Αθήνα, 14 Ιουν. 2020
Αγαπητέ Αναγνώστη,
Υποθέτω ότι περιήλθε στην πανεποπτική αντίληψή σου, το Σάββατο, 7 Ιουν. 2020, ένα άρθρο της εξειδικευμένης από ετών στο πολιτιστικό ρεπορτάζ (άλλοτε στα Νέα, τώρα στην εβδομαδιαία Εποχή) δημοσιογράφου Μικέλας Χαρτουλάρη: «Τι βραβεία θέλουμε, ποιά βραβεία φοβόμαστε;». `Οπως σε πληθώρα άλλων δημοσιευμάτων με το ίδιο θέμα, λιγότερων σε έντυπη μορφή και περισσότερων σε ψηφιακή, θα μπορούσα να πω guarda e passa, αλλά λίγο το οργισμένο μα αλλοπρόσαλλο του άρθρου, λίγο το ότι καταχωρήθηκε στην ίδια εφημερίδα που άλλοτε φιλοξενούσε την αξέχαστη Μ. Θεοδοσοπούλου, λίγο το ότι αφορούσε σ΄ένα θεσμό με τον οποίο είχα μια μακρόχρονη συνάφεια (από το 1984), είπα να το κοιτάξω προσεκτικότερα. Ολοκληρώντάς το, σκέφθηκα κάπως μελαγχολικά ότι εκεί που φτάσαμε μόνο οι αναγνώστες οι ίδιοι, ως πολίτες- ακαπέλωτοι εννοώ- έχουν την έγνοια του ελέγχου του ελεγκτή. Γιατί ποιός άλλος από τον αναγνώστη ως πολίτη ενδιαφέρεται να ελέγξει τη δημοσιογραφία, τη σπανίως ελεγχόμενη και ακόμα σπανιότερα αυτοελεγχόμενη;
Από ετών η κ. Μ.Χ. έχει ως προτιμητέο θέμα του στόχου της τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας. Δεν ξέρω γιατί ετούτη η εμμονή∙ τι αναμορφωτικά οράματα την κατέχουν και θέλει να τα δει να παίρνουν σάρκα και οστά. Στο άρθρο της όμως αυτό οι στηλιτεύσεις της είναι άκρως επιλεκτικές, όπως θα δούμε πιο κάτω. Δεν στηλιτεύεται μόνο ο θεσμός των Βραβείων και οι αναμφίβολες δυσλειτουργίες του (οι οποίες πάντως μάλλον οφείλονται στην εκάστοτε εφαρμογή του διέποντος τα Βραβεία νόμου, στην επάρκεια των μελών των επιτροπών και λιγότερο στο γράμμα του ίδιου του νόμου)∙ στηλιτεύονται ακόμα υπόρρητα οι σχετικές πολιτικές που ασκήθηκαν γύρω από τον θεσμό, οι βραβεύσεις και οι μη βραβεύσεις, τουλάχιστον σε βάθος …πεντηκονταετίας,[1] ενώ από τη στηλίτευση γλιτώνουν μόνο ιθύνοντες, διοικήσεις και αποφάσεις της προηγούμενης πενταετίας !!! Με λίγα λόγια, οι δριμύτατες κατηγορίες της Μ.Χ. έχουν σχεδόν πάντοτε ένα συγκεκριμένο κομματικό πρόσημο… Το εξηγεί άλλωστε και η ίδια εν παρόδω, τιμώντας το πρόσημο που αναφέραμε, όταν αναφέρει ότι ήταν προ ετών, επί υπουργίας του κ. Αρ.Μπαλτά, μέλος της ad hoc Ομάδας Βιβλίου που ανέλαβε (και ευτυχώς δεν πρόλαβε!) να «ανατάξει» αυτόν τον έρημο θεσμό, αφού περίμενε εναγωνίως να ψηφιστεί ένας νέος νόμος, ο οποίος (προσοχή!) δεν θα αφορούσε στα «Βραβεία Λογοτεχνίας» (ας το κρατήσουμε αυτό) αλλά στα διαθεματικώς εν γένει «Βραβεία Βιβλίου»! Εκεί θα χωρούσαν τα πάντα. Ενώ, κατ΄ αναλογία και ισοτιμία θα εισέρχονταν στις επιτροπές δημοσιογράφοι, εκδότες, βιβλιοπώλες, κτλ. δίνοντας πλέον έναν επαγγελματικό χαρακτήρα στο όλο ζήτημα των βιβλίων.
Λυπάμαι που αρχίζω έτσι την επιστολή μου, αγαπητέ Αναγνώστη. Διότι η Μ.Χ. δεν είναι χθεσινή μαθητευόμενη. `Εχει επί χρόνια επαγγελματική και προσωπική σχέση με την παραγωγή και κίνηση του βιβλίου∙ μου φαίνεται όμως ότι το ιδεολογικό μένος που διαπνέει το άρθρο της (μένος που δεν τη διέκρινε προ δεκαετίας) δεν υπήρξε καλός οδηγός. Ο εμφανής φανατισμός την παρέσυρε σε ολισθήματα και σε επιπόλαια συμπεράσματα, ορισμένα από τα οποία νομίζω ότι προκλήθηκαν από την πίεση της στράτευσής της να υπηρετήσει μια ορισμένη παράταξη, ενώ άλλα από τα λάθη ελπίζω πως έγιναν από την βιασύνη της, ίσως και από τη μόνιμη στενοκεφαλιά που ενδημεί μεταξύ των δημοσιογράφων: ότι τα ξέρουν όλα!
Και πρώτα πρώτα, είναι δυνατόν μια έμπειρη δημοσιογράφος να αναφέρει ρητά στο άρθρο της ότι έτσι όπως «τα φανερώνουν τα Πρακτικά των Κρατικών Βραβείων», έγιναν γνωστά σ΄ εκείνη τα όσα είπαν και αποφάσισαν τα μέλη της επιτροπής που ολοκλήρωσε πολύ πρόσφατα τη θητεία της; Μα έχει η Μ.Χ. τη δυνατότητα πρόσβασης στα υποτίθεται επτασφράγιστα Πρακτικά, τα οποία για να δει κάποιος (και όχι ο καθένας, αλλά κάποιος που το βιβλίο του συζητήθηκε και έχει το δικαίωμα) χρειάζεται να κάνει αίτηση προς τη Διεύθυνση Γραμμάτων, ζητώντας να του δοθεί αντίγραφο των σημείων εκείνων όπου γίνεται αναφορά στο πρόσωπο και στο βιβλίο του; `Εχει να πει κάτι γι΄ αυτό η αρμόδια Διεύθυνση του ΥΠΠΟΑ; Διότι εδώ δύο τινα μπορούν να συμβαίνουν : ή η Μ.Χ. αοριστολογεί παραπειστικά ή (το χειρότερο) έχει δει τα Πρακτικά ή ένα μέρος τους, καθώς κάποιοι παρέκαμψαν τον σχετικό κανονισμό και έθεσαν υπ΄ όψη της τα επίμαχα σημεία, τα οποία αναφέρει στο άρθρο της! Και μάλιστα τα Πρακτικά όχι μόνο για το 2018, μα και για το 2017! Είναι θέμα λανθασμένης διατύπωσης; Είναι θέμα ανοιχτής δήλωσής της; `Οπως και να το πάρουμε είναι είναι ένα βαρύ λάθος. Γιατί, περίπτωση τέτοιας υπόνοιας για λαθραία πρόσκτηση των Πρακτικών ούτε καν επί δικτατορίας δεν είχαμε ακούσει!
Περνώ όμως τώρα στα ηπιότερης κλίμακας σφάλματα, αν και δεν τα θεωρώ αμελητέα για μια δημοσιογράφο πεπειραμένη. Θα αρκεστώ να σταθώ σε πέντε χαρακτηριστικές περιπτώσεις, ειδοποιώντας ότι δεν είναι μόνο αυτές-υπάρχουν κι άλλες:
Α) Σαρκάζει η Μ.Χ. ότι «δεν πήρε ποτέ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος ως το 1988 που δολοφονήθηκε» ο Κώστας Ταχτσής. Μα αν δεν κάνω λάθος (και δεν κάνω) ο Ταχτσής ένα μυθιστόρημα έβγαλε, Το τρίτο στεφάνι. Αλλά πότε; Το 1962, σε ιδιωτική έκδοση, από την οποία, όπως ο ίδιος έλεγε πουλήθηκαν μόνο δέκα (αρ.10) αντίτυπα![2] Υπάρχει νουνεχής άνθρωπος που να πιστεύει ότι ένα μυθιστόρημα που πούλησε δέκα αντίτυπα και δεν προσέχτηκε στο ελάχιστο από κριτικούς και αναγνώστες στον καιρό του,[3] ήταν δυνατό να βραβευτεί το 1962; Το ίδιο μυθιστόρημα απογειώθηκε κυκλοφοριακά μια δεκαετία αργότερα, στην έκδοση του Ερμή (1972), αλλά, πέραν του ότι βρισκόμασταν πια στα χρόνια της χούντας, ήταν αδύνατο να βραβευτεί, βάσει του νόμου, επανέκδοση βιβλίου!
Β) Μέμφεται η Μ.Χ. την αντικατάσταση του κ. Κωνσταντίνου Τσουκαλά από την παρούσα κυβέρνηση στη θέση του προέδρου του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού. Συμφωνώ εκθύμως ότι το έργο του κ.Τσουκαλά είναι κατά πολύ σημαντικότερο εκείνου του αντικαταστάτη του, κ.Ν.Κούκη. Ρωτώ όμως συνάμα: η θέση του προέδρου του Ε.Ι.Π. είναι τιμητική θέση όπου ο επιλεγμένος πηγαίνει να ξεκουραστεί, απολαμβάνοντας τιμές και προσκλήσεις, ή (πρέπει να) είναι μια θέση καίριας σημασίας και ο όποιος διορισμένος πρέπει να έχει ως βασικό στόχο του τη δραστηριοποίηση ενός από ετών αδρανούς και παροπλισμένου ιδρύματος; Και ας πάω λίγο πιο πέρα: τι σημαντικό έκανε ο κ. Τσουκαλάς στα χρόνια της θητείας του ώστε να μην είναι το εν λόγω `Ιδρυμα ανύπαρκτο;
Γ) Αναφέρει με έμφαση η Μ.Χ. ότι η απελθούσα επιτροπή των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας, «συγκροτημένη επί κυβερνήσεως αριστεράς», «δούλεψε σκληρά και συστηματικά, για να καλύψει τις τεράστιες καθυστερήσεις των προηγουμένων επιτροπών». Μπα! Από πού πήρε αυτή την πληροφορία; Μήπως μέσα στον ροβεσπιερικό της ζήλο να βγάλει όλους τους άλλους άχρηστους, εκτός από τους ημέτερους, καταλογίζει σε λάθος πλευρά τις καθυστερήσεις; Βεβαίως, η απελθούσα επιτροπή «δούλεψε σκληρά» (όσο τουλάχιστον και οι προγενέστερες), οι καθυστερήσεις όμως δεν οφείλονταν, όπως θεωρεί η δημοσιογράφος, στις επιτροπές, αλλά στις συχνές κυβερνητικές αλλαγές των τελευταίων ετών, στις ακόμα συχνότερες αλλαγές υπουργών και στην παρεπόμενη αδράνεια και αμηχανία της διοίκησης! Λυπάμαι που το λέω, αλλά δεν νομίζω ότι επέσπευσαν τις διαδικασίες ενεργοποίησης και σχηματισμού των επιτροπών οι υπουργοποιήσεις της αριστεράς και δεν βοήθησαν προς αυτή την κατεύθυνση ούτε ο κ. Μπαλτάς ούτε η κ.Κονιόρδου!
Δ) Θα ήθελα παρομοίως να πω (αν και φοβάμαι ότι στο άρθρο της Μ.Χ. όλα είναι προαποφασισμένα) ότι ως προς το ζήτημα του βραβείου πρωτοεμφανιζομένων στην ποίηση και στην πεζογραφία, ότι ως πρόεδρος της επιτροπής επί σχεδόν πενταετία, εννοείται μεταφέροντας τη γνώμη όλων των μελών της, είχα επίσης ενημερώσει τον κ.Μπαλτά και την κ.Κονιόρδου ότι χρειάζεται να γίνει τροποποίηση του υπάρχοντος νόμου και να ανεβεί το όριο ηλικίας. Σε καμία από τις προτάσεις δεν δόθηκε σημασία. Συνεπώς, το θέμα είναι «διαχρονικό» και διακομματικό και όχι συγκαιρινό, όπως υποστηρίζει η Μ.Χ. Ο συναγερμός που «είχε έγκαιρα σημάνει» από την τελευταία χρονικά επιτροπή ήταν συναγερμός διαρκείας! Απλώς, οι εκάστοτε υπουργοί (και ανάμεσα σ΄ αυτούς οι υπουργοί της «αγίας πενταετίας» της αριστεράς, κατά την Μ.Χ.) ή αδιαφορούσαν ή παρέπεμπαν το θέμα στους εισηγητές που αντιμετώπιζαν ως μπελά την μικρή τροποποίηση του σχετικού νόμου. Και αν δεχτούμε, όπως υποστηρίζει η δημοσιογράφος, ότι από την κ. Μενδώνη «έλειπε[…] η πολιτική βούληση» για τομές σημαντικότερες, μήπως- για να ξέρουμε τι λέμε- η πολιτική βούληση περίσσεψε στους προηγούμενους υπουργούς, στον κ.Μπαλτά, στην κ. Κονιόρδου και στην κ. Ζορμπά ;
Ε) Και φθάνουμε στο πέμπτο και αδιανόητο σφάλμα της Μ.Χ. Επινόησε έναν αβράβευτο ως το 2002 Μανόλη Αναγνωστάκη, ο οποίος πήρε τότε το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων ως «παράσημο αποστρατείας»! Σχεδόν κυνηγημένος δηλαδή από τις κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης! Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Και μήπως δεν είναι έτσι λόγω του ιδεολογικού αστιγματισμού; Γράφει επί λέξει η Μ.Χ.: «Είναι χαρακτηριστικό το πως φανέρωσαν την ατολμία τους [τα Κρατικά Βραβεία] το 2001, όταν ο ναός του συντηρητισμού, η Ακαδημία Αθηνών, απένειμε το σημαντικό βραβείο Ουράνη στον αριστερό Μανόλη Αναγνωστάκη. Οπότε ακολούθησαν καταϊδρωμένα και τα Κρατικά, απονέμοντας το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων το 2002, αλλά αποδυναμωμένο, ως τιμητικό παράσημο αποστρατείας. Στα 82 του. Δέκα χρόνια μετά από το ΥΓ.» Εδώ αντί να ψέξω για την παραποίηση, αγανακτώ! Και πώς αλλιώς, αφού έτυχε να συμμετέχω στην επιτροπή που το 1986 έδωσε το Βραβείο Ποίησης στον Αναγνωστάκη! Γεγονός που δεν είναι πια και τόσο μακρινό, για να θεωρήσω ότι το λάθος δεν οφείλεται σε κατά συρροήν ιδεολογικές εμμονές.
Και για να κλείσουμε επιτέλους, αγαπητέ Αναγνώστη, στο σημείο αυτό. Διαβάζοντας το άρθρο της Μικέλας Χαρτουλάρη τι απ΄όλα φτάνουμε να φοβόμαστε; Τα Κρατικά Βραβεία και τις όποιες αδυναμίες τους ή τη δημοσιογραφία που όντας στην υπηρεσία της μικροπολιτικής σκοπιμότητας παραποιεί ενσυνείδητα;
Σημειώσεις
[1] Από το 1956, αρχίζει το σχετικό καταγγελτήριο. Αν και ο θεσμός, όπως είναι πλέον γνωστό, ρυθμίστηκε νομοθετικά και άρχισε να λειτουργεί από το 1938!
[2] Κατά δήλωσή του στον Κ.Γ.Παπαγεωργίου. Βλ. σχ. «Κώστας Ταχτσής», Η μεταπολεμική πεζογραφία. Ζ΄ Εκδόσεις Σοκόλης, Αθήνα 1988, σσ.252
[3] Το μόνο κριτικό κείμενο που δημοσιεύτηκε για την πρώτη έκδοση του Τρίτου Στεφανιού, ήταν της φίλης του Κ.Ταχτσή, Καίης Τσιτσέλη, στο περιοδικό Ο Ταχυδρόμος, τον Απρίλιο του 1963.