του Αλέξη Ζήρα
Προχθές είδα ξανά, αυτή τη φορά αναρτημένη στο διαδίκτυο από τη φίλη του Νίκη Τρουλλινού, μια φωτογραφία του Χριστόφορου∙ νομίζω από εκείνες τις φωτογραφίες που δεν αποδίδουν μόνο τη μορφή του αλλά με τρόπο καίριο έχουν συλλάβει τη διαβίου εσωτερική του διάθεση. Είναι νεοσύλλεκτος στην Κόρινθο, χειμώνας του ΄68, όρθιος, με ποδήρη χλαίνη, θα έλεγε κανείς ολόϊδια μ΄ αυτές που φορούσαν στο μέτωπο του ΄40 και στον εμφύλιο. Είναι ασκεπής με το κεφάλι ελαφρά σκυμμένο και το βλέμμα χαμηλωμένο καταγής. Η όλη στάση του δείχνει έναν νέο άνθρωπο ριγμένο σε δυσάρεστα συναισθήματα που του αποτυπώνουν στο πρόσωπο μιαν αδιόρατη θλίψη. Τον γνώρισα μια περίπου πενταετία μετά από τον χρόνο αυτής της φωτογραφίας∙ από την παρέα του εκείνης της εποχής γνώριζα τον Μηνά Δημάκη, τον Μιχάλη Μερακλή κι έναν γιατρό που μου διαφεύγει τώρα το όνομά του, γνώριμο του Γιώργου Ιωάννου όταν ο τελευταίος είχε αποσπαστεί για τη διετία 1962-1964 στη Βεγγάζη της Λιβύης, για τις ανάγκες του εκεί ελληνικού σχολείου. Ο Χριστόφορος μόλις είχε βγάλει, ασφαλώς ιδίοις αναλώμασι, τα ποιήματά του: Το Τέλος του Τοπίου. Μα δεν είναι παράξενο να δημοσιεύει κάποιος το πρώτο του βιβλίο, ορίζοντας την είσοδο στο ποιητικό τοπίο με ένα τέλος; Στα εξωτερικά χαρακτηριστικά δεν διέφερε και πολύ από τη φωτογραφία του ΄68. Μου έκανε εντύπωση το συγκρατημένο, σπασμωδικό του γέλιο, σχεδόν μέσα από τα δόντια του, το θλιμμένο βλέμμα που απέφευγε να βλέπει καταπρόσωπο τους άλλους∙ ακόμα, η επιφυλακτικότητα, οι νευρικές, ανήσυχες κινήσεις που έδειχναν αμηχανία, δυσκολία στην προσαρμογή ή και δυσφορία.
`Οπως φέρνω τα πίσω μπρος, γράφοντας αυτό το κείμενο με προορισμό τούτη την πολύ στενόχωρη στιγμή, σκέπτομαι ότι σπάνια συνάντησα στη ζωή μου ανθρώπους, όπως ο Χριστόφορος: τόσο εύθραυστους εσωτερικά, τόσο ευμετάβλητους ως προς την διάθεσή τους, αλλά και με τόσο φανερή στα χαρακτηριστικά του προσώπου τους αυτή την εσωτερική αποτύπωση της ευθραυστότητας. `Ισως υπερβάλλω, υποκύπτοντας στην αρνητική διάθεση, αν πω ότι τον κυνηγούσε διαβίου μια σκοτεινιά, μια απροσδιόριστη ενοχή που τον έκανε να υψώνει άμυνες, να ξεσπάει πολλές φορές αναίτια και να μη χαίρεται τα μεράκια της ζωής. `Οσοι έτυχε να τον γνωρίσουν παλαιότερα, μα και εκείνοι που ήξεραν από πιο πρόσφατους καιρούς, ήταν αδύνατο να μη διέκριναν στο στόμα του το τόξο της καρυωτακικής οδύνης∙ το παράπονο του μοιραία σφραγισμένου. Ιδίως αυτά νομίζω πως τον μοιράστηκαν.
Η ζωή του Χριστόφορου ήταν μια πάλη ανηλεής με τη σκοτεινιά που τον είχε πάρει καταπόδι από νεαρή ηλικία. Από εκεί, απ΄αυτόν τον αγώνα του να βγει σ΄ ένα ξέφωτο παροδικής έστω χαράς, κεφιού και φιλίας, πήγαζε και η αμείωτη για πολλά χρόνια δημιουργικότητά του. Η σχεδόν θρησκευτικής έντασης φιλαλληλία του! Πείσμωνε για ν΄αντέχει και να τα βγάζει πέρα, και οι αντοχές του ήταν απεριόριστες. Θυμάμαι στις αρχές του ΄80 που ως δικηγόρος μιας μεγάλης εταιρείας, σχεδόν διαλυμένης από την κακοδιαχείριση, έκανε τα αδύνατα δυνατά για ν΄ αποτρέψει το μοιραίο ώστε να μη μείνουν στο δρόμο οι εργαζόμενοι! Θέλω να πω ότι η πλευρά αυτή, της φιλαλληλίας, της έγνοιας για τον άλλο, δεν ήταν ποτέ ασύνδετη με την ποίησή του. Δεν ήταν ποιητής εικόνων, επινοημένων από τη φαντασία, αλλά κυρίως ποιητής νοημάτων που έφεραν όλα ένα ηθικό βάρος, καθώς πήγαζαν από οριακά συνήθως βιώματά του. Χωρίς άλλο, προσεκτικός με κάθε λέξη που χρησιμοποιούσε (δάσκαλός του εδώ ο Φρανσίς Πονζ), όμως οι λέξεις και οι φράσεις υπηρετούσαν πάντοτε στην ποίησή του το εποικοδόμημα της δικής του ζωής.
Και έπειτα, για να επιστρέψουμε στην σχέση ποίησης και ζωής, δεν είναι μόνο η γραμμένη ποίηση του Χριστόφορου ο μοναδικός δρόμος με τον οποίο προσδοκούσε να ξεπεράσει τον εσωτερικό του σπαραγμό. Πέρα από την γραμμένη υπήρξε για όσους τον γνώρισαν από κοντά, η άγραφη καθημερινή «ποίησή» του, κι εδώ εννοώ την απαράμιλλη, συναισθηματική μα και έμπρακτη δοτικότητά του∙ το πάθος να προσφέρει απείρως περισσότερα από όσα έπαιρνε. Την αφοσίωσή του σε πρόσωπα και σε κοινούς σκοπούς, καμιά φορά εξαρχής ουτοπικούς, στους οποίους όμως σκοπούς δινόταν φλεγόμενος, με την άκρα ανιδιοτέλεια που μόνο ένα ανυποψίαστο, αθώο παιδί θα μπορούσε να έχει. Αυτή η δοτικότητα τού ήταν συνεχώς απαραίτητη, γιατί μόνο έτσι επέστρεφε νοερά και ξαναδοκίμαζε τη νεανική αίσθηση της πληρότητας, το μοναστικό όραμα της νεότητάς του. `Ετσι, στο ασκητικό τοπίο της κριτικής ενδοχώρας, οι σχέσεις ξαναγίνονταν ιαματικές, με δεσπόζουσα τη φωτεινή ανάμνηση της μητέρας του.
Δεκαετίες πέρασαν από το 1973∙ δεν είμασταν τότε ούτε καν τριάντα. Ασπρίσαμε και οι δυό, όπως και οι άλλοι, της γενιάς μας, που μερικούς τους βλέπω εδώ γύρω. Δεν πάψαμε όλοι με τον Χριστόφορο να έχουμε το νου μας ο ένας στον άλλο. `Ισως γι΄αυτό, ξεπροβοδίζοντάς τον σήμερα, δεν αποχαιρετούμε μόνο ένα φίλο∙ στη μορφή του που απομακρύνεται αποχαιρετούμε και ένα μέρος της νεότητάς μας. Στο καλό Χριστόφορε!
(*)Κείμενο που διαβάστηκε τη Δευτέρα, 29 Ιουλίου 2019, 4.30 μμ, στο παρεκκλήσι Ταξιάρχη Μιχαήλ του Κοιμητηρίου Χαλανδρίου