Γενιά ΄30 : Το λογοτεχνικό δαιμόνιο απέναντι στη κρίση της νεωτερικότητας (του Μάνου Κουμή)

0
1068

 

 

του Μάνου Κουμή 

 

 Στον πολυετή και θορυβώδη διάλογο γύρω από τη φύση, τα όρια και τους σκοπούς της νεωτερικότητας, μια από τις σημαντικότερες συμβολές υπήρξε εκείνη του Κορνήλιου Καστοριάδη. Αν ο 18ος και ο 19ος αιώνας όρισε την νεωτερικότητα με βάση το βαθμό αυτοσυνείδησης των ιστορικών υποκειμένων και ο 20ος μέχρι και τον Χάμπερμας τόνισε το ανοιχτό και ημιτελές[i] πρόγραμμά της, ο Έλληνας φιλόσοφος επιχειρηματολόγησε για τη διττή της φύση[ii]: Στο βαθμό που οι κοινωνίες μάχονται για τη δημιουργία νόμων και θεσμών, την ίδια στιγμή καλούνται να δικαιολογήσουν και τη νομιμοποίηση τους. Οι κανόνες για να είναι δίκαιοι πρέπει να απορρίπτουν οποιαδήποτε εξωτερική επιβολή, συνδέοντας κατά αυτόν τον τρόπο την έννοια της αυτονομίας με αυτήν της κυριαρχίας. Πέρα, λοιπόν, από μονοδιάστατες νοηματοδοτήσεις – είτε ουτοπικές περί χειραφέτησης είτε δυστοπικές περί επιβολής – ο ενδεχομενικός χαρακτήρας της νεωτερικότητας πλαισιώνει κοινωνίες μέσα στις οποίες τα ιστορικά υποκείμενα μάχονται με αντικρουόμενες απόψεις για τον μετασχηματισμό δομών, θεσμών και κανόνων.[iii]

Λίγα χρόνια μετά την ομιλία του Κορνήλιου Καστοριάδη, που έμεινε γνωστή με τον τίτλο Η εποχή του γενικευμένου κομφορμισμού, στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 οι έννοιες της αυτονομίας αλλά και της κοινωνίας ως πεδίο αντιμαχόμενων δυναμικών αναδεικνύονται μέσα από το έργο ενός άλλου φιλοσόφου, του Γάλλου Πιερ Μπουρντιέ.[iv] Έτσι, ξεπερνώντας περιοριστικές θεωρίες περί βάσης και οικοδομήματος, ο Γάλλος φιλόσοφος επεξεργάζεται και αναλύει τη διττή φύση του καλλιτεχνικού πεδίου: από τη μία πλευρά, το καλλιτεχνικό έργο είναι εμπορικό προϊόν δεμένο με τους νόμους της αγοράς· από την άλλη, αποτελεί μια συμβολική μορφή που αντιστέκεται στους άτεγκτους νόμους της. Επιπρόσθετα, οι κοινωνίες είναι αποτέλεσμα διαπάλης και αγώνων, ενώ τα συστήματα ρυθμίσεών της δεν είναι μονάχα αποτέλεσμα ατομικής βούλησης ή απρόσωπων δομών, αλλά διαπλοκής και των δύο. Έτσι, οι καλλιτέχνες, οι ερασιτέχνες συνωμότες  όπως τους ήθελε ο  Walter Benjamin, καλούνται να μετατρέψουν το άυλο κεφάλαιο της κουλτούρας σε θέσεις κοινωνικού μετασχηματισμού.

Οι δύο παραπάνω θέσεις συνιστούν τους ομόκεντρους κύκλους μέσα στους οποίους αναπτύσσει την προβληματική της η ακαδημαϊκός Χριστίνα Ντουνιά γύρω από το πεδίο της λογοτεχνίας κατά τη δεύτερη μεσοπολεμική δεκαετία. Αν, βέβαια, το θεωρητικό εργαλείο του Πιερ Μπουρντιέ κατονομάζεται ρητά από τον υπότιτλο – όψεις του λογοτεχνικού πεδίου στη δεκαετία του ΄30 – ο ευφυής τίτλος, Αργοναύτες και Σύντροφοι, παραπέμπει στους ριζοσπαστικούς πειραματισμούς και τα ουτοπικά προτάγματα των μεσοπολεμικών κοινωνιών. Πέρα, λοιπόν, από την αγαπημένη θαλασσινή θεματική των μοντερνιστών, η Αργοναυτική εκστρατεία αλλά και οι περιπέτειες του Οδυσσέα φωτίζουν τα συλλογικά προτάγματα εκ δεξιών και εξ ευωνύμων του πολιτικού χάρτη. Δεν είναι τυχαίο ότι τα μισά κεφάλαια της μελέτης ασχολούνται ρητώς με την πολιτική και την ιδεολογία, ενώ στα υπόλοιπα, μέσω της αισθητικής, της κριτικής, αλλά και της συζήτησης γύρω από την αναζήτηση νέων αφηγηματικών τρόπων, η πολιτική και η ιδεολογία είναι εκείνες που διαπλέκουν υποδόρια τις ανθρώπινες ενέργειες και συμβάλλουν στον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων εξουσίας. Κατά αυτόν τον τρόπο ερμηνεύονται εναργώς οι κατά τα άλλα ετερόκλιτες και ανίερες συμμαχίες μεταξύ διαφορετικών προσωπικοτήτων της αβανγκάρντ: Η μπωντλαιρική έλξη του μπολσεβικισμού αλλά και η γενικευμένη επίθεση στις αστικές αξίες πριμοδοτούσε τη θεωρητική σκεύη  συντηρητικών αλλά και προοδευτικών, καθώς και τη μετακίνηση μεταξύ των δύο αυτών στρατοπέδων.[v]

Αποτελεί, λοιπόν, ψευδαίσθηση ότι το πεδίο της τέχνης δεν έχει σκοπούς και στόχους. Πριμοδοτώντας την μαρξιστική στην βάση της άποψη του Πιερ Μπουρντιέ που θέλει την τέχνη βαθιά ριζωμένη στον τόπο και τον χρόνο, η συγγραφέας αναδεικνύει τις διαμάχες των πρωταγωνιστών – και όχι μόνο – του μεσοπολέμου γύρω από την αναγνώριση, καθιέρωση αλλά και την επιβολή αισθητικών δογμάτων. Γιατί πέρα από το να εκφράζουν την εποχή τους, οι καλλιτέχνες πασχίζουν και να την ξεπεράσουν:  Το δαιμόνιο της λογοτεχνίας κινείται ελεύθερα από την ιστορία στο άτομο και από το άτομο στην εποχή· η κίνηση του εκκρεμούς του καλλιτεχνικού έργου πραγματοποιείται μεταξύ στιγμής και διάρκειας. Αυτή την εν πολλοίς παραγνωρισμένη κίνηση θα αναδείξει η ακαδημαϊκός, ρίχνοντας φως στις ατομικές και κοινωνικές διεργασίες για τη δημιουργία και την αυτονόμηση του λογοτεχνικού πεδίου.

Εμπλουτίζοντας παλαιότερες καινοτόμες μελέτες της η Χριστίνα Ντουνιά αναδεικνύει τον ρόλο των λογοτεχνικών περιοδικών που διαδραματίζουν ολοένα και πιο εναργή ρόλο στην καθιέρωση του επαγγέλματος του συγγραφέα.  Παράλληλα, με την ενδελεχή αρχειακή έρευνα η συγγραφέας θα αναδείξει το ρόλο της κριτικής που κερδίζει όλο και μεγαλύτερο έδαφος μέσα από τις στήλες του ημερήσιου και περιοδικού τύπου, συνηγορώντας στην καθιέρωση της λογοτεχνίας ως ενός ακόμα πεδίου όπου δοκιμάζονται αντικρουόμενες θεωρίες:  οι εκάστοτε λογοτεχνικοί διαγωνισμοί με απώτερο στόχο την περιγραφή και την ανάδειξη της βαθύτερης ουσίας της ελληνικότητας, ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός ή ακόμα και η μετέπειτα μεταξική λογοκρισία φωτίζουν τη βαθύτερη σχέση πολιτικής και λογοτεχνίας, και εν τέλει τον ρευστό χαρακτήρα της νεωτερικότητας.

Έτσι, η διαμάχη γύρω από τον γλωσσικό κανόνα ή για την βαθύτερη επίδραση του Καβάφη και του Καρυωτάκη πόρρω απέχει από το να είναι αθώα. Οι πρωταγωνιστές της δεκαετίας του ‘30 πλέον έχουν συνείδηση των συμβάσεων και των κανόνων που λειτουργούν εντός του συστήματος που δραστηριοποιούνται και συνειδητά μάχονται για να τους εδραιώσουν: Εύστοχα, λοιπόν, η συγγραφέας αποτυπώνει την εναγώνια προσπάθεια κριτικών να αναχαιτίσουν την βλαβερή επίδραση του καρυωτακισμού, να επιβάλλουν νέα πρότυπα τόσο καλλιτεχνικά όσο και πολιτικά, ή ακόμα να επαναξιολογήσουν το εθνικό ή συλλογικό φαντασιακό αισθητικοποιώντας το Αιγαίο. Κατά αυτό τον τρόπο, επιπλέον, αποκτά την ιδιαίτερη του σημασία το άγχος της διαδοχής ή ακόμη και το ξεπέρασμα του Παλαμικού προτύπου από τον Ρίτσο και τον Σεφέρη, αλλά και οι υπόγειες συνδέσεις του κλίματος της παρακμής με την αντιστασιακή λογοτεχνία ή και τον υπερρεαλισμό.

Έχοντας κατά νου τα παραπάνω, η χρονική συγκυρία της έκδοσης του έργου Αργοναύτες και Σύντροφοι είναι κομβικής σημασίας:   Σχεδόν ένα αιώνα μετά από μία ακόμη κρίση του εγχειρήματος της νεωτερικότητας η Χριστίνα Ντουνιά φωτίζει μια εποχή που τα ερωτήματα και τα διλήμματα παραμένουν τραγικά επίκαιρα. Ακόμα και αν οι ιστορικοί υπερθεματίζουν για το ξεπέρασμα της εθνικοσοσιαλιστικής/φυλετικής, της κομμουνιστικής ή και φιλελεύθερης ουτοπίας, φαίνεται πως οι ιδέες αρνούνται να ενταφιαστούν, γεγονός που προειδοποιεί ότι οι διαφορετικές πολιτικές, οι αξίες και οι ιδεολογίες «πρέπει να παίρνονται στα σοβαρά».[vi] Στη σημερινή μεταμοντέρνα συνθήκη, όπου το συλλογικό έχει εξαφανισθεί από το ατομικό, τα αισθητικά ρεύματα έχουν υποκατασταθεί από ένα ιδιότυπο δόγμα του σοκ και οι φυγόκεντρες καλλιτεχνικές τάσεις πριμοδοτούν την ατομική μακροημέρευση παρά τα συλλογικά προτάγματα, το ξαναζωντάνεμα μιας εποχής όπου δεν έχει συντελεστεί ακόμα η προδοσία των διανοουμένων χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Στο κλασικό πια ερώτημα του Μπαρτ, – Ιστορία ή Λογοτεχνία; – η συγγραφέας εύστοχα απαντά με τον συνδυασμό και των δύο. Όμως μονάχα με την βαθιά ενσυναίσθηση, την συμμετοχή στα κοινά και εντέλει την αγάπη για την λογοτεχνία είναι σε θέση ο κριτικός να αναστήσει μια ολόκληρη εποχή. Σύμφωνα με τον κριτικό George Steiner «η λογοτεχνική κριτική πρέπει να γεννιέται από ένα χρέος αγάπης»[vii]. Έτσι, η Χριστίνα Ντουνιά καταφέρνει να ορίσει τις συντεταγμένες του θαλάσσιου ταξιδιού που επιχείρησαν οι πρωταγωνιστές του μεσοπολέμου προς την ουτοπία. Όπως το ήθελε περίπου και ένας από του αγαπημένους συγγραφείς των επιφυλλίδων και των λογοτεχνικών περιοδικών του μεσοπολέμου – ο Oscar Wilde – ο χάρτης που δεν περιλαμβάνει την Ουτοπία δεν αξίζει ούτε και να τον κοιτάς.

 

 

 

Σημειώσεις

[i] Jurgen Habermas, Ο φιλοσοφικός λόγος της νεωτερικότητας, μετάφραση: Λ. Αναγνώστου – Α. Καραστάθη, Αλεξάνδρεια, 1993.

[ii] Κορνήλιος Καστοριάδης, «Η εποχή του γενικευμένου κομφορμισμού» στο Ο θρυμματισμένος κόσμος, μετάφραση: Ζ. Σαρίκας, . Σπαντιδάκης, Ύψιλον/Βιβλία, 1992 σσ. 11-25.

[iii] Βασίλης Α. Μπογιατζής, Μετέωρος μοντερνισμός. Τεχνολογία, Ιδεολογία της επιστήμης και πολιτική στην Ελλάδα του μεσοπολέμου ( 1922 – 1940 ), Ευρασία, 2012.

[iv] Pierre Bourdieu, Οι κανόνες της τέχνης. Γένεση και δομή του λογοτεχνικού πεδίου, πρόλογος: Παναγιωτόπουλος Νίκος, μετάφραση: Γιαννοπούλου Έφη, επιμέλεια: Ανδρέου Ιωάννα, Πατάκης, 1992.

 [v] Ζέεβ Στέρνχελ, Η φασιστική ιδεολογία, μετάφραση:  Σωτήρης Γιαννέλης, Έξοδος, 2021.

[vi] Mark Mazower, Σκοτεινή ήπειρος. Ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας, μετάφραση:  Κώστας Κουρεμένος, Αλεξάνδρεια, 2013, σ.16.

[vii] Τζωρτζ Σταϊνερ, Τολστοϊ ή Ντοστογιέφσκι. Δοκίμιο παλαιάς κριτικής,  μετάφραση Κώστας Σπαθαράκης, Αντίποδες, 2015, σ. 23.

 

 

Χριστίνα Ντουνιά, Αργοναύτες και Σύντροφοι. Όψεις του λογοτεχνικού πεδίου στη δεκαετία του ‘30, Εστία, 2021.

Βρες το εδώ

Προηγούμενο άρθροΠέραν των ειωθότων (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)
Επόμενο άρθροΗ γιαγια Φωτεινή και το 1922 (της Γεωργίας Κακούρου-Χρόνη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ