Γαλλική ερωτική τολμηρη ποίηση σε μετάφραση του Ο. (της    Χρύσας Σπυροπούλου)

0
36721

 

                 

της  Χρύσας Σπυροπούλου

 

Ο μεταφραστής Ο.  επέλεξε να αποδώσει στη γλώσσα μας ποιήματα γνωστών και λιγότερο γνωστών Γάλλων ποιητών,  από αυτό το ποιητικό είδος που άνθισε στη Γαλλία, και μαρτυρεί ότι η ερωτική απόλαυση σημαίνει πολλά για τους Γάλλους. Με την ερωτική ποίηση ασχολήθηκαν, άλλωστε, σπουδαίοι ποιητές, όπως οι Marot, Regnier, Mallarme, Gautier και άλλοι.

Το είδος αυτό γοήτευσε και ποιητές άλλων χωρών, όπως τον Σαίξπηρ, ο οποίος σε ορισμένα ερωτικά σονέτα του, για τα οποία λέγεται ότι απευθύνονται σε έφηβο, λόγω της ασάφειας που τα χαρακτηρίζει, χρησιμοποιεί ιδιαιτέρως συναισθηματικό λόγο, χωρίς όμως να επιλέγει λέξεις τολμηρές και «άσεμνες». Ενδεικτικά επιλέγεται ένα από αυτά, σε μετάφραση του Δ. Καψάλη, εκδόσεις Άγρα, για να φανεί και η διαφορά με την Γαλλική ποίηση:

 Μοιάζει χειμώνας ο καιρός που έχω φύγει

και τη χαρά του χρόνου έχασα, εσένα·

πόσο σκοτάδι έχω νιώσει, πόσα ρίγη, πόσο Δεκέμβρη

σε τοπία ερημωμένα.

 

Κι ήταν ο απόδημος ο χρόνος καλοκαίρι,

μεστό φθινόπωρο μέσα στο γέννημά του,

που όλο της άνοιξης το λάγνο βάρος φέρει,

σαν μήτρα πλήρης μες στο πένθος του θανάτου.

 

Τόση πληθώρα, αποκύημα της λύπης ήταν για μένα,

και καρπός χωρίς πατέρα·

το καλοκαίρι ξέρει εσένα, κι όταν λείπεις

όλα σωπαίνουν τα πουλιά στον άδειο αέρα.

 

Κι αν κελαηδήσουν, λένε πένθιμο κανόνα,

κι ωχρούν τα φύλλα με το φόβο του χειμώνα.  (Σονέτο 97)

Η ερωτική ποίηση διαφέρει από αυτήν που ασχολείται με τον ρομαντικό έρωτα, μιας και στην πρώτη κυριαρχούν η τόλμη στη χρήση της γλώσσας, και οι περιγραφές που παραπέμπουν στον σαρκικό έρωτα. Οι Γάλλοι ποιητές παίζουν με τις λέξεις, αφηγούνται με χάρη, ακόμα  και με κομψότητα, παρ’ όλη την υπερβολή και τις αισθησιακές ζουμερές στιγμές που περιγράφουν, ιδιωτικές στιγμές ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα, αλλά και σε άτομα του ίδιου φύλου, εν προκειμένω γυναίκες. Με πόση άνεση και ζωντάνια η μικρή υπηρετριούλα μιλάει για τις χάρες της και τις επιτυχίες της στους άντρες ή αλλού ο «αφηγητής» οικτίρει τις δυο κοπέλες που δεν απολαμβάνουν τον έρωτα με τους κυρίους. Ή σε άλλο ποίημα, η κυρία απολαμβάνει τον έρωτα με τον υπηρέτη φορώντας τις γόβες που τις χάρισε ο σύζυγος, ο οποίος δεν παίρνει είδηση για το τι συμβαίνει στο ίδιο του σπίτι (Grecourt,1683-1743, Οι γόβες). Μέσα σε 16 στίχους, με μέτρο και μουσικότητα, αποδίδεται μια ολόκληρη ιστορία, που φέρνει στο νου διηγήματα με ανάλογα θέματα του Ιταλού συγγραφέα Τζιοβάνι Βέργκα.

Τα περισσότερα ποιήματα έχουν αστείο τόνο και σε κάποια ο «αφηγητής» γίνεται δηκτικός με την υποκρισία. Πάντως, αυτό που παρατηρείται είναι η απόλυτη ελευθερία στο λόγο, η οποία αντανακλά την απόλυτη ελευθερία στο κυνήγι της ηδονής. Η σεμνοτυφία, οι κοινωνικές δεσμεύσεις και οι κανόνες υποχωρούν για να δώσουν χώρο στην απόλαυση και το ξεφάντωμα.

Σε σημείωμά του ο μεταφραστής, ο Ο, τονίζει ότι η επιλογή των ποιημάτων έγινε με κάποια κριτήρια, και μάλιστα σε μερικές περιπτώσεις εξηγεί ότι απέφυγε να χρησιμοποιήσει και να μεταφράσει λέξεις του πρωτοτύπου, κάτι που δεν φαίνεται, όμως, αφού οι τολμηρές λέξεις που αποδίδονται στη γλώσσα μας δεν είναι λίγες. Εξάλλου, οι λέξεις con, vit, foutre έρχονται και επανέρχονται σε όλα τα ποιήματα στο πρωτότυπο.  Προτίμησε, επίσης, να επιλέξει σύντομα, κατά το δυνατόν, ποιήματα για να αποδοθεί η ανάπτυξη μιας χαριτωμένης ιδέας ή η αστεία έκβαση της σύντομης ερωτικής «ιστορίας». Περιορίστηκε, με ελάχιστες εξαιρέσεις, στον 16ο, τον 17ο και τον 18ο αιώνα, γιατί η ποίηση αυτών των αιώνων  χαρακτηρίζεται από χάρη, κομψότητα και μέτρο, χωρίς την έξαρση του πάθους των ρομαντικών ή την λεπτεπίλεπτη ευαισθησία του Charles Baudelaire και των συμβολιστών.

Μολονότι τα ποιήματα αυτά διακρίνονται για την τόλμη τους, δεν προσβάλλουν και δεν προκαλούν. Αντιθέτως, ο αναγνώστης παρασύρεται από το κέφι και την ευθυμία των «πρωταγωνιστών».

 

 

 

Jean Molinet [1435-1507]

 

Αυτή την κόρη που’χει μυτερό

Βυζάκι, βλέμμα γαλανό και πλάνο,

Δέρμα απαλό και στόμα τρυφερό

Πόσο να τη φιλήσω λαχταρώ

Και πέφτοντάς της πάνω

Μπλουζάκι και βρακάκι να της βγάνω

Και με τέχνη σοφή να της το κάνω,

Κλέβοντας τον κρυφό της θησαυρό.

Κι αν ειν’ μετά γραφτό μου, ας πεθάνω.

 

Francois de Meynard [1582-1646]

 

Ο Πιερ, ένας γενναίος

Γασκώνος, είχε πέος

Τόσο μακρύ που δέος

Στις τσούπρες προκαλούσε.

Να φανταστείτε, όταν

Του σηκωνόταν

Να φυσήξει τη μύτη του μπορούσε.

 

 

Ως πότε, αχόρταγη γυναίκα,

Πρέπει, λοιπόν, ν’αφήσω μέσα

Το εργαλείο μου, που δέκα

Κιόλας σου το’κανε φορές;

Ας’το να πάρει μιαν ανέσα

Και πριν το πετεινάρι κράξει

Πάλι εδώ θα’ναι, αν το θες.

Φτερά δεν έχει, να πετάξει.

 

 

Τα ρόδα σου μαράθηκαν, σου ασπρίσαν τα μαλλιά.

Το σώμα σου έχει χάσει κάθε χάρη.

Η θέση σου, αλί, είναι στο πατάρι

Όπου φυλάν τα ρούχα τα παλιά.

Όλη η ευγλωττία σου δε φτάνει,

Όσο κι αν θέλεις, να με κάνει

Την κρύα σου να ζεστάνω κλίνη.

Ιωάννα, μη με παίρνεις για παιδί.

Όσο κι αν το χαϊδεύεις, δε θα γίνει

Το πράμα μου των γερατειών σου το ραβδί.

 

 

Ο Γιάννης, ένα δειλινό

Τη Μαίρη είχε ξεμοναχιάσει

Και καβαλώντας την με βιάση

Της το’κανε απ’τον πισινό.

Κι η δύστυχη, που’χε ξεχάσει

Σχεδόν πώς γίνεται από μπρος

Του φώναξε, γεμάτη πείσμα:

«Σαν ο άνθρωπος είναι γερός

Τι ανάγκη έχει από κλίσμα;»

 

 

Μαργκό, κοίταξε το πουλί μου!

Είναι καιρός ν’αγαπηθούμε,

Τι ποιος μπορεί να πει, καλή μου,

Πως αύριο το πρωί θα ζούμε;

Ο Χάρος καρτεράει, αλί.

Όταν στα δίχτυα του πιαστούμε

Βαθειά κάτω απ’τη γη θα μπούμε

Και τότε αργά πολύ πια θα’ναι.

Δε λέει πουθενά η Αγία Γραφή

Στον άλλο κόσμο πως πηδάνε.

 

 

Ο Ρομπέν, που τις κάμπιες κυνηγούσε

Και τα κορίτσια τρόμαζε πολύ

Είχε ένα τοσοδούτσικο πουλί.

Μια μέρα που στο δάσος περπατούσε

Βλέπει τη Λίζα, που τρελλά αγαπούσε.

Κι όπως στη χλόη ξαπλώνουνε, πλάι πλάι,

Στο μπούτι της το πράμα του ακουμπάει.

«Ε, του φωνάζει αυτή, πάρε από δω

Τούτο το πράμα, σε παρακαλώ.»

«Τι έχεις,» της απαντάει, «καλή μου;

Είναι μονάχα το πουλί μου.»

«Α,» κάνει η Λίζα χαμηλοβλεπούσα,

«Κάμπια πως ήτανε θαρρούσα.»

 

 

Τι ωφελεί η αναβολή;

Άσε το νυχτικό σου

Να σηκώσω, και δώσου

Σε ζάλη έρωτα τρελλή.

Τι τι θαρρείς η θεία

Πως λέει η μελωδία

Του αηδονιού, καλή μου;

Ότι μεγάλη είναι απονιά

Την ακριβή σου παρθενιά

Ν’αρνιέσαι στο πουλί μου.

 

 

Γιάννα, μικρή μου αγαπημένη

Μην κοκκινίζεις, μη φοβάσαι.

Του έρωτα η φλόγα σε θερμαίνει.

Άφοβη σε προστάζει να’σαι

Και να κερνάς την ηδονή.

Σα χάσεις όλη σου τη χάρη

Θα’χεις καιρό να’σαι σεμνή.

Ο χρόνος, που θα σε μαράνει

Έτσι φαρδύ το πράμα σου θα κάνει

Που θα περσεύει και για ένα μουλάρι.

 

 

Δυο νέες γυναίκες συζητάνε

Κάτω στην ακροποταμιά

Και για τον έρωτα μιλάνε.

«Καλό είναι το γαμίσι, λέει η μια,

Μα ώσπου να πεις αλεύρι έχει τελειώσει.

Κι είναι έτσι βρώμικο μετά.»

«Ίσως, η άλλη απαντά,

Όμως για σκέψου πόση

Χαρά μας δίνει όσο κρατά.»

 

 

Melin de Saint-Gelais [14466-1512]

 

 

Μια πονηρή σιγανοπαπαδιά

Δειπνούσε με τον εραστή της μια βραδυά.

Και καθώς πάει να κόψει το ψωμί

Πάνω του ρίχνει κατά λάθος το μαχαίρι.

Σκύβοντας να το πιάσει, ένα σκληρό

Ξίφος ανακαλύπτει. Στη στιγμή

Τραβάει βιαστικά το χέρι.

«Φίλη μου, μήπως κόπηκες;» ρωτάει

Ο άντρας της. «Μου φαίνεσαι χλωμή.

Πρόσεξε, τι πολύ είναι κοφτερό.»

«Δεν είναι τίποτα,» του απαντάει.

«Το’πιασα ευτυχώς απ’τη λαβή.»

 

 

Μια μέρα που η κυρία τριγυρίζει,

Την καμαριέρα ο κύριος κανονίζει.

Κι εκείνη, που αγαπάει το χορό,

Κουνάει ρυθμικά τον πισινό.

Σαν τέλειωσαν, του λέει καμαρωτή.

«Κύριε, μεγάλη έχω απορία.

Το κάνω πιο καλά από την κυρία;»

«Μα ναι, της απαντάει, αναμφιβόλως.»

«Σας πιστεύω,» του λέει τότε αυτή,

«Γιατί μου το΄χει πει οι κόσμος όλος.»

 

 

Clement Marot [1495-1544]

 

 

Ένα πρωί ο Γιάννος πάει

Στη Μαριώ, που πολύ την αγαπάει

Και πιάνοντάς την απ’τη μέση

Της δείχνει το γυμνό του εργαλείο

Στητό και σ’όλο του το μεγαλείο.

Μ’αυτή του λέει, κοιτώντας τον με νάζι..

«Θεέ μου, είναι σωστό θηρίο.

Σίγουρα μέσα μου δε θα χωρέσει.»

Ο Γιάννος την καθησυχάζει.

«Αν θες, μονάχα το μισό θα βάλω.»

Μα όταν αρχίζει πια να της το κάνει,

«Αχ,» η Μαριώ αναστενάζει,

«Μη σταματάς, βάλε και τ’άλλο.

Έτσι κι αλλοιώς μ’έχεις πεθάνει.»

 

 

Ο άντρας, την πρώτη νύχτα γάμου

Λέει στη γυναίκα μου: «Κυρά μου,

Αν τάχατες και σε πονέσω

Να, δάγκωσε τα δάχτυλά μου.»

Εκείνη συμφωνεί. Κι αμέσως

Στρώνονται στη δουλειά. Μετά,

«Σε πόνεσα;»την ερωτά.

«Όχι, απαντά,» τ’ομολογώ.

Μα μη σε δάγκωσα κι εγώ;»

 

 

Μια μέρα του Δεκέμβρη ο Ρομπέν

Πάει την όμορφη Μαργκό να βρει

Και την παρακαλάει, αν μπορεί,

Το παγωμένο πράμα του, που δεν

Καταφέρνει κεφάλι να σηκώσει

Με τη φωτιά της να το ξεπαγώσει.
Αυτή από σκέτη δέχεται σπλαχνιά.

Κι αφού έχουν για καλά τα μέλη μπλέξει,

«Ε,» του λέει, «σα να φεύγει η παγωνιά.»

«Βέβαια,» της απαντάει, «μα θα βρέξει.»

 

 

Ένας νεαρούλης με μια κοπελιά

Μιλάει, και για να την ευχαριστήσει

Της παινεύει τα κάλλη που η Φύση

Της έδωσε: τα ολόξανθα μαλλιά,

Τα ροδαλά βυζιά, την ανοιχτή

Τρυπούλα που έχει κάτω απ’την κοιλιά.

«Ε, βρε χαζέ,» του λέει αυτή,

«Αφού σ’αρέσει η τρύπα μου, γιατί

Λοιπόν δε βάζεις μέσα κάτι τι;»

 

 

Ένας παπάς, με κόκκινη μαγούλα

Προσπαθούσε ένα βράδυ να περάσει

Μέσα απ’της κάμαράς του το καφάσι

Μια όμορφη χωριατοπούλα.

Περνάν τα μπράτσα, το κεφάλι

Το στήθος, αλλά κόλλησε το αφάλι.

Τραβάει αυτός, σπρώχνει κι αυτή

Μα τίποτα. Τότε της λέει στο αυτί.

«Αν δεν περάσει ο πισινός σου

Γύρισε πίσω στο χωριό σου.

Χωρίς αυτόν δεν γίνεται γιορτή.»

 

 

 

 

Guillaume Colletet [1596-1641]

 

 

Όταν της Λίζας το δεξί

Βυζί φιλάω, θυμωμένα

Μου λέει: «Δεν είναι αυτό για σένα,

Είναι του αντρός μου το βυζί.

Μπορείς αν θες να μου φιλάς

Το αριστερό ώσπου να χορτάσεις.

Κι ούτε απ’τη μοιρασιά θα χάσεις:

Είναι το μέρος της καρδιάς.»

 

 

Γλυκό το σώμα της κυράς μου το αεράτο,

Γλυκό το κοίταγμα των πλάνων της ματιών,

Γλυκό το μέτωπο, το γέλιο της το ακράτο,

Γλυκό το φίλημα των λάγνων της χειλιών.

 

Γλυκός ο λόγος της, κελλάρισμα δροσάτο,

Κι ο χείμαρρος των μεταξένιων της μαλλιών,

Γλυκό το στήθος της, που ανατριχιάζει κάτω

Από το χάδι των καυτών μου των χεριών.

 

Γλυκό το πόδι της, το εξαίσιο της αφάλι

Κι η λεία της κοιλιά, που’χω για μαξιλάρι,

Γλυκιά κι η κάθε κίνησή της, όλο χάρη.

Μα πιο γλυκό βρίσκω απ’τα όσα της τα κάλλη

Των λαγονιών της το μεθυστικό ρυθμό

Όταν τυχαίνει στα κρυφά να τη γαμώ.

 

 

Saint-Pavin [1595-1670]

 

 

Η Αλίνα, καλοχτενισμένη,

Σινάμενη και κουνιστή

Στο σπίτι μου ήρθε γελαστή

Σ’αγόρι μεταμφιεσμένη.

 

Γιατί φοβόταν, η κουτή,

Αν ήταν γυναικεία ντυμένη,

Πως θα την άφηνα να μένει

Έξω απ’την πόρτα την κλειστή.

 

Ομολογώ πως αρχικά

Εθύμωσα πραγματικά.

Μα ήταν χαριτωμένη τόσο

Που απ’τη ντροπή για να τη σώσω

Της φέρθηκα καθώς σε κόρη

Που θέλει να περνάει για αγόρι.

 

 

Δυο φίλες τη λαχταριστή

Κι ονειρεμένη παραζάλη

Του έρωτα ψάχνουν στη ζεστή

Η μια της άλλης την αγκάλη.

 

Τ’αθώα τους σπαταλώντας κάλλη

Παίζουν με χάρη ζηλευτή

Άλλοτε η μια κι άλλοτε η άλλη

Ρόλο ερωμένης, εραστή.

 

Μ’αλοίμονο, ό,τι και να κάνουν

Τις όμορφές τους μέρες χάνουν.

Ποτέ τους δεν ικανοποιούνται.

Όσο κι αν προσπαθούν, να βρουν

Στο αγκάλιασμά τους δεν μπορούν

Την ηδονή που μας αρνιούνται.

 

Grecourt [1683-1743]

 

Μια μέρα του καλοκαιριού ζεστή

Στου ύπνου έχει πέσει η Λίζα την αγκάλη.

Κι είναι έτσι τροφαντή, λαχταριστή

Που άγιο μπορεί σε πειρασμό να βάλει.

Το μισοσηκωμένο νυχτικό της

Στα έκθαμβα μάτια αφήνει να φανεί

Ο θησαυρός της άγουρής της νιότης

Και μέσα μου φουντώνει η ηδονή.

Πάνω της λαύρος πέφτω. Αυτή θαρρεί

Πως κάποιο πράμα μέσα της σαλεύει.

Ξυπνάει ευθύς και λέει: «Τι τυχερή

Κοιμάμαι εγώ κι η τύχη μου δουλεύει.»
Ο ι γ ό β ε ς

 

Του αντρός της η Μαριώ με νάζι

Καινούργιες γόβες του ζητάει

Στο πανηγύρι για να πάει,

Κι ο κουνενές τής αγοράζει.

Μα μόλις μένει εκείνη μόνη

Τον υπηρέτη της φωνάζει

Που τη χουφτιάζει, της τον χώνει

Σαν το χαντρί κομπολογιού.

Κι αυτή τα πόδια τού περνάει

Θηλειά στη ρίζα του λαιμού.

Κείνη την ώρα να και φτάνει

Ανύποπτος ο κερατάς

Που βλέποντάς την – «Ε, της κάνει,

Αν στον αέρα περπατάς

Θε να’χεις τα ποδήματά σου

Ως τα βαθειά γεράματά σου.»

 

 

Alexis Piron [1689-1773]

 

Δυο εραστές τρελό παιχνίδι στήσαν

Στου δάσους μιαν απόμερη γωνιά

Νομίζοντας πως ολομόναχοι ήσαν,

Με τις ξανθιές δρυάδες συντροφιά.

Μα στην πιο κρίσιμη στιγμή ακούνε

Βήματα. Τότε εκείνος της φωνάζει

«Πάμε να φύγουμε, τι θα μας δούνε.»

«Όχι, μη σταματάς» του αναστενάζει.

«Μα έρχεται κόσμος.» «Ε, και τι μ’αυτό;

Δεν διακρίνω μήτε ένα μου γνωστό».

 

 

Η Λίζα, τη νυχτιά του γάμου

Κάτω απ’του αντρός της το κορμί
κουνιέται, με περίσσια ορμή.

Κι ύστερα τον ρωτάει: «Χαρά μου

Πες μου, δεν το΄κανα καλά;»

Κι αυτός, πάρα πολύ οργισμένος

Της απαντά: «Είσαι ορισμένως

Στον έρωτα ξεφτέρι, αλλά

Ποιος σου’μαθε τόσα πολλά;»

 

Ένας νεαρός με μια κυρά στοιχηματίζει

Πως δώδεκα φορές θα της το κάνει.

Εκείνη δέχεται, και μάνι μάνι

Στο στρώμα πέφτουν και το γλέντι αρχίζει.

Μα όταν αυτός μετράει ως τις οχτώ,

«Το μέτρημα,» του λέει, «δεν ειν σωστό.

Με κλέβεις μια. Χωρίς να σε προσβάλω

Θαρρώ πως δεν αντέχεις άλλο

Και να ξεφύγεις προσπαθείς.»

Κι ο τύπος απαντάει ευθύς:

«Εγώ πάντα μετράω με προσοχή

Μα αν θέλεις, ξεκινάμε απ΄την αρχή.»

 

Berthelot

 

 

Μια μέρα μέτρησε η Μαριώ

Του αντρός της τ’όρθιο θεριό

Κι ηύρε πως ήτανε μακρύ

Μια σπιθαμή κι άλλη μισή.

Μα σαν τελειώσαν τη δουλειά

Είχε απομείνει μια σταλιά.

Της λέει τότε απελπισμένος

«Ντροπή μεγάλη είναι ορισμένως

Μέσα σου το μισό ν’αφήσω.

Αυτό που λείπει δος μου πίσω.»

 

Μα εκείνη, σκάζοντας στα γέλια

Κι αφού ετεντώθη με νωχέλεια

«Καϋμένε,» λέει, « δεν του’χω πάρει

Τίποτα απ’την παληά του χάρη.

Ξάπλωσε πάνω στην κοιλιά μου,

Τρίφτο γερά μες στα μεριά μου

Κι όταν σκληρύνει για καλά

Βαλτο όσο πιο μπορείς βαθειά.

Ό,τι του λείπει θα βρεθεί

Εκεί ακριβώς που’χε χαθεί.»

 

 

 

Jean-Baptiste Rousseau [1670-1741]

 

Ένας καλόγερος μια χήρα

Πηγαίνοντας να επισκεφθεί

Στο σπιτικό της προσπαθεί

Να μπεί από την πίσω θύρα.

 

«Τι κάνεις,» λέει η προκομμένη,

«πιο κει είν’η θύρα η σωστή.»

«Ε, δεν πειράζει, αφού κι αυτή

Βρήκα ανοιχτή,» της αντικραίνει.

 

 

Ένας παπάς μια μοναχή αφράτη

Κανόνιζε, στα κρύα πλακάκια χάμου

Κι’αυτή, βογγώντας, του’λεγε: «Παπά μου

Πιο βολικά δε θα’ταν στο κρεβάτι;»

 

«Τέκνο μου,» απαντάει, «αυτά που λες

Ειν’ πονηρές κουβέντες του διαβόλου.

Δε θα’θελε ο καλός Θεός καθόλου

Να’χουμε όλου του κόσμου τις βολές.»

 

 

Ένας παπάς αυνανιζόταν

Την όμορφη γειτονοπούλα του ως σκεφτόταν.

Του λέει ο εξομολογητής του:

«Θύμα έχεις πέσει του Αντιχρίστου.

Είναι λοιπόν αλήθεια τόσο ωραία;»

«Α,» αναστενάζει ο άλλος, «δεν έχεις ιδέα.

Τέτοια θεσπέσια κοπελιά

Δεν έχεις ξαναδεί. Ολόξανθα μαλλιά,

Χυτό κορμί, μάτια που λάμπουν σαν την πούλια,

Βυζάκια ροδαλά, ολόστρόγγυλα καπούλια.

Έργο είναι σίγουρα του Σατανά.

Αφού, ως σου μιλάω, τ’ομολογώ

Στην αμαρτία έπεσα ξανά.»

«Ω, σε πιστεύω,» κάνει ο άλλος. «Δίχως να

Το θέλω, έπεσα κι εγώ.»

 

 

 

 

Ένας βαρβάτος ερημίτης

Που μια γυναίκα πλάνεψε σεμνή

Αφού φωτιάν άναψε στο κορμί της

Ήθελε να’μπει από την πόρτα τη στενή.

«Τι κάνεις;» του φωνάζει εκείνη, «στάσου.

Η είσοδος είναι η καλή πιο κει.»

«Μη νοιάζεται,» της απαντάει, «η αφεντιά σου.

Εδώ που είσαι εμένα μου αρκεί.»

 

 

Pierre Motin 1566-1610]

 

O Φιλιντόρ, τρελλά ερωτευμένος,

Πιάνοντας το πουλί του: «Τι φριχτό!»

Λέει. «Στη φυλακή να’μαι κλεισμένος

Και το κλειδί στο χέρι να κρατώ!»

 

 

Ζωηρή κι ωραία κοπελούδα

Με την ολόξανθη πλεξούδα

Όλο χορεύεις κι όλο τρέχεις.

Ούτε στιγμή ησυχία δεν έχεις.

Για να σοβαρευτείς λιγάκι

Μια σφήνα θες στο κωλαράκι.

 

Maucroix [1619-1708]

 

Ο Κοκεμπέρ που να τον πάρει η οργή,

Το εργαλείο μου κακολογεί.

Πως δεν αξίζει, λέει, παντού στην πόλη.

Δικό μου είναι το φταίξιμο ασφαλώς.

Τι τη γυναίκα του δεν πήδηξα, ο τρελλός,

Ως κάνουν οι συνάδελφοί μου όλοι.

 

 

Olivier de Magny [1529-1561]

 

Την άνοιξη τι μου αρέσει ευθύς θα σας το πω:

Γύρω μου να ευωδιάζουνε τα ρόδα, το θυμάρι,

Στίχους να γράφω, και μαζί με τα πουλιά τη χάρη

Να τραγουδάω ολημερίς εκείνης που αγαπώ.

 

Το καλοκαίρι, ξαπλωμένος στο ζεστό χορτάρι

Να τη φιλάω, στο στήθος της το χέρι ν’ακουμπώ,

Μιας αχλαδιάς να γεύομαι το ζουμερό καρπό

Και να μεθάω με κρασί στιλπνό σαν κεχριμπάρι.

 

Σαν έρθουν του φθινόπωρου οι πρώτες κρύες μέρες

Παρέα με φίλους γκαρδιακούς κάστανα στη φωτιά

Να ψήνουμε, κι ευχάριστες να κάνουμε βεγγέρες.

Και το χειμώνα, που κλεισμένος μες στο σπίτι θα’μαι

Να χουζουρεύω πρωί βράδυ πλάι στην πυροστιά

Και στης καλής μου τη θερμήν αγκάλη να κοιμάμαι.

 

 

Beroalde de Verville [1556-1629]

 

Tώρα που η άνοιξη ήρθε ζωηρή

Ο Έρως που μέθη φέρνει και ζαλάδα

Έβγαλε προσταγή πολύ αυστηρή

Με Μάηδες να γεμίσει όλη η πεδιάδα.

 

Έχω ένα Μάη ωραίο και μακρύ

Με γύρω γύρω πλούσια πρασινάδα

Που με την ίδιαν ευκολία μπορεί

Να φυτευτεί σε κάμπο ή σε κοιλάδα.

 

Κυρία, ανοίχτε αν θέλετε την πόρτα

Και θα σας τον φυτέψω στο χαντάκι

Που έχετε στο σπίτι σας μπροστά.

Κι ως θα φυτρώνουν γύρω του τα χόρτα,

Αυτός θε να φουντώνει με μεράκι

Και γλυκιά συντροφιά θα σας κρατά.

 

 

Isaac de Benserade [1612-1691]

 

Κυρία, θα σας χαρίσω ένα πουλί

Που έχει ανεκτίμητη στ’αλήθεια αξία.

Αρρώστια αν νοιώσετε ή κούραση πολλή

Αμέσως θα σας δώσει την υγεία.

 

Ημικρανία, κοιλόπονο, χολή,

Τα πάντα θεραπεύει μ’ευκολία.

Μα προ παντός να φύγει συντελεί

Απ’την καρδιά η βαριά μελαγχολία.

 

Κάποια το’δε κυρά που το κρατούσα

Κι ευθύς εζήτει, χαμηλοβλεπούσα

Μ’όλο της γης το βιος να τ’αγοράσει.

Γιατί στ’άλλα πουλιά δεν έχει μοιάσει.

Τόσο πολύ του αρέσει το κλουβί

Που κλαίει από χαρά, μέσα αν βρεθεί.

 

 

Jean Antoine de Baif [1532-1589]

 

Δεν αγαπάω τις παρθένες

[είναι ξυνές σαν αγουρίδες]

Ούτε τις πρόωρα γερασμένες

Που έχουνε δέρμα όλο ρυτίδες.

Μου αρέσουν οι ώριμες, με χείλη

Που σε μεθάνε ως σε φιλάνε.

Εγώ δεν θέλω το σταφύλι

Ούτε άγουρο ούτε σάπιο να’ναι.

 

 

Lattaignant [1697-1779]

 

Τραγούδι στη μαρκησία de la Courcelle

 

Όταν κανείς ερωτευτεί

Τίποτα δεν τον συγκρατεί.

Θα’θελα να’μαι καλτσοδέτα,

Τσατσάρα, μπικουτί, φουρκέτα,

Κάλτσα, σουτιέν, γιακάς, μανίκι,

Κολιέ, βραχιόλι, σκουλαρίκι,

Σκυλάκι, γάτα, παπαγάλος,

Ή έστω ένα πόδι σου, ένας κάλος.

 

Θα’θελα να’μουνα, στ’αλήθεια,

Το ρόδο που έχεις μες στα στήθια,

Το κοκκινάδι που στο στόμα

Ύπουλα σε φιλάει, ακόμα

Κι αυτός ο ψύλλος που σου πίνει

Το αίμα στη ζεστή σου κλίνη

Πριν θυμωμένα τον τσακώσουν

Τα δάχτυλά σου και τον λυώσουν.

 

 

De Sigogne [1560-1611]

 

Ωδή στην Αφροδίτη

 

Ω εσύ, θεά που όλους εμάς

Τις δύστυχες γυναίκες βοηθάς,

Γλυκιά του Έρωτα μητέρα,

Αν ήταν δυνατόν μια μέρα

Μες στο κρεβάτι μου να βρω

Έναν νιο Πρίαπο, βαρβάτο,

Κι αμέσως, ρίχνοντάς με κάτω

Με το θαυματουργό του υγρό

Να με δροσίσει ¨ κι αν επίσης

Μπορούσες απ’τις απαιτήσεις

Να μ’απαλλάξεις του δικού μου Ηφαίστου

Και να κοιμήσεις τις ορμές του¨

Τότε κι εγώ, για να σ’ευχαριστήσω

Θα πήγαινα να σου στολίσω

Μ’άνθη μυρτιάς το ιερό σου

Και ν’αποθέσω στο βωμό σου

Ένα ομοίωμα του θείου

Και αξιολάτρευτου εργαλείου

Που φέρνει ερωτικό μεθύσι

Και κάνει υπέροχη τη ζήση.

 

 

Claude Pontoux [1535-1578]

 

H μικρούλα η Αντιγόνη

Δεν φωνάζει, δε θυμώνει

Αν καμιά φορά τολμώ

Το χιονάτο της λαιμό

Να χαϊδέψω. Αλλά αν κάνω

Το βυζάκι της πως πιάνω

«Κύριε μάθε,» λέει με νάζι

«Ότι δεν μπορεί κανένας

Χέρι βέβηλο να βάζει

Μες στον κόρφο μιας παρθένας.»

 

Κι αν, με μάγουλο αναμμένο

Απ’τον πόθο επιμένω

Και πιο κάτω προχωρώ

Τον κρυφό της θησαυρό

Να της κλέψω, τότε εκείνη

Όχι μόνο δε μ’αφήνει

Μα φωνάζει αγριωπή:

«Κύριε, ξέρε πως κανένας

Δεν μπορεί κλεφτά να μπει

Στο παλάτι μιας παρθένας.»

 

 

Mathurin Regnier [1573-1613]

 

Προχτές, μιλώντας με τη Φώτω,

Που’ναι όμορφη και ντροπαλή,

Δίχως να θέλω, μια στιγμή

Μου ξέφυγε, κι είπα «γαμώτο.»

Κι όπως κοκκίνησε αυτή

Κατάλαβα πως βρίσκει ωραίο

Και της αρέσει αυτό που λέω

Μ’αλλού το θέλει, όχι στ’αυτί.

 

 

Η Λίζα, πουν’απελπισμένη

Μια μέρα στον Ρομπέν πηγαίνει.

«Τη ζωή βαρέθηκα,» του λέει.

«Δεν αντέχω άλλο,» κι όλο κλαίει.

«Απ’τα δεινά μου λύτρωσέ με.

Σε ικετεύω, σκότωσέ με.»

Ο νεαρός το παντελόνι

Στο άψε σβύσε ξεκουμπώνει,

Έξω.. ξέρετε τι τραβά

Κι αρχίζει να τη μαχαιρώνει

Λίγο πιο κάτω απ’την κοιλιά.

Κι αυτή, που θέλει να πεθάνει

Του λέει: «Σπρώχτο πιο βαθειά.»

Αλλά ο Ρομπέν, που έχει ξεθεωθεί,

«Έλα, ξεμπέρδεψε,» της κάνει

«Γιατί το δόλιο μου σπαθί

Έχει αρχίσει να στραβώνει.»

 

 

Barthelemy Imbert [1741-1790]

 

 

Κάποιος, μιλώντας σε μια νια

Κοπέλα, είπε τη λέξη παρθενιά.

Κι αυτή, όλο απορία, ρωτάει

Τι παναπεί. Τότε κι εγώ,
πως είναι ένα πουλί της εξηγώ

Που αν κάνει πως το αγγίζει

Άλλο πουλί, μακρυά πετάει

Και δεν ξαναγυρίζει.

 

 

Armand Gouffe [1775-1845]

 

Μια ερωτιάρα κόρη

Μια μέρα βλέπει αγόρι

Ωραίο, που πουλί

Μεγάλο είχε πολύ.

Κι ευθύς πάνω του ορμάει

Να το πιει, να το φάει.

Χωρίς αμφιβολία

Της πρέπει τιμωρία,

Μια για ποιαν αμαρτία;

Λαγνεία ή λαιμαργία;

 

 

Alfred Delvau [1825-1867]

 

 

Ο ποιητής

 

Θωρώντας τα γυμνά σου κάλλη, θέλω

Καθημερνά σονέτα να σου γράφω.

Σίγουρα ιδανικό θα’σουν μοντέλο

Και για τον πιο απαιτητικό ζωγράφο.

 

Της ομορφιάς ο ήλιος ανατέλλει

Σκορπίζοντας τη θέρμη της φωτιάς της.

Τα στρουμπουλά και ροδαλά σου μέλη

Λες τα’κανε δεινός ζαχαροπλάστης.

 

Τα εξάμετρά μου θε να ξεχειλίζουν

Με στίχους πιο λαμπρούς κι απ’το τοπάζι

Που θα μεθάν, θα λυώνουν, θα ηλεκτρίζουν

Και θα ξανάβουν όποιον τους διαβάζει.

 

Η νέα κοπέλλα

 

Κράτα τους στίχους σου για μια άλλη μούσα.

Αγαπητέ, λιγότερο ποιητής

Και πιο θερμός κι έμπειρος εραστής

Να’σουν ειλικρινά θα προτιμούσα.

 

Προδότη, μου’δειξες του παραδείσου

Την πόρτα, μου ξεσήκωσες το νου

Και σύξυλη στα κρύα του λουτρού

Μ’άφησες. Το ανήμπορο πουλί σου

 

Σήκωσε, και κατέβασε τη λύρα.

Αυτό που λογαριάζει στο κρεβάτι

Είναι του άντρα η ορμή η βαρβάτη

Που αφήνει πίσω της σωστή πλημμύρα.

 

Ω, δεν αντέχω, η πεθυμιά με σφάζει.

Το γείτονά μου φέρτε, που’ναι τόσο

Λαύρος, το νιο του το πουλί να νοιώσω

Μες στη ζεστή φωλιά μου να σφαδάζει.

 

 

Stephane Mallarme [1842-1898]

 

Mysticis Umbraculis

 

Κοιμόταν, και τρεμάμενο το φίνο δάχτυλό της,

Σπρωγμένο από όνειρο γλυκό της ροδαλής της νιότης,

Ετράβηξε το νυχτικό πάνω απ’τον αφαλό της.

 

Στο φως το αχνό του φεγγαριού η άσπρη της κοιλιά

Με χιόνι μοιάζει, όπου σοφού ζωγράφου η πινελιά

Πρόσθεσε τρελλοκότσυφα τη μαλλιαρή φωλιά.

 

 

Theophile Gautier [1811-1872]

 

Ο αφαλός

 

Μ’αρέσεις, άστρο της κοιλιάς, αφάλι,

Τρύπα σε μάρμαρο άσπρο λαξεμένη,

Που ο έρωτας στη μέση έχει βάλει

Του κρύφιου του ιερού, όπου μόνος μπαίνει

Μια ηδονή για ναύρει ονειρεμένη.

 

Sire de Chamblay [1856-1941]

 

Μυτερό σονέτο

 

Ξάπλωσε πάνω μου ξανά¨ το ανήμερο θεριό

Του έρωτά σου ορθώνεται, κι εγώ του ανοίγω πάλι

Τον πόθο μου. Σιγά σιγά… Μην αρχινάς την πάλη…

Νοιώθω ως το βάθος του κορμιού το βάρος σου, γλυκό.

 

Μη βιάζεσαι ψυχή μου… Αγάλι αγάλι.

Τον φλογερό σου αρμόνισε παλμό

Με του λικνίσματος μου τον ρυθμό,

Του μεθυσιού να μην τελειώσει η ζάλη.

 

Γρήγορα τώρα! Σε γυρεύω!

Λυώνω, μεθώ, μ’έπιασε τρέλλα.

Ναι… Τώρα.. Σε λατρεύω…

Έλα! Έλα! Έλα!

Ξανά.

Α!

 

 

Ανωνύμων

 

Ετούτο τ’όμορφο πρωινό

Είδα ένα αγόρι καστανό

Πάνω στη χλόη τη δροσάτη

Σα να’ταν μαλακό κρεβάτι

Τη φίλη του να’χει ξαπλώσει

Και να την έχει καπακώσει.

Να της χαϊδεύει το βυζί,

Παντού να τη φιλάει. Κι όταν

Να παίζουν χόρτασαν μαζί

Το άσπρο βρακάκι να της βγάνει

Κι αδιάντροπα να της το κάνει.

Και Θεέ μου, πόσο το χαιρόταν!

 

 

 

Μια μέρα ο Κλέονας, νέος κι ωραίος

Και τρελλά με τη Λίζα ερωτευμένος

Εθαύμαζε, στο πλάι της πεσμένος

Τ’αλαβάστρινα μπούτια της με δέος.

Πότε πολύ του αρέσει το δεξί,

Πότε το αριστερό. Στο μεταξύ

Αυτά, που τρώει η ζήλεια, τσακωμό

Τρικούβερτο αρχινάνε, δίχως τελειωμό.

Κι όπως ο Κλέονας τα βλέπει απορημένος,

«Για να διακόψεις τον καυγά τους,»

Του λέει η Λίζα, «μπες ανάμεσά τους.»

 

 

Το όνειρο

Στον εραστή μου πλάι πεσμένη,

Μετά το τέταρτο μανίκι

Ως ήμουν αποκαμωμένη

Αποκοιμήθηκα. Κι ω φρίκη,

Ονειρευόμουν πως κρατώ

Σφιχτά στο χέρι σερπετό

Που ξάφνου αρχίζει να μακραίνει

Ώσπου έγινε, μα την αλήθεια,

Τρεις σπιθαμές μακρύ κι ακόμα.

Ξυπνάω με την ψυχή στο στόμα,

Να κράξω θέλοντας βοήθεια,

Και βλέπω πως κρατώ το φίδι

Που είχε η Εύα για παιχνίδι

 

 

Ένας περίφημος δανδής

Γυναίκα παρομοιάζει με μουλάρι:

Σου κάνει να την καβαλάς τη χάρη

Αλλά τσινάει, σαν πάνω της βρεθείς.

 

 

Μια βοσκοπούλα ένα πρωί στον κάμπο,

Πίσω από ένα θάμνο κατουρούσε

Κι ένας βοσκός, που την κρυφοκοιτούσε

Της λέει: «Την πόρτα σου άνοιξε για νάμπω.

Έχω ένα φλάουτο κάτω απ’τη μέση

Που άμα το ακούσεις, πολύ θα σ’αρέσει.»

Κι αυτή, που το αίμα στο κεφάλι τής ανέβη,

«Τι σύμπτωση, αποκρίνεται, κι εγώ

Έχω ταμπούρλο που συχνά μου χρησιμεύει.

Όσο θες χτύπα του, είναι γερό.»

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροθήβα μέμφις (της Βαρβάρας Ρούσσου)
Επόμενο άρθροΑνάγνωση, τηλεκπαίδευση και ψηφιακός γραμματισμός (της Βενετίας Αποστολίδου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ