Για τη λογοτεχνική θεωρία του 20ού αιώνα (του Θόδωρου Σούμα)

0
534

 

 

του Θόδωρου Σούμα

Το πόνημα Η λογοτεχνική θεωρία του 20ού αιώνα, ανθολόγιο κειμένων, που επιμελήθηκε ο καθηγητής αγγλικής φιλολογίας Κ.Μ.Νewton, που εξέδωσαν οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, προσανατολίζουν και υποβοηθούν τον αναγνώστη στην κατανόηση των λογοτεχνικών θεωριών και σχολών σκέψης του 20ού αιώνα αναφορικά με τη διερεύνηση του λογοτεχνικού φαινομένου. Ίσως να βοηθούσε περισσότερο τον αναγνώστη μια ανθολογία όπου θα διάβαζε την εφαρμογή των θεωρητικών μεθόδων προσέγγισης κι ανάλυσης που διαβάζει, τώρα, σε μια πιο αφηρημένη μορφή που προτίμησε ο Κ.Μ.Νιούτον. Ο Νιούτον υιοθέτησε το να έχουν, εδώ, τα συγκεκριμένα επιλεγμένα κείμενα μια πιο θεωρητική, γενική μορφή ή να αντιπαρατίθενται τα μεν στα δε. Μερικά κείμενα, ξεκομμένα από το πλαίσιό τους, είναι δύσκολο να γίνουν κατανοητά σε όλες τις πτυχές τους.

Πριν από τις, εφευρετικές κι ανανεωτικές εξελίξεις του 20ού αιώνα, οι φίλοι της λογοτεχνίας ανήγαγαν την ερμηνεία των λογοτεχνημάτων στη βιογραφία του λογοτέχνη και στο ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γράφτηκαν, Μέσα στον 20ό αιώνα οι αναγνώσεις πλήθυναν και εμπλουτίστηκαν και οι αναγνώστες επιστράτευσαν, ενίοτε καθοδηγούμενοι από τους θεωρητικούς της τέχνης, αισθητικές, γλωσσολογικές, ιστορικές, πολιτικές, κοινωνιολογικές,  φιλοσοφικές, βιογραφικές και ψυχολογικές προσεγγίσεις και μεθόδους και τους συγκερασμούς τους, για να εμβαθύνουν στα λογοτεχνικά κείμενα. Οι επικρατέστερες μέθοδοι ήταν κατά καιρούς η ιστορική κριτική και η οπτική της Νέας κριτικής που αδιαφορούσε για τις προθέσεις του λογοτέχνη και αντιμετώπιζε τα κείμενά του ως αυτοτελείς δομές και κατά προέκταση η στρουκτουραλιστική κριτική.

Το πόνημα του K.M.Newton ξεκινά με την επισκόπηση του ρώσικου φορμαλισμού και του δομισμού της σχολής της Πράγας. Οι απαρχές του ρώσικου φορμαλισμού χρονολογούνται λίγο πριν την ρώσικη επανάσταση συνδεόμενες με τον Γλωσσολογικό Κύκλο της Μόσχας και την Εταιρεία για τη Μελέτη της Ποιητικής Γλώσσας της Πετρούπολης. Αποτελεί την πρώτη κειμενοκεντρική θεώρηση του λογοτεχνικού έργου στη θεωρία της λογοτεχνίας.  Οι Ρώσοι φορμαλιστές εστίασαν στις ιδιότητες που διαφοροποιούσαν τη λογοτεχνική γλώσσα από τη μη λογοτεχνική και στην έννοια της «ανοικείωσης» (που αναλύσει ο Β.Σκλόφσκι με παραδείγματα από τον Λ.Τολστόι). Ως ανοικείωση εννοούσαν την χειραφέτηση των λέξεων από την συνηθισμένη τους σημασία μέσω νέων συνδυασμών και την απόκλιση από τη γλωσσική νόρμα.

Οι Ρομάν Γιάκομπσον και Τυνιάνοφ εστίασαν στο πώς κάποια μέσα και τεχνάσματα κυριαρχούν στα λογοτεχνικά κείμενα και αναλαμβάνουν «ανοικειωτικό ρόλο», δες το άρθρο του Γιάκομπσον «Η δεσπόζουσα», που περιλαμβάνεται στο ανθολόγιο (αποτελεί διάλεξη του Γιάκομπσον στην Τσεχοσλοβακία, το 1935).

Ο Γιάκομπσον υποστηρίζει πως στην ενοποίηση του ηχητικού υλικού και του νοήματος ενός λογοτεχνικού έργου, σε ένα ενιαίο σύνολο, δεσπόζει ως κεντρικό στοιχείο που διέπει και καθορίζει τα υπόλοιπα συστατικά και διασφαλίζει την ενότητα κι ακεραιότητα της δομής του έργου, ένα ιδιάζον χαρακτηριστικό στοιχείο, η «δεσπόζουσα»· η οποία αποτελεί ένα απαραίτητο στοιχείο που επιδρά στα υπόλοιπα στοιχεία. «Στόχος των Ρώσων φορμαλιστών ήταν η ανάπτυξη μιας μεθόδου επιστημονικής και αντικειμενικής μελέτης της λογοτεχνίας, που θα ενδιαφερόταν για την αναζήτηση των μηχανισμών της λογοτεχνίας και των δομικών αρχών των λογοτεχνικών κειμένων, αυτών δηλαδή των ιδιοτήτων που καθιστούσαν ένα λογοτεχνικό κείμενο έργο τέχνης. Επιχείρησαν να αποκαθάρουν το κείμενο από κάθε υποκειμενική και αυθαίρετη ερμηνεία του περιεχομένου και να αποστασιοποιηθούν από τις αναλύσεις που περιορίζονταν στην αναζήτηση των ιδεών που εξέφραζε το κείμενο», στη βιογραφία του λογοτέχνη και στο κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιούργησε. Το ενδιαφέρον τους στράφηκε στη μελέτη της μορφής ενός έργου, αφού σύμφωνα με τις θεωρίες τους το περιεχόμενο καθοριζόταν από τη μορφή.

Ο Μπαχτίν και ο Π.Ν.Μεντβέντεφ τηρούν διπλωματικά στο δημοσιευμένο κείμενό τους την ισορροπία ανάμεσα στην κοινωνική, μαρξιστική κριτική και τη φορμαλιστική κριτική, υπογραμμίζοντας διακριτικά πως η λογοτεχνική γλώσσα πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως κοινωνική γλώσσα, μα και η δογματική, μηχανιστική κι αντιφορμαλιστική κοινωνικο-ιστορική, μαρξιστική κριτική τάση κάνει αφαίρεση του αυτοτελούς γλωσσικού μέρους της λογοτεχνίας. Το κείμενο κηρύσσει τη συνάντηση της μεθόδου των φορμαλιστών και των μαρξιστών της διαλεκτικής, ιστορικοκοινωνικής προσέγγισης.

Ο Ίνγκλετον  σκέφτεται πως οι φορμαλιστές συνέλαβαν το λογοτεχνικό έργο ως σύνολο μορφικών στοιχείων που λειτουργούν στο κείμενο, στα οποία συμπεριλαμβάνονται ο ήχος, οι εικόνες, ο ρυθμός (ή το μέτρο), η σύνταξη και οι αφηγηματικές τεχνικές. Κοινός παρονομαστής των στοιχείων αυτών είναι η ανοικείωση και αποξένωση που προκαλούν στον αναγνώστη.

Ακολουθεί το κεφάλαιο για τη Νέα Κριτική (new criticism) που από το 1920 και 1930 άρχισε να υπερασπίζεται το ενδιαφέρον για το λογοτεχνικό έργο ως ανεξάρτητο αντικείμενο κι έργο τέχνης που η προσέγγισή του δεν μπορεί να εξαντληθεί στις ιστορικοπολιτικές, ηθικές και βιογραφικές προσεγγίσεις. «Είναι μία ενδοκειμενική θεωρία, σύμφωνα με την οποία το κείμενο αποτελεί μια αυτοτελή δημιουργία, η οποία χαρακτηρίζεται για την οργανική της ενότητα. Η αυτονομία αυτή σημαίνει πως το λογοτεχνικό έργο είναι ένα σύστημα, η ερμηνεία του οποίου δεν επιδέχεται εξωτερικές επεμβάσεις, όπως συνεξέταση της βιογραφίας του συγγραφέα ή των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών της εποχής παραγωγής του έργου.»  Οι κριτικοί της Νέας Κριτικής εκτιμούσαν ιδιαίτερα την ποιητική γλώσσα διότι, όπως έγραψαν, ασχολείται μόνο με τον εαυτό της. Χρησιμοποίησαν την close reading, την προσεκτική ανάγνωση, κατά την οποία μελετούσαν το ειδικό και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του έργου σε σχέση και σε αναφορά με το σύνολό του και βασίζονταν αποκλειστικά στα δεδομένα που δίνει το ίδιο το κείμενο, χωρίς να χρειάζονται συμπληρωματικές εξωτερικές πληροφορίες. Εξέθεταν τη λειτουργία των συνυποδηλώσεων (συμπαραδηλώσεων), «της αμφισημίας, των αντιθέσεων, των μεταφορών και του εικονοποιητικού συστήματος» στο έργο και δεν νοιάζονταν για τις προθέσεις του συγγραφέα.

Ο Α.Α.Ρίτσαρντς πραγματεύεται την ποίηση σε σχέση με τα συναισθήματα και την ψυχολογία του αναγνώστη. Ο Κλινθ Μπρουκς δίνει έμφαση στο ποίημα ως αντικειμενική δομή, γράφοντας πως σε ένα πετυχημένο λογοτέχνημα η μορφή και το περιεχόμενο δεν μπορούν να διαχωριστούν· και η μορφή είναι και έχει νόημα. Πως οι εικασίες για τις διανοητικές διεργασίες του λογοτέχνη στρέφουν δυστυχώς τον κριτικό στην ψυχολογία και τη βιογραφία του συγγραφέα, μακριά από το έργο ως αυτόνομη οντότητα.

Στο κεφάλαιο Ερμηνευτική μας γίνεται γνωστό πως η μέθοδος αυτή χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τους Γερμανούς θεολόγους του 16ου αιώνα που προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν τη Βίβλο. Όμως τότε το κοινωνικοϊστορικό συγκείμενο της Βίβλου που παρήγαγε τις φράσεις της ήταν ενεργό, ενώ αργότερα είχε λήξει. Για να κατανοηθούν σωστά οι λέξεις και φράσεις ενός κειμένου, ο πρώτος σημαντικός εκπρόσωπος της ερμηνευτικής, ρομαντικός Φρήντριχ Σλαϊρμάχερ υποστήριξε πως οφείλουμε να επανασυστήσουμε ορθά το συγκείμενο του παρελθόντος. Η ερμηνευτική είναι η θεωρία της εξήγησης και ερμηνείας των κειμένων. Η ερμηνευτική μέθοδος συνίσταται στο να φέρει στο φως το λανθάνον νόημα που υπάρχει στην μυθοπλασία προχωρώντας κατά διαδοχικές βαθμίδες και στάδια στην ερμηνεία. Συνίσταται στο να αναρωτηθούμε για την εσωτερική συνοχή του κειμένου, την άρθρωση μεταξύ των διαφόρων εκφράσεων, προκειμένου να ρίξουμε φως στην εσωτερική λογική του.

Στον 19ο αιώνα ο Βίλχελμ Ντίλταϋ προσπάθησε να θεμελιώσει το συγκείμενο επιστημονικά, διαμέσου των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών. Η ερμηνευτική του δεν βασιζόταν στην εξήγηση μα στην κατανόηση.

Στον 20ό αιώνα, ο Χ.-Γκ. Γκάνταμερ, επηρεάστηκε από τη φιλοσοφία του Χάιντεγκερ σχετικά με το ότι η ιστορική θέση του ερμηνευτή ενός φαινομένου, ακόμη και στην περίπτωση που είναι καλλιτεχνικό-λογοτεχνικό, επηρεάζει την ερμηνεία του. Ο Γκάνταμερ μας διαβεβαιώνει πως μπορούμε να συλλάβουμε το παρελθόν μόνο συσχετίζοντάς το με το παρόν. Άρα η κατανόηση του παρόντος περιλαμβάνει μια συγχώνευση του  κειμενικού ορίζοντα των εμπειριών του παρελθόντος με τον ορίζοντα των ενδιαφερόντων του ερμηνευτή στο παρόν.

Ο Ε.Ντ.Χιρς συγκρούεται με τον Γκάνταμερ και τον Χάιντεγκερ εξηγώντας πως η ερμηνευτική τους οδηγεί στον σχετικισμό. Ο Π.Ντ.Τζουλ υπερασπίζεται την παραδοσιακή ερμηνευτική με την αποδοχή του ότι το κείμενο είναι δημιούργημα της ανθρώπινης πρόθεσης, κάτι που είναι λάθος να απωθούμε, και ούτως ειπείν για να ερμηνεύσουμε σωστά ένα κείμενο μας χρειάζεται να ανασυστήσουμε τις προθέσεις του δημιουργού συγγραφέα.     

Ο Γάλλος φιλόσοφος Πωλ Ρικέρ (δάσκαλος του Εμ.Μακρόν), εμπνεόμενος από τη φαινομενολογία θεωρεί την ερμηνευτική περιορισμό των ψευδαισθήσεων της συνείδησης και πιστεύει πως αυτή είναι η βασική προσφορά των Μαρξ, Νίτσε και Φρόιντ.

Η γλωσσολογική κριτική στηρίχθηκε στις γλωσσολογικές ιδέες, ανακαλύψεις και σκέψεις του Φερντινάν Σωσύρ περί της γλώσσας, της ομιλίας και του γλωσσικού συστήματος. Η σημασία δεν απορρέει από τις διαφορές των λέξεων οι οποίες παραπέμπουν κι αναφέρονται στον εξωγλωσσικό κόσμο, αλλά γεννάται από τις διαφορές των χρησιμοποιούμενων γλωσσικών «σημείων» και λέξεων, οι οποίες παράγουν το νόημα. Οι ιδέες του Σωσύρ άσκησαν μεγάλη επιρροή στους φορμαλιστές που εκείνη την εποχή ψαχνόντουσαν.

Ο Ρομάν Γιάκομπσον προσέφερε πολλά με τους στοχασμούς του για τη γλωσσολογία και την θεωρία της λογοτεχνίας, κυρίως ορίζοντας την συνταγματική, μετωνυμική και εξελισσόμενη χρονικά, την διαχρονική διάσταση του κειμένου, που τέμνεται με την μεταφορική, παραδειγματική, κάθετη συγχρονική διάστασή της αντικατάστασης των λέξεων. Στην ποιητική μορφή της γλωσσικής χρήσης οι μετωνυμικές, συνταγματικές σχέσεις των λέξεων ερμηνεύονται σαν να είναι παραδειγματικές-μεταφορικές σχέσεις. Ήτοι στην ποίηση οι οριζόντιες, συνταγματικές σχέσεις της γλώσσας πρέπει να εκλαμβάνονται σαν να είναι κάθετες & μεταφορικές. Αντιλαμβανόμαστε τις σχέσεις των λέξεων του ποιήματος σαν να είναι σύγχρονες, στο ίδιο χρονικό επίπεδο.

Στο πέμπτο κεφάλαιο «Δομισμός και σημειωτική», ο Newton μας εξηγεί πως η λογοτεχνία είναι πρόσφορη για τη δομιστική προσέγγιση διότι δημιουργείται από γλωσσικά υλικά. Υπογραμμίζει το σύστημα των γλωσσικών συμβάσεων που επιτρέπουν τη σύμβαση της λογοτεχνίας. Η βάση της δομιστικής κριτικής είναι το γλωσσολογικό έργο του Φερντινάν ντε Σωσύρ, το οποίο προέκτεινε στη μελέτη των μύθων και των τελετουργιών ως σημασιοδοτικά συστήματα. Παρομοίως, η λογοτεχνία περιλαμβάνει σημασιοδοτικά συστήματα και συστηματικά σύνολα κανόνων και κωδίκων. Έτσι παίρνουμε τα λογοτεχνικά κείμενα ως «ομιλίες» (paroles) που κατανοούνται σε αναφορά προς τη «γλώσσα» (langue).

O όρος σημειωτική χρησιμοποιήθηκε πρώτα από ταν Αμερικανό, πραγματιστή φιλόσοφο Τ.Σ.Πιρς. Ο Σωσύρ θεωρούσε πως η γλωσσολογία αποτελούσε μέρος της γενικότερης σημειολογίας. Οι όροι σημειωτική και σημειολογία είναι εναλλάξιμοι, ανάλογοι. Βάση της σημειωτικής/σημειολογίας είναι η μελέτη των σημειολογικών  «σημείων». Η γλώσσα αποτελεί το θεμελιωδέστερο σύστημα «σημείων». Το ίδιο και διάφορα μη γλωσσικά μα οπτικά συστήματα σημείων, οι χειρονομίες, τα ενδύματα και το σινεμά (που περιέχει όμως και ομιλίες), κ.α. Ο Σβετάν Τοντόροφ και ο πολύ σημαντικός αφηγηματολόγος Ζεράρ Ζενέτ προσεγγίζουν τον δομισμό (στρουκτουραλισμό) ως ποιητική. Τεράστιο ρόλο στην εξέλιξη της σημειωτικής/σημειολογίας έπαιξε ο Γάλλος Ρολάν Μπαρτ, μα και η Γαλλοβουλγάρα Τζούλια Κρίστεβα.

Ο Τζόναθαν Κέλλερ επιχείρησε να συνεχίσει τη στρουκτουραλιστική κριτική με όρους σημειωτικής, με το πώς παράγεται το λογοτεχνικό νόημα και με το πώς οι σημασιοδοτικές πρακτικές επιτρέπουν στα λογοτεχνικά έργα να επικοινωνούν με τους αναγνώστες. Ο Γιούρι Λότμαν, ο σημαντικότερος σοβιετικός υποστηρικτής της μεθόδου της σημειωτικής, προσπάθησε να τη συνδέσει με τις θεωρήσεις των Ρώσων φορμαλιστών. Την βλέπει ως συνέχεια των μεθόδων του Μπαχτίν και αυτών της σχολής της Πράγας.

Στο κεφάλαιο για τον «μεταδομισμό», ο Κ.Μ.Νιούτον αναφέρεται κυρίως στην προσέγγιση του φιλόσοφου Ζακ Ντεριντά και κατόπιν στον ύστερο Ρολάν Μπαρτ και στην όψιμη Κρίστεβα. Ο δομισμός βασίστηκε στο έργο του Σωσύρ που ανέλυσε συγχρονικά, σε μία χρονική φάση, τη γλώσσα. Ο μεταδομισμός επιστρατεύει τη διαχρονικότητα στα κείμενα. “Οι πρωτοπόροι μεταδομιστές εξέφρασαν την ιδέα ότι η στρουκτουραλιστική αντίληψη δεν εξηγεί ορθώς την πραγματικότητα και ότι μέσα από τις δυαδικές αντιθέσεις δύναται να εξαχθεί μια “τρίτη τάξη” ως νέα αλήθεια μεταξύ των δυαδικών αντίθετων… Η μεταδομιστική θεώρηση υποστηρίζει ότι για να κατανοήσουμε ένα αντικείμενο, είναι απαραίτητο να μελετήσουμε τόσο το ίδιο το αντικείμενο όσο και τα συστήματα γνώσης που παρήγαγαν το αντικείμενο.” Ο Ντεριντά επηρέασε έντονα τη μεταδομιστική λογοτεχνική και φιλολογική θεωρία μέσω της ανάδειξης του λογοκεντρισμού στη δυτική σκέψη, τον οποίο ανέδειξε λαμβάνοντας υπ’όψη τη χρονική διάσταση στη γλώσσα. Η γραφή είναι καταλληλότερη ως πρότυπο μελέτης της λειτουργίας της γλώσσας. Στη γραφή το σημαίνον είναι παραγωγικό προσδίδοντας στη σημασιοδότηση τη χρονική διάστασή της και αποτρέποντας τη συγχώνευση σημαίνοντος και σημαινομένου. Η σημειωτική ανεξαρτησία της γραφής παράγει μια επ’ αόριστο αναβολή του σχηματισμού του νοήματος γιατί η γραφή θα παράγει νόημα σε μεγάλο αριθμό δυνητικών συγκειμένων. Βασικό όρος του Ντεριντά είναι η «διαφωρά», ένα λογοπαίγνιο, ήτοι différance αντί του σωστού différence (σημαίνει διαφορά και αναβολή), το οποίο υποδηλώνει πως το νόημα δεν μπορεί να είναι απόλυτα παρόν γιατί αναβάλλεται διαρκώς. Δηλαδή το κείμενο στρέφεται εναντίον του εαυτού του υπονομεύοντας τις παραδοχές του.

Ο Μπαρτ και η Κρίστεβα ενώ αρχικά υπηρέτησαν τον στρουκτουραλισμό, κατόπιν εξελίχθηκαν προς μια μεταδομιστική κριτική της λογοτεχνίας. Η Κρίστεβα λέει πως η σημασιοδότηση υπονομεύει τη σταθερότητα του νοήματος και τα συστήματα των σημείων. Τονίζει τον ρόλο του ομιλούντος υποκειμένου το οποίο είναι πάντα διχασμένο γιατί ο Άλλος δεν μπορεί να εξαλειφθεί από τον λόγο. Στον μεταδομισμό συνέβαλαν και οι θεωρίες του Φουκώ.

Ο Αμερικανός Πωλ Ντε Μαν που επηρεάστηκε από τις παραπάνω μεταδομιστικές αναζητήσεις, υποστήριξε πως υπάρχει μια διχοτομία ανάμεσα στη γραμματική ή λογική δομή της γλώσσας και τις ρητορικές της πλευρές, παιχνίδι που είναι διαμφισβητήσιμο, που δεν είναι αποφασίσιμο.

Στην προσέγγιση της ψυχαναλυτικής μεθόδου ανάλυσης του λογοτεχνικού έργου, ο Νιούτον γράφει πως η σύγχρονη ψυχαναλυτική κριτική εξετάζει τη σχέση του συγγραφέα με το κείμενό του σε ένα νέο πλαίσιο ή μετατοπίζει το ενδιαφέρον της στη σχέση του κειμένου με τον αναγνώστη. Η ψυχαναλυτική μέθοδος συνίσταται στο να αποκωδικοποιήσει και να ερμηνεύσει ψυχαναλυτικά τις καταστάσεις και τα πρόσωπα που απεικονίζονται αναλύοντας τις συνειδητοποιημένες και ασυνείδητες επιθυμίας που εκφράζονται σ’ αυτά, τα ψυχολογικά συμπλέγματα, τις σχέσεις τους και τις ενορμήσεις που τους ενώνουν (ή αντιπαρατάσσουν), τη λιβιδινική οικονομία τους, δηλαδή τη σχέση τους με την αρχή της ηδονής και την αρχή της πραγματικότητας, τις ορμές της ζωής και της ορμές του θανάτου, κ.ο.κ. Αυτές τις αρχές, τις ενορμήσεις και τους πόθους μελετά ο ψυχαναλυτικός κριτικός στην ίδια την οικοδόμηση, στη φτιαξιά και στη δομή του καλλιτεχνικού-λογοτεχνικού έργου(1).

Ο Νόρμαν Χάλαντ της σχολής του Μπάφαλο Νέας Υόρκης εφαρμόζει την «ψυχολογία του εγώ» στη μελέτη της λογοτεχνίας. Η ανάγνωση εκλαμβάνεται ως μία ανακατασκευή της σχέσης αναγνώστη και κειμένου. Ο Χάρολντ Μπλουμ συνδέεται με τις φροϋδικές ιδέες και χρησιμοποιεί την έννοια της απώθησης. Ο Νιούτον θα μπορούσε να επιλέξει επιπροσθέτως ψυχαναλυτικά κείμενα που αποτελούν δημιουργικά παραδείγματα της χρήσης της ψυχανάλυσης για την ανάλυση λογοτεχνικών έργων από κλασικούς (ή μη) ψυχαναλυτές (ο Φρόιντ και ορισμένοι μαθητές του έχουν γράψει πολύ καλά τέτοια κείμενα που έχουν να μας διδάξουν πολλά περισσότερα από στεγνές, ξερές θεωρητικές προσεγγίσεις του θέματος). Αυτό αποτελεί μια γενική παρατήρησή μου για τον τύπο των κειμένων που επελέγησαν από τον Νιούτον.

Σχετικά με τη μαρξιστική κριτική, ο Νιούελ ξεκινά με βάση την παραδοχή της πως η οικονομική βάση καθορίζει το πολιτιστικό, ιδεολογικό και καλλιτεχνικό εποικοδόμημά της. Στους παραδοσιακούς κι ορθόδοξους μαρξιστές αυτό καταλήγει να είναι μια αγκυλωμένη, δογματική και σχηματική αρχή, όπως περίπου στον Κρίστοφερ Κώντγουελ.

Όμως ο σπουδαίος μελετητής Γκέοργκι Λούκατς που ανήκει στη χεγκελιανή παράδοση αναδεικνύει τη σχετικότητα αυτής της αρχής και δεν πιστεύει πως η κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα μετατρέπεται αυστηρά αιτιοκρατικά κι απόλυτα σε καθοριστικό αίτιο των τεχνών και της λογοτεχνίας. Τα μείζονα λογοτεχνικά έργα δεν αναπαράγουν μηχανικά την κυρίαρχη ιδεολογία του κοινωνικού πλαισίου, μα επιπλέον το κριτικάρουν κι ενσωματώνουν στην αισθητική τους, την κριτική των κυρίαρχων ιδεολογιών. Ο κριτικός ρεαλισμός τον οποίο υποστήριξε ο Λούκατς, το ρεαλιστικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, δεν είναι μια μορφή μίμησης αλλά αναγνωρίζει τις αντιφάσεις της κυρίαρχης ιδεολογίας της εποχής. Ο Λούκατς δεν έπαιρνε το μέρος του μιμητικού ρεαλισμού. Υποστήριζε την αντιπροσωπευτικότητα/«τυπικότητα» των καταστάσεων και των προσώπων στα λογοτεχνικά έργα και επέκρινε τα νατουραλιστικά πεζογραφήματα ή τα περίτεχνα φορμαλιστικά έργα που συναντώνται στη μοντερνίστικη λογοτεχνία.

Η εναντίωση του Λούκατς στον λογοτεχνικό μοντερνισμό επικρίθηκε από τους Μπρεχτ, Αντόρνο και Μπένγιαμιν. Ο τελευταίος υποστήριξε το νεωτερικό θέατρο της αποστασιοποίησης του Μπέρτολτ Μπρεχτ.

Θετική ήταν κι η συμβολή του Αλτουσέρ στην αντιμετώπιση της λογοτεχνίας και των ιδεολογιών, επισημαίνοντας τη σχετική αυτονομία των λογοτεχνημάτων από τις κοινωνικές συνθήκες, διότι καθορίζονται από ένα σύνθετο δίκτυο παραγόντων.

Σε αυτό το κεφάλαιο οι Τζον  Έλλις και Ρόζαλιν Κάουαρντ προσάρμοσαν τη χρήση του μαρξισμού στο σύνολο των άλλων ενδεδειγμένων μεθόδων προσέγγισης, στον δομισμό, στον μεταδομισμό, στη λακανική ψυχανάλυση, στη σημειολογία και στον φεμινισμό, στα πλαίσια μιας προσέγγισης συγκρητισμού, όπως έπραξε ο Μπαρτ στο βιβλίο του S/Z.

O Aμερικανός, μαρξιστής κριτικός, Φρέντρικ Τζέημσον θεωρεί παρά ταύτα τον μαρξισμό ως τον βασικό κώδικα στον οποίο θα ενσωματώνονται χρησιμοποιούμενες οι υπόλοιπες μέθοδοι.

Ο Νιούμαν επέλεξε ορισμένα χαρακτηριστικά κείμενα για τη θεωρία της πρόσληψης και την κριτική της αναγνωστικής ανταπόκρισης. Και στις δύο ο ρόλος του αναγνώστη θεωρείται σημαντικός και οι δύο έδωσαν έμφαση στον αναγνώστη.

Ο Χανς Ρόμπερτ Γιάους κριτικάρει και τα δυο άκρα, τον φορμαλισμό γιατί αδιαφορεί για την κοινωνικο-ιστορική διάσταση και τον μαρξισμό γιατί υποτιμώντας τις μορφές, θεωρεί το λογοτεχνικό έργο ως ιστορικοκοινωνικό προϊόν. Ο ρόλος του κριτικού είναι να διαμεσολαβεί ανάμεσα στον τρόπο που ένα έργο προσελήφθη στο παρελθόν και στο πώς προσλαμβάνεται σήμερα.

Η κριτική της αναγνωστικής ανταπόκρισης υποστηρίζει την κεντρική σημασία του αναγνώστη. Για τον Βόλφγκανγκ Τζερ το κείμενο διαθέτει μια αντικειμενική δομή έστω κι αν πρέπει να ολοκληρωθεί από τον αναγνώστη. Τα κείμενα δημιουργούν χάσματα που ο αναγνώστης οφείλει να συμπληρώσει. Η αισθητική ανταπόκριση συνίσταται σε αυτή την αλληλεπίδραση λογοτεχνήματος και αναγνώστη.

Οι εκπρόσωποι της αναγνωστικής ανταπόκρισης Ντέιβιντ Μπλάιχ και Στάνλεϊ Φις θεωρούν πως το λογοτεχνικό αντικείμενο δεν υπάρχει ανεξάρτητα από το υποκείμενο και εξετάζουν τις επιπτώσεις αυτής της σύλληψης στη θεωρία της λογοτεχνίας. Ο Φις πίστευε πως το νόημα του λογοτεχνήματος δεν είναι ξεχωριστό από την αναγνωστική εμπειρία και απέκρουσε πως αυτό οδηγεί αναπόφευκτα στον σχετικισμό γιατί οι υποκειμενικές ανταποκρίσεις δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς συστήματα κανόνων και σκέψης, που είναι διυποκειμενικά.

O K.M. Newton στο επόμενο κεφάλαιο περί της φεμινιστικής κριτικής,  ανθολογεί κείμενα φεμινιστριών. Η φεμινιστική σχολή Εικόνες γυναικών ασχολείται με τον τρόπο αναπαράστασης των γυναικείων χαρακτήρων στη λογοτεχνία. Κατά τη Τζόζεφιν Ντόνοβαν δεν μπορούμε να διαχωρίζουμε το αισθητικό από το ιδεολογικοηθικό επίπεδο των λογοτεχνημάτων, άρα οφείλουμε να παίρνουμε υπ’όψη μας τη θεώρησή τους επί των γυναικείων θεμάτων και των γυναικών. .

Σημαντικό ήταν το ενδιαφέρον της φεμινιστικής κριτικής για τη γυναικεία γραφή. Η Ηλέιν Σουάλντερ τάσσεται υπέρ της gynocriticism, της γυνοκριτικής, που εστιάζει στα ζητήματα της γυναίκας συγγραφέως. Επικρίνει τις απόπειρες ορισμένων φεμινιστριών κριτικών να γεφυρώσουν τα χάσματα μεταξύ φεμινισμού και μαρξιστικής και μεταδομιστικής κριτκής

Η Ελίζαμπεθ Μηζ ευνοεί τη χρήση των ιδεών του «μεταδομιστή» Φουκώ και της Γαλλίδας, φεμινίστριας ψυχαναλύτριας, Λυς Ιριγκαρέ, στην επίκριση της ιδεολογία της αυθεντίας που κρύβεται στις ανδροκρατούμενες ερμηνευτικές κοινότητες.

Η Γαλλίδα Ελέν Σιξού, μια ιδιαίτερη θεωρητικός του φεμινισμού, συνεργάτης του Ντεριντά, πιστεύει πως οι γυναίκες οφείλουν να δημιουργήσουν τον δικό τους γλωσσικό χώρο για να αντισταθούν στη φαλλοκεντρική κουλτούρα. Γι’ αυτό προωθεί τη διαμόρφωση και δημιουργία της γυναικείας γραφής που εκπορεύεται από τη μητέρα και όχι τον πατέρα. Αυτή η μορφή γλώσσας προέρχεται από τη σχέση μητέρας και παιδιού και καθιστά προνομιακό ένα ελεύθερο παιχνίδι σηματοδότησης πέρα από τον κλειστό χαρακτήρα της αντρικής γλώσσας. Η Σιξού κριτικάρει τη συμβατικότητα των παραδοσιακών φεμινιστικών θεωριών που απορρίπτουν την αντρική γραφή και θεωρία. Θεωρεί πως η γλώσσα είναι μια μετάφραση που μιλάει μέσω του σώματος και εφ’όσον το γυναικείο σώμα διαφέρει από το αντρικό, αποδίδει στη γυναίκα ένα διαφορετικό σύμπαν έκφρασης από το αντρικό…

Στο κεφάλαιο για την κριτική φιλολογική προσέγγιση του πολιτισμικού υλισμού και του νέου ιστορισμού, ο Νιούελ μας λέει πως αποτελούν μορφές της ιστορικιστικής κριτικής που παίρνει υπόψη της τη φουκωική και νεομαρξιστική θεώρηση. Ο Ρέυμοντ Γουίλιαμς διατύπωσε τον όρο πολιτισμικός υλισμός. Χρησιμοποίησε τις απόψεις του Αντόνιο Γκράμσι για να εξετάζει τη λογοτεχνία μέσα σε ένα κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον. Ταυτόχρονα κριτικάρει τον άκαμπτο μαρξιστικό ντετερμινισμό και τις δογματικές, παραδοσιακές μαρξιστικές προσεγγίσεις για τη σχηματικότητα και δυσκαμψία τους, επειδή σε κάθε περίοδο ενεργοποιούνται πολλές πολιτισμικές παράμετροι και διαφορετικοί παράγοντες…

Στις ΗΠΑ, ο νέος ιστορισμός υπήρξε το αντίστοιχο του βρετανικού πολιτισμικού υλισμού. Ο νέος ιστορισμός επηρεάστηκε από τις θεωρίες του Φουκώ για την εξουσία και τον λόγο και εστίασε σε ζητήματα μορφής και κειμενικότητας.

Ο νέος ιστορισμός και ο πολιτισμικός υλισμός αποποιούνται την προνομιακή θέση των λογοτεχνικών κειμένων έναντι άλλων μορφών λόγου.

Υπάρχει και η μεταμοντέρνα κριτική που εμφανίστηκε στα τέλη του 20ού αιώνα. Ο Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπός της με το έργο του «H μεταμοντέρνα κατάσταση» (1979), στο οποίο κριτικάρει τον Χάμπερμας που πίστευε στη σταθερότητα στα ιδεώδη του Διαφωτισμού, τον ορθό λόγο και την πρόοδο, ως θεμέλια της νεωτερικότητας. Κατά τον Λυοτάρ ο μεταμοντερνισμός απορρίπτει τις μεγάλες αφηγήσεις της προόδου. Ο Λυοτάρ ορίζει το μεταμοντέρνο ως δυσπιστία έναντι των μετααφηγήσεων. Η μεταμοντέρνα γνώση δυναμώνει την ικανότητά μας να δεχόμαστε το ασύμμετρο.

Ο μαρξιστής Φρέντρικ Τζέημσον επικρίνει τον μεταμοντερνισμό μα όχι και τη μεταμοντέρνα λογοτεχνία και τέχνη. Η Λίντα Χάτσιον επισημαίνει τις διαφορές μεταξύ μοντέρνου και μεταμοντέρνου, αλλά και τα κοινά στοιχεία τους, την αποσπασματικότητα, το παστίς και την άρνηση των συμβάσεων του ρεαλισμού, στοιχεία που οι μεταμοντέρνοι θεωρούν απελευθερωτικά. Οι μεταμοντέρνοι αμφισβητούν τις ολιστικές και ταξινομικές έννοιες…

Tέλος, η μεταποικιακή κριτική μετά τα βιβλία του Έντουαρντ Σαΐντ «Οριανταλισμός» (1978) και «Κουλτούρα και ιμπεριαλισμός» (1993) απέκτησε υπόσταση και βαρύτητα. Ο Σαΐντ απεκάλυψε τους μεροληπτικούς τρόπους απεικόνισης της ανατολής από τους δυτικούς συγγραφείς και τους τρόπους ποδηγέτησης και πατροναρίσματος των κατοίκων της ανατολής μέσω των αναπαραστάσεών τους έτσι ώστε να υποδυθούν τον υποδεέστερο «Άλλο». Οι μετααποικιακοί θεωρητικοί και σχολιαστές στόχευσαν στην πολιτισμική διαφορά δυτικού και ανατολικού ανθρώπου και κουλτούρας. Ο Σαΐντ άσκησε κριτική στις συμβατικές, περιοριστικές έννοιες του ευρωκεντρικής συγκριτικής φιλολογίας. Ο πολιτιστικός δυτικός ιμπεριαλισμός υποβιβάζει όχι μόνο την ανατολική μα ακόμη και τη δυτική τέχνη.  Ο Σαΐντ μας διαβεβαιώνει πως κάθε πολιτιστική μορφή και εμπειρία είναι υβριδική.

Ο Χόμι Μπάμπα διερευνά το ότι ο αποικιακός πολιτισμικός λόγος περιγράφει τους αποικιοκρατούμενους ως κατώτερο πληθυσμό, ώστε να εγκαταστήσει στις αποικίες τα δυτικά συστήματα διοίκησης και γλωσσικής εκπαίδευσης.

 

(1). Η μέθοδος μού είναι οικεία γιατί την έχω εφαρμόσει σε κείμενά μου για τον Χίτσκοκ, τον  Όσιμα, τον Μπουνιουέλ, τον Παζολίνι και ορισμένα φιλμ νουάρ.

 

Η λογοτεχνική θεωρία του 20ού αιώνα, ανθολόγιο κειμένων, επιμέλεια Κ.Μ.Νewton, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Προηγούμενο άρθροΚαταγγελία της βίας (του Θανάση Αγάθου)
Επόμενο άρθροΜάρκος Κρητικός: “Ο αμφιλεγόμενος ντετέκτιβ της διπλανής πόρτας” (συνέντευξη στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ