συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Σαμοθράκη
Έχετε ευχηθεί ποτέ να υπήρχε ένα χάπι που να μπορούσαν να το καταπιούν οι συγγραφείς και να έγραφαν καλύτερα βιβλία; Ε, λοιπόν, αυτό το χάπι υπάρχει- αλλά κυκλοφορεί σε μορφή βιβλίου και σε αντίθεση με τη στιφή γεύση που αφήνουν συνήθως τα φαρμακοπαρασκευάσματα, είναι 273 σελίδες απόλαυση.
Πρόκειται για το Κολυμπώντας στη Λιμνούλα Υπό Βροχή (Πατάκης, μετάφραση Ανδρέας Παππάς), του Αμερικανού George Saunders (Booker του το 2017 για το Λήθη και Λίνκολν – τίτλος πρωτότυπου Lincoln in the Bardo, στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίκαρος). Ο Saunders που διδάσκει για περισσότερο από 20 χρόνια στο τριετές πρόγραμμα δημιουργικής γραφής στο Πανεπιστήμοι Syracuse σε μια ομάδα 6 επίλεκτων,επίδοξων συγγραφέων, ξεκίνησε ως μεταλλειολόγος στο Κολοράντο και στράφηκε στη συγγραφή ένα καλοκαίρι, αφού διαβάζοντας τα Σταφύλια της Οργής παρατήρησε πόσο έμοιαζαν οι χαρακτήρες του Στάινμπεκ με τους συναδέλφους του, έναν πρώην κατάδικο που καυχιόταν για τις «ανωμαλίες» που έκανε με τη γυναίκα ου και έναν βετεράνο του Βιετνάμ και πόσο και ο ίδιος, άλλο ένα «κομμάτι και θρύψαλο του καπιταλισμού», ένιωθε κουρασμένος από τη ζωή. Όταν αργότερα ανακάλυψε και τους Ρώσους του 19ου αιώνα, κατάλαβε τι σημαίνει αυτό που διαβάζεις «να σε θέτει ενώπιον των ευθυνών σου»- και επειδή ως το καλό παιδί της Αμερικάνικης Λογοτεχνίας, θεωρεί πως η συγγραφή είναι πάνω απ’όλα μια πράξη γενναιοδωρίας, βρήκε το χρόνο (και το κουράγιο αφού δεν είχε ξαναγράψει ποτέ δοκίμιο και δεν ήξερε πως γίνεται μέχρι τότε) να καταγράψει τις σκέψεις του πάνω σε 7 διήγηματα 4 Ρώσων κλασσικών (Τσέχοφ, Γκόγκολ, Τολστόι,Τουργκένιεφ) που διδάσκει στις τάξεις του με μόνο κριτήριο το ότι τα αγαπάει πολύ.
Στο πρώτο διήγημα Στο Κάρο (Τσέχοφ)η ανάλυση πάει ανά σελίδα του διηγήματος, στη συνέχεια όμως οι ρυθμοί ανεβαίνουν και κάθε διήγημα συνοδεύεται από ασκήσεις. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με παραρτήματα ασκήσεων
Αν για κάποιο λόγο δεν μπορείτε να δαβάσετε το βιβλίο θα σας πω τα σημαντικότερα σημεία του για να μη νιώθετε μόνοι ενώ γράφετε ή διαβάζετε και να δείτε πως όσα σας απασχολούν, έχουν ταλανίσει και άλλους. Νομίζω ο Γκαίτε είπε πως ο βλάκας ρωτάει αυτά που οι σοφοί απάντησαν χρόνια πριν και δεν θα αρνηθώ πως συχνά νιώθω πως το είπε για εμένα συγκεκριμένα όταν κάνω ερωτήσεις σε συνεντεύξεις- αλά Γκαίτε, μάνα μου, εσύ δεν έζησες στην κοινωνία της υπερπληροφόρησης όπου είναι σχεδόν αδύνατον να ξεχωρίσεις το τι αξίζει (και επίσης, μια που ρώτησες, έχουμε άπλετο φως, όσο γουστάρουμε αλλά πλέον δεν κατανοούμε την τιμολόγηση του):
ΣΩΤΗΡΙΑ ΣΗΜΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ (S.O.S)
- Ορισμός καλού κειμένου μυθοπλασίας: Όταν διαβάζεις μια αράδα, να θες να διαβάσεις την επόμενη (από τον υπεύθυνο μυθοπλασίας του New Yorker, Bill Buford).
- Δομή: Ποιο ερώτημα γεννάται για τον αναγνώστη; Απαντιέται αλλά όχι προβλέψιμα;
- Μια ιστορία βαθαίνει και πλαταίνει για να γίνει διήγημα.
- Ο καλλιτέχνης αναλαμβάνει ευθύνη
- Το γράψιμο είναι μια πράξη γενναιοδωρίας.
Δεν σας δίνω άλλα S.O.S πάρτε διαβάστε το βιβλίο. Άντε να σας πω και για τον τίτλο. Στο διήγημα του Τσέχοφ Φραγκοστάφυλα, ένας εκ των τριών φίλων, ο Ιβάν Ιβάνιτς, βουτάει σε μια λιμνούλα και δώστου τις απλωτές και τα μακροβούτια ενώ βρέχει και οι δύο του φίλοι θέλουν να γυρίσουν στο σπίτι- έτσι είναι ο συγγραφέας: χαίρεται σαν χαζό παιδί χαρά γεμάτο, ανεξήγητα τουλάχιστον για τους υπόλοιπους, να κολυμπάει στη λιμνούλα με βροχή. Ή να πετάει πετραδάκια και οι παφλασμοί, ως μια μορφή επικοινωνίας, να φτάνουν στον αναγνώστη. Και μια λιμνούλα ακόμη- όταν ο 35χρονός Τσέχοφ επιτέλους επισκέφθηκε για πρώτη φορά τον 67χρονο Τολστόι στο αγρόκτημα του Yasnaya Polyana, τον πέτυχε σε έναν χωματόδρομο, ντυμένο σαν δουλοπάροικο και καθοδόν για μια βουτιά. Οι δύο συγγραφείς κατευθύνθηκαν στη λιμνούλα, τσιτσιδώθηκαν και κολύμπησαν συζητώντας για ώρες, λες και γνωριζόντουσαν από χρόνια.
Αν και δεν είμαι Τσέχοφ, ρώτησα τον Saunders όσα θα ήθελα απεγνωσμένα να ξέρω αν τύχαινε ποτέ να κολυμπούσουμε μαζί.
O Saunders μιλάει στον Αναγνώστη
Στο βιβλίο αναφέρετε πως όταν ένας συγγραφέας, βρίσκει τελικά τη φωνή του, πολλές φορές είναι μια απογοητευτική εμπειρία- δεν τον πάει εκεί ακριβώς όπου θα ήλπιζε. Σε αυτό προστίθονται οι ανάμικτες κριτικές, οι χαμηλές πωλήσεις βιβλίων, οι παραβλέψεις σε βραβεία. Πώς μπορούμε να συντηρήσουμε τη χαρά της συγγραφής;
Νομίζω πως πρέπει να συνεχίσουμε να γράφουμε για τους σωστούς λόγους, λαμβάνοντας υπόψη όσα προαναφέρατε. Προσωπικά, όταν το σκέφτομαι σωστά, το γράψιμο είναι διασκέδαση, πληρότητα του εαυτού, ανακάλυψη αληθειών που πίστευα χωρίς να ξέρω πως τις πιστεύω- απλά η χαρά της πράξης της δημιουργίας. Όλα τα υπόλοιπα είναι απλά… πάρεργα.
Αναφέρετε πως η συγγραφή είναι μια πράξη γενναιοδωρίας. Πιστεύετε πως οι τσιγγούνηδες, οι στριμένοι και οι νάρκισοι μπορούν να είναι καλοί συγγραφείς;
Φυσικά! Αν είναι γενναιόδωροι στην κακία τους, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ- αν είναι πλήρως ο εαυτός τους στις σελίδες ίσως αυτό το εκλάβουμε ως πράξη γενναιοδωρίας. Αν μια/ένας συγγραφέας προσπαθήσει να καταπνίξει το ποια στα αλήθεια είναι, ή ελέγχει ασφυκτικά το τι παρουσιάζει στην κάθε σελίδα, ο αναγνώστης θα μπορέσει να το νιώσει, και θα το εκλάβει ως κακό γράψιμο, νομίζω.
Οι καθιερωμένοι συγγραφείς πάσχουν συχνά από συγγραφική δυσκοιλιότητα- ίσως από τις προσδοκίες- όλων των άλλων αλλά και τις δικές τους; Έχετε να μας προτείνετε κανένα γιατρικό;
Υπάρχουν πολλά τέτοια προβλήματα και ο τρόπος να τα προσεγγίσουμε είναι: «Ναι, όντως έχω αυτό το πρόβλημα- πώς θα το ξεπεράσω όμως τώρα;». Όταν φοβάμαι να γράψω κάτι καινούργιο, απλά σκέφτομαι πως είναι τόσα πολλά αυτά που θέλω να γράψω και πως δεν θέλω να με καταστρέψω λόγω των φόβων μου. Δεν θέλω να έχω αυτό το πρόβλημα. Αυτός είναι ο τρόπος να επικαλεστείς το απαιτούμενο κουράγιο. Όπως όταν θες να ανοίξεις ένα εστιατόριο και πας στο μαγαζί να παραγγείλεις έπιπλα και εξοπλισμό και είναι ακριβά και φοβάσαι. Μπορείς ή να σταματήσεις εκεί (πάπαλα το όνειρο σου να ανοίξεις εστιατόριο) ή…. να συνεχίσεις. Ίσως πάρει μια στιγμή να μαζέψεις το θάρρος αλλά η εναλλακτική είναι χειρότερη: και είσαι φοβισμένος ΚΑΙ δεν έχεις εστιατόριο.😊
Αναφέρετε στο βιβλίο σας πόσο πολύ ο Τσέχοφ έτρεμε να ζήσει σε έναν κόσμο χωρίς τον (μεγαλύτερό του )Τολστόι- φόβος που ευτυχοδυστυχώς δεν επαληθεύτηκε γιατί πέθανε πρώτος. Είχε πάντως δίκιο, ο κόσμος είναι χάλια τώρα τελευταία. Εσείς έχετε δικό σας Τολστόι;
Ο Tobias Wolff είναι ο Τολστόι μου. Υπέροχος συγγραφέας, δυνατές ηθικές απόψεις, πάντα ευγενής. Όμως σχετικά με τον Τσέχοφ- νομίζω πως ο κόσμος, με ή χωρίς τον Τολστόι, είναι αρκετά δύσκολος. Αγαπάμε αυτούς τους συγγραφείς επειδή τους νιώθουμε σαν λατρεμένους φίλους, περπατάνε δίπλα μας, παρατηρούν πράγματα με αγάπη και ενδιαφέρον- που μας δίνουν έμπνευση να προσπαθήσουμε να κάνουμε το ίδιο και εμείς.
Είναι γνωστό πως ο Κερτ Βόνεγκατ πήγαινε περιπάτους τους φοιτητές του κατά τα μαθήματα δημιουργικής γραφής για να δουν ανθρώπους στο δρόμο και να τους έρθουν ιδέες και ξενέρωνε που δεν είχαν ιστορίες να διηγηθούν. Μπορούμε να έχουμε καλή μυθοπλασία χωρίς πλοκή;
Βεβαίως. Η «πλοκή» είναι μια λέξη που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε ένα μαγικό πράγμα (την αφήγηση) που δεν μπορεί να εξηγηθεί πλήρως. Η γνώμη μου είναι πως αν ο συγγραφέας αρχίσει να λέει την αλήθεια- ακόμη και αν αυτή η «αλήθεια» είναι μια απλή παρατήρηση για έναν άνθρωπο ή ένα πράγμα- η «πλοκή» θα αναστηθεί. Η «πλοκή» είναι απλά ένα μοτίβο ενδιαφέρουσων εξελίξεων. Αν γράψω «Κοντά στη βελανιδιά, ένας νεοσσός, που του έλειπε το αριστερό ποδαράκι, χοροπηδούσε νευρικά»- δεν θέλετε να μάθετε τι θα κάνει ο αφηγητής με αυτό; Αυτό είναι η πλοκή. Ιδιώς αν σας πω, πως ο αφηγητής έχει ήδη αργήσει για το δικαστήριο που θα καθορίσει αν θα έχει από κοινού την επιμέλεια του παιδιού του και ένα από τα παράπονα της πρώην γυναίκας του είναι πως αργεί για τα πάντα.
Γιατί μερικά βιβλία είναι κλασσικά και άλλα όχι;
Μακάρι να ήξερα! Νομίζω πως μερικά βιβλία μιλάνε για πράγματα αναλλοίωτα από την μια εποχή στην άλλη και τα αναζητάμε- ίσως για να βεβαιωθούμε πως η ζωή πάντα ήταν έτσι, ταυτόχρονα όμορφη και δύσκολη, ανεξαρτήτως των επιφάσεων.
Πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη!