Αηγιωργιού η χάρη
κάθεται στα μαλλάκια του
σγουρά σαν το μανάρι
χτυπάει ο δράκος μια φορά
χτυπάει ο νιος σαράντα
πηδάει το αίμα του θεριού
ποτίζει το χορτάρι
βογγούν οι αψηλές κορφές
αχούνε τα φαράγγια
λιώνουν τα χιόνια στα βουνά
με τ’ Αηγιωργιού τη χάρη
κινάει ο νιός ο τυχερός
τη λυγερή να πάρει.
(*) Η Έφη Κατσουρού είναι αρχιτέκτων, ποιήτρια