Ο Ευριπίδης Γαραντούδης προσφωνεί τον Γιάννη Δάλλα και αποτιμά το σύνολο της προσφοράς του στα γράμματα στην τελετή απονομής του Μεγάλου Βραβείου του Αναγνώστη, 2015
Κάθε επιζών και μια περγαμηνή καρβουνιασμένη κι άλαλη και τα ποιήματά μας κολοβά κι ακρωτηριασμένα σαν φραγκμέντα.[1]
Με αυτό τον τρόπο σε έναν από τους Χρονοδείκτες του, σύντομα κείμενα-«απολογίες» στο ομώνυμο βιβλίο του το 2004, ο Γιάννης Δάλλας αποτιμά από την αναπόδραστη σκοπιά του επιζώντα μιας άλλης εποχής και με βαθιά πίκρα τη συγκομιδή του ποιητικού έργου του. Αλλά το ίδιο έργο, όχι μόνο το ποιητικό αλλά ευρύτερα το συγγραφικό, για όσους, παλαιότερους και νεότερους, διασταυρωθήκαμε μαζί του ως αναγνώστες και, από ένα σημείο και πέρα, ως συνοδοιπόροι και συνομιλητές προβάλλει δίχως αμφιβολία επιβλητικό στην ποσότητα και πολλαπλά γόνιμο στην ποιότητά του. Αν κάποιος χαρακτηρισμός μπορεί να συμπυκνώσει τις αλληλοτεμνόμενες μέσα στον χρόνο και σταθερά αλληλοϋποστηριζόμενες συγγραφικές όψεις του Γιάννη Δάλλα –ποιητής, πεζογράφος, φιλόλογος νεοελληνιστής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής της αρχαίας ελληνικής λυρικής ποίησης–, αυτός ο χαρακτηρισμός νομίζω ότι είναι εκείνος που ο ίδιος χρησιμοποίησε ως τίτλο βιβλίου του: δόκιμος σε συντεχνία. Δόκιμος με τη διττή σημασία του φτασμένου και συνάμα του διαρκώς μαθητευόμενου. Η εκλεκτή συντεχνία είναι εκείνη μιας αφοσιωμένης λογιοσύνης που, στην περίπτωση του Δάλλα, συνδύασε τη στέρεα και βαθιά γνώση της ελληνικής γλώσσας, της ελληνικής λογοτεχνίας και της ελληνικής φιλολογίας με την κριτική οξύνοια και την ποιητικά ευαίσθητη ματιά στα κείμενα και στα πράγματα. Με καταλύτη της κριτικής οξύνοιας και της ποιητικής ευαισθησίας την ακλόνητη ιδεολογική πίστη στο όραμα της Αριστεράς.
Οι παραπάνω συντεταγμένες μπορούν να μας προσανατολίσουν στην τεράστια έκταση του συγγραφικού έργου του Δάλλα. Αν κανείς περιπλανηθεί σε αυτή την έκταση ακολουθώντας τους οδοδείκτες της πορείας του κριτικού και του φιλόλογου Δάλλα, θα συναντήσει τους σημαντικότερους δημιουργούς της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας, ιδίως της ποίησης: πρωτίστως τον Σολωμό, τον Κάλβο και τον Καβάφη, και δευτερευόντως τον Βάρναλη, τον Σικελιανό, τον Καρυωτάκη, τον Άγρα, τον Φιλύρα, τον Πεντζίκη, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Ρίτσο, τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο, τον Οικονόμου και, από τους ποιητές της βιολογικής και ποιητικής γενιάς του Δάλλα, της λεγόμενης πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, ιδίως τον Αναγνωστάκη και τον Σαχτούρη. Αλλά οι 37 μονογραφίες, συλλογές μελετών και φιλολογικά επιμελημένες εκδόσεις του τιμώμενου του «Αναγνώστη», στη διάρκεια εξήντα χρόνων ακαταπόνητης εργασίας, από το 1954 μέχρι το 2014, λειτουργούν ως ένα ορυχείο πολύτιμων μεταλλευμάτων και για πολλά ακόμα λογοτεχνικά έργα και λογοτεχνικά φαινόμενα. Και όλη αυτή η βαθιά αναζήτηση του Δάλλα στα λογοτεχνικά μας κείμενα ανταμείβει τον εταστικό αναγνώστη της, επειδή η νηφάλια έρευνα του κριτικού και φιλόλογου Δάλλα συνδυάζεται με την αισθητική κρίση, συχνά διαθλασμένη μέσα από τον φακό της ιδεολογίας. Αν ορισμένες από τις αισθητικές κρίσεις θα τις χαρακτήριζε κανείς μεροληπτικές ή και εμμονικές, όπως π.χ. τη σταθερά αρνητική αντίδραση του Δάλλα στον κατά την κρίση του γραφικό ελληνοκεντρισμό της ποιητικής γενιάς του 1930, αυτήν ακριβώς τη μεροληψία ή εμμονή μπορούμε να εκτιμήσουμε ως αρετή, στον βαθμό που ο Δάλλας αντιτάχθηκε στο κυρίαρχο κριτικό ρεύμα. Παράλληλα με τον μελετητή, ο συστηματικός μεταφραστής Δάλλας, ο ενδογλωσσικός μεταφραστής των λυρικών έργων των αρχαϊκών χρόνων (των δημωδών και των αττικών συμποτικών, των ελεγειακών, των ιαμβογράφων, των μελικών και των χορικολυρικών) και ακόμη των επιγραμμάτων της αλεξανδρινής εποχής, επέτυχε τη συνοδοιπορία του αρχαιογνώστη φιλόλογου και του ποιητή, κατά βάθος τροχίζοντας, μέσα από τις μεταφράσεις, το γλωσσικό εργαλείο της δικής του ποίησης.
Αν θεωρήσουμε κατά συνθήκη ως δημιουργικότερη έκφανση του συγγραφικού έργου του Δάλλα την ποίησή του –προσωπικά πιστεύω ότι οι διάφορες συγγραφικές πλευρές του είναι οργανικά δεμένες μεταξύ τους σε ένα πολύπτυχο έργο– έχει νόημα να παραχωρήσω τον λόγο στον ίδιο και συγκεκριμένα να αναγνώσω δύο από τους Χρονοδείκτες του, όπου αποτιμά από την απόσταση του συντελεσμένου χρόνου-έργου τον εαυτό του ως ποιητή, ανατρέχοντας στην αφετηρία και φτάνοντας μέχρι κοντά στο τέρμα:
Βλέπω τι βλέπει και τι νιώθει η νεανική μορφή που ο ίδιος κάποτε υπήρξα. Η ασυμβίβαστη μορφή που όλα τα χώνεψε και τα ’χε ξεπεράσει. Τα ’κανε σάρκα και οστά και τα ’ριξε στο χωνευτήρι και στον μέσα του μετασχηματιστή. Τον παρακολουθώ στην φτωχική του κάμαρη που κλείστηκε μέρες πολλές, με διαλογισμούς μοναχικούς και με τις φαντασίες ατιθάσευτες και φευγαλέες, σαν άλογα ιπποδρομίου να χτυπιούνται οληνύχτα στο χαρτί.
Μοιάζοντας τώρα μ’ ένα κυπαρίσσι που θροεί στα όρια του προσωπικού του αγρού και ενός δημόσιου νεκροταφείου. Και πιο βαθιά σαν μία αντένα αθέατη που μεταφέρει τα μηνύματα των περιλειπομένων στην επόμενη εποχή και τα περνά απ’ την ιστορική ζωή στη γλώσσα και στην ποίηση[2].
Επάνω σε τέτοιες προσωπικές υποθήκες δρομολογήθηκε εξαρχής η ποίηση του Δάλλα, από την πρώτη του ποιητική συλλογή, δημοσιευμένη στη διάρκεια του Εμφυλίου, και αναπτύσσεται μέχρι τις μέρες μας, την εποχή της κρίσης, ως λογοδοσία του ανθρώπου στην Ιστορία από τη σκοπιά μιας ιδεολογικά σθεναρής πίστης. Ο ποιητής που θεματοποιεί την Ιστορία και έτσι αναμετριέται μαζί της γνωρίζει ότι κατά βάθος είναι αυτός που κατά πάσα πιθανότητα θα χάσει. Έχει όμως νόημα να επιμείνει και επιμένει να αναμετριέται. Επειδή, συντάσσοντας ως επί το πλείστον το ποιητικό χρονικό ματαιωμένων ελπίδων και διαψευσμένων προσδοκιών, συνάμα υπερασπίζεται και διατρανώνει το ηθικό κύρος της τέχνης του που αντιστέκεται στην καταδρομή της πραγματικότητας. Ως ένας ασυμβίβαστος που εξακολουθεί να μεταφέρει τα μηνύματά του στη δική μας, την επόμενη εποχή. Ή, με τα ποιητικά λόγια του Γιάννη Δάλλα
Είναι το χέρι κι η τρεμόεσσα καρδιά μου
πιασμένα ακόμη μες στη σιδερή λαβίδα
ενός τεκτονικού σεισμού διαρκείας
(Όταν ξυπνώ φρενήρης της νυκτός και γράφω)[3]