Για ποιο πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για σύγχρονη ποίηση και την κριτική (της); (της Βαρβάρας Ρούσσου)

0
1159

της Βαρβάρας Ρούσσου

 

Σε προηγούμενο κείμενο και πάλι στον Aναγνώστη[1] είχα θέσει ζητήματα σχετικά με τη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Σήμερα, επανέρχομαι σε αυτά με περισσότερο κωδικοποιημένο τρόπο έχοντας συνείδηση του ότι αυτά που υποστηρίζω αποτελούν συμπύκνωση κατατεθειμένων ήδη θέσεων -άλλων και δικών μου- και κυρίως θέτοντας τη βάση μιας ανοιχτής συζήτησης για τη σύγχρονη ελληνική ποίηση.

Καταγράφω λοιπόν σημεία που μπορούν να εκληφθούν ως γνωρίσματα της σύγχρονης ποίησης και ταυτόχρονα κριτήρια θεώρησής της. Όσα γράφονται εδώ και όσα παραλείπονται αποτελούν πιστεύω το έναυσμα των συζητήσεων.

  1. Αποδοχή της πολλαπλότητας/ποικιλότητας/ριζωματικότητας. Όσο ίδιες παραμένουν οι αιώνιες θεματικές της τέχνης τόσο τα διαφορετικά ερεθίσματα από τις νέες πολιτικοκοινωνικές συνθήκες οδηγούν νομοτελειακά σε νέους πυρήνες φέροντας στο προσκήνιο θεματολογίες θεωρούμενες έως πρόσφατα περιφερειακές ή περιθωριακές και αποσιωπημένες (φύλο[2], επισημαίνοντας το gender gap, περιθωριοποίηση των γυναικών και βία εναντίον τους[3], σεξουαλικότητα/ες, ρευστές ταυτότητες, intersectionality, decolonisation, νέες μορφές καταπίεσης/περιθωριοποίησης αλλά και αλληλεγγύης, αγάπη ως πολιτική έννοια/πράξη κλπ). Σε αρκετές περιπτώσεις ο έντονα πολιτικός και συχνά ταξικός χαρακτήρας φαίνεται επιθετική αντίδραση που εδράζεται στη σύγχρονη ελληνική/ευρωπαϊκή πραγματικότητα διαμορφώνοντας μια περιστασιακή ποίηση που ωστόσο επιδιώκει να εγγράψει το συγχρονικό στη διαχρονία. Ωστόσο μιλώντας για νέες θεματικές και για ανανεωμένες οπτικές των παλαιότερων ή για νέους τρόπους της ποίησης οφείλουμε να εξετάσουμε το ποσοστό παρουσίας τους και να ανιχνεύσουμε το καινούργιο που αναδύεται.
  2. Ο τρόπος διαχείρισης του πολιτισμικού παρελθόντος. Η απόλυτη κυριαρχία του μοντερνισμού (και των εκπροσώπων του), που θεωρήθηκε ότι οδήγησε την ποίηση και το γλωσσικό εργαλείο στα έσχατα όριά τους κλείνοντας κάθε δυνατότητα υπέρβασης, αμφισβητείται θεωρητικά και έμπρακτα: αποστασιοποίηση, απομυθοποίηση, ειρωνική διάθεση έναντι του μοντερνιστικού παραδείγματος και της οργανικότητας ως εγγενούς στοιχείου της ποίησης, διάρρηξη με τις ιδέες περί αισθητικά υψηλού. Η βαθιά αυτή αντίθεση θεμελιώνεται αφενός στη στέρεη γνώση του παρελθόντος αφετέρου στη συστηματικά θεωρητικά υποστηριγμένη κριτική του που μπορεί να στοχεύει στην επανοικειοποίησή του ή την υπέρβασή του και πάντως στην αντίθεση με τα αισθητικά κριτήρια που επέβαλε. Έχει υπογραμμιστεί η ιδιαίτερη επαφή των νέων ποιητ(ρι)ών με το ελληνικό και το παγκόσμιο ποιητικό παρελθόν, γεγονός που παρέχει τα εργαλεία της αυστηρής επανεκτίμησης ή απόρριψής του. Ο ανανεωμένος κώδικας της ποίησης βασισμένος στην πλήρη διάρρηξη της διαχωριστικής γραμμής λόγιου-υψηλού-λυρικού με το καθημερινό-«λαϊκό»-αγοραίο-«χαμηλό» αναδεικνύοντας περισσότερο τη γλώσσα ως σύμβαση προβάλλει εμφατικά τη διαφορά με μια μάλλον εξιδανικευμένη και πάντως κυρίαρχη παλαιότερη αίσθηση της ποίησης.
  3. Ο τρόπος διαχείρισης του ιστορικού παρελθόντος. Η ποίηση λειτουργεί ως φακός που προσεγγίζει αποτιμώντας κριτικά το ελληνικό και παγκόσμιο ιστορικό παρελθόν και τις εγγραφές και εκβολές του στο σήμερα στη βάση (νέων) ιδεολογικών τάσεων και θεωρητικών προτάσεων παράγοντας έτσι, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, μια νέου είδους κριτική σε σχέση με εκείνην που ασκήθηκε στο παρελθόν. Η μεταποικιοκρατία, η παγκοσμιοποιημένη Αυτοκρατορία και οι εναλλακτικές της διαφορετικότητας συνυπάρχουν με τη ματαίωση του ουτοπιστικού αριστερού οράματος, την κριτική στην αριστερή αποτυχία. Το γενικόλογα ουμανιστικό και το αόριστο και ισοπεδωτικό οικουμενικό υποχωρούν αναζητώντας την ανάδειξη των ιδιαιτεροτήτων του τοπικού και της διαφορετικότητας που μπορεί να αναδειχτεί σε πιο κρίσιμα ανθρώπινο από το «περιεκτικό» οικουμενικό/ουμανιστικό. Ωστόσο η χρονική απόσταση για τις/τους πολύ νεότερες/ους από την κατάλυση του επαναστατικού οράματος λειαίνει τη ματαίωση και απομακρύνει την αίσθηση της ήττας διεγείροντας μια νέου είδους επαναστατική ορμή που λειτουργεί ανανεωτικά.
  4. Οι έννοιες που ο πεζογράφος Χρήστος Χρυσόπουλος ανέλυσε ως στοιχεία της επιτελεστικής λογοτεχνίας: [4] . 4α επείγουσα αίσθηση επίκαιρου που μπορεί να δίνει μαχητικό χαρακτήρα στα ποιήματα «ξεβολεύοντας». Η αίσθηση κοινωνικότητας-συνάφειας: η ποίηση όχι ως αποτέλεσμα εσωτερικής αναγκαιότητας του δημιουργού που προσφέρει τον εαυτό του μιλώντας για ό,τι αφορά τον εαυτό του αλλά μιλώντας για ό,τι αφορά τον κόσμο, πέρα από την υποκειμενική «αναγκαιότητα της έκφρασης του ποιητή. Η ποίηση ως λόγος-γέφυρα που επιχειρεί τη σύνδεση με το κοινό.
  5. Ο αντί-ελιτισμός[5] με την πίστη ότι η ποίηση δεν αφορά τους λίγους μυημένους, δεν εκκινεί και επιστρέφει στην αυτοέκφραση του ποιητή (και της ποιήτριας;) δε συνιστά τη θεϊκά εμφορούμενη δραστηριότητα με την επιφοίτηση ανώτερων μεταφυσικών δυνάμεων που μεταφέρονται στον ποιητή (και στην ποιήτρια εξίσου;). Ο αντι-ελιτισμός συνδέεται με την αίσθηση κοινωνικότητας-συνάφειας και με την επιτελεστικότητα. Η ποίηση δεν περιβάλλεται από νεφελώδεις αοριστίες ως μαγική και θεόπνευστη αλλά είναι λειτουργική στην πράξη καθώς δρα και αλληλεπιδρά όχι (ή όχι μόνο) στο πλαίσιο της προσωπικής αναγνωστικής εμπειρίας ή της οργανωμένης στατικής δημόσιας ανάγνωσης, αλλά με σημείο αιχμής το πώς θα εξακολουθεί να λειτουργεί μετά τη γραφή και ιδίως μετά την ανάγνωση και πώς αποκτά δημόσια ορατότητα στην κοινότητα. Σε αυτό το πλαίσιο δρουν οι (σωματικές/ενσώματες) επιτελέσεις της ποίησης (π.χ. Αμανατίδης). Με αυτό το σκεπτικό εμφανίζεται η δράση ομάδων που στοχεύουν στη δραστικότητα της ποίησης, στην ανοιχτότητά της και στην αμεσότητα επικοινωνίας. Επιπλέον, τελευταία ο αντι-ιεραρχικός χαρακτήρας, κυρίως του νεανικού ποιητικού λόγου, είναι έκδηλος με μη θεσμικά οργανωμένες εκδηλώσεις που επιδιώκουν να δώσουν φωνή σε νέες/ους που δεν έχουν εκδώσει: διαδικτυακά περιοδικά με ανοιχτότητα, σελίδες ποίησης, καλλιτεχνικές δράσεις λειτουργούν προς αυτή την κατεύθυνση.
  6. Η διαλογικότητα η σχέση δηλαδή με τους τρόπους, τις γλωσσικές εκδοχές άλλων τεχνών όσο και με άλλους λόγους -φιλοσοφία, κοινωνιολογία ανθρωπολογία ψυχολογία- τεχνολογία και επιστήμες.
  7. Τα παραπάνω δε σκιαγραφούν συνολικά τη σύγχρονη ποίηση και δεν αποκλείουν άλλα ριζώματα όπως: η προσωπική και ίσως κρυπτική, εξομολογητική ή και όχι, συχνά λυρική στους τρόπους, που πολλές φορές αδυνατεί να απαγκιστρωθεί από το ιδιωτικό ή και όταν το κάνει δικαιώνει τη θέση της αποστασιοποίησης από το πραγματικό. Η παρουσία της επισημαίνει τις βαθμίδες απόστασης της ποίησης από το πραγματικό/κοινωνικό που μπορεί να φτάσει έως το άχρονο/ανιστορικό. Ωστόσο, είναι δύσκολο να μην κριθεί αρνητικά ο βαθμός αποστασιοποίησης από τον κόσμο και καταβύθισης στον εαυτό ως απόλυτο μέτρο και ως μεταφυσική πηγή νοήματος. Εντούτοις, το ριζωματικό στοιχείο της σύγχρονης ποίησης παράγει ένα πεδίο όπου η διαλεκτική ή συγκρουσιακή σχέση ειδών και υποειδών δεν καταλήγει αναγκαστικά σε σύνθεση, δεν ομαδοποιεί ονόματα, αλλά φορτίζει περισσότερο τις διαφορές και προσδίδει πολυδυναμικότητα, ένα διαρκώς εναλλασσόμενο τοπίο που χαρτογραφείται δύσκολα μέσω κλειστών συστηματικών ολικευτικών σχημάτων.
  8. Στη βάση των παραπάνω μπορεί εύλογα να τεθεί το ερώτημα της αισθητικής προτεραιότητας, το ζήτημα των θεωρούμενων αμετακίνητων αισθητικών κριτηρίων και εκείνων που ορίζουν συχνά ασαφώς την «καλή» ποίηση, την «ποιητικότητα», τη «λογοτεχνικότητα», δηλαδή κριτήρια συμπερίληψης και αποκλεισμού. Εάν η έννοια συμπερίληψη είναι κατανοητή το ερώτημα είναι από πού αποκλείεται εκείνο το μέρος της ποιητικής παραγωγής που δεν πληροί τα κάθε φορά απαιτούμενα κριτήρια; Τα γενικόλογα αισθητικά κριτήρια ίσως θα μπορούσαν να τεθούν στο πλαίσιο του τι κάνει η ποίηση (δραστικότητα και λειτουργικότητα) και πώς το κάνει (τρόποι) και γιατί και πότε (η ανάγνωση και οι επεκτάσεις της) ακόμη κι αν πρόκειται για ποίηση που κινείται στο χώρο του ιδιωτικού. Το ερώτημα δεν είναι τα υποείδη: υπερβατική, μεταφυσική αυτοαναφορική η λυρική ποίηση αφού η στεγανή διάκρισή τους συχνά αποδεικνύεται ανεδαφική απόπειρα, αλλά ο βαθμός δραστικότητάς τους.
  9. Απομάκρυνση από απόπειρες στεγανής κατάταξης και ετικετοποίησης της σύγχρονης ποίησης. Παρά τη γενικότερη συμφωνία για το «θάνατο» της έννοιας «γενιά» παρατηρείται η συχνή φασματική παρουσία της σε επιστημονικά και κριτικά κείμενα. Περισσότερο ή λιγότερο τυπικές ή βασισμένες σε θεωρητικά πλαίσια κατατάξεις, παλαιότερες και σύγχρονες, ή/και θεωρητικά τεκμηριωμένες, όπως εκείνη της «αριστερής μελαγχολίας»[6] που ταυτίζεται με την post-crisis  ποίηση ή η ποίηση της συναίνεσης[7] ή κατά τη δική μου άποψη ποιητικά ριζώματα των μετα-κρίσεων με αντίρροπες συχνά τάσεις, μπορούν να καταστήσουν περιττή την έννοια της γενιάς. Μπορούν να γίνουν αποδεκτές, να απορριφθούν ή και να (αυτό)αναιρεθούν επισημαίνοντας διαρκώς την αδυναμία μιας και μόνης υπαγωγής σε ένα κυρίαρχο μοντέλο.    Ομοίως οι αναφορές σε γραμματολογικά σχήματα λειτουργούν δεσμευτικά παραπέμποντας στην παρωχημένη ορολογία «σχολή». (Μια πρώτη απόπειρα διαφοροποίησης της χαρτογράφησης αν και όχι προσανατολισμένη στη σύγχρονη ποίηση αλλά ικανό παράδειγμα βλ. Αγγέλα Γιώτη Μεταπολεμικές δοκιμές πολιτικού λυρισμού).

Οι όλως ιδιαίτερες συνθήκες που κινητοποιούν τη σύγχρονη ποιητική παραγωγή επιβάλλουν έναν διαφορετικό κριτικό λόγο. Κατά συνέπεια τίθεται το ζήτημα της   των  κριτηρίων αποτίμησης.  Ο  κριτικός ανάμεσα στη γνώση και επαφή με το λογοτεχνικό παρελθόν και την ενεργή ένταξη στο παρόν σχεδόν διχάζεται όταν οφείλει να εκτιμήσει νέα ρεύματα και νέους τρόπους και να σταθμίσει την αλλαγή ορίζοντα προσδοκιών. Η κριτική βάλλεται διαρκώς, συχνά ως αίτια ή συνυπαίτια για τα δεινά της σύγχρονης ποίησης (μη αναγνωσιμότητα, τεράστια ετήσια παραγωγή κ.ά) και πολύπλευρα άλλοτε ως περιορισμένη στην εξύμνηση των έργων, χωρίς διακρίσεις, άρα δοτή/εγκάθετη άλλοτε άτολμη/περιγραφική/αβαθής. Σε κάθε περίπτωση η στάση του κριτικού ανάμεσα στη γνώση της παρελθοντικής ποιητικής παραγωγής και την ενεργή σχέση του με την παροντική αποδεικνύεται μάχη για τη διεύρυνση των κριτηρίων του και την επανιεράρχηση, επαγρύπνηση για τους νεωτερισμούς (ανάγκη για ανοιχτότητα), προβληματισμός για τους αποκλεισμούς, συσχετισμός παλαιού-νέου (και προσδιορισμός του νέου). Συνεπώς, το ζήτημα μετατοπίζεται στα είδη και τη διαφάνεια/σαφήνεια ή διεύρυνση/ανανέωση ή αντικατάσταση των κριτηρίων.

Η απαρίθμηση χαρακτηριστικών και κριτηρίων και η ανάλυσή τους δεν εξαντλείται στα λίγα και κατ’ ανάγκη συμπυκνωμένα παραπάνω ενώ κατά τη διάρκεια σύνθεσής τους νέα στοιχεία έβγαιναν στην επιφάνεια και θα μπορούσαν να οδηγήσουν μακριά τη συζήτηση που προσδοκούμε να ανοίξει.

 

 

[1] https://www.oanagnostis.gr/to-derma-tis-pezografias-synomilei-me-tin-poiisi-tis-varvaras-royssoy/

[2]Βλ. στον Αναγνώστη https://www.oanagnostis.gr/to-fylo-sto-epikentro-protes-skepseis-tis-varvaras-royssoy/ . Επίσης: «Τα πλέον τολμηρά ξεσπάσματα ποιητικού λόγου, τα πλέον συγκρουσιακά αισθάνομαι πως αφορούν ταυτοτικά αιτήματα και ζητήματα φύλου». Κωνσταντίνα Κορρυβάντη, «Η ποίηση της συναίνεσης και η μεταπολιτική συνθήκη διακόσια χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση», Ποιητική 27, σ. 79-86

[3] Βλ. Βάγια Κάλφα https://thraca.gr/2022/05/%ce%ba%ce%b1%ce%ba%ce%bf%ce%b3%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%b1-%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%af%ce%b1-%ce%ae-%ce%ba%ce%b1%ce%ba%ce%bf%ce%b3%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%bc%ce%b5%ce%bd%ce%b5%cf%82.html και τη συνέντευξη της Παυλίνας Μάρβιν   https://ampa.lifo.gr/femart/paylina-marvin-kapote-aporoysa-giati-chreiazomaste-ton-feminismo-tora-xero/?fbclid=IwAR336hLezpi5XUz-TP_IYQ9QHYACUeB8owMMJmYrED1z_qevBjajgAD-zU4 αλλά και άλλα κείμενα

[4] Δανείζομαι τους όρους από τον συγγραφέα Χρήστο Χρυσόπουλο που ξεκίνησε μια μακρά σειρά άρθρων περί επιτελεστικότητας στη Νέα Εστία το 2010 και κατόπιν αποτέλεσαν το βιβλίο του Ο δανεισμένος λόγος. Δοκίμιο για την επιτελεστικότητα της λογοτεχνίας επίμετρο Σοφία Ιακωβίδου εκδ. οκτώ Αθήνα 2016. Ο Χρυσόπουλος αναλύει συστηματικά το περιεχόμενο των όρων και το τι σημαίνει επιτελεστική λογοτεχνία και σε ορισμένα από τα κεφάλαια του βιβλίου στηρίζομαι περισσότερο. Βέβαια εδώ δεν αναλύω τους όρους και το πώς προσαρμόζονται στην ποίηση για λόγους οικονομίας απλώς τους αναφέρω προτρέποντας για την ανάγνωση των θέσεων του Χρυσόπουλου.

[5] Ο όρος από ανάρτηση της Πατρίτσιας Κολαΐτη στο fb που επισημαίνει αυτήν ακριβώς τη στάση της γενιάς των νεότερων να επικοινωνήσουν άμεσα την ποίηση.

[6] Έχω την αίσθηση, παρότι αποδέχομαι τις θεωρητικές βάσεις της «αριστερής μελαγχολίας» και τον τρόπο που την εισάγει ο Βασίλης Λαμπρόπουλος ότι εκκρεμεί ακόμη η απόδειξη για το εάν η «αριστερή μελαγχολία» αποτελεί «μείζονα τάση» (και πάντως όχι γραμματολογική υποδιαίρεση) στην ποίηση από το 2000 και εξής και πάντως πρόκειται για τάση που συνυπήρξε με άλλες ενώ το πόσο εξακολουθεί και προς ποια κατεύθυνση να χαρακτηρίζει μέρος της σύγχρονης ποίησης είναι ένα ακόμη ερώτημα.

[7] Βλ. Κωνσταντίνα Κορρυβάντη, ό.π.

Προηγούμενο άρθροΣιωπή και υπερηφάνεια (της Πατρίσιας Μπόνου)
Επόμενο άρθροΑντιήρωες (του Παναγιώτη Μηλιώτη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ