του Πάνου Σταθάτου (*)
1. Το φαινόμενο Rumena Bužarovska
Θα έχετε ενδεχομένως συναντήσει κάπου την πασίγνωστη φράση που αποδίδεται στον Άντων Τσέχωφ, ότι αν στην πρώτη σκηνή παρουσιάζεται ένα καρφί στον τοίχο, τότε ο ήρωας πρέπει να κρεμαστεί από αυτό το καρφί. Η φράση αυτή έχει χρησιμοποιηθεί τόσες φορές που έχει καταλήξει να αποτελεί κοινό τόπο, με την πηγή της να έχει πια ξεθωριάσει. Πρόκειται για μια παραλλαγή του αφηγηματικού μηχανισμού “Chekov’s gun”, ο οποίος, παρότι μοιάζει να περιγράφει την προοικονομία, στην πραγματικότητα αναφέρεται στην αντίληψη του Τσέχωφ ότι στο θεατρικό κάθε στοιχείο οφείλει να είναι σημαντικό και να υπακούει σε μία αναγκαιότητα.
Αυτό μου ήρθε στο νου διαβάζοντας το πρώτο διήγημα της συλλογής διηγημάτων της Rumena Bužarovska, Δεν πάω πουθενά, που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Gutenberg (Μάιος, 2023) σε μετάφραση Αλεξάνδρας Ιωαννίδου. Το διήγημα έχει τίτλο «Το βάζο» και, έχοντας διαβάσει την πολυσυζητημένη συλλογή Ο άντρας μου (Gutenberg, 2022), όπου «κάθετι στέρεο διαλύεται στον καθαρό αέρα», όπου η φαινομενική ηρεμία πρέπει να διαλυθεί με μία έκρηξη, που όσο κι αν είναι κάποτε προβλέψιμη (ή ίσως ακριβώς για αυτό) δεν παύει να είναι συνταρακτική, δεν μπορούσα να αποφύγω τη σκέψη ότι το βάζο του τίτλου έπρεπε να σπάσει. Και όντως έσπασε, κάνοντας εκκωφαντικό θόρυβο.
Η Bužarovska, ορμώμενη από την άγνωστη σε μας λογοτεχνική παραγωγή της Βόρειας Μακεδονίας,[1] έσκασε στο ελληνικό εκδοτικό περιβάλλον σαν ένας κεραυνός εν αιθρία. Από την πρώτη της συλλογή η συγγραφέας έχει χαιρετιστεί με θετικά σχόλια, έχει λάβει την αρμόζουσα προσοχή της κριτικής, φιγουράρει στις λίστες των δημοφιλών βιβλίων, συζητιέται σε λογοτεχνικά fora, με την ίδια μάλιστα να επισκέπτεται πολλές φορές την Ελλάδα στη ΔΕΘ, στα Χανιά και στην Αθήνα σε εκδήλωση παρέα με την βοσνιακής-σερβικής καταγωγής Lana Bastašić, της οποίας το έργο επίσης μεταφράστηκε πρόσφατα.
Στη δεύτερη συλλογή της, παρότι τα θέματα είναι σταθερά και η γραφή αναγνωρίσιμη, διακρίνεται μία μετατόπιση, μία αλλαγή κατεύθυνσης προς το ρόλο της «μικρής λογοτεχνίας» και της τοποθέτησής της σε αυτό που καταλήξαμε να αποκαλούμε «Παγκόσμια Λογοτεχνία». Η Pascale Casanova είχε αντλήσει τον όρο «μικρή λογοτεχνία» από μία γνωστή ημερολογιακή καταγραφή του Φραντς Κάφκα, προκειμένου να προσδιορίσει εκείνες τις λογοτεχνίες που γράφονται σε μία γλώσσα που δεν μιλιέται σε πολλά μέρη του πλανήτη, που απευθύνεται άρα σε ένα μικρό εθνικό ακροατήριο. Μία λογοτεχνία που το άνοιγμά της σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό οφείλει να περάσει μέσα από μία σειρά διαμεσολαβητικών διαύλων (οι κυριότερες εκ των οποίων είναι η μετάφραση και η κριτική) και μία σειρά διαδικασιών που είναι λιγότερο αμιγώς «λογοτεχνικές» απ’ όσο τείνουμε να πιστεύουμε, και πολύ περισσότερο πολιτικές και ιδεολογικές απ’ όσο θα θέλαμε να παραδεχτούμε.[2] Αυτή την προβληματική του περάσματος μιας μικρής εθνικής λογοτεχνίας στην παγκόσμια, η οποία αφορά συνειδητά ή ασυνείδητα κάθε μικρή λογοτεχνία, θέλω να καταγράψω παρακάτω.
2. Εθνικές λογοτεχνίες, εθνικές αλληγορίες
Το ζήτημα της μικρής λογοτεχνίας δεν έρχεται να υπερκεράσει αυτό της έμφυλης διάστασης των διηγημάτων της που έχει εύλογα επισημανθεί πολλάκις,[3] αλλά να το γειώσει ιστορικά στο έδαφος μιας μικρής εθνικής περιφέρειας. Κι αυτό διότι οι αφηγήσεις της Bužarovska αποπνέουν ένα έντονο βορειομακεδονικό άρωμα. Στεγανοί έμφυλοι ρόλοι, παρωχημένες αντιλήψεις, η περιγραφή των δρόμων των Σκοπίων και των άθλιων συνθηκών στα νοσοκομεία, όλα αυτά αναδίδουν μία διάχυτη αίσθηση μιας οπισθοδρομικής νοοτροπίας ως απόρροια των θεσμικών ανεπαρκειών του κράτους.
Παρότι αυτή η αίσθηση ήταν επίσης διάχυτη στην πρώτη συλλογή, το ενδιαφέρον του Δεν πάω πουθενά είναι ότι όλα αυτά γίνονται εντονότερα εξαιτίας μιας αντίθεσης που διαπερνά απ’ άκρη σ’ άκρη την εν λόγω συλλογή. Παντού, οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες μετριούνται στη βάση μίας κατάστασης ή συνθήκης που τοποθετείται «εκτός», στο εξωτερικό, σε ένα «αναπτυγμένο» κράτος εκτός Βορείου Μακεδονίας, σε μία μεγάλη, «πετυχημένη» χώρα: οι πολυταξιδεμένοι Τομ και Λίντια στο «Βάζο» κάνουν το διαμέρισμα της πρωταγωνίστριας να μοιάζει με αχούρι, η Σάνι, η παιδική φίλη της Ιβάνα των «Βατόμουρων» που ξέφυγε από την επαρχία και σπούδασε στην Αμερική, ο Ρίτσαρντ, ο αμερικανός σύζυγος της Έλενας στο «Τσι-τσε», ο Ρίστε που γυρνάει από τη μετανάστευσή του στην Αυστραλία μετά από έναν αποτυχημένο γάμο στο «Εδώ είμαι. Δεν πάω πουθενά», οι σπουδές στην Αγγλία της Μπιλιάνα και η πλούσια Σοφία που προσπαθεί μετά μανίας να καταπνίξει την βαλκανική της καταγωγή στην «Τσούχτρα», μία φτωχή αμερικανική συνοικία του Φοίνιξ όπου ο Βλάντο «τραβάει» τη Μπέτι και τον μικρό Ματέι στο «Κόκκινο του Τσερόκι», και η αμερικανική πρεσβεία που προσκαλεί τη Βέσνα στο τελευταίο και εκτενέστερο διήγημα «Ογδόη Μαρτίου (ακορντεόν)». Όλα τα παραπάνω λειτουργούν ως ένα συγκριτικό σημείο από όπου οι πρωταγωνιστ(ρι)ές βιώνουν τη μικρότητά τους, την κατωτερότητά τους σε σχέση με τον έτερο, ισχυρό πόλο.
Αυτή η συναίσθηση της μικρότητας, αυτός ο «επαρχιωτισμός» που ο Μίλαν Κούντερα έλεγε ότι χαρακτηρίζει τα μικρά έθνη όταν συγκρίνονται με τα φερόμενα ως «μεγάλα»,[4] βρίσκει τρόπο να εισχωρήσει στη γλώσσα του κειμένου της Bužarovska. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από «Το βάζο», όπου η Σβετλάνα και ο Νίνο υποδέχονται το κοσμογυρισμένο ζευγάρι της Λίντια και του Τομ και όπου η χρήση της αγγλικής γλώσσας προδίδει τη διαφορά τους:
It’s our housewarming gift, είπε ο Τομ, με εκστατική φωνή. Μπατ δις ις νοτ άουρ απάρτμεντ, γουί αρ όνλι ρέντινγκ, άρχισε να δικαιολογείται ο Νίνο, με τη βαρια, σλαβική προφορά του, για την οποία δεν ντρεπόταν καθόλου. Well, think of it as a step in the right direction, είπε η Λίντια καθώς μου έδινε το δώρο. [σελ. 16].
Ηρωίδες που έχουν «κολλήσει» στη χώρα τους, σε ένα μικρό διαμέρισμα όπου όλα καταρρέουν, ηρωίδες που δραπετεύουν από την ενδοοικογενειακή βία σπουδάζοντας στο εξωτερικό, σε ένα περιβάλλον όπου η μετανάστευση είναι σχεδόν καταναγκασμός για το μορφωμένο πρεκαριάτο της χώρας. Η Bužarovska, όμως, δεν υπαινίσσεται ποτέ ότι τα προβλήματα στο εσωτερικό λύνονται έτσι απλά, μέσα από μία φυγή στο εξωτερικό. Στα διηγήματά της η φαντασίωση, είτε ερωτική είτε εθνική, οφείλει να παραμείνει φαντασίωση, καθώς όταν περνάει το κατώφλι της πραγματικότητας το όνειρο μπορεί να γίνει εφιάλτης, όπως το ρομαντικό ραντεβού της Έλενας, το αμερικανικό όνειρο του Ματέι στο «Κόκκινο του τσερόκι», ή η υποκρισία της αμερικανικής πρεσβείας στο τελευταίο διήγημα. Για τη Bužarovska η ουσία έγκειται στο χάσμα και στην αντίθεση, καθώς η μικρότητα είναι τέτοια εξαιτίας ακριβώς της κατασκευής του αναπτυγμένου κράτους, της «πετυχημένης» χώρας, της «μεγάλης» λογοτεχνίας.
Εξού και θέλω να υποστηρίξω ότι αυτό είναι και το σημείο στο οποίο η φωνή της εκάστοτε ηρωίδας μοιάζει να εμπλέκεται με τη φωνή της χώρας, την κραυγή της μικρής λογοτεχνίας για προσοχή στο εξωτερικό, για το σπάσιμο των εθνικών φραγμών και το άνοιγμα των λογοτεχνικών συνόρων. Στο σημείο αυτό το κείμενο γίνεται μια εθνική αλληγορία. Ο όρος είναι του Φρέντρικ Τζέιμσον και αναφέρεται στην καταστατική αναγκαιότητα το έργο που προέρχεται από μια μικρή λογοτεχνία να διαπλέκεται αξεδιάλυτα με την τοποθέτηση της χώρας προέλευσης σε έναν άνισο γεωπολιτικό συσχετισμό δυνάμεων.[5]
Η εθνική αλληγορία και ο πολεμικός όρος της μικρής λογοτεχνίας θέλουν να καταδείξουν τις δυσκολίες και τους περιορισμούς του παγκόσμιου πεδίου δυνάμεων, στρέφοντας την προσοχή στο πώς η ιδεολογική κατηγορία του έθνους εξακολουθεί να λειτουργεί ως βραχνάς για τις μικρές λογοτεχνίες. Και πώς το έθνος και η εθνική κατάσταση του εκάστοτε κειμένου καταλήγουν να αποτελούν θεμελιώδεις παράγοντες του περάσματός του στην παγκόσμια λογοτεχνία.
Γενικά, ίσως να φανταζόμαστε ότι το διαβατήριο ενός έργου για τη μεγάλη λογοτεχνία έρχεται όταν καταπνίγει τις εθνικές του συνδηλώσεις, διεκδικώντας αξιώσεις «οικουμενικότητας». Στην πραγματικότητα, μάλλον ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Χαρακτηριστική είναι μια σκηνή από το διήγημα «Τσούχτρα». Η Σοφία, που έχει πλουτίσει και διοργανώνει τεράστια πάρτι στην έπαυλή της, φαίνεται να έχει αποτάξει τη βαλκανική της παρακαταθήκη. Όταν η Μπιλιάνα της απευθύνεται στα μακεδονικά, εκείνη σπεύδει να απαντήσει:
«Καταλαβαίνω όλες τις βαλκανικές γλώσσες […] μόνο που έχω να τις μιλήσω τόσο καιρό ώστε πραγματικά δεν μπορώ πια να μιλήσω. Αυτή [ενν. τα αγγλικά] είναι τώρα η γλώσσα μου». [σελ. 163]
Όταν όμως αργότερα αποκαλύπτεται η πραγματική ιστορία, πολύ διαφορετική από αυτή που παρουσίασε η Σοφία, σε μία στιγμή έντασης, πίεσης και θυμού, η Σοφία γυρνάει και βρίζει «στην ηλίθια γλώσσα» της [σελ. 178]. Η εθνική καταγωγή δεν μπορεί να κρυφτεί, ούτε και να αγνοηθεί όταν μιλάμε για τη λογοτεχνία σε καιρούς παγκοσμιοποίησης. Αυτή η αντίφαση, ανάμεσα στην απώθηση της εθνικής καταγωγής και στην ξαφνική και ακαριαία ανάβλυσή της σε στιγμές έντασης, είναι που καθιστά αναγκαία τη διερεύνηση ενός πραγματικού εθνικού ασυνειδήτου που ενεργεί υπόγεια στις διεργασίες της εθνικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
3. Η Barbie στην Παγκόσμια πολιτεία των γραμμάτων
Εξού και θεωρώ ότι το φαινόμενο Bužarovska είναι το φαινόμενο της μικρής λογοτεχνίας, του πώς ένα κείμενο από μία μικρή εθνική παραγωγή περνάει τα σύνορά, μπαίνοντας στο πεδίο της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας, όπως έλεγε ο David Damrosch.[6] Ασφαλώς, οι μεταφραστές παίζουν έναν κομβικό ρόλο σε αυτό και δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε την αξιέπαινη εργασία της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου σε αυτόν τον τομέα, η οποία έχει μεταφράσει μία πληθώρα βιβλίων από τις λεγόμενες σλαβικές γλώσσες, από τους νομπελίστες Czeslaw Milosz, Olga Tokarczuk (Πολωνία) και τον Georgi Gospodinov (Βουλγαρία) ως τον Μιχαήλ Μπαχτίν και τον Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ.
Διόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός (που είναι ενδεικτικό της αυτεπίγνωσης του ρόλου της ως διαμεσολαβήτριας) ότι η Ιωαννίδου έχει γράψει μία κριτική παρουσίαση για τη μετάφραση του μνημειώδους βιβλίου Η παγκόσμια πολιτεία των γραμμάτων της Pascale Casanova, του οποίου η λογική διέπει και το παρόν κείμενο.[7] Η χαρτογράφηση του λογοτεχνικού πεδίου από την Casanova χαρακτηρίζεται ακριβώς από τη δομική αλληλεξάρτηση των εθνικών λογοτεχνιών, μέσα από αντιπαλότητες που είναι τόσο λογοτεχνικές όσο και πολιτικές.[8] Και η αντίθεση που διαπερνά κάθε διήγημα της συλλογής της Bužarovska είναι ενδεικτική αυτού που ο Τζέιμσον τόνιζε ως ιδιαίτερη συνθήκη των μικρών λογοτεχνιών να είναι δεμένες σε έναν αγώνα ζωής και θανάτου με τον πολιτισμικό ιμπεριαλισμό, έναν πολιτισμικό αγώνα αξεδιάλυτα δεμένο με τον οικονομικό.[9]
Εξού και ότι ίσως να μην ήταν τόσο αδόκιμο να αντιπαραβάλλουμε τα διηγήματα της Bužarovska με την πρόσφατη ταινία της Barbie (2023) σε σκηνοθεσία Greta Gerwig, η οποία χαιρετίστηκε ως η φεμινιστική ταινία της χρονιάς. Ωστόσο, η Barbie αποτελεί το κατεξοχήν πολιτισμικό προϊόν του φιλελεύθερου φεμινισμού[10] και η ριζοσπαστικότητά της οριοθετείται από τους δομικούς περιορισμούς της μαζικής κουλτούρας. Η αναγκαία καταλογογράφηση μίας σειράς έμφυλων στερεοτύπων και πατριαρχικών διακρίσεων φαντάζει υποκριτική όταν το τέλος δεν επιτρέπει στο (δυτικό) υποκείμενο τίποτα άλλο παρά ατομικές λύσεις, αφήνοντας στο απυρόβλητο τις ταξικές και εθνικές αντιθέσεις.[11] Μια μαρξιστική ανάλυση θα υποστήριζε εύλογα ότι η ταινία αποτελεί την πεμπτουσία του θριάμβου της εμπορευματοποίησης, μία νοσταλγική αποθέωση του success story ενός εμπορεύματος, ένα αυτοαναφορικό εγκώμιο της κοινωνίας του θεάματος.
Γι’ αυτό η καθημερινότητα των ηρωίδων της Bužarovska αποπνέει μια ευρύτερη κοινωνική πραγματικότητα ανταγωνισμών και κοινωνικών πιέσεων που αφορούν τη θέση της γυναίκας, αλλά γειωνονται ταυτόχρονα στις ταξικές αντιθέσεις και δη μιας μικρής χώρας που τοποθετείται άνισα στον παγκόσμιο γεωπολιτικό και λογοτεχνικό συσχετισμό. Η Bužarovska αναδεικνύει, όπως αναφέρει και η ίδια, τις εθνικές παραλλαγές του παγκόσμιου προβλήματος της πατριαρχίας.[12] Κι αυτό διότι η Παγκόσμια Λογοτεχνία δεν είναι Barbieland. Οι μικρές λογοτεχνίες δεν έχουν μπάρμπι, έχουνε μόνο ανύπαντρες μητέρες, ακριβά ενοίκια, καταπιεστικούς συζύγους, αδρανή και ανήμπορα υποκείμενα, κολλημένα σε μία χώρα που δεν τους χωράει. Αλλά στον κόσμο της ευτυχιοκρατίας τέτοιες μπάρμπι είναι εκτός αποθέματος.[13]
Μήπως είναι, άραγε, και η ελληνική λογοτεχνία μία μικρή λογοτεχνία; Μήπως η θέση της βρίσκεται περισσότερο στη βαλκανική λογοτεχνία δίπλα στη Bužarovska και την Bastašić, παρά δίπλα στον Ουελμπέκ ή τον Πίντσον; Το καλά κατασκευασμένο δυτικό ελληνικό φαντασιακό θα κραύγαζε πως όχι. Ίσως, όμως, ειδικά μετά την κρίση που ανέδειξε παγκοσμίως τη χώρα ως μία αποικία χρέους, η Ελλάδα να έχει περισσότερους λόγους να τοποθετηθεί στον Παγκόσμιο Νότο.[14] Οι εξελίξεις στη λογοτεχνία, με τις φανταστικές «βαλκανικές» αφηγήσεις της Ιωάννας Μπουραζοπούλου, με τα διηγήματα του Χρήστου Οικονόμου και του Δημοσθένη Παπαμάρκου και πολλών άλλων, αποτελούν ορισμένα μόνο από τα ορόσημα μίας τέτοιας προκλητικής τοποθέτησης. Πρόσφατα η Αμάντα Μιχαλοπούλου, με αφορμή την εκδήλωση για την Bužarovska και την Bastašić, αναφέρθηκε σε αυτή τη βαλκανική αλληλεγγύη, στην οποία το ελληνικό φαντασιακό πιστεύει ότι είναι «υπερβολικά δυτικό» για να συμμετάσχει.[15]
Το «μεγαλη λογοτεχνία», όπως χρησιμοποιείται στον τίτλο, είναι ομολογουμένως ένας αξιολογικός όρος. Όμως, το «μικρή λογοτεχνία» είναι ένας όρος αναλυτικός, δομικός και αντικειμενικός, μία διαμεσολαβητική έννοια μεταξύ λογοτεχνίας, ιστορίας και γεωπολιτικής. Μία λογοτεχνία δεν είναι κατ’ ανάγκην «μεγάλη» επειδή είναι μικρή. Το σίγουρο είναι ότι οι μικρές λογοτεχνίες πρέπει να σκαρφαλώσουν πολύ περισσότερα σκαλοπάτια προκειμένου να έχουν την τύχη να χαρακτηριστούν ως μεγάλες. Το θέτει καλύτερα η ίδια η Bužarovska, με διηγήματά που έχουν μία ανοιχτή εθνική πληγή, παίρνοντας τον ρόλο της πρέσβειρας της μικρής λογοτεχνίας, ρόλο τον οποίο αναλαμβάνουν, θέλοντας και μη, όσοι/ες συγγραφείς κατορθώνουν, σε πείσμα των καιρών, να διαβούν τα σύνορα της εθνικής τους λογοτεχνίας.
[1] Βλ. ένα σύντομο κείμενο για τη λογοτεχνία της Βόρειας Μακεδονίας από την Έλενα Χουζούρη, η οποία τυγχάνει να είναι συγγενής της Rumena Bužarovska: https://bookpress.gr/stiles/eponimos/10621-ekdotiko-topio-v-makedonia-xouzouri. Για τις ελληνικές ρίζες της Bužarovska, βλ. το κείμενο «Γιατρός σε τρεις πολέμους» που δημοσυεύτηκε από την Εφημερίδα των Συντακτών: https://www.efsyn.gr/nisides/379045_otan-ypegrafi-i-symfonia-ton-prespon-eklapsa-me-dakrya-anakoyfisis
[2] Pascale Casanova, Η παγκόσμια πολιτεία των γραμμάτων, μτφρ.: Έφη Γιαννοπούλου, Αθήνα, Πατάκης, 2011.
[3] Παραθέτω ορισμένες από τις πιο ενδιαφέρουσες βιβλιοκριτικές, της Μαριαλένας Σπυροπούλου: https://mag.frear.gr/i-gennisi-enos-gynaikeioy-logotechnikoy-eaytoy/, της Ευγενίας Μπογιάνου: https://www.avgi.gr/tehnes/441483_gynaikes-kai-antres και της Αλεξάνδρας Χαΐνη: https://www.oanagnostis.gr/rumena-buzarovska-i-fili-mas-apo-ti-v-makedonia-tis-alexandras-cha-ni/
[4] Milan Kundera, “Die Weltliteratur”, στο: Theo D’ haen, C. Dominguez, M. R. Thomsen (επιμ.), World Literature: A Reader, London & New York: Routledge, 2012, σελ. 292-293.
[5] Fredric Jameson “Third-World Literature in the Era of Multinational Capitalism” στο F. Jameson, Allegory and Ideology, London & New York: Verso, 2019, [1986], σελ. 159-186.
[6] David Damrosch, What is World Literature?, Princeton & Oxford: Princeton University Press, 2003, σελ. 5-6.
[7] Α. Ιωαννίδου, «Σκέψεις για μια παγκόσμια ιστορία της λογοτεχνίας», Athens Review of Books, τχ 90: https://athensreviewofbooks.com/arxeio/teyxos90/3338-skepseis-gia-mia-pagkosmia-istoria-tis-logotexnias.
[8] Casanova, Η παγκόσμια πολιτεία των γραμμάτων, ό.π., σελ. 61.
[9] Jameson, “Third-World Literature in the Era of Multinational Capitalism”, ό.π.,σελ 163.
[10] Για τον φιλελεύθερο φεμινισμό βλ.: Cinzia Arruzza, Φεμινισμός για το 99%. Μανιφέστο, μτφρ.: Γ. Καλαμπόκας-Α. Χριστοδουλάκου, Αθήνα: Εκτός Γραμμής, 2022.
[11] Όπως μου είπε μία φίλη, οι γυναίκες και τα παιδιά στην Αφρική και την Ασία που περνάνε από το μυαλό της πρωταγωνίστριας στην τελευταία σκηνή, κατά πάσα πιθανότητα δεν είχανε πρόσβαση σε μπάρμπι για να παίζουν.
[12] https://www.exberliner.com/books/ilb-2021-rumena-buzarovska-interview/
[13] Edgar Cabanas και Eva Illouz, Ευτυχιοκρατία: Πώς η βιομηχανία της ευτυχίας κυβερνά τη ζωή μας, μτφρ.: Β. Πέτσα, Αθήνα: Πόλις, 2020.
[14] Βλ. Βασίλης Λαμπρόπουλος «Η ελληνική ποίηση του 21ου αιώνα στο χάρτη του Παγκόσμιου Νότου», Χάρτης, τχ 45 (Σεπτέμβριος 2022): https://www.hartismag.gr/hartis-45/dokimio/i-elliniki-poiisi-toi-21oi-aiwna-sto-kharti-toi-paghkosmioi-notoi
[15] Στη συνέντευξή της με τον Κ. Κατσουλάρη στο βιβλιοπωλείο της Πολιτείας: https://www.youtube.com/watch?v=–Ve6bYnLjY
(*) Ο Πάνος Σταθάτος είναι φιλόλογος, απόφοιτος μεταπτυχιακού Νεοελληνικής φιλολογίας στο ΕΚΠΑ.
ΘΕΩΡΩ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥΥ ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΓΙΑ ΤΗ ΡΟΥΜΕΝΑ. ΜΑΛΛΟΝ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ ΥΠΕΡΗΦΑΝΗ ΩΣ ΘΕΙΑ ΤΗΣ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΤΟΝ ΠΑΝΟ ΣΤΑΘΑΤΟ