Η Γάτα
Στο σπίτι της Χίλντας, από τη βορεινή πλευρά, μπορεί κάποιος να δει τα φώτα της πόλης μέχρι τους μακρινούς λόφους της εξοχής – εννοείται το βράδυ. Η βεράντα είναι τεράστια, ένα επιπλέον δωμάτιο. Παλιότερα, πριν από πολλές δεκαετίες, οι τότε ένοικοι καλούσαν εκεί έξω τους φίλους τους όταν ο καιρός το επέτρεπε. Κρασί και ιδίως βερμούτ συνόδευε τους δίσκους με τα καναπεδάκια και τα χειροποίητα γλυκά. Από το εσωτερικό του σπιτιού ακούγονταν αχνά οι μουσικές επιτυχίες της εποχής και οι μελωδίες ανέβαιναν ψηλά, σκαρφάλωναν στο γιασεμί και παρέμεναν εκεί, ακίνητες, λιγάκι πιο θλιμμένες στο φινάλε της τελικής συγχορδίας. Συχνά, κάποιος έφερνε ένα μικρό πικάπ έξω και οι πιο τολμηροί χόρευαν, έχοντας έτσι την ευκαιρία να επιχειρήσουν μια ερωτική εξομολόγηση. Φαναράκια ήταν κρεμασμένα από τις πέργκολες χάρη σε ευφάνταστες κατασκευές. Το πρωί όλα είχαν ξεθωριάσει, σαν να μην είχαν συμβεί ποτέ.
Η Χίλντα και ο σύζυγός της χρησιμοποιούν ελάχιστα το μπαλκόνι το οποίο είναι περιφραγμένο και προστατευμένο από πάνω μέχρι κάτω με λεπτό σύρμα. Η αιτία αυτού του περιορισμού είναι η Γάτα. Αν περάσει τα κάγκελα και βγει στο κράσπεδο μπορεί να χαθεί ή και να πέσει ακόμη. Η Χίλντα την έχει από μικρό γατάκι, όταν τη βρήκε χωρούσε στη χούφτα της, την τάιζε με τη σύριγγα. Η Γάτα μεγάλωσε και μεταμορφώθηκε σε ένα μεγαλοπρεπές δείγμα του είδους των αιλουροειδών. Κάποιες φορές η Φύση επιβεβαιώνει με πλήρη αδιαφορία τη δύναμη της φαντασίας της. Όταν η Χίλντα περίμενε παιδί, έγιναν πολλές συζητήσεις για το αν η Γάτα πρέπει ή όχι να παραμείνει στο σπίτι. Η Χίλντα πείσμωσε, το είχε αυτό το πείσμα από μικρή, δεν υπήρχε περίπτωση να της αλλάξει οποιοσδήποτε γνώμη. Η Γάτα θα έμενε.
Όταν το Παιδί ήρθε στον κόσμο και στο σπίτι, η Γάτα έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την νέα άφιξη. Ξάπλωνε δίπλα του, αλλά τα μάτια της, ακόμα και όταν ήταν μισόκλειστα, παρακολουθούσαν εντατικά κάθε του κίνηση. Όταν το Παιδί γκρίνιαζε, η Γάτα ακουμπούσε τα μπροστινά της πόδια επάνω στο εύθραυστο στέρνο του και το Παιδί σταδιακά ηρεμούσε. Εννοείται ότι οι δύο γονείς παρακολουθούσαν την εξέλιξη αυτής της ιδιαίτερα προσωπικής σχέσης, αρχικά με δυσπιστία. Περίμεναν τη στιγμή που η Γάτα θα εκνευριζόταν και θα τραβούσε μια γερή γρατζουνιά στο ροδαλό μάγουλο του Παιδιού, ή ότι θα βαριόταν και θα ξανάρχιζε τους περιορισμένους περιπάτους της μέσα στο σπίτι για να καταλήξει στο απροσπέλαστο μπαλκόνι ατενίζοντας σταθερά το κενό. Τίποτε από τα δύο δεν συνέβη. Το Παιδί έπαιρνε τη Γάτα στην αγκαλιά του και ρουθούνιζε μακάρια όπως εκείνη κοιτάζοντάς την στα μάτια μέχρις ότου τους έπαιρνε και τους δυο ο ύπνος. Οι γονείς άρχισαν να το διασκεδάζουν. Κατέληξαν να αφήνουν το Παιδί στη φροντίδα της Γάτας και πολλές φορές τους έπαιρνε κι αυτούς ο ύπνος μπροστά στην τηλεόραση, εφόσον το Παιδί δεν τους ενοχλούσε τη νύχτα. Τα χρόνια περνούσαν. Το Παιδί ήταν πλέον τεσσάρων χρονών και συνήθιζε να σκαρφαλώνει στην πλάτη των καναπέδων όπως ακριβώς η Γάτα, να ρίχνει μικροαντικείμενα από τα τραπέζια με μια απότομη κίνηση του χεριού.
Ένα βράδυ, η Χίλντα σηκώθηκε διψασμένη και έριξε μια ματιά στο παιδικό δωμάτιο. Το Παιδί κοιμόταν ανάσκελα. Η Γάτα καθόταν στα τέσσερα πόδια της επάνω στο στήθος του και συντόνιζε την αναπνοή της με τη δική του. Από το κρεβάτι αναδυόταν ένα γαλαζωπό φως και για μια στιγμή η Χίλντα νόμισε πως άκουσε μια άγνωστη μουσική να συντονίζεται με τις διακριτικές αλλοιώσεις της γαλάζιας λάμψης που βύθιζε το κρεβάτι, τη Γάτα και Το Παιδί μέσα σε ένα σύννεφο. Το φως τραγουδάει, σκέφτηκε. Η Γάτα, διαισθανόμενη την παρουσία κάποιου άλλου στο δωμάτιο έστρεψε τα μάτια προς την επισκέπτρια. Το δωμάτιο επανήλθε στην συνηθισμένη του κατάσταση, οι μακρινές συγχορδίες έσβησαν και το γαλάζιο φως μετατοπίστηκε και περιορίστηκε στο μικρό πορτατίφ δίπλα στο κρεβάτι του Παιδιού. Η Χίλντα γύρισε στο κρεβάτι της σκεφτική. Τις επόμενες νύχτες, επί μία εβδομάδα, επισκεπτόταν το παιδικό δωμάτιο και αντίκριζε πάντα την ίδια σκηνή. Το μόνο που άλλαζε ήταν η μουσική, κάποιες φορές η Χίλντα μουρμούριζε ασυναίσθητα τις παλιές μελωδίες και παρατηρούσε τις εναλλαγές του φωτός: υπήρχαν φορές που το γαλάζιο σύννεφο διαπερνούσαν δεσμίδες χρυσαφένιες και αργυρές, ήπιες αστραπές χωρίς ήχο.
Θα την κλείσουμε έξω, δήλωσε ο σύζυγος αποφασιστικά. Είναι κάπως τρομακτικό όλο αυτό. Δυστυχώς για όλους τους, από τη στιγμή που πραγματοποίησαν την έξωση της Γάτας δεν έκλειναν μάτι όλη τη νύχτα. Η Γάτα νιαούριζε θρηνητικά έξω από την πόρτα και το Παιδί έκλαιγε όπως δεν είχε κλάψει όταν ήταν μωρό. Τέλος, η Χίλντα έπιασε τον γιό της και τον ταρακούνησε εκνευρισμένη. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα από την αϋπνία και το Παιδί ταράχτηκε ακόμα περισσότερο, άρχισε να φωνάζει και την απώθησε. Μα τι συμβαίνει;, ρώτησε αποκαμωμένη η Χίλντα, γιατί κάθεται η Γάτα επάνω στο στήθος σου όλη τη νύχτα, δεν σε ενοχλεί; Καθόλου, απάντησε το Παιδί, ίσα ίσα. Μου διηγείται τα όνειρά μου. Από τότε που την βγάλατε έξω δεν βλέπω όνειρα πια. Σου διηγείται; Ναι, επέμεινε το Παιδί, μου λέει ιστορίες. Τι ιστορίες; Δεν σου λέω, είναι μυστικό. Θέλω τη Γάτα πίσω. Θέλω να βλέπω όνειρα.
Η Γάτα ξαναγύρισε στο παιδικό υπνοδωμάτιο και με την επιστροφή της αποκαταστάθηκε η νυχτερινή ηρεμία στο σπίτι. Σε λίγες μέρες είναι η Παραμονή των Χριστουγέννων, δήλωσε ο σύζυγος, ας κάνουμε μια γιορτή, ας καλέσουμε τους φίλους μας. Η Χίλντα συγκατένευσε παρά τη δυσφορία της, μια δυσφορία που δεν μπορούσε να την εξηγήσει. Το βράδυ της παραμονής το σαλόνι τους ήταν γεμάτο κόσμο. Όλοι ήταν μεταμφιεσμένοι, είδες τι έκπληξη σου επιφύλασσα, θριαμβολογούσε ο σύζυγος στην εμβρόντητη Χίλντα που έψαχνε να βρει έστω και ένα γνώριμο πρόσωπο πίσω από τις μάσκες. Όλοι μιλούσαν για την αιφνιδίως ενσκήψασα κακοκαιρία. Η Χίλντα ήταν εντελώς αφηρημένη, ξεχνούσε να ανανεώσει τις πιατέλες με τα εδέσματα που άδειαζαν αστραπιαία, τα ποτήρια που έμοιαζαν να μην έχουν πάτο και εισέπραξε αρκετές λοξές ματιές δυσαρέσκειας από τον σύζυγό της. Κοιτούσε διαρκώς την υποφωτισμένη βεράντα τους, τελικά ο σύζυγος βαρέθηκε και ανέλαβε αποκλειστικά αυτός τις ευθύνες του οικοδεσπότη.
Η Χίλντα βρήκε την ευκαιρία και βγήκε στη βεράντα. Εκεί συναντήθηκε με άλλους ανθρώπους, ντυμένους με ελαφρά ρούχα, φούστες με σούρες και λινά παντελόνια. Ήπιε βερμούτ για πρώτη φορά στη ζωή της και στάθηκε ακίνητη ατενίζοντας τον έναστρο ουρανό. Το συρματόπλεγμα είχε εξαφανιστεί και το καλοκαιρινό αεράκι την ανασήκωνε ολόκληρη, την παρηγορούσε. Σκέφτηκε το Παιδί και τη Γάτα που ήταν κλεισμένα στο παιδικό υπνοδωμάτιο και επαναστάτησε. Δεν την πρόσεξε κανείς όταν ξαναμπήκε στο σαλόνι. Πέρασαν εύκολα, απαρατήρητοι, μέσα από τα γέλια και τα πειράγματα των συνδαιτυμόνων της που είχαν αρχίσει να ζαλίζονται και να παρεκτρέπονται. Η Γάτα και το Παιδί κάθισαν στο κέντρο της βεράντας, κάτω από τα φαναράκια και τις γιρλάντες του γιασεμιού. Το γαλάζιο φως τους τύλιγε, δεσμίδες χρυσαφένιου φωτός δημιουργούσαν ευκρινείς δρόμους σαν εκείνους του φεγγαριού στη θάλασσα. Πρώτη ξεκίνησε η Γάτα και το Παιδί την ακολούθησε. Περπατούσαν σταθερά επάνω στις φωτεινές δεσμίδες, σε λίγο η Χίλντα θα τους έχανε από τα μάτια της. Ένας ηλικιωμένος κύριος έβαλε στο πικάπ το Blue Moon και της έτεινε το χέρι. Να μου τον φέρεις πίσω, πρόλαβε να πει στη Γάτα πριν αρχίσει να χορεύει, αναγνωρίζοντας την αβεβαιότητα στη φωνή της και φυσικά η Γάτα δεν της απάντησε. Ίσως το Παιδί και η Γάτα να είχαν απομακρυνθεί πολύ ώστε να την ακούσουν και οι φωτεινές δεσμίδες έφθιναν, σε λίγο θα έσβηναν εντελώς.