γράφει η Ελένη Τζατζιμάκη (*)
Είναι, άραγε, τα μυθιστορήματα παραμύθια για μεγάλους; Ένα λογοτεχνικό είδος όπου, με όρους υφολογικής ωριμότητας και λογοτεχνικής ετοιμότητας, αποπειράται ο συγγραφέας να διηγηθεί μια ακόμη ιστορία για τα ανθρώπινα όπως ένας μεγάλος δοκιμάζει να πει ένα ακόμη διδακτικό παραμύθι στο μικρό παιδί, στην προσπάθειά του να το φέρει λίγο πιο κοντά στον κόσμο των ενηλίκων; Σε έναν κόσμο με διαμπερή τραύματα από τις πληγές της ενηλικίωσης, από την αγριότητα, την απληστία, τα βρώμικα παιχνίδια της αντικειμενικής πραγματικότητας, έναν κόσμο καθόλου ιδανικό και συχνά χωρίς happy ending.
Αυτή η σκέψη μουρμούριζε στο μυαλό μου καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης της «Δευτέρας Παρουσίας», του έκτου βιβλίου της αδερφικής μου φίλης Τζούλιας Γκανάσου, όπου και πάλι, αν και σε πρώτο πλάνο βρίσκεται ο άνθρωπος που βιώνει κατάσαρκα την οδύνη, ωστόσο αυτό που επικρατεί είναι οι εσώτερες δυνάμεις του που μπορούν να τον καταστήσουν εν τέλει κυρίαρχο του παιχνιδιού, έστω κι αν γύρω του μυρίζει καμένη γη.
Ένας πόλεμος εν εξελίξει, στην Ουκρανία ή στην Παλαιστίνη ή και οπουδήποτε αλλού, μια έφηβη που παίρνει τη γιαγιά της στην πλάτη (το διττό σώμα) για να μπορέσουν να σωθούν και οι δύο, ένα καταφύγιο όπου ζουν αιχμάλωτες παρένθετες μητέρες χρώματος μοβ και τρέφονται η μια με το μητρικό γάλα της άλλης, βρέφη που έρχονται στη ζωή κατά παραγγελία από μήτρες- μηχανές, μια απόδραση, ένα φονικό και εν τέλει, ο χορός της επιβίωσης κατά την πανηγυρική έξοδο στα σύνορα, όταν πια άγνωστοι και φίλοι, νεκροί και ζωντανοί έχουν αρραγώς συμμαχήσει μπροστά στο αδιαπραγμάτευτο της ζωής, ή αν διαλέγαμε να το πούμε με ένα σύνθημα, μπροστά στο «είμαστε ακόμη εδώ» των αμάχων, των θυμάτων πολέμου που αποφασίζουν ότι θα ζήσουν όχι λόγω μιας ενστικτώδους επιθυμίας, αλλά με την αίσθηση του χρέους, το πάθος του καθήκοντος.
Μου φαίνεται πως σε αυτό της το βιβλίο η Γκανάσου μετέρχεται, με πολύ προσωπικό τρόπο, όλες τις αρετές του μαγικού ρεαλισμού: χαρακτήρες οι οποίοι βαθμηδόν και κατ’ επανάληψη προσδιορίζονται στα μάτια του αναγνώστη ως προς τις πολλαπλές τους ιδιότητες με βάση το πώς αυτές κατακυρώνονται κάθε φορά στο ευρύ φάσμα της πρόσληψης, που στη «Δευτέρα Παρουσία» διατρέχει την απόσταση από τα αισθαντικά σήματα της αλληγορίας μέχρι την ωμή ειλικρίνεια της νατουραλιστικής γραφής. Πράξεις και γεγονότα ασύμβατα με την κοινή λογική, που όμως, τελικά, αποδεικνύονται πιο πραγματικά από οτιδήποτε άλλο μέσα από την ανάδειξη της αξίας που έχουν για τη διεκδίκηση της επιβίωσης του σώματος, της ίδιας της ζωής. Ενστικτώδεις συμπεριφορές που, αν και απέχουν παρασάγγας από τον εκπολιτισμένο κόσμο, εν τούτοις τον επανακαθορίζουν καθώς ξεδιαλύνουν τα χρήσιμα από τα επουσιώδη, τα επείγοντα από όσα μπορούν να περιμένουν.
Στη «Δευτέρα Παρουσία» το ανοίκειο και το φανταστικό διατάσσονται στην πρώτη γραμμή και παρουσιάζονται ως βασικές πρώτες ύλες για το δέον γενέσθαι, για μια καλύτερη ανθρωπότητα η οποία, πάντα, εξαρτάται από εμάς τους ίδιους, έναν προς έναν και όλους μαζί. Η «μαγεία», εδώ, δεν είναι ξόρκι, ούτε και κάτι που ανήκει στο επέκεινα: αντιθέτως, είναι η πιο ρεαλιστική λύση απέναντι στο παράλογο του πολέμου και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Η «μαγεία», εδώ, δεν είναι παρά η ίδια η ορμή της ανθρώπινης φύσης που αλυχτά για επιβίωση.
Η Γκανάσου αντιπολεμά την απολύτως, και δυστυχώς πολύ οικεία στην ανθρωπότητα τα τελευταία χρόνια, στυγνή και αιμοσταγή πραγματικότητα του πολέμου με τα εργαλεία του φανταστικού και των συμβόλων εκείνων που εξουδετερώνουν τον ζόφο μέσα από το φως και κυρίως, μέσα από την υπομνητική λειτουργία της αλληγορίας.
Για τη λογοτεχνική κατασκευή, αν και τα όπλα της πολλά, ωστόσο κυριαρχούν τα εξής δύο: πρώτον, το εύπλαστο ζυμάρι της γλώσσας που στα χέρια της καλής συγγραφέως γίνεται αυτό που πρέπει, όταν πρέπει και όπως πρέπει ανάλογα με την ένταση της στιγμής και δεύτερον, ο εξέχων τρόπος με τον οποίο η Γκανάσου επιχειρεί και πετυχαίνει την κλιμάκωση της ιστορίας στα τρία στάδια-κεφάλαια του βιβλίου της: ο λυρικός τόνος του πρώτου κεφαλαίου όπου συναντιόμαστε με τις ηρωίδες μας να στέκουν χαμένες ανάμεσα στα ερείπια στο δεύτερο κεφάλαιο με το παράνομο εργαστήριο παραγωγής βρεφών γίνεται ωμός, με την ακρίβεια μάλιστα της χρήσης ιατρικών όρων οι οποίοι επισημαίνονται στον αναγνώστη στο κάτω μέρος της σελίδας, και στο τρίτο πια, τρυφερότητα και σκληρότητα γίνονται ένα στη γλώσσα, μπροστά στην έκρηξη του αντιπολεμικού μηνύματος που δεν περιγράφει την ειρήνη ως διακύβευμα μιας αταλάντευτης συνθήκης, αλλά ως δυναμικό αποτέλεσμα που θα προέλθει μόνο από τον κοινό αγώνα, από την αλληλεγγύη, από το μαζί όσων αποφασίσουν ότι πάση θυσία η ζωή πρέπει να νικήσει.
Τέλος, δεν μπορώ να μην αναφέρω και την πολύ ευχάριστη έκπληξη της χρήσης του έμμετρου λόγου που θυμίζει δημοτικό τραγούδι, ο οποίος εμβολίζει το κείμενο στις κατάλληλες στιγμές, επιβεβαιώνοντας την (αιώνια) πεποίθησή μου ότι κάποια πράγματα μπορείς να τα πεις μόνο με ένα ποίημα ή ένα τραγούδι. Αλλά αυτό είναι μια προσωπική άποψη που κανείς δεν σας αναγκάζει να μοιραστείτε εξίσου, ασφαλώς.
Αυτός ο αντεστραμμένος κόσμος της Γκανάσου στη «Δευτέρα Παρουσία», αυτό το μάγμα της διττής υπόστασης του ανθρώπινου ενστίκτου που την ίδια στιγμή που χειμάζει, είναι ικανό και να ζωοδοτεί, δεν θα μπορούσε να συνοψιστεί καλύτερα απ’ ό,τι στον φιλμικό διάλογο μεταξύ του Χριστού και του Joe, στην ταινία-αντιπολεμικό σύμβολο «Ο Τζόνι πήρε το όπλο του»:
Christ : What you need is a miracle.
Joe : No, not a miracle. Just tell me that the rat is real and the way I am now is a dream.
Η «Δευτέρα Παρουσία» διατρέχοντας τον ζόφο και φθάνοντας στην επιφάνεια γίνεται ένα πυριγενές αντιπολεμικό μήνυμα γεμάτο φως και παραληρηματική πίστη στην ελπίδα, όσων ακόμη μπορούν να βλέπουν ότι η ζωή μας δεν ανήκει στο κακό. Σας ευχαριστώ.
(*) Η Ελένη Τζατζιμάκη είναι ποιήτρια, υποψήφια διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας ΕΚΠΑ.Το παρόν κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στις 25/9/2024 στο καφέ του Νομισματικού Μουσείου.
Τζούλια Γκανάσου, Δευτέρα παρουσία, εκδ.Καστανιώτη, 2024.