Για την αναγνωστική συμπεριφορά: Πρόοδοι, ανατροπές και χρόνια προβλήματα (της Βενετίας Αποστολίδου)

0
1032

της Βενετίας Αποστολίδου (*)

 

Μετά από δώδεκα χρόνια, χάρη στον ΟΣΔΕΛ,  αξιωθήκαμε να έχουμε και πάλι στα χέρια μας μια έρευνα για την αναγνωστική συμπεριφορά στην Ελλάδα. Τα αποτελέσματα παρουσιάστηκαν στο τέλος του 2022 και δόθηκε, είναι αλήθεια, η δημοσιότητα που της άξιζε. Δεν έγινε το ίδιο δυστυχώς για το βιβλίο του Νίκου Παναγιωτόπουλου, επιστημονικού υπεύθυνου της έρευνας, Αναγνώσεις Αναγνώστες & Αναγνώστριες. Το βιβλίο και το κοινό του στην Ελλάδα, (Gutenberg, 2022). Το βιβλίο δεν περιέχει απλώς τα αποτελέσματα της έρευνας. Περιλαμβάνει και τα ίδια τα κείμενα των συνεντεύξεων αλλά κυρίως ανάλυση και σχολιασμό των ευρημάτων. Το ίδιο το βιβλίο αποτελεί λοιπόν στο σύνολό του μια συμβολή στη συζήτηση για την ανάγνωση στη χώρα μας, μια συζήτηση στην οποία επιδιώκει να συμβάλει και το παρόν κείμενο. Επειδή ο πλούτος των στοιχείων, των απόψεων και των προτάσεων που περιλαμβάνονται στο βιβλίο είναι μεγάλος, θα σταθώ προς το παρόν σε κάποια ευρήματα της έρευνας που δείχνουν πρόοδο αλλά και χρόνια προβλήματα ενώ σε μελλοντικό κείμενο θα μιλήσω για τον ρόλο της εκπαίδευσης και τις προτάσεις για την προώθηση της ανάγνωσης.

**

Τα κύρια δεδομένα της επιστημονικά άρτιας αυτής έρευνας είναι γνωστά, άλλωστε και ο Γιάννης Μπασκόζος  έχει γράψει εδώ στον Αναγνώστη τα κυριότερα συμπεράσματά της . Η έρευνα μου προκάλεσε ποικίλες σκέψεις και συναισθήματα. Πρώτα από όλα λοιπόν θα ήθελα να εκφράσω τη χαρά μου για τη μεγάλη άνοδο που παρουσιάζεται, σε σχέση με την έρευνα του ΕΚΕΒΙ το 2010, στα ποσοστά των αναγνωστών: Οι εντατικοί αναγνώστες, όσοι δηλαδή διαβάζουν πάνω από δέκα βιβλία τον χρόνο σήμερα είναι 17% ενώ το 2010 ήταν μόλις 8,1%, δηλαδή υπερδιπλασιάστηκαν! Αλλά και αναφορικά με τους αναγνώστες που διάβασαν έστω και ένα βιβλίο, το 2010 ήταν 43% ενώ το 2022 65%. Ένας άλλο δείκτης, το μέσο πλήθος βιβλίων που διαβάστηκε, το 2010 ήταν 5,8 ενώ σήμερα 8,1. Ακόμη κι αν πάρουμε υπόψη ότι στην ερώτηση περιλήφθηκαν, πολύ σωστά, τα ebooks και τα audiobooks, η άνοδος είναι αναμφισβήτητη και πρέπει να προσπαθήσουμε να την εξηγήσουμε. Σε κάθε περίπτωση όμως, η υπερβολική μεμψιμοιρία που ακούγεται συχνά πυκνά ότι οι έλληνες δεν διαβάζουν, θα πρέπει μετά από αυτή την έρευνα να περιοριστεί.

**

Η χαρά για την άνοδο μετριάζεται βεβαίως όταν βλέπουμε ότι υπάρχει ένα 35% του πληθυσμού που δεν διάβασε κανένα βιβλίο. Ένα από τα πιο σημαντικά επιτεύγματα του βιβλίου του Παναγιωτόπουλου είναι ότι, με τη βοήθεια της θεωρίας του Πιερ Μπουρντιέ, γίνεται προσπάθεια να εξηγηθούν οι λόγοι για τους οποίους αυτό το αρκετά μεγάλο ποσοστό ανθρώπων δεν έχει καμιά διάθεση να διαβάσει. Και πρέπει να πιστωθεί στον συγγραφέα ότι με αυτό το βιβλίο η συζήτηση για την ανάγνωση τίθεται πραγματικά σε νέες βάσεις. Θα επανέλθω σε αυτό όμως αμέσως παρακάτω. Προς το παρόν, θα σταθώ σε δυο άλλα ευρήματα που θεωρώ σημαντικά. Στην έρευνα του 2010 διαπιστωνόταν ότι το αναγνωστικό κοινό γηράσκει ελαφρώς αφού οι μέτριοι και συστηματικοί αναγνώστες εντοπίζονταν πρωτίστως στις ηλικίες 45- 54 ετών και 35-44 ετών ενώ σήμερα η υψηλότερη μέση τιμή βιβλίων εντοπίζεται στην ηλικία 25-34 ετών (6,0) ενώ και των νεώτερων (16-24 ετών) είναι πολύ καλή (5,6), απολύτως συγκρίσιμη με εκείνη των 45-54 ετών (5,8). Άρα οι νέοι διαβάζουν και δεν δικαιολογείται καμιά γκρίνια και καταστροφολογία επ΄ αυτού. Το δεύτερο εύρημα που θα ήθελα να σημειώσω είναι ότι το φύλο δεν παίζει ρόλο στην ένταση της ανάγνωσης αλλά μόνον στις αναγνωστικές προτιμήσεις και τα κριτήρια επιλογής των βιβλίων. Δεν νομιμοποιούμαστε λοιπόν να λέμε ότι οι γυναίκες διαβάζουν περισσότερο από τους άνδρες, άλλος ένας ευρύτατα διαδεδομένος μύθος, ο οποίος μπορεί να προκαλείται από το γεγονός ότι οι γυναίκες διαβάζουν περισσότερο λογοτεχνία. Μα η ανάγνωση δεν αφορά μόνον τη λογοτεχνία, πρέπει να σταματήσουμε να κάνουμε αυτή την ταύτιση.

**

Για να εξηγήσουμε την άνοδο της έντασης στην ανάγνωση θα πρέπει να δούμε πώς έχουν μεταβληθεί τα γενικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, χαρακτηριστικά τα οποία επηρεάζουν την αναγνωστική συμπεριφορά. Σήμερα το 80% του πληθυσμού γνωρίζει έστω μία ξένη γλώσσα ενώ το 2010 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 53%. Σήμερα το 86%  χρησιμοποιεί το διαδίκτυο καθημερινά ενώ το 2010 το 42%. Αυτοί οι δύο παράγοντες, οι οποίοι διαφοροποιούνται φυσικά ανάλογα με την εκπαίδευση των ερωτώμενων, θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως «άνοιγμα στον κόσμο», ως «ένταση της επικοινωνίας» και επομένως να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η κλίση προς την ανάγνωση επηρεάζεται από την επικοινωνία με άλλες κουλτούρες αλλά και από την πρόσβαση σε πηγές ενημέρωσης, γνώσης και ερεθισμάτων που προσφέρει φυσικά αφειδώς το διαδίκτυο.

**

Αν οι δύο παραπάνω παράγοντες αφορούν γενικότερες κοινωνικές εξελίξεις υπάρχουν ευρήματα τα οποία σχετίζονται με τις πολιτικές προώθησης της ανάγνωσης που εφαρμόστηκαν από το ΕΚΕΒΙ κυρίως αλλά και άλλους φορείς που αναπτύχθηκαν εν τω μεταξύ (όπως λ.χ. το Σωματείο «Διαβάζοντας Μεγαλώνω») από το 1995 έως σήμερα. Πρόκειται για τα εξής ευρήματα:  Το 2010 μόλις το 29% των πολιτών έλεγε ότι τους διάβαζαν βιβλία στα παιδικά τους χρόνια ενώ σήμερα το ποσοστό είναι 46%. Το διάμεσο πλήθος βιβλίων στα παιδικά/εφηβικά χρόνια των ερωτώμενων το 2010 ήταν μόλις 6 ενώ σήμερα είναι 30! Επίσης, το 54% των ερωτώμενων δηλώνει πως στα παιδικά του χρόνια είχε στο περιβάλλον του έναν εντατικό αναγνώστη ενώ στα νεαρά άτομα (16 -24 ετών) το ποσοστό που είχαν έναν εντατικό αναγνώστη στο περιβάλλον τους ανεβαίνει στο 79%.  Νομίζω πως τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν μια πολύ σημαντική πρόοδο σε ό,τι αφορά την ανάγνωση των παιδιών. Σήμερα έχει γίνει συνείδηση πλέον ότι τα μικρά παιδιά πρέπει να έρχονται σε επαφή με βιβλία, να αγοράζουμε βιβλία γι αυτά, να δανειζόμαστε από παιδικές βιβλιοθήκες και να διαβάζουμε βιβλία στα παιδιά από πολύ μικρή ηλικία. Τόσα προγράμματα φιλαναγνωσίας στα σχολεία, τόσες εκθέσεις παιδικού βιβλίου, τόσες εκδηλώσεις σε βιβλιοθήκες δεν έχουν πάει χαμένα. ΄Εχουν πιάσει τόπο. Τα παιδιά που συμμετείχαν στα πρώτα προγράμματα σκυταλοδρομίας ανάγνωσης στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και μέχρι το 2013 είναι  πιθανόν οι σημερινοί ερωτώμενοι στην έρευνα και κάποιοι από αυτούς είναι ήδη γονείς. Νομίζω πως στο σχολιασμό αυτών των ευρημάτων θα έπρεπε να γίνει στο βιβλίο κάποια μνεία στις πολιτικές φιλαναγνωσίας που ασκήθηκαν.

**

Όπως ήδη σημειώθηκε, όλοι οι παραπάνω παράγοντες (και πολλοί άλλοι που δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν εδώ) διαφοροποιούνται ανάλογα με την εκπαίδευση που έχουν λάβει οι ερωτώμενοι και ανάλογα με την κοινωνική τάξη. Η ίδια η έρευνα αλλά και ο σχολιασμός της από τον Νίκο Παναγιωτόπουλο με τα εργαλεία της πολιτισμικής κοινωνιολογίας αναδεικνύει τον βαθύτατα ταξικό χαρακτήρα της ανάγνωσης. Όπως σημειώνει, «η κοινωνιολογία της ανισότητας στην οικειότητα με την ανάγνωση βρίσκεται στο επίκεντρο της κοινωνιολογίας όλων των ανισοτήτων, όχι μόνο των πολιτισμικών, αλλά και των επαγγελματικών» (σ. 15). Με άλλα λόγια, η ανισότητα στην ανάγνωση αποτελεί τον πυρήνα και την αιτία πολλών άλλων ανισοτήτων στη συμμετοχή στον πολιτισμό αλλά και στην επαγγελματική επιτυχία. Επί δεκαετίες πολεμούσαν οι κοινωνίες τον αναλφαβητισμό. Όταν όμως αυτός κατακτήθηκε, το ενδιαφέρον για την ανάγνωση δεν προχώρησε στο επόμενο σκαλοπάτι, δηλαδή στο πώς θα οικειοποιηθούν την ανάγνωση στην καθημερινή ζωή τους ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού τα οποία τυπικά ξέρουν να διαβάζουν. Στην κοινή γνώμη επικράτησε η άποψη ότι όποιος θέλει δεν έχει παρά να πάρει ένα βιβλίο να διαβάσει. Η οικειότητα με την ανάγνωση θεωρήθηκε ένα θέμα προσωπικό, ατομικό και όχι ένα θέμα βαθύτατα κοινωνικό και πολιτικό. Ακόμη και οι προοδευτικές συλλογικότητες, είτε κόμματα είτε συνδικαλιστικές οργανώσεις στον χώρο της εκπαίδευσης, ενδιαφέρονταν περισσότερο για τη μάθηση, για την κατάκτηση των γνώσεων ή για τη διάδοση συγκεκριμένων ιδεών, θεωριών και βιβλίων και όχι για την ίδια την προώθηση της ανάγνωσης. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν έθετε κάποιος το ερώτημα εάν διαβάζουν οι άνθρωποι, η πρώτη αντίδραση ήταν: «δεν είναι αυτό το ερώτημα αλλά τι διαβάζουν».

**

Το βιβλίο του Παναγιωτόπουλου δεν παρουσιάζει απλώς τα αποτελέσματα μιας έρευνας. Θέτει στο επίκεντρο το ερώτημα γιατί δεν διαβάζει καθόλου το 35% και τι χρειάζεται να γίνει για να μειωθεί αυτό το ποσοστό. Για να πούμε μια σκληρή αλήθεια, οι πολιτικές που ασκήθηκαν και έφεραν αποτέλεσμα, όπως σημειώσαμε παραπάνω, μοιάζει σαν να αφορούν την μικροαστική και μεσοαστική τάξη. Όλοι οι δείκτες της έρευνας είναι πολύ χαμηλοί σε εκείνα τα στρώματα που έχουν χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο και ανήκουν στην εργατική τάξη.  Το θέμα λοιπόν είναι ότι στα άτομα με αυτά τα κοινωνικά χαρακτηριστικά δεν πληρώθηκαν οι προϋποθέσεις ώστε να αναπτυχθεί η προδιάθεση για ανάγνωση, η αγάπη για το βιβλίο, μια αγάπη που ο Παναγιωτόπουλος θεωρεί «κοινωνική κατασκευή, ένα προϊόν εκπαίδευσης» (σ. 136). Μια τέτοια προϋπόθεση είναι, σύμφωνα με τον συγγραφέα, μια σχέση απόστασης από τον κόσμο, μια σχέση απόστασης από την οικονομική αναγκαιότητα και τις αγωνίες της επιβίωσης, απόσταση που προσιδιάζει στην αστική εμπειρία‧ προϋπόθεση αναγκαία για να αποκτηθεί και ένα κάποιο πολιτισμικό κεφάλαιο. Το τελευταίο, με τη σειρά του είναι απαραίτητο για να πλησιάσει ο πολίτης τα μέρη που υπάρχουν τα βιβλία, τις βιβλιοθήκες και τα βιβλιοπωλεία, χωρίς αμηχανία ή αίσθημα κατωτερότητας. Είναι πολύ ενδιαφέρουσες οι σκέψεις που καταθέτει ο Παναγιωτόπουλος σχετικά με τις διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό των λαϊκών τάξεων και η διάκριση που κάνει ανάμεσα σε επένδυση και κεφάλαιο: «Είναι η ενσωμάτωση του όγκου, της σύνθεσης και της αρχαιότητας των πολιτισμικών και οικονομικών επενδύσεων, όχι του κεφαλαίου, που συγκροτεί την ειδική διάθεση αυτού ή του άλλου τμήματος των λαϊκών τάξεων» (σ. 155).

**

Θα πρέπει να θέσουμε ερωτήματα και σε σχέση με την πολυαναφερόμενη αποτυχία της εκπαίδευσης. Κι εγώ η ίδια έχω γράψει πολλές φορές ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα αποτυγχάνει να δημιουργήσει αναγνώστες. Ωστόσο, όσο ανώτερη είναι η βαθμίδα εκπαίδευσης στην οποία έχει φοιτήσει κάποιος τόσο πιθανότερο να είναι συστηματικός αναγνώστης. Οπότε, πριν από το ερώτημα αν η εκπαίδευση πετυχαίνει να δημιουργήσει αναγνώστες πρέπει να συζητηθούν οι γενικότερες ανισότητες στην πρόσβαση στην εκπαίδευση διότι αυτές είναι που επηρεάζουν τον πληθυσμό των μη αναγνωστών. Αλλά και όταν πάμε στα ειδικότερα ζητήματα της έρευνας, όπως οι αναγνωστικές προτιμήσεις, εκεί θα σκοντάψουμε στο είδος της μόρφωσης που δίνει το σχολείο και στον γραμματισμό (literacy), ένας όρος που δεν αξιοποιείται στο βιβλίο. Επειδή όμως η εκπαίδευση κατέχει σπουδαία θέση στην πραγμάτευση του Παναγιωτόπουλου αλλά και στο κομμάτι των προτάσεων, θα χρειαστεί να επανέλθουμε.

(*) Η Βενετία Αποστολίδου είναι Καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Λογοτεχνικής Εκπαίδευσης στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Α.Π.Θ.

Προηγούμενο άρθροΗ επιστημονική φαντασία θρηνεί, πέθανε  ο Μάκης Πανώριος
Επόμενο άρθροΑπό το μεσαιωνικό παρελθόν στο κοντινό μέλλον (της Ελένης Γεωργοστάθη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ