Για τον Ευριπίδη υπάρχουν μόνο ερωτήματα (γράφουν οι Εβίνα Σιστάκου-Αντώνης Ρεγκάκος)

0
659

γράφουν οι Εβίνα Σιστάκου-Αντώνης Ρεγκάκος (*)

 

Ίσως κανένας αρχαίος συγγραφέας δεν συγκέντρωσε στο πρόσωπό του τόσες διαφορετικές και αντιφατικές μεταξύ τους κρίσεις όσο ο Ευριπίδης. Ήδη ο σύγχρονός του Αριστοφάνης τον ανέβασε στη σκηνή μεταμφιεσμένο σε ζητιάνο στους Αχαρνείς και τον έκανε στόχο εξοργισμένων γυναικών στις Θεσμοφοριάζουσες, για να τον ξανασυναντήσει στους Βατράχους, στον Κάτω Κόσμο πλέον, προκειμένου να τον κατακρίνει ως διαφθορέα του υψηλού είδους της τραγωδίας. Οι αρχαίοι βιογράφοι του τον παρουσίαζαν σαν μισάνθρωπο και μισογύνη‒μάλιστα σύμφωνα με μια ανεκδοτολογική αφήγηση ο θάνατός του προήλθε όταν γυναίκες τον διαμέλισαν μια νύχτα, όπως ακριβώς οι μαινάδες κατασπάραξαν τον Πενθέα στις Βάκχες. Όσο κακή φήμη κι αν είχε όσο ζούσε στο αθηναϊκό κοινό (ή τουλάχιστον σε ένα μέρος της πνευματικής ελίτ της Αθήνας), τόσο δημοφιλή έγιναν τα έργα του στους αιώνες που ακολούθησαν, καθώς επανεκτελούνταν στο θέατρο, διδάσκονταν στα σχολεία και αντιγράφονταν σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας και έπειτα του Μεσαίωνα μέχρι την πρώτη ολοκληρωμένη έκδοση τους από τον Άλδο Μανούτιο στη Βενετία το 1503. Και μπορεί ο Αριστοτέλης στην Ποιητική να χαρακτήριζε τον Ευριπίδη με τον αινιγματικό υπερθετικό τραγικώτατον, όμως ο Νίτσε στη Γέννηση της τραγωδίας τον κατηγόρησε για την ιερόσυλη εξάλειψη του διονυσιακού στοιχείου που οδήγησε στη “δολοφονία” του τραγικού είδους.

Ωστόσο, ο Ευριπίδης, αυτός ο νεωτερικός, τολμηρός δραματουργός, εξακολουθεί να μας εκπλήσσει και να μας θέλγει ως αναγνώστες και θεατές των δραμάτων του. Στο εύλογο ερώτημα “γιατί” έρχεται να απαντήσει ένα συλλογικό έργο που συντάχθηκε υπό την εποπτεία της Καθηγήτριας Κλασικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν Laura K. McClure και κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από το University Studio Press. Πράγματι, τα τελευταία 50 χρόνια οι ευριπίδειες σπουδές ανανεώθηκαν ριζικά χάρη σε νέες προσεγγίσεις μέσα από το πρίσμα του φορμαλισμού, του δομισμού και της σημειολογίας, αλλά και υπό την επιρροή των μαρξιστικών, φεμινιστικών και πολιτισμικών σπουδών. Όπως επισημαίνει η McClure στην εισαγωγή του βιβλίου, ο Ευριπίδης αποτελεί αναμφίβολα “ένα προϊόν αιώνων κειμενικής παράδοσης, κριτικής πρόσληψης και ερμηνείας”, αλλά παράλληλα είναι ένας ποιητής στον οποίο “κάθε πολιτισμός από κάθε χρονική περίοδο επισημαίνει νέα ζητήματα και ανιχνεύει νέα νοήματα επίκαιρα για τη δική του εποχή”.

Ο τόμος, που ανήκει στη δημοφιλή εκδοτική μορφή του Companion, συγκροτείται από 35 μελέτες ισάριθμων ξένων και Ελλήνων ακαδημαϊκών ειδικών στην ευριπίδεια δραματουργία. Εκκινώντας από μια φιλολογική προοπτική, τα εισαγωγικά κεφάλαια εστιάζουν στην εκδοτική περιπέτεια των έργων του Ευριπίδη ανά τους αιώνες, στις αρχαίες βιογραφικές παραδόσεις και, από γραμματολογική σκοπιά, στη συμβολή του ποιητή στην εξέλιξη του τραγικού είδους. Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στην ερμηνευτική προσέγγιση καθεμιάς από τις 17 σωζόμενες τραγωδίες και συμπληρώνεται από την ανάλυση του μοναδικού σατυρικού δράματος που έχουμε από την αρχαιότητα, του Κύκλωπα, του ψευδεπίγραφου Ρήσου και των αποσπασμάτων του Ευριπίδη (τα οποία αριθμούνται σε περισσότερα από 1200 και προέρχονται από 78 διαφορετικά και χαμένα σήμερα έργα). Με σκοπό μάλιστα τη διευκόλυνση του σύγχρονου αναγνώστη, ο τόμος εμπλουτίστηκε στην ελληνική έκδοση με το σύνολο των σωζόμενων ευριπίδειων δραμάτων στο πρωτότυπο, την “πρώτη ύλη” πίσω από τις πολυπρισματικές αναλύσεις που φιλοξενούνται στο βιβλίο.

Μια διαφορετική ματιά, περισσότερο συνθετική και συγκριτική, προσφέρουν τα τελευταία 12 κεφάλαια. Εδώ διερευνώνται ερωτήματα όπως: Ποια είναι τα πιο κοινά αφηγηματικά σχήματα στα ευριπίδεια δράματα;                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                               Τι γνωρίζουμε για την αρχαία παραστασιολογία στον Ευριπίδη και πώς αξιοποίησε ως δραματουργός το μεταθέατρο και τις σκηνικές μηχανές; Ποια ήταν η λειτουργία του Χορού και ο ρόλος της Νέας Μουσικής στα έργα του; Η επιτελεστική διάσταση του ευριπίδειου θεάτρου αποτελεί ένα ζήτημα μεγάλης ιστορικής αξίας και φιλολογικού ενδιαφέροντοςˑ όπως επίσης και η πρόσληψή του από την αρχαία ελληνική κριτική και το θεατρικό κοινό της αρχαιότητας, καθώς και η μετάπλαση των τραγικών παθών της Μήδειας και της Φαίδρας από τον Ρωμαίο τραγικό Σενέκα.

Όμως οι καινοτομίες που εισήγαγε ο Ευριπίδης δεν είναι μόνο-ή κυρίως-φορμαλιστικού και θεατρικού χαρακτήρα. Η νεωτερικότητά του έγκειται σε όσα τον διαφοροποιούν από τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή και τον καθιστούν έναν ποιητή “σύγχρονο” σε κάθε ιστορική περίοδο. Είναι η συμμετοχή του στις πρωτοποριακές ιδέες του 5ου αιώνα, όσες εκφράστηκαν από τους Σοφιστές και τον Σωκράτη, οι οποίες τον έστρεψαν στην αποδόμηση της παράδοσης και σε έναν ιδιότυπο ανθρωποκεντρισμό. Η αντισυμβατικότητα του Ευριπίδη αποτυπώνεται σε τρεις ουσιαστικές καινοτομίες που εισήγαγε στα έργα του: την αναθεώρηση του παραδεδομένου μύθου, την αμφισβήτηση του ρόλου των θεών και την ανάδειξη των έμφυλων ταυτοτήτων σε καθοριστικό παράγοντα της κοινωνίας. Είναι ακριβές να ισχυριστούμε ότι ο Ευριπίδης έθεσε πρώτος ζητήματα πολιτικής, θρησκείας και ταυτότητας με μια ένταση που όμοιά της συναντάμε ξανά στη δική μας μετα-μοντέρνα και αντιφατική εποχή‒μια πραγματικότητα που αντικατοπτρίζεται στις πρωτοποριακές παραστάσεις των ευριπίδειων δραμάτων που ακριβώς για αυτόν τον λόγο εξακολουθούν να συναρπάζουν το θεατρικό κοινό στον 21ο αιώνα.

Το συλλογικό έργο “Ευριπίδης 35 Μελέτες” υπό την επίβλεψη της Laura K. McClure επιχειρεί να απαντήσει στα παραπάνω ερωτήματα της ευριπίδειας δραματουργίας αξιοποιώντας τη σύγχρονη θεωρία και μεθοδολογία της φιλολογικής επιστήμης. Όσο για τα ερωτήματα που έθεσε ο ίδιος ο Αθηναίος τραγικός μέσα από τα λόγια των χαρακτήρων του, της Μήδειας, της Φαίδρας, της Εκάβης, της Ηλέκτρας, του Ορέστη και του Πενθέα, αυτά θα διατηρήσουν την αινιγματικότητά τους δίχως μονοσήμαντες ή εύκολες απαντήσεις παραμένοντας βαθιά ανθρώπινα σε κάθε εποχή.

 

 

(*)Η Εβίνα Σιστάκου είναι Καθηγήτρια Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο ΑΠΘ / Ο Αντώνης Ρεγκάκος είναι Ακαδημαϊκός.

Laura K. McClure, Ευριπίδης, 35 μελέτες, επιμ Εβίνα Σιστάκου, Αντώνης Ρεγκάκος, University Studio Press

Βρες το εδώ

Προηγούμενο άρθροAnew, μια διακαλλιτεχνική πρόταση στο Κουκάκι
Επόμενο άρθροΗ αστυνομική λογοτεχνία από το Α ως το Ω (του Φίλιππου Φιλίππου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ