Για έναν δημοκρατικό διχασμό ανάμεσά μας (του Γιάννη Μπαλαμπανίδη)

0
644

 

του Γιάννη Μπαλαμπανίδη  (*) 

 

 

Η ποίηση του Ορφέα Απέργη έχει ανοίγματα, προσβάσεις, πολλαπλά σημεία εισόδου που σου επιτρέπουν να την εξερευνήσεις και να την απολαύσεις. Για μένα, καθ’ ύλην αναρμόδιο περί τα ποιητικά, το σημείο εισόδου ήταν η πολιτική και η ιστορία.

Και μπαίνοντας μέσα στη Γλώσσα τους από αυτή την πύλη, σκέφτηκα ότι τα ποιήματα αυτά ανήκουν κατά κάποιον τρόπο στην ποίηση (της γενιάς) της κρίσης – σκέψη μπανάλ και διόλου πρωτότυπη, θα πει κανείς. Γράφτηκαν κάπου στα τελευταία χρόνια, και ο Απέργης είναι ένας από τους συνομηλίκους που η κρίση τούς πέτυχε στην πιο παραγωγική ηλικία. Ταυτόχρονα όμως, ανήκουν εκεί με τρόπο έκκεντρο, σαν ένα λοξό σχόλιο σε ό,τι μας συνέβη. Χωρίς ευθείες πολιτικές ή κοινωνικές αναφορές, αλλά με ιστορικό βάθος που προσπαθεί κάτι να πει επί όλων αυτών.

Έχει ειπωθεί από πολλούς ειδικότερους από εμένα: η ποιητική γενιά του 1980-1990 ήταν η γενιά του «ιδιωτικού οράματος», της απομάγευσης από τη μεγάλη πολιτική, τις μεγάλες αφηγήσεις, τις ιδεολογίες – μια ποιητική παραγωγή που παρακολουθούσε το γύρισμα από αυτό που ονομάστηκε «υπερπολιτικοποίηση» της Μεταπολίτευσης στην ειρήνευση των πολιτικών παθών, τη μεταβολή στάσεων και νοοτροπιών από το συλλογικό στην εξατομίκευση.

Με την κρίση, τα μεγάλα ζητήματα ξανατέθηκαν στο τραπέζι. Φτιάχτηκαν νέες συλλογικές ταυτότητες, με άλλα υλικά, με παράδοξες οσμώσεις και ενίοτε με εκατέρωθεν φανατισμό. Η νέα ποιητική γενιά προσπάθησε να ξαναμπεί ευθέως στο παιχνίδι. Η «ποίηση της κρίσης» συγκροτήθηκε σε σώμα, μάλιστα έγινε εξαγώγιμη, ένα διεθνώς εμπορεύσιμο αγαθό θα έλεγαν οι οικονομολόγοι. Η γενιά του 2000, πιο κοσμοπολίτικη, έδωσε ορισμένες δίγλωσσες ανθολογήσεις της: Το Crisis: Greek Poets on the Crisis το 2014 σε επιμέλεια του Ντίνου Σιώτη, το Futures: Poetry of the Greek Crisis, σε επιμέλεια του Θοδωρή Χιώτη το 2015, τo Austerity Measures: The New Greek Poetry, που επιμελήθηκε η ελληνίστρια Karen van Dyck το 2016.

Από τους τίτλους και μόνο καταλαβαίνει κανείς ότι αυτοσυστήνεται μια ποίηση της κρίσης (όπου η τόλμη του πειραματισμού συνυπάρχει με κάποιες ευκολίες – τη διαφημιστική ατάκα του Βαρουφάκη στο εξώφυλλο του Austerity Measures ή τον Άτλαντα να φέρει στους ώμους ένα μηδενικής αξίας νόμισμα του ευρώ στο εξώφυλλο του Futures). Σίγουρα όμως μια νέα ποιητική ευαισθησία που δεν συγκινείται από τους μύθους, που επερωτά την ελληνικότητα και δεν διστάζει να εμπλακεί στο κοινωνικό: ποιητές διαβάζουν ποιήματα στις πλατείες, κάνουν performance, ποστάρουν στα σόσιαλ μίντια.

Η Γλώσσα τους τοποθετείται εντός εκτός και επί ταυτά. Έχει τη μέριμνα της εμπλοκής, αλλά κρατώντας μια απόσταση. Επιλέγει να είναι ένα σχόλιο στους διχασμούς μας, στις σκληρές πολώσεις με τις οποίες μας εξοικείωσε η ελληνική δεκαετία της κρίσης, στη διάρκεια της οποίας έμοιαζε να διαμορφώνονται τρόποι σκέψης που δεν άφηναν τον αναγκαίο δημοκρατικό χώρο αναγνώρισης του αντιπάλου, ταυτίζοντάς τον με το απόλυτο πολιτικό κακό – αρκεί να θυμηθούμε τις στρατοπεδικές αντιπαραθέσεις μνημονιακών και αντιμνημονιακών, ευρωμεταρρυθμιστών και εθνολαϊκιστών, εθνομηδενιστών και μη.

Από την άλλη, ξέρουμε από τη Χάνα Άρεντ ότι η πολιτική γεννιέται μέσα στην πολλαπλότητα και τη σύγκρουση, οι διαιρέσεις είναι αναπόσπαστο στοιχείο της. Αυτό που καθορίζει τον χαρακτήρα των κοινωνιών είναι όχι εάν διχάζονται αλλά ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζονται τους διχασμούς τους. Μια κοινωνία ομοιογενής είναι το αντι-πολιτικό όνειρο που ονειρεύτηκαν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, οι κήρυκες του τέλους της ιστορίας ή μιας απέραντης μεσαίας τάξης μες στην οποία λιώνουν και χωνεύονται τα πάντα. Ο Απέργης δεν ανήκει σε αυτούς. Αποδέχεται και προσπαθεί να κατανοήσει το τραύμα, να το αφηγηθεί («η πληγή αφηγείται» λέει), για να του δώσει μια διέξοδο.

Βουτάει στην ιστορία για να ξανασκεφτεί πάνω στους διχασμούς μας, αναζητώντας τους όρους και του δικού του ανήκειν. Στην πραγματική ιστορία, εκεί όπου «παίζει κρυφτό το αίμα». Όχι η ιστορία της διδακτέας ύλης («Ατέλειωτες ώρες μάθημα / και η ιστορικού βαρετή»), αλλά η «Ιστορία σαν γλώσσα», εκεί όπου συναντάς τους προγόνους, όλους ανεξαιρέτως: «λογιώ λογιώ παππούδες / προδότες, εαμοβούγαρους, κομμουνιστοφάγους, ευθυνόφοβους, δωσιλογικούς παππούληδες».

Εκεί μπλέκει ο ελληνικός εμφύλιος με τη σφαγή του Κατύν, τη μαζική εκτέλεση πολωνών αξιωματικών από τη σοβιετική NKVD το 1940, πρώην έγκλειστων στα στρατόπεδα Κοζέλσκ, Οστασκόφ, Σταρομπέλσκ. Ο «ρώσος παππούλης» που αφηγείται υπήρξε επικεφαλής των σταλινικών διώξεων που «αφορούν πληθυσμούς / άρα δεν αποτελούν τραγωδία / αλλά στατιστική» (υπενθυμίζοντας τη διαβόητη ρήση του Στάλιν). Και λέει: «Ξέχασέ τα αυτά που κάνανε τότε / Κοζέλσκ, Οστασκόφ, Σταρομπέλσκ / κραυγάζει η ιστορία / ξέχασέ τα αυτά που κάναμε τότε». Ο θύτης και το θύμα είναι μια εναλλασσόμενη ταυτότητα («κάνανε» – «κάναμε»), ενδεχομενική μέσα στο χάος της ιστορίας. Αλλά να τα ξεχάσουμε όμως; Και άντε το Κατύν. Τα καθ’ ημάς; Τις δικές μας σφαγές που εκκρεμούν μεταξύ ιστορίας και στατιστικής;

Το Κατύν μπλέκεται με τις εμφύλιες συγκρούσεις στην Κρήτη. Από τη μία ο «μαστροτραμπούκος και χαλαστής» Μανώλης Μπαντουβάς, που βγήκε στην Αντίσταση από μια προδομένη αγάπη, προερχόμενος από βενιζελική οικογένεια –να εδώ το ίχνος του προηγούμενου, μεσοπολεμικού διχασμού– συνέστησε την Εθνικοαπελευθερωτική Οργάνωση Κρήτης, η οποία είχε επαφή με το ΕΑΜ αλλά το 1944 τάχθηκε με την κυβέρνηση Παπανδρέου και διαλύθηκε το 1945. Έκτοτε, ο Μπαντουβάς οργανώνει ομάδα παρακρατικών, οι «Μπαντουβάδες» δρουν στη σκιά της χωροφυλακής και του στρατού και οι στάβλοι της οικογένειας στο Ηράκλειο γίνονται τόπος βασανισμού των αντιπάλων.

Από την άλλη ο Γιάννης Ποδιάς, που το 1941 είχαν σκοτώσει τους γονείς του οι ναζί καθ’ υπόδειξη του δωσίλογου Μανουσάκη. Ιδρυτικό στέλεχος του ΕΛΑΣ, στις 11 Οκτωβρίου 1944 μπαίνει στο απελευθερωμένο από τον ΕΛΑΣ Ηράκλειο, επικεφαλής του 43ου συντάγματος. Τον Απρίλιο του 1947 ανεβαίνει στα βουνά του Λασιθίου, τον Ιούνιο σκοτώνεται και οι παρακρατικοί του Μπαντουβά καρφώνουν σε έναν πάσσαλο το κομμένο κεφάλι του και το περιφέρουν στα χωριά.

Η μεγάλη και η μικρή ιστορία, το συλλογικό και το προσωπικό, η ιδεολογία και τα εγκλήματα διά λόγους τιμής, το αίμα προς όλες τις κατευθύνσεις, ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά: «αριστεροί εαμοβούλγαροι σταλινικοί εβραίοι πολωνοί αντάμα, εκκρεμείς νεκροί, συνειδητή τυρρανία του σώματος της ιστορίας».

Ο Απέργης επιστρέφει σε όλα αυτά· για να θυμηθεί ή για να ξεχάσει; Στην πραγματικότητα, για να μας πει ότι η ιστορία είναι ένα δράμα χωρίς λύση, χωρίς οριστική κάθαρση («Η Ιστορία δεν είναι ποτέ η λύση της»), παρότι στο ποίημα υπ’ αριθμόν XXIV βάζει εντός παρενθέσεως (Η λύση) για να πει: «Ευτυχώς θυμόμαστε ακόμα τις ιστορίες του τόπου κι ευτυχώς ζούμε για να τις ξεχνάμε – δεν είναι η αλήθεια που σώζει αλλά η λήθη αυτών που ήδη πολύ καλά γνωρίζουμε, ξανά, δεν είναι η μνήμη που σώζει αλλά η λήθη αυτών που ήδη πολύ καλά θυμόμαστε». Λύση δεν υπάρχει, το μοτίβο επανέρχεται ανεπτυγμένο: «Η ιστορία δεν είναι ποτέ η λύση της / είναι μονάχα να λες / αυτά που κάναμε / κι αυτά που κάνανε / μαζί. Αυτή η απόσταση είναι η ιστορία / και μαζί το πλησίασμα / αυτά που κάνανε / κι αυτά που κάναμε / σαν εκκρεμές / ξέχασέ τα».

Ο Απέργης μας λέει ποιητικά αυτό που έχει πει λογίως ο Ερνέστ Ρενάν στην περίφημη διάλεξή του στη Σορβόννη το 1882 «Τι είναι έθνος;». Έθνος είναι ένα καθήκον λήθης που επιτρέπει να συνεχίσουμε να ζούμε μαζί: «Κάθε Γάλλος πολίτης πρέπει να λησμονήσει τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου», τη σφαγή ανάμεσα σε Ουγενότους και Καθολικούς. Το έθνος δεν είναι μόνο η γη, η φυλή, η γλώσσα, η θρησκευτική συγγένεια, η γεωγραφία. Είναι ένα κληροδότημα μνήμης και μαζί η επιθυμία για συμβίωση. Τα κοινά δεινά ενώνουν περισσότερο από τη χαρά, «τα πένθη αξίζουν περισσότερο από τους θριάμβους, γιατί επιτάσσουν μια κοινή προσπάθεια». Αυτός είναι ο καταστατικός χάρτης του πολιτικού έθνους, που παρά το αίμα δεν θεμελιώνεται στο αίμα, όπως το έθνος των ρομαντικών και της φυλετικής συνέχειας, αλλά στην επιλογή: «Η ύπαρξη ενός έθνους είναι ένα καθημερινό δημοψήφισμα, λέει ο Ρενάν, όπως η ύπαρξη του ατόμου είναι μια διαρκής κατάφαση ζωής».

Αυτή την κατάφαση αναζητά ο Απέργης, μέσα στο καλειδοσκόπιο του έθνους και του ανήκειν, που δεν είναι ποτέ ενιαίο και αδιαίρετο. Εξού, ίσως, και η υπαινικτική επιλογή του εξωφύλλου, ένα έργο του Τάσου Μαντζαβίνου με τίτλο «Παραίσθηση στα χρώματα της σημαίας».

Αν θέλουμε όμως να συνεχίσουμε να υπάρχουμε εν κοινωνία, αν θέλουμε να ξανασκεφτούμε τους όρους της κοινής μας συμβίωσης, που τους κλόνισε η κρίση, πώς μπορούμε να ξαναβρούμε την κατάφαση της κοινής ζωής;

Εδώ ο Απέργης αντιπαραθέτει στους ιδεολογικούς στρατοπαιδισμούς έναν πνευματικό φιλελευθερισμό, ανοιχτό, δεκτικό στις αντιφάσεις του, που δεν παγώνει για να γίνει ιδεολογία. Αυτό υποδεικνύει, νομίζω, και με το ύφος των ποιημάτων του, που πειραματίζεται εκλεκτικιστικά με πολλά στυλ, με το υψηλό και το τρέχον, το αρχαΐζον και το μοντέρνο, το διακηρυκτικό και το παιγνιώδες. Με τη γλώσσα εν τέλει, που είναι κι αυτή ένα ανοιχτό πεδίο: «Δεν έχω μητρική γλώσσα / γιατί η γλώσσα μου είναι μητέρα […] κι εγώ είμαι το παιδί της / παιδί πολλών πατεράδων».

Το να είσαι παιδί πολλών πατεράδων σου επιτρέπει να μη γίνεσαι δογματικός, φανατισμένος, αυτό υπονοεί ο Απέργης. Όχι να μην έχεις ιδεολογία, αυτό δεν γίνεται, η ιδεολογία είναι η σχέση των ανθρώπων με τις συνθήκες ύπαρξής τους, με τα πράγματα («Οι ιδέες ακουμπάνε / πάνω στα πράγματα / αλαφρά»). Αλλά να μην έχεις μια ιδεολογία η οποία, όπως γράφει σε μια υποσημείωση, «δεν είναι το σύνολο των ιδεών σου [αλλά] το σύνολο των ιδεών σου όταν όλες συμφωνούν μεταξύ τους»· που να μην είναι τακτοποίηση και στοίβαγμα «μέσα στον κλίβανο της πίστης, εκεί που τα πράγματα συνθλίβονται και λιώνουν» (Προπατορικόν).

Εκεί εντοπίζει ο Απέργης το ανήκειν του, σε ένα έθνος από επιλογή, σε μια ιδεολογία που ενέχει αναγκαστικά την έλλειψη (όπως θα έλεγε η πολιτική ψυχολογία που εμπνέεται από τον Ζακ Λακάν). Στους αποδραματοποιημένους τσακωμούς για τα πολιτικά, όπως στο ποίημα «Το βαφτίσι», όταν οι άνθρωποι χωρίζουν αλλά, με τη μεσολάβηση των ψυχραιμότερων, τα ξαναβρίσκουν, χάριν των παιδιών. Στα εγγόνια του Μπαντουβά και του Ποδιά που μέσα στους στάβλους, πρώην κολαστήριο, «πολεμάνε να χωρίσουν δύο γαϊδάρων άχυρα, μαλώνουνε αλλά παίζουν».

Αυτός είναι ο τρόπος του να μιλήσει για τους διχασμούς μας, παροντικούς και παρελθόντες. Τρόπον τινά, επιστρέφει στη δεκαετία του 1980. Σε ένα δοκίμιο που έχει γράψει ο ίδιος πρόσφατα («Οι ξεχασμένοι του παπανδρεϊσμού», Books Journal, τχ. 79, 2017), ξεχωρίζει από την ποιητική γενιά του ’80, που προγραμματικά αποτραβήχτηκε, τον ποιητή Διονύση Σαββόπουλο –«ο ένας που μπλέχτηκε με την κοινωνία», όπως λέει, και βρήκε τον μπελά του, θα προσθέταμε, με το πολλαπλώς σαρκαστικό «Κούρεμα» λόγου χάριν– αλλά και τον «Μανούσο Φάση» του Αναγνωστάκη, που μπλέκει το υψηλό και το ρηχό, σαρκάζει τον δογματισμό της Αριστεράς και τις ευκολίες του παπανδρεϊσμού, «υπονομεύοντας και παίζοντας» (ας θυμηθούμε ένα στιχάκι με εκείνο το υποδόριο χιούμορ που συμμερίζεται και ο Απέργης: Παιδιά, μακριά από γυναίκα οργανωμένη [: στην Αριστερά, εννοείται] / αντί για έρωτες σας περιμένουν τάφη / εκεί που λες πως την κρατάς γερά δεμένη / έρχεται και στην παίρνει ένας Καντάφι).

Ο Σαββόπουλος, ο Αναγνωστάκης, αλλά κι ο Εμπειρίκος, γράφει ο Απέργης, εκφράζανε «όχι αναχωρητισμό αλλά κατάδυση στο (αποπνικτικό) τώρα και πνοή μέσα απ’ την ασφυξία» – την ασφυξία των πράσινων και μπλε καφενείων της εποχής. Από αυτούς κρατάει τον σαρκασμό, το λοξό βλέμμα, την απόσταση διά της οποίας προκύπτει το πλησίασμα.

Έτσι λοξή είναι και η θέση του στην ποιητική γενιά του 2000. Παίρνει θέση χωρίς να διαλέγει στρατόπεδο, στα παραταξιακά διλήμματα αντιτάσσει ένα κάποιο χιούμορ:

«Βγάλε πατρίδα / βγάλε θρησκεία / βγάλε οικογένεια / δε μένουνε και πολλά / να μας χωρίζουν».

Μας χωρίζουν όλα αυτά και άλλα τόσα. Εξάλλου, η δημοκρατία, όπως έλεγε ο Άγγελος Ελεφάντης, «διχάζει τον λαό, δεν τον ενοποιεί», σε αντίθεση με ό,τι πιστεύουν όσοι συνομιλούν απευθείας με τον λαό ή με τα πεπρωμένα του έθνους. Αυτό αναζητά εν τέλει η ποίηση του Απέργη: τις προϋποθέσεις για έναν δημοκρατικό διχασμό ανάμεσά μας.

 

(*) Ο Γιάννης Μπαλαμανίδης είναι πολιτικός επιστήμονας. Το κείμενο είναι η ομιλία του στην παρουσίαση του βιβλίου του Ορφέα Απέργη Η γλώσσα τους (Νεφέλη, 2019), βιβλιοπωλείο «Επί Λέξει», Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2019

 

Προηγούμενο άρθροJudith Lange: “Kaddish”  (της Μαρίζας Ντεκάστρο)
Επόμενο άρθρο“Ίδρωσα να το πω” (της Βαρβάρας Ρούσσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ