Ευσταθία Δήμου (*)
Οι ομαδοποιήσεις και οι συσχετισμοί μέσα στο ευρύ ποιητικό πεδίο όχι μόνο της διαχρονίας, αλλά και της συγχρονίας, αποτελούν μια πάγια μέθοδο και πρακτική που προκύπτει πρωτίστως από την ανάγκη κατάτμησης και μελέτης της ποιητικής γραφής ανά περιόδους, μελέτη η οποία διευκολύνει, σε δεύτερη φάση, τη διδασκαλία και την πρόσληψη της ποίησης, και δευτερευόντως από την ανάγκη ή το αίτημα των ίδιων των ποιητών να θεωρηθούν υπό το πρίσμα μιας γενιάς ή μιας σχολής με βάση κοινά ή ενοποιητικά χαρακτηριστικά που μπορεί να εμφανίζονται, με σταθερά επαναλαμβανόμενη συχνότητα, μέσα στις ποιητικές τους συνθέσεις. Κι αν για τους χρονολογικούς προσδιορισμούς μπορεί κανείς να πει ότι προκύπτουν πράγματι από την ποιητική συνθήκη, από τις τομές και την αλλαγή που παρατηρείται στον προσανατολισμό, στους τρόπους και τόπους γραφής των δημιουργών, όπως συνέβη διαδοχικά με τις γενιές του 1880, του 1930, την Α΄ και Β΄ Μεταπολεμική γενιά, τη γενιά του ’70 και του ’80 οι οποίες έκλεισαν στους κόλπους τους ποιητές που, παρά τις διαφορετικές κατευθύνσεις και τα ετερόκλητα στοιχεία των έργων τους, παρουσίασαν μια ροπή και μια έλξη προς ένα κέντρο με σαφή και συγκεκριμένη ποιότητα και λειτουργία, δεν μπορεί να πει το ίδιο και για τους χαρακτηρισμούς που συνόδευσαν τη χρονολογική τους οριοθέτηση και τοποθέτηση, αφού αυτοί, αναγκαστικά, άνοιξαν μια ομπρέλα πάνω από τους δημιουργούς που έριξε τη σκιά της στις όποιες αποχρώσεις μπορεί να υπήρξαν, που λείανε τις διαφορές και τις διαφοροποιήσεις και που εξαφάνισε άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο αποφασιστικά – και αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο – την ιδιαιτερότητα του τρόπου με τον οποίο η κεντρική αυτή γραμμή εκφράστηκε και σχηματοποιήθηκε μέσα στο έργο κάθε ποιητή, προκρίνοντας ουσιαστικά και μια διαφορετική εκδοχή της. Αν λοιπόν αυτό ισχύει για τις προαναφερθείσες ποιητικές κατηγοριοποιήσεις, σε κάποιον τουλάχιστον βαθμό, ισχύει πολύ περισσότερο για την ποίηση και την ποιητική της συγχρονίας για την οποία προτάθηκε ο όρος «Γενιά του 2000» σε συμφωνία και συνέπεια προφανώς με τις προηγηθείσες ποιητικές οριοθετήσεις, όρος, ωστόσο, που εγείρει αρκετές επιφυλάξεις στο μέτρο και στο βαθμό που αποπειράται την αναγνώριση στην ποιητική παραγωγή του πρώτου μισού του 21ου αιώνα μιας ενοποιητικής γραμμής ή καλύτερα ενός περιγράμματος που θα λειτουργεί κυκλωτικά και συμπεριληπτικά ποιητών οι οποίοι σαφώς ανήκουν σε μια από τις προηγηθείσες ποιητικές γενιές – αρκετά ενδεικτική η περίπτωση της γενιάς του ’70, πολλοί από τους εκπροσώπους της οποίας παραμένουν εξαιρετικά ενεργοί και παραγωγικοί – κυρίως όμως ποιητών οι οποίοι μέσα στη διάρκεια αυτών των χρόνων ελάχιστα ή, έστω, λίγο φάνηκε να αντιλαμβάνονται ή να επιθυμούν την ένταξή τους κάτω από την κοινή σκέπη ενός τίτλου που θα αναγνώριζε σε αυτούς μια τέτοια πρόθεση και θέση. Οι μοναχικές, ως επί το πλείστον, διαδρομές που διέγραψαν και εξακολουθούν να διαγράφουν οι σύγχρονοι ποιητές, η εμφάνιση πολλαπλάσιων, σε σχέση με το παρελθόν, πυρήνων συσπείρωσής τους (λογοτεχνικών περιοδικών, δρωμένων, εκδηλώσεων ή ακόμα και ποιητικών ομάδων) και η τακτική, κατά βάση, μετακίνησή τους σε αναζήτηση μιας σταθερής σχέσης και σύνδεσης μεταξύ τους, η μετακύληση της επικοινωνίας από το επίπεδο της προσωπικής σε αυτό της διαδικτυακής και εξ αποστάσεως επαφής είναι μερικές από τις παραμέτρους εκείνες που επιφέρουν την πρώτη ισχυρή ρωγμή στο ανθεκτικό μέχρι σήμερα οικοδόμημα της «γενιάς», ως έννοιας συγκεντρωτικής, συσπειρωτικής, ενωτικής των δημιουργών του καιρού και του τόπου. Παρά τις επιφυλάξεις αυτές, όμως, και με δεδομένη την ανάγκη αναγνώρισης της ιδιαιτερότητας που σφραγίζει τη σύγχρονη ποιητική συνθήκη, ιδιαιτερότητα που έγκειται βασικά στην έκρηξη, την άνθιση και την απήχηση του ποιητικού λόγου, πρωτοφανή για τα νεοελληνικά ποιητικά δεδομένα, μπορεί κανείς να δεχθεί την ύπαρξη πράγματι μιας γενιάς μέσα στην οποία εντάσσεται, εν είδει νησίδας, ένας αριθμός ποιητών παλαιότερων γενεών, που εξακολουθούν να χαράσσουν τη διαδρομή τους αποκλίνοντας λιγότερο ή περισσότερο από το στίγμα που άφησαν μέσα στη δική τους συγχρονική παραγωγή, αλλά και από νέους ποιητές που εισήλθαν στο ποιητικό πεδίο αναζητώντας πολύ περισσότερο από την ένωση, την ανεξαρτητοποίηση, την αυτονομία και τη διάκρισή τους.
Ο προβληματισμός αυτός, που διατηρείται σε σχετικά ήπιο επίπεδο σε σχέση με τον όρο «Γενιά του 2000», εντείνεται και προσλαμβάνει μιαν άλλη διάσταση με αφορμή τον όρο «Γενιά της αριστερής μελαγχολίας» που πρότεινε για να την χαρακτηρίσει ο πανεπιστημιακός καθηγητής Βασίλης Λαμπρόπουλος. Η φράση συμπυκνώνει και, ταυτόχρονα, εξακτινώνεται σε μια σειρά χαρακτηριστικών που ο μελετητής θεωρεί ότι παρατηρούνται στην ποίηση της τελευταίας εικοσιπενταετίας με κυριότερα την αίσθηση της ματαίωσης, της ακύρωσης, της διάψευσης και, εν τέλει, της μελαγχολίας που σφράγισε τη δημιουργία της περιόδου ως αποτέλεσμα της ήττας της αριστεράς και του γεγονότος ότι αυτή δεν κατάφερε να πάρει τα ηνία της οργάνωσης του σύγχρονου κόσμου. Μια εξωτερική συνθήκη δηλαδή, ξεκάθαρα κοινωνικοπολιτική, με σαφή την ιστορική της διάσταση, θεωρείται υπεύθυνη για το αίσθημα της θλίψης που, με τη σειρά, του καθοδηγεί την ποιητική έμπνευση και δημιουργία, έχοντας εξοβελίσει εντελώς οποιοδήποτε σημείο ή στοιχείο που αναγνωρίζει στην ποίηση την εντατική συνειδησιακή λειτουργία που η συγγραφή της απαιτεί, την έλλογη φύση της και την επιστράτευση των διανοητικών δυνάμεων του δημιουργού για τη σύνθεση, όπως ακριβώς το ήθελε ο γενάρχης της νέας ελληνικής ποίησης Διονύσιος Σολωμός όταν έλεγε «Πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους, κι έπειτα η καρδιά θερμά να αισθανθεί ό, τι ο νους εσυνέλαβε.» Αντί γι’ αυτό προκρίνεται η συναισθηματική έξαρση ή μάλλον η συναισθηματική ύφεση η οποία προσεγγίζεται ως η κυρίαρχη δημιουργική γραμμή που έχει την αφετηρία και την κατάληξή της στην διάψευση των ελπίδων που είχαν εναποτεθεί στην Αριστερά. Βεβαίως, η εξωτερική συνθήκη υπήρξε πάντα μια από τις αφορμές της ποιητικής γραφής, από κοινού με την εσωτερική, μόνο που, όταν κανείς αντικρίζει την συγχρονία πολύπλευρα και πολυπρισματικά, δεν μπορεί παρά να αντιληφθεί την ποικιλομορφία και την πολλαπλότητά της η οποία προκύπτει από μια σειρά δεδομένων που πέρα από την πολιτική συνθήκη, περιλαμβάνει και άλλα, εξίσου ή περισσότερο ενδιαφέροντα, όπως η κλιματική αλλαγή και το περιβαλλοντικό πρόβλημα, η παγκοσμιοποίηση, η οικονομική κρίση, συνθήκη που οδήγησε στην πρόκριση του όρου «Γενιά της κρίσης», η κυριαρχία του διαδικτύου, που οδήγησε στον χαρακτηρισμό «Γενιά της διαδικτυακής μοναξιάς», τα ζητήματα φύλου, το γυναικείο ζήτημα, αλλά και τα ποικίλα ζητήματα της τέχνης και των πρωτοποριακών της προτάσεων και μεθόδων της. Αυτά σε συνδυασμό και με άλλα μικρότερα ή παράπλευρα δεδομένα τεχνουργούν ένα μεικτό σκηνικό προκλήσεων και προβληματισμών για τους καλλιτέχνες οι οποίοι όσο εύκολα ενδύονται την πολιτική τους ταυτότητα για την προσέγγισή τους και την αναμέτρηση μαζί τους, άλλο τόσο εύκολα την απεκδύονται για να υιοθετήσουν μια αποπολιτικοποιημένη στάση, πέρα και μακριά από ιδεολογικές φορτίσεις με γνώμονα κυρίως τον άνθρωπο όπως αυτός στέκεται αμήχανος, αδύναμος, ενεός ή, αντίθετα, γεμάτος δυναμισμό και προθυμία να ανταποκριθεί ή να τα αντιπαλέψει τις νέες προκλήσεις.
Όσον αφορά τον δεύτερο πόλο της φράσης, αυτόν της μελαγχολίας, πέρα από το γεγονός ότι εγκλωβίζει την ποιητική δημιουργία σε μια αισθηματικού τύπου αντίδραση και μάλιστα μιας ιδιαίτερης φόρτισης, ποιος μπορεί πράγματι να βεβαιώσει ότι αυτή είναι η κυρίαρχη δόση ή τάση μέσα στη σύγχρονη νεοελληνική ποίηση των τόσο διαφορετικών μεταξύ τους φωνών; Με δεδομένο ότι ο συγκεκριμένος όρος δεν δόθηκε ούτε στην πιο μελαγχολική από τις ποιητικές φάσεις της νεοελληνικής στιχουργίας, αυτήν του Μεσοπολέμου, πόσο νόμιμο και θεμιτό είναι να χαρακτηρίσει μια ποιητική παραγωγή που εμφορείται από μια σειρά θυμικών αντιδράσεων που έχουν στο ένα τους άκρο, πράγματι, τη μελαγχολία, στο άλλο όμως μπορεί κανείς να συναντήσει αισθήματα εκ διαμέτρου αντίθετα όπως την αισιοδοξία, την κατάφαση στη ζωή και τον άνθρωπο, την ερωτική έξαρση, την αφύπνιση των αισθήσεων και πόσες ακόμα αποχρώσεις που δίνονται μέσα από έναν ζωηρό και εύχαρι ποιητικό τόνο; Πόσο εύστοχα λοιπόν αποδίδεται στους σύγχρονους ποιητές ένα συναίσθημα που συνυφαίνεται με το λίμνασμα, την καθήλωση, τη χαμηλόφωνη ποιητική έκφραση, τη ματαίωση και την απογοήτευση, εκφάνσεις δηλαδή που δύσκολα θα βρει κανείς να μην είναι επενδεδυμένες με μια αντίρροπη δύναμη, την ίδια τη δύναμη της ποίησης η οποία προσφέρεται στους νέους καλλιτέχνες σαν μια αποκάλυψη ενός δρόμου και ενός κόσμου από τους πιο ελπιδοφόρους και φωτεινούς; Μέσα σε αυτόν τον κόσμο βαδίζουν οι ποιητές του καιρού με περισσότερο έντονο το στίγμα της ανθρώπινης και καλλιτεχνικής αγωνίας, παρά αυτό της αριστερής μελαγχολίας που περισσότερο θα εξηγούσε τον εγκλεισμό, τον περιορισμό, τη συρρίκνωση της ποιητικής γραφής και πολύ λιγότερο το άνοιγμα, την άνθιση, την εξωστρέφεια που παρατηρεί κανείς, κατά τρόπο πρωτόγνωρο και μοναδικό, πως σφραγίζει τη σύγχρονη ποιητική πραγματικότητα.
(Η Ευσταθία Δήμου είναι κριτικός λογοτεχνίας)