της Άννας Αφεντουλίδου
Οι δεκαέξι ιστορίες της Εύας Στάμου στη συλλογή της Επίσκεψη είναι ισομοιρασμένες σε δύο μέρη. Το Α΄ Μέρος αρθρώνεται σε οκτώ ιστορίες: τέσσερις πρωτοπρόσωπες και τέσσερις τριτοπρόσωπες όπου οι πρωταγωνιστές είναι όλοι γυναίκες. Στο Β’ Μέρος οι αφηγημένες ιστορίες περιστρέφονται γύρω από το βίωμα της συνύπαρξης με τους πρόσφυγες του «χοτ σποτ» σε ένα νησί και από τα οκτώ πρωτοπρόσωπα διηγήματα του οποίου, στα πέντε οι αφηγητές είναι άντρες και στα υπόλοιπα τρία είναι γυναίκες, με τη μία εξ αυτών να εμφανίζεται αρχικά με «αντρικά» χαρακτηριστικά, για να αποδειχθεί, από ένα σημείο και μετά, πως πρόκειται για γυναίκα με ομοφυλική ταυτότητα.
Οι ιστορίες κεντράρουν σε ήρωες και ηρωίδες, που βασανίζονται από αισθήματα και αγωνίες που ανακύπτουν από τα στερεότυπα με τα οποία επενδύονται οι κοινωνικές μας συμβάσεις, θέμα αγαπητό στη συγγραφέα. Τα περισσότερα συνομιλούν με την πολιτισμικά διαμορφωμένη κρίση της μέσης ηλικίας, η οποία συμφύεται με την πικρία ότι η νεότητα φεύγει και μαζί της χάνεται η αυταπάτη πως πάντοτε έχουμε αρκετό χρόνο μπροστά μας, ότι προλαβαίνουμε ακόμα να ζήσουμε και να χαρούμε και προ πάντων με την πικρία συνειδητοποίησης της αυταπάτης ότι μπορούμε να κάνουμε πραγματικότητα ό, τι ονειρευτήκαμε.
Τα πρόσωπα στις ιστορίες της Στάμου είναι φιγούρες καθημερινές, με μικρά ή μεγάλα όνειρα, με απλές ή μεγαλεπήβολες φιλοδοξίες που βλέπουν τα όνειρά τους να ροκανίζονται από την ανθρωποφαγική μηχανή της καθημερινότητας. Άνθρωποι παραιτημένοι από την ενεργό αντίσταση, υποταγμένοι στα κοινωνικά μοντέλα, προσπαθούν να υψώσουν κάποιες φορές μιαν ανίσχυρη σημαία προσωπικής εξέγερσης, η οποία είναι καταδικασμένη εξαρχής να ηττηθεί.
Τα ατομικά χαρακτηριστικά των προσώπων δεν συναρτώνται με την κοινωνική θέση, την ταξική προέλευση ή το μορφωτικό τους επίπεδο, τη χρονική ή γεωγραφική συγκυρία των ιστοριών τους, αλλά μέσα στα αφηγήματα διαγράφονται ανθρώπινες τροχιές όπου ρολάρουν τα ίδια πάθη, οποιαδήποτε ταυτότητα κι αν έχουν οι φορείς τους. Ιδιαίτερα οι ηρωίδες συνδέονται σχεδόν διαχρονικά με το γυναικείο φρόνημα, που μοιράζεται ανάμεσα στην ενοχή και την αθωότητα, στη μεταμέλεια και το πείσμα, τη μητρική αγάπη και την ερωτική προδοσία.
Θα επαναλάβω κάτι που είχα ξανασημειώσει σε κείμενό μου για το προηγούμενο βιβλίο της Εύας Στάμου, τα Κορίτσια που γελούν, ότι οι διηγήσεις της αναφέρονται σε ανθρώπινους τύπους -κυρίως γυναικείους- δέσμιους σε ένα «νεολαγνικό» δίχτυ, το οποίο τους στερεί το δικαίωμα να βαδίσουν με αποδοχή προς την ωρίμανση και την έμπειρη σοφία, εμποδίζοντάς τους να γεράσουν με γαλήνη. Χαρακτήρες που χτίζουν ένα ιδιότυπο ενοχικό μητρώο στο οποίο κάθε σχέση και κάθε συναλλαγή καταχωρίζεται με το πρόσημο της ενοχής και της αθωότητας, χαράσσοντας αναπόφευκτα τον δρόμο προς τη ματαίωση και την απογοήτευση.
Στο διήγημα «Γλυκές γεύσεις», η δυναστική, με τον τρόπο της, μητέρα καταστρέφει τη ζωή της κόρης της, πνίγοντας την αυτονομία και το αυτεξούσιό της, ώσπου εκείνη, μη βρίσκοντας άλλο δρόμο διαφυγής, οδηγείται σε μιαν οριακή απόφαση. Το τέλος μένει ανοιχτό αφήνοντάς μας να μαντέψουμε το είδος της κάθαρσης που επιλέγεται. Στο σημείο αυτό βρίσκουμε το νήμα από παλαιότερα διηγήματα της συγγραφέα όπου κατορθώνει, χωρίς να δικαιώνει τις ηρωίδες της, να τις αθωώνει μέσα από την παραδοχή των αδυναμιών τους. Δείχνοντας ότι αυτό είναι εν τέλει που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από μια θεία, δηλαδή μια ανυπόστατη, δικαιοσύνη.
Στο «Κόσερ», από την άλλη πλευρά, υπάρχει μια αποενοχοποιητική ατμόσφαιρα ειρωνείας και χιούμορ, όπου η πράξη της απιστίας δεν λειτουργεί με τραγικό βάρος, γιατί τονίζεται ένα παράπλευρο χαρακτηριστικό, μια λεπτομέρεια που ενώ μέσα από δραματικό κάτοπτρο θα φάνταζε δευτερεύουσα, τώρα αναδεικνύεται χιουμοριστικά σε πρώτο πλάνο, ώστε το βάρος της κύριας πράξης σχεδόν να μηδενιστεί. Δείχνοντας έτσι πόσο τα προβλήματά μας είναι μικρής πραγματικής αξίας, ενώ φαντάζουν μεγάλα κάτω από το φως της καθημερινότητας, του εγωισμού ή της φιλαυτίας μας. Η ζωή συνεχίζεται χωρίς να δίνει την παραμικρή σημασία στα ελάχιστα προσωπικά μας πάθη.
Το μυστήριο που κατασκευάζεται γύρω από δυναστικές ή ιδιόρρυθμες σχέσεις, γύρω από ένα μυστικό, ή κάτι μισοφωτισμένο, είναι ένα από τα χαρακτηριστικά των αφηγήσεων της Στάμου. Το βλέπουμε και στο διήγημα «Χωρίς αποσκευές» όπου ο αφηγηματικός φακός κεντραρισμένος στο πρόσωπο της γυναίκας δεν φωτίζει το αντρικό της δίδυμο, παρά μόνο όταν η ίδια η ηρωίδα αρχίζει να αναρωτιέται. Η αντίθεση που χτίζεται ανάμεσα στο γαλήνιο πρόσωπο του άντρα/σανίδας σωτηρίας για την ηρωίδα και το τρομερό μυστικό που αυτός κρύβει, καθώς το πραγματικό βάρος αυτού του μυστικού μένει να αιωρείται στο τέλος αγείωτο, δημιουργεί ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα μετατοπίζοντας αίφνης το κέντρο βάρους της αφήγησης: από το προσωπικό δράμα του παρελθόντος της γυναίκας στο πιθανό σκοτεινό της μέλλον ή και στο αφανές δράμα του άντρα που ίσως την ωθήσει να επαναλάβει εκ νέου την προσωπική της δοκιμασία.
Στις «Ανέπαφες συναλλαγές», στο «Ελλάδα-Αλβανία» και στις «Βροχερές Μέρες» οι ιστορίες περιελίσσονται γύρω από τις ερωτικές σχέσεις ή τις ερωτικές προσδοκίες γυναικείων προσώπων που δυναστεύονται οι ίδιες από τη σύμβαση ή που βρίσκονται αντιμέτωπες με αυτήν, χωρίς να μπορούν να ορθώσουν το ανάστημά τους απέναντί της, όπως θα ήθελαν. Γενικότερα τα πρόσωπα στις διηγήσεις της Στάμου δεν είναι οριακά, έχουν χαρακτηριστικά οικεία, μια μέση ή και συμβατική ζωή, είναι άνθρωποι που μπορούμε να τους ανιχνεύσουμε γύρω μας, που μας θυμίζουν χαρακτήρες που συναντήσαμε ή κοινές ιστορίες που είναι ρεαλιστικά εφικτές.
Στο διήγημα «Η τέλεια γυναίκα» παρουσιάζεται υπονομευτικά το άγχος της τελειότητας της εξωτερικής εμφάνισης, με το οποίο είναι διαποτισμένη η σύγχρονη –και όχι μόνο- γυναίκα μέσα από τα στερεοτυπικά είδωλα της ωραιότητας, τα οποία αισθάνεται την υποχρέωση να κυνηγά, για να είναι αποδεκτή και άρα ευτυχισμένη. Οι «Κούκλες» δείχνουν με μια άλλη ματιά την ψυχοπαθολογική ή παρεκκλίνουσα σχέση που μπορεί να οικοδομήσει ο άνθρωπος με το σώμα του, οδηγούμενος στην υιοθέτηση ενός καταστροφικού ελέγχου επάνω του, ανιχνεύοντας με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο την ψυχολογική του αιτίαση.
Το Α’ Μέρος γενικότερα έχει χαρακτήρα διερεύνησης του ψυχολογικού βάθους μέσα από μια ματιά περισσότερο ερμηνευτική. Το Β΄ Μέρος μοιάζει σαν να συγκεντρώνει προφορικές ιστορίες ανθρώπων που μοιράστηκαν το βίωμα του νησιωτικού «χοτ σποτ» άμεσα ή όχι, περισσότερο στο επίπεδο των γεγονότων, που σημάδεψαν τη ζωή των προσώπων που αφηγούνται. Τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες εργάζονται και υπάρχουν γύρω ή σε σχέση με αυτό και αφηγούνται πώς η έλευσή τους στο νησί -το οποίο δεν κατονομάζεται- επηρέασε τη ζωή τους. Μικρά και μεγαλύτερα πάθη, άνθρωποι που δοκιμάζονται με το προσφυγικό υπόβαθρο και τις παρενέργειές του, με έναν τρόπο που παραβιάζει τη φυσιολογική, αναμενόμενη ή συνηθισμένη φορά της πορείας τους, καθώς επιζητούν την επιβίωση. Μόνη εξαίρεση το διήγημα «Η επίσκεψη», το οποίο έδωσε και τον τίτλο της συλλογής, που αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα ομοδιηγητική αφήγηση με έντονη την εσωτερική εστίαση μιας διαταραγμένης προσωπικότητας νεαρού κοριτσιού, η οποία θεωρεί ότι είναι πλέον νεκρή και αρνείται την πρόσληψη τροφής και νερού.
Η εμπειρία της Στάμου από την επαγγελματική και επιστημονική της σχέση με την ψυχολογία τροφοδοτεί με δημιουργικό τρόπο την αφήγησή της με στοιχεία ψυχογράφησης πολύ ενδιαφέροντα, τα οποία εμπλέκει με στοιχεία σασπένς αλλά και ειρωνείας∙ χτίζει τις ιστορίες της γύρω από αυτά τα κέντρα μετατοπίζοντας το βάρος των επί μέρους διηγήσεων, κάποτε αιφνίδια, δίνοντας τους άλλη τροπή από αυτήν που αναμενόταν ή προετοιμαζόταν. Κάποια από τα πρόσωπα αυτά φαίνονται τόσο ενδιαφέροντα και με τόσες δυνατότητες ανάπτυξης που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μυθιστορηματικούς ήρωες, για τους οποίους θα θέλαμε ή θα περιμέναμε να μάθουμε περισσότερα: για παράδειγμα η Νίνα στις «Ανέπαφες συναλλαγές» ή η ανώνυμη βιβλιοπώλης στις «Κούκλες» αποτελούν χαρακτήρες στους οποίους διακρίνουμε βάθος που θα μπορούσε να αναπτυχθεί σε πολυσέλιδο αφήγημα.
Κλείνοντας θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι τα διηγήματα της Εύας Στάμου με ρεαλιστικότροπα αφηγηματικά υλικά και με ψυχογραφική σκιαγράφηση παρουσιάζουν καθημερινές αλλά βασανισμένες ανθρώπινες εκδοχές, σε μια πορεία μύησης, απόρριψης ή προσέγγισης του Άλλου που συνήθως αποτυγχάνει, καταλήγοντας στον κοινωνικό συμβιβασμό, την ψυχική ασθένεια, τη φυγή ή τη συντριβή… ή για να το πω αλλιώς, τα διηγήματα, με οικείο ύφος και χωρίς ακροβασίες, κατορθώνουν να αποτυπώσουν την ίδια την ανθρώπινη περιπέτεια, η οποία κατ’ ουσίαν παραμένει αναλλοίωτη στον τόπο και στον χρόνο και την οποία όλοι βιώνουμε. Ο καθένας με τον δικό του τρόπο… ελπίζοντας ή παραιτούμενοι… Θέλοντας και μη.