Του Νίκου Σταμπάκη.
Σε πρόσφατη συνέντευξή τους στην Athens Voice επ’ ευκαιρία του νέου, κοινού τους βιβλίου για τον Εμφύλιο, οι ιστορικοί Νίκος Μαραντζίδης και Στάθης Καλύβας υιοθετούν πρόθυμα για τους εαυτούς τους το χαρακτηρισμό “κυνηγοί μύθων”, υποθέτουμε με την έννοια του “mythbusters”: “εντοπιστές” και αποδομητές ιστορικών, ιδεολογικά εργαλειακών μύθων και των αντίστοιχων παραταξιακών αφηγήσεων.
Τόσο η αρνητική χρήση του όρου “μύθος” με την αγοραία έννοια του διαδεδομένου ή και θεσμοθετημένου ψεύδους, όσο και η αυτοτοποθέτηση στο ρόλο των νηφάλιων και αντικειμενικών ιστορικών που ανάγουν τη ροή της Ιστορίας σε αντιληπτά και επαληθεύσιμα σχήματα, φέρνουν στο νου μια διάσημη διαμάχη ανάμεσα σε δυο Γάλλους στοχαστές, από εκείνους που επιφανής συνεργάτης της εφημερίδας όπου αρθρογραφούν συχνά οι δυο ιστορικοί αρέσκεται να χαρακτηρίζει “χαχαμπούχες”: εννοούμε το περίφημο δοκίμιο του Jacques Derrida “Δομή, Σημείο και Παίγνιο” (1966) και την εκεί κριτική του προς το στρουκτουραλιστικό εγχείρημα του Claude Lévi-Strauss.
Αν ως “μύθος” ιδωθεί η ενοποιητική εκείνη αφήγηση διά της οποίας μια κουλτούρα σχηματοποιείται και αυτονοηματοδοτείται, η προσέγγιση του Lévi-Strauss επισημαίνει ότι η ιστορική κατασκευή της αφήγησης προϋποθέτει ένα bricolage, ένα “μαστόρεμα”, χάρη στο οποίο τα ετερόκλητα και ενίοτε αλληλοσυγκρουόμενα διαθέσιμα δεδομένα συντίθενται σε ένα σύνολο με σημασιακές αξιώσεις. Η “απομυθοποίηση”, άρα, θα έπρεπε να συντελείται από ένα βλέμμα που διακρίνει τις ραφές, τις αντιφάσεις, τις συγκολλήσεις και αντιπροτείνει τη δική του, αληθή διάγνωση. Το πρόβλημα (αλλά και το αέναο παίγνιο) αρχίζει τη στιγμή που συνειδητοποιούμε ότι το βλέμμα αυτό, όντας ιστορικά/ιδεολογικά συγκεκριμένο, αποτελεί το ίδιο μέρος της διαδικασίας του bricolage, δηλαδή μέρος ενός παλίμψηστου εν εξελίξει μάλλον παρά τελική ερμηνεία.
Σε όλη την αυτοπαρουσίασή τους στην AV (που είναι μόνο ένα από τα πολλά δείγματα τοποθετήσεών τους πάνω στο προσφιλές τους θέμα τα τελευταία χρόνια), οι Μαραντζίδης και Καλύβας επιδεικνύουν μιαν ιλαρή αγνόηση της δικής τους ιστορικότητας, την ίδια στιγμή που τοποθετούν στο επίκεντρο της παρέμβασής τους την ιστορική και ιδεολογική θέση των “μύθων” που θεωρούν ότι καταρρίπτουν. Τούτο βέβαια συνεπάγεται μια δυσεξήγητη εναλλαγή αντικειμενικότητας και ιδεολογίας, ακόμη και στην ίδια πρόταση.
Αφενός επιμένουν στην πρόθεσή τους να παρουσιάσουν “μια ιστορική προσέγγιση απομακρυσμένη από πάθη, που θα στοχεύει στη συλλογική γνώση και αυτογνωσία και όχι στη δικαίωση και την αναπαραγωγή ασπρόμαυρων σχημάτων”, στην ανάγκη “οι διαφορές ερμηνείας να μην παραγνωρίζουν τις βασικές ιστορικές αλήθειες”, ενώ ταυτόχρονα θεωρούν ότι “[η] επιστημονική μας οντότητα δεν καθορίζεται από τις ιδεολογικές ή πολιτικές προτιμήσεις μας, χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι ευαισθησίες μας και οι πεποιθήσεις μας δεν συμβάλλουν στο επιστημονικό μας έργο”, ότι δηλαδή η ιδεολογική τοποθέτηση δρα επικουρικά προς την αυτόνομη και νηφάλια επιστημονική διάγνωση. Αφετέρου, σε μια θαυμάσια έξαρση ad hominem/tu quoque, αποφαίνονται ότι είναι “αστείο πως αρκετοί από όσους μας προσάπτουν την πολιτική μας αρθρογραφία είναι οι ίδιοι ενεργά μέλη πολιτικών οργανώσεων και κάποιοι μάλιστα αναλαμβάνουν ή επιδιώκουν να αναλάβουν δημόσιες θέσεις”.
Έτσι, ενώ το ερώτημα στο οποίο θα έπρεπε να απαντούν, σύμφωνα με τις δεδηλωμένες τους προθέσεις, είναι κατά πόσον οι προσωπικές τους εστιάσεις επιτρέπουν τη σύνταξη μιας αντικειμενικής Ιστορίας και όχι μιας ιδεολογικής ιστοριογραφίας με κανονιστικές φιλοδοξίες, εκείνοι απλώς υπενθυμίζουν ότι “αρκετοί” (sic) επικριτές τους δεν είναι καλύτεροι από αυτούς στον ιδεολογικό χρωματισμό και στην αναγωγή της ιστορικά συγκεκριμένης/πολιτικά εργαλειακής κρίσης σε απόφανση νηφάλια, αντικειμενική, υπεριπτάμενη της τετελεσμένης Ιστορίας.
Κι έτσι παραμένει εκκρεμής η ιστορικοποίηση των θεματικών εμφάσεων της έρευνάς τους και της σχέσης τους με τη ρητορική του κυρίαρχου μιντιακού λόγου. Πολύ χαρακτηριστικά, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του Καλύβα για το γεγονός ότι “ο Εμφύλιος παρήγαγε βίαιες λογικές και συμπεριφορές”, η ανησυχία αμφότερων ότι “ως κοινωνία… πέφτουμε συνεχώς θύματα μιας αφήγησης γεμάτης μύθους και μίσος”, αφήνουν εκτός συζήτησης το γιατί η αναγωγή της ταξικής πάλης σε κακή (απ’ όπου κι αν προέρχεται) βία και “διχασμό” ανασύρεται στο πλαίσιο της ιστορικής έρευνας ειδικά τα τελευταία χρόνια. Κι ενώ ειρωνεύονται όσους τους προσάπτουν συζητήσιμες έως επικίνδυνες μεροληψίες (όχι, δεν δικαιώνουν τις δωσιλογικές κυβερνήσεις και τους ταγματασφαλίτες, όχι, δεν μειώνουν την αξία της Αντίστασης κρίνοντας σημαντικότερη τη “στάση του Μεταξά το 1940”, απλώς ερευνούν την “αλήθεια”, τι αρπάζεστε;), οι ίδιοι δεν χάνουν ευκαιρία να υπενθυμίσουν, ως αιτιολόγηση της σχετικοποίησης, την απόλυτη καταστροφή που θα σήμαινε μια υποθετική νίκη της Αριστεράς. Όπως και, ενώ ειρωνεύονται τη μεταφορά των ματαιωμένων αριστερών ελπίδων στη σημερινή εποχή, όπου όλα έχουν αλλάξει, προβάλλουν catchwords της τρέχουσας δεξιάς πολεμικής σε ολόκληρο το ιστορικό φάσμα των τελευταίων 70 ετών.
Εδώ προκύπτει ένα ακόμη ερώτημα: αν η ετεροβαρής κάλυψη των δύο πλευρών οφείλεται σε προσπάθεια “εξισορρόπησης”, αν δηλαδή η Αριστερά είναι υπέρ το δέον καλυμμένη, φταίει τάχα η προσφιλής στον κ. Άδωνη Γεωργιάδη “ιδεολογική ηγεμονία” της; (Όπου ηγεμονία = η ανοχή που επήλθε με τη Μεταπολίτευση, το ΠΑΣΟΚ κτλ. Γενικά, κάθε μετωνυμική σχέση με την Αριστερά πηγαίνει σε βάθος, σε αντίθεση με τη Δεξιά που οι συναντήσεις της π.χ. με τον ναζισμό χρήζουν νηφάλιας ιστορικής θεώρησης και εξέτασης όλων των παραμέτρων που την κατέστησαν αναπόφευκτη.)
Η τοποθέτηση των δυο ερευνητών δεν αφήνει αμφιβολία: “Στη χώρα μας, λόγω της αρνητικής εικόνας που προκάλεσε σε όλους μας η δικτατορία, ο αντικομμουνισμός ταυτίστηκε με την άκρα δεξιά και η αφήγηση των νικητών του Εμφυλίου θεωρήθηκε «αφήγηση μίσους»”. Πάλι το μίσος, που συναντήσαμε και πιο πάνω, αυτήν τη φορά αποδιδόμενο άδικα στην άλλη πλευρά. Μετά τη σχετικοποίηση των ταγματασφαλιτών, καθ’ όλα συγκεκριμένες ακροδεξιές έως και ανοιχτά ναζιστικές πρακτικές ανάγονται στον υγιή (καθ’ ότι μακροπρόθεσμα σωτήριο) “αντικομμουνισμό”, που όμως δεν είναι κατ’ ανάγκην ακροδεξιός. Έτσι, με θαυμαστή συμμετρία, η προερχόμενη από την Αριστερά εξιστόρηση είναι μια μυθική αφήγηση μίσους, οδηγεί δε γραμμικά στη βία και τον λαϊκισμό, ενώ η προερχόμενη από τη Δεξιά παρερμηνεύεται (προφανώς από αριστερούς μυθομανείς) ως αφήγηση μίσους.
Εξ άλλου, ενώ η ίδια η απλοϊκή και αφηρημένη κατηγορία του “μίσους”, όπως και αυτή των “κακών ξένων” (αποδιδόμενη στην Αριστερά την ίδια στιγμή που της προσάπτεται εθνικός διχασμός), δεν αποτελούν διόλου οργανικά τμήματα της αριστερής ρητορικής (καθ’ ότι αφηρημένες ελλείψει ταξικών ή ιμπεριαλιστικών συμφραζομένων που θα τις περιέπλεκαν), εδώ είναι αναμενόμενα παρούσες, καθώς αποτελούν τρέχουσες ρητορικές εμφάσεις στην πολιτική παράταξη των συγγραφέων.
Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο, καθώς εισάγεται η σχέση ιστορικής αλήθειας και “επίσημης” εκδοχής. Αν η αποδόμηση μύθων λογικά θα όφειλε να αδιαφορεί για το βαθμό επισημότητας που έχει αποκτήσει μια εκδοχή της Ιστορίας, οι Μαραντζίδης-Καλύβας προχωρούν σε μιαν εντυπωσιακή διπλή κίνηση: ενώ δικαιολογούν το περιορισμένο ενδιαφέρον τους στη δικαίωση της Αριστεράς με την καθησυχαστική υπενθύμιση ότι οι σχετικοί μύθοι “κατέπεσ[αν] και επισήμως με την αναγνώριση της εαμικής αντίστασης από το ελληνικό κοινοβούλιο το 1982”, οι συγγραφείς δεν χάνουν ευκαιρία να παραγκωνίσουν την ίδια αυτή επισημοποίηση (ουδέποτε ιδιαίτερα αποδεκτή στους κόλπους της Δεξιάς) ιστορικοποιώντας την ακαριαία. Και πάλι, η γενιά του Πολυτεχνείου, το ΠΑΣΟΚ, η νεότερη λαϊκίστικη αριστερά, ακόμη και η αντίστοιχη άκρα δεξιά (η ευκολία με την οποία υιοθετείται ο όρος, χωρίς πολλές διευκρινίσεις, όταν δεν αφορά τα Τάγματα Ασφαλείας, είναι αξιοσημείωτη), όλα αυτά μαζί συνέβαλαν (με την ανοιχτά σύμφωνη γνώμη της δημοσιογράφου που παίρνει τη συνέντευξη) στις μυθικές αφηγήσεις που πρέπει να καταρριφθούν, αφήνοντας σε ένα μόνιμο απυρόβλητο την καθεαυτό Δεξιά, που διατρέχει τις δεκαετίες με παιγνιώδη ζιγκ-ζαγκ, ανάμεσα σε ταγματασφαλίτες, χουντικούς, εθνολαϊκιστές ακροδεξιούς, εξορίες, κακές αφηγήσεις, χωρίς ποτέ να χρεώνεται κάτι άλλο από έναν άπαξ και διαπαντός δικαιωμένο αντικομμουνισμό.
Μα, τότε, ποια “επίσημη” αναγνώριση της εαμικής αντίστασης; Η επισημοποίηση μιας θεωρίας, η κανονιστική της χρήση, την καθιστά θέσφατο; Πάντως η εκδοχή Μαραντζίδη-Καλύβα επιδιώκει σαφώς κάτι ανάλογο, με την επικουρία της συστηματικής προβολής στον mainstream Τύπο, απ’ όπου η συγκεκριμένη παρουσίαση που έπεσε στην αντίληψη του γράφοντος εντυπωσίασε χάρη στην έμφαση στον μυθικό λόγο που χαρακτηρίζει την ίδια — με τις ραφές, τα μπαλώματα, τις εμφανείς αντιφάσεις, τα μικρά συμμετρικά λάθη.