Του Θανάση Καράβατου.
Στην τρέχουσα επιστημονική πρακτική, η βιβλιογραφία αποτελεί το μέρος εκείνο μιας επιστημονικής μελέτης που καταγράφει τα δεδομένα και τις ιδέες οι οποίες συνέβαλαν στην πραγματοποίηση και τη σύνταξή της. Οι πρώτες ιατρικές βιβλιογραφίες εμφανίστηκαν περί τα τέλη του 15ου αιώνα, έκτοτε δε πολλαπλασιάστηκαν και εξειδικεύτηκαν για να φτάσουν τη σημερινή τους μορφή και να αποκτήσουν τις δυνατότητες που τους παρέχει το διαδίκτυο. Όλα αυτά διαθέτουν και την ακόλουθη ταλμουδική βεβαιότητα: «φέρνει τη σωτηρία του κόσμου» αυτός που χρησιμοποιεί μια γνώση και «αναφέρει το όνομα εκείνου που την διατύπωσε πρώτος» [1]. Σήμερα γνωρίζουμε πως η μη αναφορά της πηγής από την οποία αντλεί κανείς μια πληροφορία υποκρύπτει λογοκλοπή που, μαζί με την κατασκευή αποτελεσμάτων και την παραποίηση δεδομένων, [fabrication, falsification, plagiarism] που ορίζουν επισήμως σήμερα την επιστημονική απάτη.
Σ’ εκείνα τα παλιά βιβλιογραφικά χνάρια θα χαραχθεί η γενεαλογική σειρά «ο Χ αναφέρει μια γνώμη από τον Ψ που την είχε πάρει από τον Υ», δημιουργώντας έτσι ένα «διαχρονικό και συγχρονικό δίκτυο που προσθέτει στη γνώση ένα μέσο για να αποκτηθούν και άλλες», όπως έγραφε ο Θερβάντες στον πρόλογο του Δον Κιχώτη. Ο ίδιος, όμως, θα προσθέσει πως δεν είχε ανάγκη να παραπέμψει σε κανέναν, ούτε να ξέρει ποιους συγγραφείς ακολουθούσε. Για τον απλό λόγο πως ένιωθε ανίκανος να το κάνει εξ αιτίας της ισχνής του παιδείας και, άλλωστε, πού να τρέχει να βρει συγγραφείς για να πουν στη θέση του κάτι που μπορούσε να το πει και μόνος του [2].
Στον αντίποδά του, βρίσκεται η υπερβολή των πληθωριστικών βιβλιογραφιών που χλεύασε δεόντως ένας υπεύθυνος για τη βιβλιογραφία και την ταξινόμηση σε εργαστήριο νευροφυσιολογίας του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών (CNRS) της Γαλλίας, ο Georges Perec (1936-1982), περισσότερο γνωστός ως συγγραφέας της ομάδας OULIPO, δηλαδή του Εργαστηρίου Δυνητικής Λογοτεχνίας που είχε ιδρύσει το 1960 ο Raymond Queneau.
Καθ’ όλα καταλυτική η σάτιρα του Perec με τον «περίεργο» τίτλο Experimental demonstration of the tomatotopic organisation in the Soprano (Cantatrix sopranica L.), όπου η παρωδία της βιβλιογραφίας πιάνει το 1/3 των σελίδων του. Κυκλοφόρησε πολυγραφημένη στη δεκαετία του ’70 μεταξύ των επιστημονικών κύκλων του Παρισιού, πριν δημοσιευθεί στο «αντεργκράουντ» περιοδικό της εποχής Banana Split. Το κείμενο αυτό παρουσιάστηκε το 1983, σε ξεχωριστό ένθετο στο τεύχος 16 του περιοδικού Σύγχρονα Θέματα, με Προλεγόμενα του Στέφανου Πεσμαζόγλου και Οδηγίες Χρήσης του Θανάση Τζαβάρα. Το 1991 κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Seuil, «μαζί με άλλα επιστημονικά συγγράμματα» και εκδόθηκε το 2001 στα ελληνικά. [Ζωρζ Περέκ. Cantatrix sopranica L. και άλλα επιστημονικά συγγράμματα. Μετάφραση: Μπερναντέτ Ντελαέ-Μαζράκη & Μίρκας Σκάρα. Χατζηνικολής 2001].
Πειραματική απόδειξη μιας τοματοτοπικής οργάνωσης σε μια Αοιδό
Georges Perec
Εργαστήριο Φυσιολογίας Ιατρικής Σχολής Αγ. Αντωνίου, Παρίσι, Γαλλία.
Περίληψη: Ο συγγραφέας μελετάει τις φορές κατά τις οποίες η εκτόξευση της τομάτας προξένησε την στριγγλιστική αντίδραση της Αοιδού και επιδεικνύει τη συνεργασία, σε αυτή την αντίδραση, διαφόρων περιοχών των εγκεφάλου, ιδιαίτερα της λαχανοελικοειδούς τροχιάς των θαλαμικών πυρήνων και της μουσικής σχισμής του βορείου ημισφαιρίου.
[Ο τίτλος και η περίληψη στα ελληνικά από την έκδοση Χατζηνικολή. Το κείμενο παραμένει αμετάφραστο όπως και στο φυλλάδιο των Σύγχρονων Θεμάτων. Παραθέτω την εισαγωγή όπου γίνεται ευθύς αμέσως αισθητή η πληθωριστική «βιβλιογραφία» την οποία παρωδεί, αρχίζοντας από τους Marks & Spencer, που αναμειγνύει με τους Alka-Seltzer και άλλους «γνωστούς» …συγγραφείς, αλλά και με τους υπαρκτούς Hubel & Wiesel].
As observed at the turn of the century by Marks & Spencer (1899), who first named the «yelling reaction»’ (YR), the striking effects of tomato throwing on Sopranoes have been extensively described. Although numerous behavioral (Zeeg & Puss, 1931; Roux & Combaluzier, 1932; Sinon et al., 1948), pathological (Hun & Deu, 1960), comparative (Karybb & Szyla, 1973) and follow-up (Else & Vire, 1974) studies have permitted a valuable description of these typical responses, neuroanatomical, as well as neurophysiological data, are, in spite of their number, surprisingly confusing. In their henceforth late twenties’ classical demonstrations, Chou & Lai (1927 a, b, c, 1928 a, b, 1929 a, 1930) have ruled out the hypothesis of a pure facio-facial nociceptive reflex that has been advanced for many years by a number of authors (Mace & Doyne, 1912; Payre & Tairnelle, 1916; Sornette & Billevayzι, 1925). Since that time, numerous observations have been made that have tried to decipher the tangling puzzle as well as the puzzling tangle of the afferent and/or efferent sides of the YR and led to the rather chaotic involvement of numberless structures and paths: trigeminal (Loewenstein et al., 1930), bitrigeminal (Von Aitick, 1940), quadritrigeminal (Van der Deder, 1950), supra-, infra-, and inter-trigeminal (Mason & Ragoun, 1960) afferents have been likely pointed out as well as macular (Zakouski, 1954), saccular (Bortsch, 1955), utricular (Malosol, 1956), ventricular (Tarama, 1957), monocular (Zubrowska, 1958), binocular (Chachlik, 1959-1960), triocular (Strogonoff, 1960), auditive (Balalaika, 1515) and digestive (Alka-Seltzer, 1815) inputs. Spinothalamic (Attou & Ratathou, 1974), rubrospinal (Maotz & Toung, 1973), nigro-suiatal (Szentagothai, 1972), reticular (Pompeiano et al., 1971), hypothalamic (Hubel & Wiesel, 1970), mesolimbic (Kuffler, 1969) and cerebellar (High & Low, 1968) pathways have been vainly searched out for a tentative explanation of the YR organization and almost every part of the somesthesic (Pericoloso & Sporgersi, 1973), motor (Ford, 1930), commissural (Gordon & Bogen, 1974) and associative (Einstein et al., 1974) cortices have been found responsible for the progressive building-up of the response although, up-to-now, no decisive demonstration of both the input and output of the YR programming has been convincely advanced.
Το «άρθρο» του Perec παρωδεί την επιστημονική εργασία, ακολουθώντας όλους τους καθιερωμένους τύπους (υλικό, μέθοδο, αποτελέσματα, πίνακες και διαγράμματα, συζήτηση, περίληψη σε άλλη γλώσσα, ευχαριστίες, βιβλιογραφία), διακωμωδώντας την κενότητα και την αμετροέπεια που χαρακτηρίζουν πολλά επιστημονικά κείμενα. Γραμμένο στα αγγλικά –τη γλώσσα του σύγχρονου επιστημονικού θετικισμού που επιβάλλει την απάλειψη κάθε «περιττού» στο όνομα της «σαφήνειας» του επιστημονικού λόγου– το κείμενο του Perec καταγγέλλει την αφυδατωμένη, ξύλινη γλώσσα της πληθωριστικής, απρόσωπης (σε τρίτο πρόσωπο) επιστημονικής παραγωγής, που δεν είναι παρά άγνοια, καλυπτόμενη πίσω από την ασφάλεια των βιβλιογραφικών αναφορών, «μια καταναλωτική (αλλά επιστημονική) άγνοια, κατ’ αναλογία με την τάξη της καταναλωτικής φτώχειας», όπως γράφει ο Θανάση Τζαβάρα.
Ο Perec δεν προτείνει βέβαια την απόρριψη κάθε επιστημονικής τεκμηρίωσης, δεν συνηγορεί υπέρ της επιστημονικής «ανευθυνότητας», ούτε υπέρ της «οχύρωσης πίσω από ασαφή και μερικές φορές περίτεχνα λεκτικά σχήματα που φτάνουν, μέσα από την απόρριψη της επιστημονικής σκέψης, ακόμα και σε θεολογικού τύπου αναζητήσεις», τονίζει ο Στέφανος Πεσμαζόγλου. Όσο για τις «αρθρο-βιβλιο-γραφικές αναφορές», που από μόνες τους θα μπορούσαν να είναι το «αντικείμενο ολόκληρης πραγματείας», ο Πεσμαζόγλου θα διακρίνει ένα συνεχές όπου, στο ένα του άκρο βρίσκονται δημοσιεύσεις με ελάχιστες ή καθόλου παραπομπές, «ως εάν να γεννήθηκαν εκ του μηδενός» (άγνοια ή αντιγραφή), ενώ στο άλλο άκρο βλέπουμε πληθώρα παραπομπών, «από γένεσης κόσμου ή γραφής» (που κατέκρινε ο Θερβάντες), κι απ’ ανάμεσα, ένα ολόκληρο «φάσμα δυνατοτήτων όπου ο αναγνώστης καλείται να κρίνει την αναγκαιότητα, την λειτουργικότητα ή μη των αναφορών».
«Ο επαρκής αναγνώστης», παρατηρεί η Λίζυ Τσιριμώκου, «δεν μπορεί παρά να μειδιάσει συνωμοτικά και, εν τέλει, να απολαύσει όσο και ο συντάκτης τούτης της συσσωρευμένης σοβαροφάνειας το ακατάπαυστο σπινθήρισμα των γλωσσοπαιγνίων» του [3].
Να προσθέσω ότι μια κλασική βιβλιογραφική έρευνα, που την υποβοηθά ένας βιβλιοθηκονόμος, έχει στόχο να βρει ο αναγνώστης «όλα όσα ψάχνει, ό,τι δεν θα μπορούσε να σκεφτεί να ψάξει, αλλά μόνο αυτό που του είναι αναγκαίο για να φέρει σε πέρας την εργασία του» [4]. Τους στόχους αυτούς έθεταν με αρκετή επάρκεια και, ασφαλώς, εξακολουθούν να θέτουν μόνοι τους αρκετοί ερευνητές, πόσο όμως απειλείται σήμερα αυτό το «μέτρο» από τις «ελκυστικές» δυνατότητες που προσφέρει το πληθωριστικό πληροφοριακό «χάος» του Internet; Το ερώτημα μάλλον δεν θα ξέφευγε της «προσοχής» του Perec αν δεν πέθαινε το 1982 στα 46 του χρόνια.
*
Ρηξικέλευθη και η λογοτεχνική παραγωγή του Perec στους κόλπους της ομάδας του OULIPO. Η Λίζυ Τσιριμώκου θα σταθεί στα τρία «διασημότερα κατορθώματά του σε τούτη την πνευματική γυμναστική», στα μυθιστορήματά του (α) Η εξαφάνιση (La disparition, 1969), «μια μείζων λιπογράμματη άσκηση κατά την οποία εκλείπει εξ ολοκλήρου από 312 σελίδες το γράμμα e» [γνωστή από την αρχαιότητα μια τέτοια γραφή, φούντωσε κυρίως κατά τον 19ο αιώνα], (β) Οι επανεμφανιζόμενες (1972), όπου επανέρχεται και κυριαρχεί αποκλειστικά το ίδιο γράμμα, και (γ) Ζωή, οδηγίες χρήσεως (1978), ένα «αρχιτεκτόνημα με αλγοριθμική διάταξη, αυστηρά υπολογισμένο έως και την παραμικρή του λεπτομέρεια με περίπλοκους μαθηματικούς κανόνες και προδιαγραφές».
Εγώ θα σταθώ σε κάποιες ερμηνευτικές προτάσεις του Maurice Corcos για την εξαφάνιση του «e» γιατί σχετίζονται με την επιλογή του να αναφερθεί και στα «παθήματα» μιας Cantatrix sopranica [5]. Εντάσσεται ασφαλώς στο πλαίσιο των λογοτεχνικών του τεχνασμάτων, πλην όμως, αυτό το γράμμα, παραπέμπει στους εβραίους γονείς του που χάθηκαν [ο πατέρας του σκοτώθηκε το 1940 στον πόλεμο κι η μάνα του εξαφανίστηκε, το 1942, μάλλον στο Άουσβιτς] ή, ακόμα, και τους Εβραίους που τους εξαφάνισαν οι ναζί. Να παραπέμπει δηλαδή σε αυτούς, à «eux», λέξη που ακούγεται ομόηχα με το γράμμα «e». Έχει αναφερθεί [6] ακόμη πως μπορεί να παραπέμπει επίσης στην «από-ιουδοποιημένη ιουδαϊκότητά του». Η Εξαφάνιση του Perec δεν συμπυκνώνεται μόνο σε αυτές τις ερμηνείες, γράφει ο Maurice Corcos [7] και την συνδέει με το Cantatrix sopranica όπου παραλληλίζει τον «ολοκληρωτισμό των περιορισμών της επιστημονικής έρευνας» με τον «κόσμο των στρατοπέδων». Θα το συνδέσει, επίσης, με τη μουσική που αναδύεται όταν διαβάζει κανείς το κείμενο αυτό μεγαλοφώνως –«καθαρά ηχητικό βιβλίο» το χαρακτηρίζει ο Corcos–, με τα φαντάσματα που πολεμούσε ο Perec, συνδέοντας την Αοιδό που βασανίζουν στα εργαστήρια με την εβραία μάνα του που είχαν εκτοπίσει οι ναζί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Την φώναζαν άλλωστε Σεσίλ και η Αγία Σεσίλ ήταν προστάτις της μουσικής. Γράφει η Λίζυ Τσιριμώκου: «αυτός ο άνθρωπος-ορχήστρα της γραφής, που δοκίμαζε τις αντοχές κάθε πιθανού και απίθανου λεκτικού τρόπου, δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να αυτοσκηνοθετείται, να αυτοβιογραφείται διαρκώς, είτε ευθέως είτε εμμέσως».
Βιβλιογραφικές αναφορές
1. Biéder J. De la bibliographie en psychiatrie. Annales Médicopsychologiques 1994, 152, 3, 179-183.
2. Don Quichotte de la Manche. Γαλλική μετάφραση Louis Viardot 1836 – σε δική μου ελεύθερη απόδοση.
3. Λίζυ Τσιριμώκου. «Εύτακτη αταξία», εισαγωγικό σημείωμα στο Georges Perec. Σκέψη/Ταξινόμηση, Μετάφραση: Λίζυ Τσιριμώκου. Άγρα 2005, 27-28.
4. Mercier M-T, Publications françaises et documentation en psychiatrie et santé mentale, Journée FFR/INSERM, 6 Mars 1997, Pour la Recherche No 13, Juin 1997, psydoc-fr.broca.inserm.fr/PLR13.html.
5. Coppel-Batsch M. Penser la mélancolie. Une lecture de Georges Perec de M. Corcos. Revue Française de Psychanalyse 2016, 4, 1153-1156.
6. Βλ. Allione Cl. La recherche des rythmes disparus. Cliniques méditerranéennes 2007, 75, 277-294, που παραπέμπει στο: Ali Magoudi. La lettre fantôme, Minuit, 1996.
7. Corcos M. A voix haute. Libres cahiers pour la psychanalyse 2001, 3, 65-73.