του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου (*)
Ένα κρύο και πολύ βροχερό μεσημέρι οδηγούσα το αυτοκίνητό μου στους δρόμους της Αθήνας. Μια διάχυτη κακοριζικιά έδινε τον τόνο. Η κυκλοφορία ήταν πολύ αργή, τα φανάρια γινόταν πότε κόκκινα και πότε πράσινα χωρίς να προχωράμε πολύ, τα κορναρίσματα έδιναν κι έπαιρναν, οι υαλοκαθαριστήρες του αυτοκινήτου πάλευαν να κάνουν τη δουλειά τους. Στρίμωγμα και κακή διάθεση.
Και τότε έγινε το θαύμα! Κολλημένος όπως ήμουν πίσω από ένα λεωφορείο, σηκώνω τα μάτια μου και βλέπω στο μάλλον άδειο λεωφορείο ένα κορίτσι καθισμένο στο τελευταίο κάθισμα, να κοιτάζει τον δρόμο στοχαστικά μέσα από το θαμπωμένο τζάμι. Ήταν ένα δώρο για μένα αυτό το θέαμα, γρήγορα η διάθεσή μου έγινε σχεδόν ποιητική, κι άρχισα να σκέφτομαι ποιο γαλλικό ποίημα του 19ου αιώνα θα ταίριαζε σ’αυτή την έκτακτη περίσταση.
Όταν το λεωφορείο έφτασε σε μια στάση, είδα το κορίτσι να σηκώνεται, με πρόθεση όπως κατάλαβα να κατεβεί. Κοίταζα λαίμαργα έξω, όπως ξεφυλλίζεις ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα για να διαβάσεις τη συνέχεια. Μόνο που το πλάσμα που κατέβηκε δεν ήταν το μαγεμένο κορίτσι που φαντάστηκα, μα ένας λεπτοκαμωμένος γεράκος που πάσχιζε να ανοίξει την ομπρέλα του κόντρα στη βροχή.
Αυτή ήταν μια συγκεκριμένη επαφή μου με την έννοια της «παρανάγνωσης», του «να διαβάζεις λάθος τα σημάδια». Στη Ζωή ή στην Τέχνη. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Η δυναμική των ορισμών και η εφαρμογή τους στο πεδίο
Σύμφωνα με τα λεξικό Μπαμπινιώτη η έννοια της παρανάγνωσης έλκει την καταγωγή της από την επιστήμη της Παλαιογραφίας: «η σφαλερή ανάπτυξη συντομογραφιών και λέξεων, η οποία οφείλεται σε λανθασμένη ανάγνωση των χειρογράφων από τον αντιγραφέα». Χαρακτηριστική περίπτωση: στο «Περί ζώων» του Αριστοτέλη και στον Πολύβιο το «όνοι» (γαϊδούρια) αποδιδόταν εσφαλμένως ως «άνοι» (άνθρωποι). Έχει τη σημασία του ότι στα πλαίσια αυτού του ορισμού, η παρανάγνωση μπορεί να εκδηλωθεί «κατά την αποκατάσταση λέξεων ή χωρίων που νοσούν»!
Στο ίδιο λεξικό η σύγχρονη χρήση του όρου θεωρείται ως μεταφραστικό δάνειο, συσχετιζόμενο με το αγγλικό misreading. Είναι διαφωτιστικό ότι στο λεξικό Collins (από τα αγγλικά στα αγγλικά) το «misreading» αποδίδεται ως «reading incorrectly» ή «misunderstanding». Ενδιαφέρον έχει και η απόδοση ως «misinterpreting», που αναφέρεται στην εσφαλμένη μετάφραση, ερμηνεία ή διερμηνεία.
Στο λεξικό των Lidell-Scott, που αναφέρεται στη χρήση της ελληνικής γλώσσας σε βάθος χρόνου, οι ορισμοί έχουν άλλον τροπισμό: δεν έχουν σχέση με κάποιο σφάλμα. Συγκεκριμένα, η «παρανάγνωσις» ορίζεται ως «παραβάλλειν προς τι το αναγιγνωσκόμενον» ή «αναγιγνώσκειν ενώπιον τινός», και αυτοί οι ορισμοί παρέχουν μεγάλη ευρυχωρία ως προς την πλοήγηση του θέματος.
*
Αν στην Επιστήμη και τις εφαρμογές της δεν υπάρχει επαρκής χώρος για παρανάγνωση (οι επιπτώσεις της μπορεί να είναι από δυσάρεστες έως καταστρεπτικές), στην Τέχνη και τη Ζωή ισχύει ακριβώς το αντίθετο, καθώς και τα δύο αυτά πεδία συνιστούν ορισμένως ολόκληρα σύμπαντα εν δυνάμει παραναγνώσεων- με την ευρεία έννοια, όπου η παρανάγνωση μπορεί να μην συνδέεται απαραίτητα με μια εσφαλμένη, μα με μια εναλλακτική (σε σχέση με τα καθιερωμένα) ερμηνεία, που ενδέχεται να είναι δημιουργική, διευρύνοντας την υπόσταση και την απήχηση του έργου. Η δύναμη πολλών μεγάλων έργων Τέχνης είναι ακριβώς ότι είναι ανοιχτά σε ποικίλες αναγνώσεις. Ανάλογα ισχύουν και στο πεδίο της Ζωής: η «λοξή» θέαση μιας κατάστασης μπορεί να βοηθήσει κάποιον να βρει αποδοτικές γι’αυτόν διαδρομές, έξω από τις κύριες πολυσύχναστους λεωφόρους.
Ο Νίτσε εμβαθύνει ωραία σ’αυτή τη διάσταση, στο βιβλίο του «Γενεαλογία της Ηθικής»: «Η αιτία και η προέλευση ενός πράγματος και η τελική του χρησιμότητα, η πραγματική του χρήση και θέση σ’ένα σύστημα σκοπών, βρίσκονται πολλούς κόσμους μακριά. Ο,τιδήποτε υπάρχει και έχει έρθει με κάποιον τρόπο στη ζωή, ερμηνεύεται ξανά και ξανά με βάση νέα νοήματα ή νέους σκοπούς, καταλαμβάνεται, μεταμορφώνεται και ανακατευθύνεται από κάποια νέα δύναμη, ανώτερη από αυτό».
*
Υπάρχουν οπωσδήποτε και οι μη δημιουργικές παραναγνώσεις. Η εναλλακτική ερμηνεία μπορεί να είναι ρηχή, αν υπάρχει έλλειψη ενημέρωσης ή ακόμα και μύησης, οπότε στην πρώτη περίπτωση πρυτανεύει η άγνοια, ενώ στη δεύτερη μπερδεύονται ανεπανόρθωτα οι κώδικες ερμηνείας. Στις περιπτώσεις αυτές είναι συχνά συνυπεύθυνοι για τη ρηχότητα τόσο οι παραγωγοί (της Τέχνης και των διαμεσολαβητών της ή των συμβάντων της εν γένει ροής της ζωής), όσο και οι θεατές. Τυπικό παράδειγμα τέτοιας κατάστασης είναι ένα ολόκληρο Μουσείο ή μια Έκθεση εκεί, όπου τα εκθέματα απλά στοιβάζονται όπως σε μια Αποθήκη, χωρίς ένα συνοδευτικό δημιουργικό, εμπνευσμένο εισαγωγικό πλαίσιο – απουσιάζει δηλαδή η δουλειά που κάνει ο Επιμελητής στα σοβαρά και γι’αυτό φημισμένα Μουσεία του Κόσμου. Άλλη τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση είναι το ανέβασμα ενός κλασικού θεατρικού έργου ως καρτούν της κακιάς ώρας, με μόνο κοινό χαρακτηριστικό με το πρωτότυπο το όνομα του δημιουργού και τον τίτλο του έργου.
Η εκδήλωση της ρηχότητας όταν είναι επαναλαμβανόμενη, ή ακόμα χειρότερα ενδημική, μπορεί ως προς τα κίνητρα των συμμετεχόντων να είναι σχετικά αθώα («ου γαρ οίδασι τί ποιούσι»), μα οι επιπτώσεις της (ως «ενδόρρηξη» του νοήματος) είναι βαριές, ανάλογες των κακών φροντιστηρίων ξένων γλωσσών ή των ανάλογων Ωδείων που επί της ουσίας καταστρέφουν ολόκληρες γενιές σε σχέση με τη δημιουργική χρήση της γλώσσας και της μουσικής. Η κατάσταση καθ’εαυτή είναι το αντίστοιχο της παραφωνίας στη Μουσική.
*
Υπάρχει βεβαίως και η περίπτωση της σκόπιμης επιβολής παρανάγνωσης, καθοδηγούμενης από κάποια εξουσία, όχι απαραίτητα μεγάλης, μα και από αυτές τις μικρές μεν, των μικροκόσμων ή των επί μέρους πεδίων, φαρμακερές δε καθώς μπορεί να στραβώσουν τις ζωές των ανθρώπων που επηρεάζουν. Είναι η περίπτωση της προπαγάνδας. Προπαγάνδας κάθε λογής, όπως είναι και οι διαφημίσεις. Ανατρέχω σε μια προσωπική ιστορία: Μαθητής στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου ακόμα, ψάχνοντας τα πράγματα του Κόσμου, έστειλα μια επιστολή (!) στον διευθυντή ενός περιοδικού από αυτά που έφερναν οι γονείς μου στο σπίτι, προτείνοντάς του να τοποθετήσει τις διαφημίσεις σε ένα ένθετο που να μπορεί εύκολα να αποκολληθεί, παρά να παρεμβάλλονται στα «κανονικά» κείμενα, θολώνοντας το νόημά τους, μα κυρίως. υπονομεύοντας την αξιοπιστία της ύλης, αφού το «αληθές» των διαφημίσεων είναι εκ των πραγμάτων μετέωρο (αφήστε που στο σπίτι και στο σχολείο τόνιζαν ανυπερθέτως τη σημασία του «αληθούς»). Προς τιμήν του, ο διευθυντής απάντησε στην επιστολή του μικρού μαθητή, αποστέλλοντάς μου παράλληλα- κι αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον για την προσέγγισή μας- το βιβλίο του Μαξ Νορντάου «Τα κατά συνθήκην ψεύδη».
Από κάποιες απόψεις, η δύναμη της προπαγάνδας είναι συχνά υπερτιμημένη. Ακόμα και όταν είναι συνδεδεμένη με μια μεγάλη παρανάγνωση της πραγματικότητας, κάποιες φορές μπορεί να είναι ένα «παραμύθι» άτυπα κοινής αποδοχής (αυτών που την εκπέμπουν και όσων την προσλαμβάνουν), όσο κατά τα άλλα οι συνθήκες συναρμογής και συλλειτουργίας των δύο μερών είναι ομαλές και σχετικά ικανοποιητικές. Ο Μισέλ Φουκώ γράφει σχετικά στο βιβλίο «Επιλογή από τα Dits et écrits», (εκδόσεις Στιγμή, 2011): «Η εξουσία μεταδίδει μέσω των ατόμων και μεταδίδεται από αυτά, δεν εφαρμόζεται απλώς σ’αυτά».
Σε κάθε περίπτωση, αν προσομοιάσουμε αυτού του είδους την παρανάγνωση με τη «μπλόφα», ισχύουν οι καταπληκτικές «Σημειώσεις πάνω στο πόκερ» του Γκυ Ντεμπόρ, (Εκδόσεις Ουαπίτι, 2010). Στη Θέση 3 ο Ντεμπόρ εστιάζει: «Ο κακός παίκτης βλέπει παντού την μπλόφα και την έχει στο νου του. Ο καλός παίκτης την θεωρεί αμελητέα και κινείται, ανά πάσα στιγμή, με γνώμονα μόνο τα δικά του μέσα».
*
Παρά το ότι απλώσαμε πολύ την έννοια της παρανάγνωσης, εννοείται και έχει τη σημασία του ότι αυτή δεν αφορά τα πάντα. Για παράδειγμα, όταν ένα έργο εμπνέεται μεν ορισμένως από το έργο ενός παλαιότερου δημιουργού, μα από κει και πέρα το καινούριο έργο έχει την αυτονομία του, τότε αυτό προφανώς δεν συνιστά παρανάγνωση.
Υπάρχουν οπωσδήποτε κι εδώ «γκρίζες περιοχές», όπως αυτή των διασκευών των πρωτότυπων έργων. Ειδικά στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, πολλοί στην Ελλάδα ήλθαν σε επαφή με την ευρωπαϊκή κλασική λογοτεχνία δια των αποκαλούμενων εκλαϊκευμένων διασκευών- συχνά οι διασκευαστές ήταν αξιόλογοι-, μα η διασκευή όταν δηλώνεται ως τέτοια δεν συνιστά παρανάγνωση. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, οι διασκευές αποκτούν ειδικό ενδιαφέρον, όπως όταν ο Ντοστογιέφσκι «μετέφρασε» βιβλία του Ονορέ ντε Μπαλζάκ, μη μένοντας μόνο στη γλώσσα, μα «ρωσοποιώντας» το σύμπαν των μυθιστορημάτων. Γενικότερα, πάντως, όταν δηλώνεται ότι ένα έργο εμπνέεται από ιδέες ενός παλαιότερου ή απλά ότι είναι κάποιου είδους διασκευή, η διαδικασία δεν έχει σχέση με την παρανάγνωση.
Η παρανάγνωση στις σημερινές συνθήκες
Κάθε εποχή και κάθε τόπος έχουν τα δικά τους. Αυτό αφορά και την παρανάγνωση. Οπότε ποιο είναι το συλλογικό ψυχοδιανοητικό περιβάλλον εντός του οποίου λειτουργεί σήμερα η παρανάγνωση;
Ο Jean Baudrillard στο βιβλίο του «Ομοιώματα και Προσομοίωση», (Μετάφραση: Στέφανος Ρέγκας, εκδόσεις Πλέθρον, 2019, α’ανατύπωση): Νοέμβριος 2021 (σημειώνω την ανατύπωση, καθώς αυτή δείχνει εκ των πραγμάτων το ενδιαφέρον των αναγνωστών, μα και για την ακρίβεια του όρου σε αντίθεση με τον όρο «β’ ή γ’ κλπ έκδοση» που χρησιμοποιείται εδώ κι εκεί διαφημιστικά), αναφέρεται με ένταση σε μια από τις (κύριες, είναι η αλήθεια) διαστάσεις της πραγματικότητας: «Αυτό που ζούμε είναι η απορρόφηση όλων των πιθανών τρόπων έκφρασης από αυτόν της διαφήμισης…Όχι απαραίτητα της επαγγελματικής διαφήμισης, σ’ αυτήν που παράγεται ως τέτοια, αλλά στη διαφημιστική μορφή, τη μορφή μιας επιχειρησιακής μεθόδου απλοποιημένης, ασαφώς σαγηνευτικής…Όλες οι αυθεντικές πολιτισμικές μορφές, όλες οι καθορισμένες γλώσσες απορροφώνται από αυτόν, επειδή δεν έχει βάθος, είναι στιγμιαίος και λησμονείται ακαριαία. Θρίαμβος της επιφανειακής μορφής, ελάχιστος κοινός παρονομαστής όλων των σημασιοδοτήσεων, βαθμός μηδέν του νοήματος, θρίαμβος της εντροπίας επί όλων των τρόπων του λόγου…Η χαμηλότερη μορφή της ενέργειας του σημείου…Ολες οι τρέχουσες μορφές δραστηριότητας τείνουν προς τη διαφήμιση και εξαντλούνται εντός της…»
Έχει το ενδιαφέρον του ότι το βιβλίο αυτό του Jean Baudrillard πρωτοεκδόθηκε πριν από τέσσερις δεκαετίες (1981) στη Γαλλία με το τίτλο «Simulacres et simulation». Η ώσμωσή μας με τις ευρωπαϊκές ιδέες αυτού του πεδίου είναι αργή, χρονικά πολύ καθυστερημένη, και οπωσδήποτε αποσπασματική. Από τότε, οι εξελίξεις προς αυτή την κατεύθυνση έχουν εντατικοποιηθεί. Ακόμα και αν κάποιοι ήθελαν μια πιο συστηματική τεκμηρίωση (αλλά, ποιος θα την κάνει;) ώστε να πειστούν για το βάρος αυτής της διάστασης, τα πυκνά φαινόμενα στο πεδίο την πιστοποιούν: ένα «ασύντακτο νεφέλωμα απόψεων», όπως θα έλεγε ο Γάλλος φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Υβ Στουρτζέ (1947-1986), μας περικυκλώνει από παντού επιτείνοντας τη σύγχυση. Ο Alain Badiou στο βιβλίο του «Παρατηρήσεις για τον αποπροσανατολισμό του κόσμου», (Μετάφραση: Σάββας Μιχαήλ, εκδόσεις Αγρα, 2022), συμπληρώνει: «Η ανεξέλεγκτη αποχαλίνωση των απόψεων, πρέπει να μας θυμίσει ότι, από τον καιρό του Πλάτωνα, οφείλουμε να ξέρουμε τη διαφορά ανάμεσα στη γνώμη, από τη μια, και στην αληθινή γνώση, από την άλλη».
*
Αλλά ακόμα και αν αυτή η κατάσταση είναι κυρίαρχη, είναι όντως καινοφανής;
Ίσχυε όντως κάτι ποιοτικά διαφορετικό στα σχολεία των παιδικών μας χρόνων, στα καφενεία, τα γραφεία και τις πλατείες; Στα περισσότερα από τα περιοδικά, τις εφημερίδες, τα βιβλία, τις κινηματογραφικές ταινίες παλαιότερων εποχών;
Και, επί πλέον, η κατάσταση που προαναφέρθηκε δεν μπορεί να είναι καθ’εαυτή το μοτέρ των εξελίξεων, μα το παράγωγο αυτού του μοτέρ. Ιδανικά, σε μια απαιτητική δημιουργία είναι το μοτέρ που ενδιαφέρει, και όχι μόνο το σύννεφο που το επικαλύπτει. Και εκεί απομένουν ακόμα πολλά βήματα να γίνουν.
Με αυτή την έννοια, ενδέχεται η παρανάγνωση να αφορά σήμερα σε κάτι διαφορετικό από την παραδοσιακή της σημασία. Αυτή τη φορά μπορεί να αφορά καίρια τους ίδιους τους δημιουργούς, από την άποψη του κατά πόσο «διαβάζουν σωστά τα σημάδια» του πεδίου στο οποίου λειτουργούν, σε σχέση με τους κύριους άξονες των εξελίξεων, παρά με τα επιφαινόμενα.
Σημειώνουμε, με αυτή την επίγνωση, πως υπάρχει ανάγκη εκσυγχρονισμού του υφιστάμενου εννοιολογικού λεξικού, με την απόσυρση φαινομενικά αυτονόητων όρων και την εισαγωγή ενός συνόλου αναδυόμενων εννοιών που να ανταποκρίνονται στη δυναμική της εποχής. Ενδέχεται η διάγνωση των πραγματικών, κύριων χαρακτηριστικών του πεδίου, στην Τέχνη και στη Ζωή- με τις λιγότερες δυνατές παραναγνώσεις- να είναι σήμερα το πιο απαιτητικό αλλά και το πιο καίριας σημασίας έργο.
(*) Ο Γιώργος Μ. Χατζηστεργίου είναι πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας. Τα πρόσφατα βιβλία του «Ο πολιτισμός των φαντασμάτων» και «Ηδονική Γεωγραφία» κυκλοφορούν, όπως και τα προηγούμενα, από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Συγχαίροντας τον συγγραφέα του άρθρου για την επιλογή και ανάλυση του θέματος που θίγει, παραθέτω κάποιες σκέψεις, οι οποίες θα μπορούσαν, όντως, να εκληφθούν και αυτές ως απόρροια «παρανάγνωσης».
Η σημασία κάθε λέξης είναι ορισμένη. Η σαφήνεια του ορισμού της, όπως αυτός διατυπώνεται στα διάφορα λεξικά, αποτελεί ένα θεμελιώδες εργαλείο επικοινωνίας. Λέξεις που περιγράφουν αντικείμενα, συναισθήματα, ιδιότητες ή γεγονότα συγκροτούν έναν κοινό «λεκτικό» τόπο. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει τη σημασία λέξεων όπως «τραπέζι», «αγάπη», «γενναιόδωρος», «πόλεμος», «χωριό» κ.ο.κ.; Η αμφισβήτηση αυτού του αξιωματικού χαρακτήρα των λέξεων, θα καθιστούσε προβληματικό έως αδύνατο οποιονδήποτε στοιχειώδη ή πρακτικό καθημερινό μεταξύ μας διάλογο.
Από την άλλη μεριά, πριν ακόμα τεθούν ζητήματα ερμηνείας του λόγου, πολλές λέξεις όταν εκφράζουν έννοιες, αξίες, ή όρους αισθητικούς ή φιλοσοφικούς, μπορούν -πλέον της σημασίας τους- να νοηθούν και βάσει μιας καλώς ή κακώς νοούμενης υποκειμενικότητας. Το κέντρο του καθενός μας, αποτελώντας εκ των πραγμάτων την αφετηρία της θεώρησης, οδηγεί την ατομική αντίληψη μέσα από την προσωπική αισθητική (νοούμενη εδώ ως τη γενικότερη στάση ζωής), τον βαθμό καλλιέργειας ή ακόμα και από την επιθυμία της στιγμής. Για παράδειγμα, η έννοια της «ελευθερίας» νοείται ως απόλυτη ή ως σχετική; (ακούμε συχνά «δεν μπορώ να καταπιέζομαι»; Τον άλλον τον ρωτήσαμε, αν η δική μου «αίσθηση ελευθερίας» έχει επάνω του αρνητική επίδραση;) Πως εκλαμβάνεται από τον καθένα η έννοια της «εξέλιξης» ειδικά σε ό,τι αφορά τη δημιουργία; (άραγε «εξελίσσεται» η τέχνη; ο Bach υστερεί του Ligeti; ο Rembrandt του Lucian Freud; -απαραίτητη διευκρίνιση: τους αγαπώ όλους…)
Επομένως, αν μία και μοναδική λέξη μπορεί να πάρει οποιαδήποτε απόχρωση βάσει της συνείδησής μας, καθίσταται πλέον σαφώς ευκολότερο για την λεγόμενη «παρανάγνωση», όπως την θίγει ο Χατζηστεργίου, να δημιουργήσει έναν καινούργιο κόσμο, όταν το δικό μου «εγώ» έρθει σε αντιπαραβολή με το εξωτερικό περιβάλλον, είτε αυτό αφορά ένα κείμενο, μια προσλαμβάνουσα παράσταση (οπτική ή ακουστική) ή μια συνθήκη είτε θετική, είτε αρνητική (π.χ. εκλαμβάνω το πρόβλημα ως πρόκληση, το μετατρέπω σε εργαλείο ή διδάσκομαι απ’ αυτό). Βάσει του καταλυτικού συνθετικού «παρά-», το καινούργιο αυτό σύμπαν μπορεί να είναι είτε προϊόν παρ-ερμηνείας (εδώ, ως αρνητική εκδοχή της «παρανάγνωσης», βάσει της αγγλικής λέξης “misreading” που χρησιμοποιεί και ο Χατζηστεργίου), είτε μιας παρ-άλληλης συμπόρευσης, η οποία θα εμπλουτίσει την αρχική «ανάγνωση» μιας κατάστασης, είτε -τέλος- μιας αναδημιουργίας ή αντιστροφής του προσλαμβανόμενου προς μια επιθυμητή συνθήκη. Συνήθως, το θέμα δεν έγκειται στο τι βλέπουμε, άλλα στο τι θέλουμε να δούμε – για να επιστρέψω στον λεπτοκαμωμένο γεράκο που κατέβηκε από το λεωφορείο στην αρχή της αφήγησης…