Γειά σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά (μνήμες της Γωγώς Ανδρικοπούλου)

0
430

 

μνήμες της Γωγώς Ανδρικοπούλου (*)

 

 

 

από το εργοστάσιο της «A.Π.Κ.Ο.» στο Μοσχάτο

στην εταιρία «Αφοί  Παπάζογλου» στο κέντρο της Αθήνας-

 

Η πρώτη δουλειά που έπιασα, αρχές του 1962, ήταν σε ένα στενάκι της οδού Αιόλου, σε μια μικρή βιοτεχνία ανδρικών ρούχων. Εκεί σιδέρωνα όλη μέρα πουκάμισα. Ήμουν δεκάξι χρονών και δεν είχα ιδέα από τη δουλειά αυτή. Όμως είπα «Δεν πειράζει, θα μάθω». Κι έμαθα. Κάθε πρωί πήγαινα και το απόγευμα γύριζα στο σπίτι μας, στον Βοτανικό, όπου έμενα με τα τρία μικρότερα αδέρφια μου. Εκεί έκανα τη μαγειρική, την καθαριότητα και το πλύσιμο των ρούχων (στο χέρι).

Όλα τα αδέρφια δουλεύαμε. Ο Νίκος, ο Ανδρέας και ο Αντώνης πήγαιναν το πρωί και το απόγευμα στη δουλειά, και το βράδυ στο σχολείο το νυχτερινό. Άλλωστε γι’ αυτό τα είχε στείλει η μάνα μας από την Αμαλιάδα στην Αθήνα, για να τελειώσουν εδώ το σχολείο και μετά να σπουδάσουν, όπως έκαναν με τα αγόρια εκείνη την εποχή. Εγώ το πρωί πήγαινα στη δουλειά και το μεσημέρι ξεκινούσα όλες τις άλλες δουλειές του σπιτιού, που είχαν ανάγκη τέσσερις άνθρωποι. Για μένα χρόνος για σχολείο (από το οποίο με σταμάτησαν στην τρίτη τάξη του γυμνασίου, για να ανέβω στην Αθήνα και να φροντίσω τα αδέρφια μου) δεν υπήρχε. Έτσι το σχολείο άρχισε να φεύγει οριστικά από το μυαλό μου και άλλες σκοτούρες κι έγνοιες με παράσερναν στη ζωή.

Για διάφορους λόγους άλλαζα συνεχώς δουλειές. Από τα πουκάμισα στα εσώρουχα. Από τα εσώρουχα στα γυαλικά. Από τα γυαλικά στο εργοστάσιο. «Θες να πας στην Α.Π.Κ.Ο., ένα εργοστάσιο που φτιάχνει πλαστικά στο Μοσχάτο;» μου λέει το βράδυ ο κυρ-Αλέκος, όταν πέρασα από το μαγαζί του και του είπα πως είμαι πάλι χωρίς δουλειά. Και πήγα.

Το εργοστάσιο της Α.Π.Κ.Ο., που θα ήταν περί τα δυο χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα, ήταν γεμάτο με πρέσες και μηχανήματα για να φτιάχνονται διάφορα είδη με βάση το πλαστικό – σκάφες, λεκάνες, ολόκληρο το εσωτερικό μέρος των ψυγείων (οι θάλαμοι και οι πόρτες), καθώς επίσης πλαστικά ποτήρια και κεσεδάκια για το γιαούρτι. Ήμασταν όλοι με τις βάρδιες. Οκτακόσια; Χίλια άτομα ήμασταν; Δεν μπορώ να υπολογίσω, έτσι που μπαίναμε και αμπαρωνόμασταν στις σιδερένιες πόρτες του εργοστασίου από τις έξι το πρωί έως τις δυο το μεσημέρι όταν ήμασταν πρωϊνοί, και από τις δυο το μεσημέρι έως τις δέκα το βράδυ όταν ήμασταν απογευματινοί. Τις νυχτερινές βάρδιες, δηλαδή από τις δέκα το βράδυ έως τις έξι το πρωί,  τις είχαν μόνο για τους άνδρες και όχι για τις γυναίκες – άλλο ξεθέωμα αυτό. Για να μπορώ να είμαι στις έξι το πρωί στο εργοστάσιο ξυπνούσα στις τεσσερισήμιση. Τα αγόρια κοιμόντουσαν κι εγώ αναγκαστικά άναβα το φως μες στα μάτια τους για να φτιάξω τις φέτες τους και για να ετοιμαστώ, κοριτσάκι ήμουν να μην περιποιηθώ και λίγο τον εαυτό μου;

Αμέτρητα παιδιά, κορίτσια και αγόρια, και αμέτρητοι μεγάλοι, γυναίκες και άνδρες, πασχίζαμε, πότε σκυμμένοι στις μηχανές να μαζεύουμε με μεγάλη ταχύτητα (προτού η μηχανή προφτάσει να ξεράσει τα άλλα και μας πνίξουν) τα ποτήρια, τα πλαστικά και τα κεσεδάκια και να τα κάνουμε πακέτα των εκατό τεμαχίων, και πότε κουβαλώντας κιβώτια και δέματα στην πλάτη, να βγάλουμε το μεροκάματο. Κάθε τρεις και λίγο ερχόταν και το αφεντικό, ο κος Τομ, ένας κοντός και αδύνατος Αμερικάνος με χονδρά μυωπικά γυαλιά και πολλά νευρικά τικ, για να επιθεωρήσει το εργοστάσιο και να ελέγξει την παραγωγή. Η επίσκεψή του αυτή μας τρόμαζε όλους από τις ερωτήσεις που μας έκανε και από την αγωνία μήπως δεν κάνουμε καλά τη δουλειά μας και αύριο βρεθούμε χωρίς αυτήν.

Δουλεύαμε ασταμάτητα μέσα στον ορυμαγδό από τις τεράστιες ψυχρές μηχανές και πρέσες. Αμάσητους ήθελαν να μας καταπιούν. Τη μια έλιωναν τον αντίχειρα του ενός, την άλλη τον δείχτη του άλλου, πολλές φορές και ολόκληρο το χέρι του εργάτη. Το άρπαζαν με τις σιδερένιες δαγκάνες τους και τότε, μόνο τότε, πατούσαν πανικόβλητα τα αφεντικά τον μαύρο μοχλό να σταματήσει η μηχανή, γιατί αλίμονο αν κι άλλος άνθρωπος έμενε ανάπηρος. Το δηλητηριασμένο αέριο από το λιωμένο πλαστικό και την πολυστερίνη που έκαιγαν όλη μέρα τους είχε ανησυχήσει λιγάκι για την υγεία μας και μας πρόσφεραν δωρεάν ένα μπουκάλι γάλα ή ένα κεσεδάκι γιαούρτι. «Ό,τι θέλει ο καθένας» έλεγαν «δε βαριέσαι, βρε αδερφέ».

Για ωτοασπίδες όμως σιγή ιχθύος. Ο αδιάκοπος θόρυβος από τις μηχανές μάς τρέλαινε. Ένας τρομερός βρυχηθμός καταρράκτη ακουγόταν συνέχεια, που μας υποχρέωνε να συνεννοούμαστε μόνο με χειρονομίες και με νεύματα. Το χειρότερο ήταν ότι κυκλοφορούσαμε όλοι χωρίς ωτοασπίδες (ένα κακό που δεν θα ξεχάσω ποτέ, για τον λόγο ότι το ζω καθημερινά, με την βαρηκοΐα που εμφανίστηκε αργότερα ως απότοκος και που με βασανίζει όλη μου τη ζωή).

Δεν με έθλιβε όμως αυτή η πραγματικότητα, δεν με έθλιβε, όχι. Μικρό κοριτσάκι ήμουν, όλο γέλιο και χαρά. Ένα τρισχαριτωμένο πλασματάκι, που μου φαινόταν πως φάνταζα σαν ηλιαχτίδα μέσα στον θολό από το γκάζι ουρανό, κι αγέρωχη πηγαινοερχόμουν από τον Βοτανικό στο Μοσχάτο κι αντίστροφα. Κάθε μέρα, μέσα στο υγρό και αχνό σκοτάδι του χαράματος, προσπαθούσα από μακριά να διακρίνω τον αριθμό του λεωφορείου που θα με πήγαινε στο Μοσχάτο, ενώ πολλές φορές η βροχή και ο αέρας χτυπούσαν ανελέητα το νεανικό μου κορμί.

Στην παραγωγή του εργοστασίου δούλεψα περίπου έναν χρόνο, ώσπου κάποιος κύριος ονόματι Σακκάς με ξεχώρισε από τη μάζα των εργατριών και με έστειλε να δουλέψω στο λογιστήριο – δηλαδή σε περιβάλλον εντελώς διαφορετικό, ανθρώπινο. Μέχρι και διακοσμητικά φυτά είχαν τοποθετήσει γύρω –γύρω, ενώ στη μέση ένας μεγάλος κήπος με γκαζόν και λουλούδια χώριζε το εμπορικό τμήμα από το λογιστήριο και τη μηχανογράφηση, δίνοντας την ευκαιρία στους υπαλλήλους που εργάζονταν εκεί να τα κοιτούν και να ξεκουράζονται. Για κακή μου όμως τύχη δεν έμεινα πολύ εκεί, αφού δεν μπόρεσα να συνεργαστώ καλά με την κα Κόσκου, μια χοντροκομμένη κυρία στη μορφή και τους τρόπους, που έκοβε τις εντολές για τις παραγγελίες των πελατών, και κλαίγοντας ζήτησα να φύγω.

Και δεύτερη ευμενή, για τα δεδομένα του εργοστασίου, μεταχείριση είχα τώρα από τον προσωπάρχη, τον Μπατσιάκο, που με έστειλε στην αποθήκη, όπου έμεινα άλλα τρία χρόνια, από τα τέσσερα που δούλεψα συνολικά στο εργοστάσιο.

Σιγά – σιγά άρχισε να φεύγει από πάνω μου το πολύ εύθραυστο του κορμιού μου και ό,τι άλλο παιδικό είχα, και γινόμουν μια δυνατή και ανθεκτική κοπέλα, ενώ ταυτόχρονα διαγραφόταν πιο καθαρά και ο χαρακτήρας μου. Ένα – ένα ξεπρόβαλαν τα ιδιαίτερά μου γνωρίσματα, όπως της δύναμης της θέλησης, του θάρρους και του πείσματος που είχα για την εργασία και τη δημιουργία.

Οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια περνούσαν κι εμείς τρέχαμε αδιάκοπα, τρέχαμε να προλάβουμε τη γνώση, την πρόοδο, τη ζωή. Δουλεύαμε και προχωρούσαμε. Προχωρούσαμε μπροστά, βήμα με βήμα, ψυχή με ψυχή. Με βήματα μικρά, μα σταθερά, αταλάντευτα, δίχως κλυδωνισμούς. Ο καθένας μας ξεχωριστά με τις υποχρεώσεις του και με την κούρασή του. Ο δικός μου ρόλος ήταν πολύπλευρος, πολύπλευρος κι εξουθενωτικός. Ήμουν η μάνα για τα παιδιά, ήμουν και η αδερφή. Ήμουν η εργαζόμενη και ταυτόχρονα ήμουν και η κοπελίτσα που είχε ανάγκη να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Να χαρεί και να γελάσει, ακόμη και να κλάψει με κάτι δικό της προσωπικό. Είχαμε όμως τα νιάτα, αυτά που όλα τα απλοποιούν και τα διασκεδάζουν, αυτά που ξέρουν να πολεμούν δίχως να λαβώνονται.

Ο Νίκος όμως είχε μεγάλο καημό με μένα. Δεν άντεχε άλλο να βλέπει την αδερφή του να πηγαινοέρχεται με αυτό το ωράριο στο εργοστάσιο. Βλέπεις ήταν και αυτή η λαχαναγορά στο Γκάζι, που έπρεπε κάθε πρωί στις πέντε η ώρα να τη διασχίζω για να βγω στην Πειραιώς και να πάρω το λεωφορείο. Οι μανάβηδες πέφτανε πάνω μου ο ένας κατόπιν του άλλου να με φάνε ζωντανή. Και τι δεν άκουγα από το στόμα τους. Πότε με πείραζαν με γλυκόλογα όπως «ζαχαροπλάστης θα ήταν ο μπαμπάς σου, δεν θέλει ρώτημα» και πότε με χυδαίες χειρονομίες και αισχρόλογα.

Ώσπου κάποια μέρα άκουσε ότι στην εταιρία Παπάζογλου, όπου δούλευε στο εργαστήριο, ζητούσαν τηλεφωνήτρια για το τηλεφωνικό κέντρο. Η εταιρία αυτή βρισκόταν κοντά στην Πλατεία Κλαυθμώνος κι εμπορευόταν ηλεκτρικές συσκευές, και ήταν από τις καλύτερες της εποχής. Την είχαν δυο αδέρφια: ο κος Μισέλ, που ήταν υπεύθυνος για το εμπορικό τμήμα (αγορές – πωλήσεις) στην οδό Δραγατσανίου, και ο κος Γιάννης, που ήταν υπεύθυνος για την καλή λειτουργία του λογιστηρίου, στην οδό Πεσμαζόγλου αριθμός 8. Ο Νίκος άδραξε την ευκαιρία και κινήθηκε αστραπιαία. Έτρεξε, αμέσως μόλις το έμαθε, από το υπόγειο που ήταν το εργαστήριο στον πρώτο όροφο που ήταν το γραφείο του κου Μισέλ και του μίλησε για μένα. «Να έρθει να τη δούμε» εκείνος του απάντησε.

Ήταν μήνας Μάιος. Άνοιξη τρελή. Πριν από λίγες ημέρες είχαμε γιορτάσει το Πάσχα. Ο Βοτανικός μοσχοβολούσε από αγιόκλημα και γιασεμί. Η καρδιά μου χόρευε και το σώμα μου πετούσε. Ήμουν είκοσι χρονών, δεν ήταν μικρό πράγμα. «Αύριο το πρωί» μου λέει ο Νίκος αποβραδίς «θα πας στην Πεσμαζόγλου 8 να σε δει ο κος Γιάννης Παπάζογλου, που είναι υπεύθυνος για τις προσλήψεις, μήπως και σε πάρουν τηλεφωνήτρια».

Ξημέρωσε η επόμενη κι εγώ δεν πήγα στο εργοστάσιο, παρά φόρεσα τα καλά μου ρούχα, που είχα αγοράσει για το Πάσχα, δηλαδή ένα ροζ παλ ταγιεράκι με ανεπαίσθητα άσπρα τετραγωνάκια, άσπρο πουκάμισο, μπεζ καστόρινα γοβάκια με ασορτί τσάντα – και να σου μια σωστή κομψή δεσποινιδούλα! Γυαλιζόμουν και ξαναγυαλιζόμουν πριν φύγω στον ολόσωμο καθρέφτη της φθηνής ντουλάπας, που είχαμε πάρει από το Μοναστηράκι, και μονολογούσα φωναχτά: «Είμαι όμορφη. Δεν είμαι; Σωστή κουκλίτσα».

Στο λογιστήριο της εταιρίας Παπάζογλου με υποδέχθηκε η γραμματέας του κα Όλγα. Μια κοντή και πεταχτή νοστιμούλα γυναίκα γύρω στα σαράντα. Δίπλα μου στεκόταν ο αδερφός μου ο Αντώνης, όλο καμάρι για μένα, κι έκανε τις συστάσεις. Ο συγκεκριμένος χώρος ήταν ο προθάλαμος του λογιστηρίου και όλοι οι υπάλληλοι αναγκαστικά περνούσαν από εκεί, προκειμένου να κάνουν κάποια δουλειά αλλού. Με το ψου-ψου μεταξύ τους έμαθαν ότι έξω είναι η αδερφή του Αντώνη και με το πρόσχημα ότι έχουν κάποια δουλειά έβγαιναν ένας-ένας για να με δουν. Βρισκόμουν σε υπερένταση, ιδιαιτέρως από την επιμονή ενός νεαρού, που καθόταν στο απέναντι γραφείο, να με καρφώνει με τα μάτια. Μία κοιτούσε τα χαρτιά του, δέκα εμένα.

Ώσπου κάποια στιγμή ακούω να βγαίνει μια αντρική φωνή από ένα μικρό μηχανηματάκι που ήταν επάνω στο γραφείο της κας Όλγας και να λέει «Κα Όλγα, να περάσει η δεσποινίς Ανδρικοπούλου». Ο κος Γιάννης με υποδέχθηκε με την σοβαρότητα που ταιριάζει σε κάθε αφεντικό, ενώ ταυτόχρονα με την εμφάνιση και την συμπεριφορά του έδειχνε και την αγωγή του. «Θα σας υπαγορεύσω» μου λέει «να γράψετε ένα κείμενο». Πήρε στα χέρια του τη Ναυτεμπορική εφημερίδα και αρχίζει να μου διαβάζει. Ήξερα ότι έγραφα όμορφα, δεν ήξερα όμως και πόσο σωστά από ορθογραφικής απόψεως ήταν γραμμένα. Γι’ αυτό όταν τελείωσα και του το έδωσα να το διαβάσει, του είπα με προσποιητή άνεση «Σας παρακαλώ να με κρίνετε επιεικώς γιατί έχω λίγο τρακ». Τελείωσε το κείμενο και φάνηκε να το εγκρίνει. «Πήγαινε τώρα» μου λέει «και στον αδελφό μου στην Δραγατσανίου να σε δει και αυτός».

Μια ξύλινη στενή στριφογυριστή σκάλα του πρώτου ορόφου θυμάμαι ότι ανέβηκα και βρέθηκα στο γραφείο του κου Μισέλ, που είχε την πόρτα ανοιχτή και καθόταν στο γραφείο του. «Καλημέρα σας» λέω κατ’ ευθείαν σε ένα ευτραφή κύριο με χονδρό στρογγυλό πρόσωπο γεμάτο καντήλες. «Είμαι η αδερφή του Αντώνη» συνέχισα. «Α» λέει αυτός. «Δεν μου λες παιδάκι μου, κουνέλα ήταν η μάνα σου;» συνέχισε και ξέσπασε σε γέλια. «Μάλλον θα με πάρουν» συλλογίστηκα, από τη οικειότητα και ζεστασιά που με περιέβαλαν.

Κι έτσι έγινε. Ήταν ένα απόγευμα, που είπαν το ναι και που είχα πάει κι εγώ εκεί. Ο Νίκος κόντευε να τρελαθεί από την χαρά του, αλλά ήταν πάντα συγκρατημένος με μένα, μη τυχόν και πάρω θάρρος. Ήθελε να κάνει κάτι για να γιορτάσει τη στιγμή και μου λέει αυθόρμητα «Πάμε σινεμά;» κι ας μην είχε πολλά λεφτά. «Όχι» του λέω εγώ, που ήξερα την πραγματικότητα. «Πρέπει να πάμε στο σπίτι στα παιδιά». «Τότε» συνέχισε «ας πάρω ένα μικρό ελληνοαγγλικό λεξικό για να θυμάμαι την ημέρα». Σταμάτησε σε ένα βιβλιοπωλείο που ήταν απέναντι από το σινεμά «RIVOLI», πήρε ένα λεξικό μικρό όσο η παλάμη ενός μικρού παιδιού και ήταν πανευτυχής (κοίτα λοιπόν πόσους τρόπους έκφρασης έχει η χαρά ενός ανθρώπου, που βρίσκεται σε οικονομική δυσκολία και ανάγκη).

Στις 12/5/1966 το κεφάλαιο Α.Π.Κ.Ο. και ό,τι άσχημο και ωραίο αυτό περιείχε πήρε τέλος. Τώρα ξυπνούσα στις 7.30 για να είμαι στις 8.30 στο γραφείο. Το τηλεφωνικό κέντρο βρισκόταν στην αρχή της εισόδου της εταιρίας, όπου πίσω ακολουθούσε ένας μακρύς διάδρομος. Από εκεί συνέδεα τις τηλεφωνικές κλήσεις προς τους υπαλλήλους και έδινα και τις πληροφορίες στους πελάτες που έρχονταν. Ήταν ένα μεγάλο κουτί γεμάτο χρωματιστά πλήκτρα που, μέχρι να μάθω στην αρχή πώς λειτουργεί, όταν χτυπούσε όλο πεταγόμουν. Ο Αντώνης, που δούλευε στο δίπλα ακριβώς γραφείο, όταν το άκουγε να χτυπάει έτρεχε αμέσως να απαντήσει αυτός για να με βγάλει από τη δύσκολη θέση. Με άνεση τρομερή πατούσε  τακ-τακ-τακ τα κουμπάκια, ενώ ταυτόχρονα έλεγε «εταιρία Παπάζογλου» – και η δουλειά τελείωνε.

Η ζωή μου είχε τώρα αλλάξει ριζικά. Τέρμα οι βάρδιες και οι μηχανές. Τέρμα τα χαρτοκιβώτια και τα πλαστικά. Δεν χρειάζονταν αυτά, τώρα είχα μόνο με χαρτιά να κάνω. Τώρα ήμουν η δεσποινίς Γωγώ με τακουνάκι και μολύβι. Ήμουν υπάλληλος γραφείου που πληρωνόμουν με τον μήνα και όχι η εργάτρια του μεροκάματου. Όπως και να είχε όμως, στο λογιστήριο προς το παρόν δεν χωρούσα. H καρδιά μου –αχ αυτή η καρδιά!– ήταν εκεί στο εργοστάσιο και συνέχεια σκεπτόμουν τους εργάτες. «Τι να κάνουν τώρα;» σκεπτόμουν και πονούσα. Πονούσα τα κορίτσια, τα αγόρια, τους μεσήλικες και τους γέρους. Μήπως έκοψε πάλι κανένας το χέρι του ή μήπως το έλιωσε ολόκληρο;

Στο γραφείο έπρεπε να είμαι πιο ευπαρουσίαστη και η εμφάνισή μου γενικώς πιο προσεγμένη. Με κάτι φραγκάκια που είχα πήγα μέσα στην κρεαταγορά, στα Χαυτεία, που σε ένα διαμέρισμα του πρώτου ορόφου πουλούσαν μεταχειρισμένα αμερικάνικα ρούχα πολύ φθηνά και πολύ γουστόζικα. Από την Σταδίου 41, που ήταν ένα άλλο μαγαζί με φθηνά ρούχα, πήρα ένα καινούργιο άσπρο φορεματάκι με πράσινα λουλουδάκια. Τι όμορφο που ήταν! Όταν τα πρωτοφόρεσα άλλαξα ως δια μαγείας και άρχισα να πιστεύω  περισσότερο στον εαυτό μου. Αυτό το φορεματάκι φόρεσα και πήγα ένα μεσημέρι, όταν τελείωσα τη δουλειά μου από το λογιστήριο, στο εργοστάσιο για να τους δω όλους.

«Ωωωω!» φώναξαν σαν τρελοί από τη χαρά τους, σαν με είδαν ξαφνικά μπροστά τους. Μαζεύτηκαν γύρω μου σαν το μελίσσι και με ρωτούσε ο καθένας από κάτι. «Πώς άλλαξες!» μου πετούσε ο ένας από εδώ. «Πώς ομόρφυνες!» μου πετούσε ο άλλος από εκεί. Από το βάθος του εργοστασίου νάτος κι έρχεται τρεχάτος ο μικρός Δημήτρης και πέφτει με δύναμη στην αγκαλιά μου. Ένα παιδάκι ήταν μόνο, με προβληματικό μυαλουδάκι, που με είχε ερωτευτεί και στο άκουσμα του ονόματός μου έλιωνε. Κάθε πρωί, θυμάμαι, που ο καθένας πήγαινε στο δικό του πόστο, αυτός ερχόταν στην αποθήκη για να μου δώσει λουλούδια. Ήξερε ότι τα αγαπούσα και αψηφούσε τα πάντα προκειμένου να μου βρει λίγα. «Πού τα βρίσκεις, βρε Δημήτρη, αυτά τα λουλούδια;» τον ρωτούσα με θαυμασμό. «Σκαρφαλώνω όπου βρω!» μου απαντούσε, παίρνοντας ύφος γίγαντα. «Πότε σε φράχτες και κάγκελα, πότε σε παρτέρια και παράθυρα – κι ας τσιρίζουν οι νοικοκυρές που ξεριζώνω τις βιολέτες και τα τριαντάφυλλά τους». Πώς λοιπόν να μην αγαπάω κι εγώ τον δεκατετράχρονο Δημήτρη, που σπάραζε η αγνή καρδιά του για μένα, χωρίς να ζητάει τίποτα;

Από την παραγωγή φάνηκε να έρχεται με βήματα αργά ο Πέτρος. Όταν με είδε έξαφνα μπροστά του, έμεινε στήλη άλατος. Ήταν γύρω στα σαράντα, απόμακρος και αμίλητος· λεγόταν ότι είχε σαλέψει από το πολύ διάβασμα. Η μόνη που τον πλησίαζε και του μιλούσε ήμουν εγώ και, τι περίεργο, με ερωτεύτηκε κι αυτός. «Μα καλά, θα με ερωτευτεί και κανένας της προκοπής;» αναρωτιόμουν. Όσες φορές με ξεμονάχιαζε, μόνο για βιβλία και ιστορία μου μιλούσε. Την ημέρα που ήξερε ότι θα φύγω είχε φέρει μαζί του ένα βιβλίο. «Τα Άγουρα Χρόνια» λεγόταν, και μου το χάρισε (το οποίο έχω ακόμα στην αποθήκη του σπιτιού μου). «Για να με θυμάσαι» είπε μόνο, ενώ τα μάτια του γυάλιζαν από τη συγκίνηση.

Η ώρα πέρασε κι έπρεπε να φύγω από το εργοστάσιο, να φύγω για πάντα. «Γειά σας, γειά σας!» φώναζα σε όλους με σπασμένη φωνή, καθώς διαισθανόμουν ότι δεν θα τους ξαναδώ. «Καλή σας τύχη!», μέχρι που η βαριά καγκελόπορτα έκλεισε πίσω μου με θόρυβο. Πήρα λυπημένη το δρόμο για τη στάση, σιγοψιθυρίζοντας το «Γειά σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά!» του Βασίλη Τσιτσάνη. Το τραγούδι που εκφράζει τόσο εύγλωττα τον καημό και τα βάσανα αυτών των ανθρώπων, σε όλη την οικουμένη.

 

(*) το κείμενο επιμελήθηκε η κόρη της Ροζίτα Σπινάσα

Προηγούμενο άρθροΝικόλας Σάπο
Επόμενο άρθρο Γιάννης Ευσταθιάδης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ